,

Φευγάτος – VI

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Προηγούμενο κεφάλαιο

«Everything ends. All things» μουρμούρισε η Ναταλία, κοιτάζοντας τον Βασίλη βαθιά στα μάτια. Δεν ήξερε τι τον είχε τραβήξει πάνω της. Ο Βασίλης ήλπιζε ότι η Ναταλία θα γινόταν ο καταλύτης για να υλοποιήσει την πολυπόθητη αναστροφή. Φευγάτος ήτανε κι εκείνο το βράδυ. Είχε παρατήσει την ζωή στην Ελλάδα, τη δουλειά του, την παρέα του, την Μελίνα κι ό,τι άλλο υπήρχε εκεί. Σε μια στιγμή πάρθηκε η απόφαση. Μία που έφτασε στο Σαράγεβο, μία που γνώρισε την Ναταλία, μία που κοιμήθηκαν μαζί και μία που, το πρωί, αποφάσισαν να ζήσουν μαζί.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν και ουσιαστικά το μόνο, ήταν εκείνο της γλώσσας. Ο Βασίλης δεν μιλούσε γρυ Βοσνιακά, η Ναταλία έπιανε μόνο μερικές ελληνικές λέξεις. Σπούδαζε μικροηλεκτρονική μαζί με την Μαρία. Την γυναίκα του, κάποτε, κολλητού του Βασίλη. Είχαν ήδη φροντίσει ν’ αναβαθμίσουν εκείνη την φιλία σε κουμπαριά. Τους είχε παντρέψει ο Βασίλης, στο πόδι, στο δημαρχείο, κάποιο πρωί του Νοέμβρη, λίγο μετά τον χωρισμό του με την Χριστίνα. Σκεφτόταν πολλά ο Βαγγέλης τότε, μα το κυριότερο ήταν πως δεν τον χωρούσε άλλο η χώρα. Έτσι, παντρεύτηκε και την έκανε. «Φευγάτος κι εγώ» είχε αστειευτεί τότε, προσπαθώντας να φτιάξει το κέφι του Βασίλη.

Έξι μήνες αργότερα, ο Βασίλης θα κατέληγε στην ίδια γειτονιά με τον παιδικό του φίλο. Σε μια άλλη φτωχογειτονιά, με εντελώς διαφορετικό, μα τόσο ίδιο κόσμο. Μαζί με την Ναταλία, που, ώρες – ώρες, του θύμιζε πολύ την Μελίνα. Όχι εμφανισιακά. Μπορεί να είχαν το ίδιο ύψος και να ήταν καστανές κι οι δύο, μα δεν έμοιαζαν καθόλου. Ούτε τα χαμογελαστά μάτια της Μελίνας είχε η Ναταλία, ούτε το νάζι της. Μόνο το πείσμα κι εκείνο το παράξενο πράγμα που δεν καταλάβαινε ο Βασίλης. Κάθε που στεναχωριόταν ή νευρίαζε, τα πράσινά της μάτια φάνταζαν να ιριδίζουν.

Ούτ’ η Ναταλία ήξερε τι την είχε τραβήξει σ’ εκείνον τον μουσάτο και θλιμμένο τύπο. Της άρεσε που το κασκόλ του μύριζε καπνό και που μπορούσε να της μιλάει με τις ώρες, για ό,τι έβαζε ο νους του ανθρώπου. Λάτρευε που ήταν διαβασμένος, αν και δεν είχε πάρει το πτυχίο του ακόμη. Τον είχε ρωτήσει αν θα συνέχιζε τις σπουδές του κι εκείνος είχε γελάσει, πριν την αγκαλιάσει και σωπάσει.

«Everything ends…» επανέλαβε ο Βασίλης, σκεφτικά. Πήρε κι άναψε τσιγάρο. Έγειρε το κεφάλι του. Αγαπούσε το μικρό διαμέρισμα της Ναταλίας, που ‘χε κουζίνα, σαλόνι και κρεβατοκάμαρα στον ίδιο χώρο. Εκείνος καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και κοίταζε έξω, κι εκείνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του.

«You don’t believe that?»

«Δεν ξέρω» μουρμούρισε ο Βασίλης. Τον κοίταξε με απορία. Του ‘χε ζητήσει να της μάθει την γλώσσα, κι εκείνος της είχε υποσχεθεί πως θα ξεκινούσε να της κάνει μαθήματα. Εκείνο ήταν το δεύτερο βράδυ τους σαν ζευγάρι και μόνιμοι κάτοικοι εκείνης της πόλης.

Κάτι του ‘πε η Ναταλία, στα Βοσνιακά, κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Έχουμε μια παροιμία. Δεν μεταφράζεται ακριβώς…» γύρισε την κουβέντα στα αγγλικά.

«Περίπου;»

«Όλα επιστρέφουν. Όλα πληρώνονται».

«Καλό μου ακούγεται. Τελικά, Ναταλία, τίποτα δεν τελειώνει».

«Γιατί έφυγες;»

Αναστέναξε ο Βασίλης. Τίναξε το τσιγάρο του κι έστρεψε το πρόσωπό του προς το παράθυρο. «Είχα ένα παρελθόν στην Ελλάδα. Καλό ή κακό, δεν θα το ξαναζήσω. Το πρόβλημα ήταν ότι με κυνηγούσε το παρελθόν. Προσπαθούσα να του ξεφύγω, με νύχια και με δόντια, μα δεν μ’ άφηνε. Έπρεπε να με σακατέψει. Να με σακατεύει ξανά και ξανά. Δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί. Την είχα πάρει από καιρό την απόφαση. Καλύτερα είναι έτσι. Αν δεν αποφάσιζα να φύγω, δεν θα σε γνώριζα ποτέ, απίστευτο κορίτσι».

«Σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε εκείνη και τον είδε να σηκώνεται. «Πού πας;»

«Να ξυριστώ».

«Μην ξυριστείς, καλέ μου. Σε παρακαλώ. Σου πάει το μούσι».

«Δεν μ’ έχεις δει ξυρισμένο» της απάντησε, παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς της το μάτι. Χώθηκε στο μπάνιο. Τον ακολούθησε η Ναταλία. «Να σου ζεστάνω…» άρχισε να λέει, μα ο Βασίλης είχε ήδη βρέξει το πρόσωπό του με το παγωμένο νερό της βρύσης. Κάθισε στο κλειστό καπάκι της τουαλέτας η Ναταλία κι άρχισε να τον χαζεύει. Ολόκληρη ιεροτελεστία ήταν το ξύρισμα. Έτρεμε το χέρι του. Τα ‘παιρνε κόντρα και ξεφλούδιζε το δέρμα. «Θέλεις…» πήγε να πει κάποια στιγμή, μα την διέκοψε με το βλέμμα του. Απόμεινε εκεί, να κοιτάζει τις παχιές τούφες που ‘χαν δεθεί απ’ τον αφρό, να πέφτουν στον νιπτήρα.

«Φρέσκος» του είπε χαμογελώντας και του φίλησε το ερεθισμένο μάγουλο, όταν τελείωσε. Της φαινόταν μικρότερος, πολύ μικρότερος απ’ όσο νόμιζε πως είναι. Δεν τον είχε ρωτήσει ποτέ την ηλικία του. Ούτε εκείνη την Κυριακή, που ‘χαν περάσει μαζί στην Ελλάδα και δεν γιόρτασαν τα γενέθλιά του. Τον είδε να βγάζει τα γυαλιά και να φοράει τους φακούς του. «Σαν μωρό μοιάζεις» χαχάνισε η Ναταλία. Μισόκλεισε τα μάτια του ο Βασίλης. «Το ‘χα ανάγκη» σχολίασε.

«Να ζεστάνω νερό, να κάνουμε μπάνιο;»

«Ας κοιμηθούμε βρώμικοι απόψε» της απάντησε, χαμογελώντας.

Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, την γαλήνευε εκείνη η βαριά μυρωδιά που ανέδιδε. Ξάπλωσαν μαζί και απόμεινε να τον παρατηρεί. Είχε σκαφτεί το πρόσωπό του απ’ το ξύρισμα. Φαινόταν τουλάχιστον πέντε χρόνια πιο μικρός, μα μια ανεξήγητη θλίψη χάραζε το πρόσωπό του. «Βασίλη;» του φώναξε κι εκείνος χαμογέλασε με την προφορά της. «Ναταλία;» απάντησε κι εκείνος, με την ελληνική του προφορά. Κούρνιασε πάνω του. «Σε πονάει ακόμη αυτό που έγινε με την Έλενα;»

«Έκανα τρείς φορές το ίδιο λάθος με την ίδια γυναίκα. Νομίζω πώς και οι δύο μάθαμε το μάθημά μας. Δεν με πονάει πια κι είμαι βέβαιος ότι δεν θα ξαναενοχλήσει η Έλενα».

«Γιατ-;»

«Ας πούμε ότι έχω έναν μαγικό τρόπο να καταφέρνω τα πάντα» την διέκοψε, προσπαθώντας να χαμογελάσει. Δεν του έφταιγε η Έλενα, ούτε τον πονούσε εκείνη η κατάρρευση. Με τον εαυτό του τα είχε βάλει. Μ’ εκείνον, τον φευγάτο τύπο, που δεν χάριζε τίποτα, σε κανένα. Μ’ εκείνον που παράτησε την Μελίνα κι είπε ότι φεύγει μπροστά. Μ’ εκείνον που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ οποιαδήποτε καταστροφή. Μ’ εκείνον που κλωτσούσε μπροστά, κάθε φορά που έβρισκε τα σκούρα στη ζωή του. Της είχε πει, απ’ το πρώτο πρωί που ξύπνησαν μαζί, ότι φευγάτος είναι εκείνος που έχει ήδη φύγει. Μόνο που ο Βασίλης, δεν ήξερε πια από πού είχε φύγει. Έλεγε πως την είχε κοπανήσει από εκείνον τον εαυτό που δεν άντεχε πια. Απ’ τον Βασίλη. Το μικρό, θυμωμένο και πληγωμένο παιδί.

Την ιστορία του Βασίλη, την είχε διηγηθεί ο Βαγγέλης στην Ναταλία. Ένα από εκείνα τα βράδια που ξενυχτούσε μαζί με την Μαρία, γιατί δεν έβρισκε άκρη στις αναμνήσεις και την ζωή της. Την είχε κάνει να χαμογελάσει μέσα στο κλάμα της. «Ο Βασιλάκης; Τρελός και παλαβός. Πρέπει να στον γνωρίσω τον κουμπάρο μας. Μόνο χαζομάρα έχει αυτό το παιδί στο κεφάλι…»

Τα θυμόταν τα λόγια του, όπως θυμόταν κι ό,τι της είχε αφηγηθεί για την ζωή του. Είχε, πια, δίπλα της, τον φευγάτο και για κάποιο μαγικό κι ακατανόητο λόγο, την έκανε να νιώθει άτρωτη και ασφαλής. Ίσως και να ‘φταιγε η αύρα εκείνου του ανθρώπου που μετρούσε τα λόγια του και που εξηγούσε το κάθε τι.

***

Περνούσε πολύ γρήγορα ο καιρός στο Σαράγεβο. Η Ναταλία άρχισε να μαθαίνει ελληνικά κι ο Βασίλης, βοσνιακά. Του φαινόταν εύκολα, σ’ αντίθεση με την Ναταλία που πείσμωνε με την προφορά και τις παράξενες λέξεις. Κάποια στιγμή, κοντά στο φθινόπωρο, του ζήτησε να μιλάνε μόνο ελληνικά στο σπίτι. «Είναι δύσκολο, μάτια μου, θα σου πάρει καιρό» της είχε πει κι εκείνη, βουρκώνοντας από τα νεύρα της, δεν κάθισε να το διαπραγματευτεί. Του τα έχωσε κανονικά, μισά στα ελληνικά που θυμότανε και τ’ άλλα μισά παρέα με το λεξικό. Έβαλε τα γέλια ο Βασίλης. Την αγκάλιασε σφιχτά. «Τι κορίτσι είσαι εσύ;»

«Τι;»

«Το καλύτερο και το ομορφότερο στον κόσμο».

«Μη μου λες ψέματα».

«Αλήθεια σου λέω».

«Αλήθεια, αλήθεια;»

«Αλήθεια, κουκλίτσα».

Δεν την κατάλαβε εκείνη την λέξη η Ναταλία. Τον κοίταξε με παράπονο. Πήγε να μιλήσει και του έκλεισε το στόμα. Βούτηξε το λεξικό της απ’ το τραπέζι της κουζίνας. Το φυλλομέτρησε. Βρήκε την λέξη. Τον στραβοκοίταξε. «Μη με λες έτσι, δεν μ’ αρέσει» του είπε κοφτά.

«Όπως ακούγεται η λέξη;» απόρησε ο Βασίλης, περισσότερο με την συμπεριφορά της, παρά με την παρατήρησή της.

«Αυτό που σημαίνει. Δεν είμαι κούκλα».

«Όπως αγαπάς, Ναταλάκι μου».

«Ούτε έτσι μ’ αρέσει».

«Να σε λέω κοριτσάρα;»

«Μεγάλο κορίτσι;»

«Τούμπανο».

«Τι;»

«Αυτό, στο λεξικό, δεν θα το βρεις» την πείραξε ο Βασίλης, μόλις την είδε να το φυλλομετρά ξανά. Της ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί. Του χαμογέλασε με νάζι. «Είδες που ξέρω τι…» πρόλαβε να κάνει, πριν τον φιλήσει παθιασμένα η Ναταλία.

Εκείνο το διάστημα ο Βασίλης έκανε μεροκάματα όποτε μπορούσε κι όπου έβρισκε. Έκαναν σκληρή οικονομία κι έτρωγαν απ’ τα έτοιμα. Τα της Ναταλίας, τα πλήρωναν οι γονείς της. Τα του Βασίλη, προερχόντουσαν απ’ την καβάντζα που ‘χε κάνει, πουλώντας την προίκα του, όταν έφυγε από την Ελλάδα. Κοίταζε τα λεφτά να εξανεμίζονται κι αναθεμάτιζε τον εαυτό του, που μαζί με τα πράγματα του σπιτιού, είχε πουλήσει και τη μηχανή. Αν την είχε, θα έπαιρνε την Ναταλία και θα ταξίδευαν. Της είπε να πάνε διακοπές. Πήρε δανεική την μηχανή του Βαγγέλη και γύρισαν τα βαλκάνια, μένοντας σε φτηνά χόστελ και τρώγοντας από ‘δω κι από εκεί. Το 2002 έφευγε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν. Ούτε που κατάλαβαν πως ήρθε εκείνη η πρωτοχρονιά και οι πρώτες ήρεμες γιορτές για τον Βασίλη, ούτε τον ένα χρόνο μαζί συνειδητοποίησαν, ούτε τα γενέθλιά του, ούτε και τα δικά της.

***

Καλοκαίριασε πάλι. Έγραφε και δούλευε ο Βασίλης, διάβαζε κι έτρεχε στο πανεπιστήμιο η Ναταλία. Ο Βασίλης, πτυχιούχος πια, είχε αρχίσει να διδάσκει και ελληνικά, για να βγάλει κάτι παραπάνω. Τις ώρες που δεν ήταν η Ναταλία στο σπίτι και που δεν δούλευε, σουλατσάριζε άσκοπα μέσα στην πόλη. Του πήρε λιγότερο από ένα χρόνο για να γυρίσει την κάθε γειτονιά και το κάθε ξεχασμένο στενό. Δεν είχε κάποια σταθερή διαδρομή. Ξεκινούσε απ’ το σπίτι κι έφτανε όσο πιο μακριά μπορούσε, για να γυρίσει από άλλους δρόμους, για να δει άλλα πράγματα, για να καταλάβει τον κόσμο και μαζί τον εαυτό του. Είχε αρχίσει να κοινωνικοποιείται, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στην Ναταλία. Δυστυχώς, ο Βασίλης, δεν μπορούσε να το δει, ούτε και να καταλάβει την συμπεριφορά της. Απλώς γελούσε όταν του γκρίνιαζε και της υποσχόταν ότι θα έβγαιναν και μαζί.

Τότε άρχισαν να βγαίνουν κάθε βράδυ. Γύριζαν από μαγαζί σε μαγαζί, έπιναν, τραγουδούσαν, επέστρεφαν με τα πόδια στο σπίτι, έκαναν έρωτα μέχρι το χάραμα κι ύστερα, αν υπήρχε χρόνος, κοιμόντουσαν για λίγο στα κλεφτά, πριν φύγει εκείνος για δουλειά κι εκείνη για το πανεπιστήμιο. Φαγητό το μεσημέρι στο σπίτι, καφέ το απόγευμα στο, σχεδόν ανύπαρκτο, μπαλκόνι, μπάνιο, ντύσιμο, έξω και πάλι απ’ την αρχή. Δεν την καταλάβαινε ο Βασίλης, μα δεν είχε πρόβλημα μ’ εκείνη την πυρετώδη ζωή. Εξ’ άλλου, εκείνος, τότε, ήταν είκοσι τρία κι εκείνη, είκοσι δύο. Άσχετα αν ο Βασίλης συμπεριφερόταν σαν τριανταπεντάρης. Υπήρχαν μέρες που ‘θελε να κάτσει στο σπίτι και μόλις του άρχιζε την γκρίνια, έλεγε «δε γαμιέται;», κι ετοιμαζότανε στο πόδι.

Ηρέμησαν όταν μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο. Η Ναταλία έμοιαζε περισσότερο κουρασμένη απ’ όσο συνήθως κι ο Βασίλης, που προτιμούσε να περνάει χρόνο μαζί της, στο σπίτι, αποδέχθηκε εκείνη την αλλαγή και την αγκάλιασε. Του φαινόταν, κάποιες φορές, σκεφτική και προβληματισμένη. Τότε είχε ξαναφήσει γένια και έπαιζε μαζί τους, κάθε φορά που προσπαθούσε να την καταλάβει. Τον έβλεπε και πήγαινε και καθόταν στην αγκαλιά του. «Πάλι νάζια μου κάνεις;» την ρωτούσε, κοιτάζοντάς την πάνω απ’ τα γυαλιά του, κι εκείνη χαμογελούσε πονηρά.

Κάπου πήγαινε το μυαλό του, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι το είχε ξαναζήσει εκείνο το παραμύθι. Δεν ήθελε να το σκέφτεται καν. Την αγαπούσε την Ναταλία, όμως, ερωτευμένος μαζί της δεν ήτανε. Ήταν απίστευτη συντροφιά, άκουγε, καταλάβαινε, αποδεχόταν το χιούμορ του και, πολλές φορές, τον σιγοντάριζε να την πειράξει. «Ένας υπέροχος άνθρωπος» την αποκαλούσε, μα δεν ήταν ερωτευμένος. Το καλό ήταν ότι δεν τον έπνιγε και γι’ αυτό συνέχιζε να ζει μαζί της. Το κακό ήταν ότι δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να περάσει όλη του την ζωή στο πλευρό της Ναταλίας. Κάτι που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, του έμοιαζε αναπόφευκτο.

«Κοτσιδάκι θα το κάνεις στο τέλος! Άφησέ το!» τον μάλωσε, στοργικά, η Ναταλία, κάποιο χάραμα που ‘ταν ξαπλωμένη δίπλα του και τον έβλεπε να καπνίζει. Ονειροπόλο ήταν το ύφος του. Είχε κολλήσει το βλέμμα στο παράθυρο και κοίταζε τα σύννεφα, ενώ έπαιζε με το γένι του.

«Θα βγω να περπατήσω» δήλωσε, στιγμές αργότερα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Την κοίταξε για μία στιγμή. «Μόνος μου, Ναταλία. Μόνος μου. Έχω ανάγκη να μείνω λίγο μόνος μου» της είπε, κοιτάζοντας το παραπονεμένο και παρακλητικό της ύφος.

«Δε μ’ αγαπάς» του γκρίνιαξε.

«Κοριτσάρα; Σοβαρέψου!»

«Γιατί δεν μου μιλάς;»

«Γιατί, απόψε, κυνηγάω την ανατολή και δεν την πιάνω» της είπε κρυπτικά.

«Ορίστε! Άρχισες πάλι τα κινέζικα!»

«Τι θέλεις να σου πω;»

«Τι σε βασανίζει;»

«Θα σου έλεγα ότι δεν ξέρω, γιατί ειλικρινά δεν ξέρω, αλλά, κλασσικά, ο εαυτός μου με βασανίζει».

«Γιατί δεν μου λες;»

«Εσύ γιατί δεν μου λες που το κέρδισες αυτό;» την ρώτησε, δείχνοντας μια ουλή που είχε στον ώμο της.

«Εντάξει» μουρμούρισε, σκύβοντας το κεφάλι της.

«Μισή ώρα θέλω» της είπε, σχεδόν παρακαλετά.

«Θα σε περιμένω».

«Να κοιμηθείς, κοριτσάρα».

«Θα δείξει».

«Έφυγα. Δεν θ’ αργήσω».

«Σ’ αγαπάω!» του φώναξε η Ναταλία, την ώρα που τον είδε να βγαίνει απ’ την πόρτα. Σταμάτησε απότομα ο Βασίλης. Έβαλε το κεφάλι του μέσα και την κοίταξε. «Κι εγώ, κοριτσάρα» της απάντησε, κλείνοντας της το μάτι και στέλνοντας ένα φιλί στον αέρα. Έκλεισε την πόρτα, κατέβηκε γρήγορα τους έξι ορόφους και βγήκε στον δρόμο. Δροσερό ήταν εκείνο το πρωινό. Φαινόταν να ‘χε καθαρίσει ο καιρός. Κοίταξε βιαστικά το κινητό του. «Εφτά παρά τέταρτο… Οχτώ παρά στην Ελλάδα… Καλά είναι, δεν θα κοιμάται» μουρμούρισε, καθώς έπαιρνε μια απότομη δεξιά στροφή.

Έφτασε σ’ ένα καρτοτηλέφωνο. Κοίταξε τριγύρω. «Σκέφτεσαι βλακείες. Δεν θα σ’ ακούσει κανείς» καθησύχασε τον εαυτό του. Χτύπησε ένα νούμερο. Περίμενε. Δεν πήρε απάντηση. «Ηλίθια…» μουρμούρισε, πριν αρχίσει ν’ αναθεματίζει. «Σήκωσέ το, εγώ είμαι» έγραψε στο κινητό του. Ξαναπήρε τηλέφωνο. «Έλα ρε μικρέ» ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή της Βικτωρίας.

«Τι θα γίνει ρε Βίκυ; Κάθε φορά που θα σε ψάχνω, θα πρέπει να στέλνω και μηνύματα;»

«Με ξύπνησες για να μου πεις ότι με ψάχνεις;»

«Σε ξύπνησα γιατί έχω πρόβλημα».

«Τι σκατά έπαθες πάλι, ηλίθιο παιδί;»

«Εγώ; Τίποτα. Η δικιά μου έπαθε».

«Γκαστρώθηκε».

«Μόνη της, κομματάκι δύσκολο» μουρμούρισε ο Βασίλης και η Βικτωρία ξεκίνησε το ψαλτήρι «εγώ στα ‘λεγα κι εσύ δε μ’ άκουγες».

«Ναι, ναι, ναι. Στο δια ταύτα, Βίκυ» της φώναξε ο Βασίλης, για να σταματήσει το παραλήρημά της.

«Πόσο είναι; Ξέρεις;»

«Πού στο διάολο θες να ξέρω; Έχει δυο και κάτι μήνες καθυστέρηση και δεν μιλάει. Ούτε κουβέντα δεν έχει πει. Και μη με ρωτήσεις πώς το κατάφερα, γιατί, ειλικρινά, δεν θυμάμαι».

«Και τώρα;» ρώτησε η Βικτωρία.

«Τώρα, τι; Άντε, πες εσύ, γιατί εγώ δεν ξέρω πια».

«Πιασ’ της κουβέντα. Τι να σου πω; Μπορεί να μην το πήρε χαμπάρι. Μπορεί ν’ ανησυχείς τζάμπα. Μπορεί…»

«Μπορεί να μη μου λέει για να με φέρει προ τετελεσμένων;» ρώτησε, με απόκοσμο ύφος, ο Βασίλης.

«Μπα… Δεν πιστεύω… Δεν λειτουργεί πια έτσι ο κόσμος. Επίσης, δεν είσαι και κανένα κελεπούρι για να προσπαθούν όλες να σε τυλίξουν. Ξεκαβάλα, μικρέ!»

«Τι, σκατά, να κάνω;» ρώτησε ο Βασίλης, τονίζοντας κάθε λέξη.

«Κάτσε και συζήτα το!» του απάντησε, στον ίδιο τόνο, η Βικτωρία.

«Θα σηκωθώ να φύγω».

«Πού θα πας;»

«Θα βρω κάπου να πάω».

«Μια ζωή φυγάς. Μια ζωή δει-»

Έκλεισε απότομα το τηλέφωνο ο Βασίλης, βροντώντας με δύναμη το ακουστικό στην θέση του. «Ηλίθια!» ψιθύρισε, μέσα απ’ τα δόντια του, ενώ καλούσε ξανά τον αριθμό της. «Μπα, Βασιλάκη; Νευριάσαμε;» τον ρώτησε, μόλις το σήκωσε.

«Βίκυ; Μεγάλωσε λίγο ρε! Δεν είμαστε πια δεκατέσσερα!».

«Billy; Καλή λευτεριά πες στην γκομενίτσα σου!»

«Πες μου ότι νευρίασες;»

«Κάθε άλλο».

«Πες μου ότι ζηλεύεις;»

«Ούτε καν, αγόρι μου! Ούτε καν!»

«Θα γαμωμιλήσουμε σαν άνθρωποι;»

«Εσύ, έχω την εντύπωση, ότι δεν ξέρεις πια αν είσαι άνθρωπος. Δικά σου λόγια σου λέω».

«Μαλακίσου μόνη σου, Βίκυ!» φώναξε ο Βασίλης. «Σήκω φύγε, μικρέ. Φύγε να σωθείς» την άκουσε να λέει, καθώς έβαζε το ακουστικό στη θέση του.

Έβγαλε τσιγάρο και το άναψε. Αναστέναξε. Είχε φύγει για να ξεφύγει απ’ το παρελθόν κι όλο ερχότανε πίσω για να τον στοιχειώσει. Τα ίδια είχε περάσει και με την Μελίνα, μόνο που τότε δεν ήξερε. Προσπαθούσε να δώσει δίκιο στον τότε εαυτό του, λέγοντας ότι ήταν μικρός κι ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ξέρει. Δεν το κατάφερε. Γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε κοιμηθεί η Ναταλία. Τον περίμενε. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της. «Καλά είσαι;» τον ρώτησε κι εκείνος απλώς έγνεψε. Έβγαλε τα γυαλιά του, έκλεισε τα μάτια του κι απόμεινε, μ’ ένα κεφάλι που έβραζαν διάφορες ιδέες, να προσπαθεί να βγάλει άκρη.

***

Η είδηση για το παιδί, αν και ανεπίσημη, αν και αναμενόμενη, ήρθε λίγες μέρες αργότερα. Την ίδια μέρα το έμαθαν. Το είπε η Ναταλία στην μητέρα της, κι εκείνης της ξέφυγε, πάνω στο φαγητό. Προσπάθησε να τα μαζέψει κι όλοι πείστηκαν ότι τα κατάφερε. Ίσως γιατί δεν ήξεραν τον Βασίλη, που ‘χε μάθει να ακούει τα πάντα, να σκέφτεται διακόσια πράγματα ταυτόχρονα, να συνδυάζει λόγια και καταστάσεις, κι όλα αυτά, για να προσπαθεί να προλάβει τις κακοτοπιές.

Καθησύχαζε τον εαυτό του ότι η Ναταλία δεν ήθελε το παιδί κι ότι το δούλευε μέσα της. Δεν καθόταν να της μιλήσει ανοιχτά. Φλέρταρε με την ιδέα της φυγής. Περνούσαν οι μέρες και η κατάσταση παρέμενε στάσιμη. Δεν έκανε καμία νύξη η Ναταλία. Συμπεριφερόταν λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Έφευγε κι ο Οκτώβριος και τα νεύρα του Βασίλη άρχισαν να παίζουν. Προσπαθούσε να καταλάβει την λογική, ή τον παραλογισμό, της Ναταλίας, μα δεν έβγαινε πουθενά. Όσο κι αν το σκεφτόταν, όσο κι αν πάλευε να μπει μέσα στο μυαλό της, όσο κι αν πάσχιζε να μπει στην θέση της, δεν κατάφερνε να την κατανοήσει.

«Να φύγω, να πάω πού;» σκέφτηκε κάποιο πρωί, πηγαίνοντας προς την δουλειά. Δεν είχε πια την μηχανή του και το μυαλό πάνω απ’ το κεφάλι. Σκεφτόταν ότι είχε ευθύνη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα φύγει κι ότι θα αφήσει πίσω του την Ναταλία μ’ ένα μωρό παιδί. «Φύγε» του έλεγαν όλοι, ακόμη κι οι κουμπάροι του, ακόμη κι εκείνοι που ξενυχτούσανε μ’ ένα μωρό στο σπίτι. Κάγχαζε ο Βασίλης. «Να φύγω, ρε κουμπάρα, να πάω πού ακριβώς; Θα σ’ άρεσε αν σ’ άφηνε ο Βαγγέλης μόνη, με την Γαβριέλα;»

«Συγκρίνεις ανόμοιες καταστάσεις, Βασίλη» του απαντούσε η Μαρία και κάτι, στον Βασίλη, δεν κολλούσε σ’ εκείνη την απάντηση. Τους ζόρισε και τους πίεσε. Έλεγαν ότι δεν ήξεραν τίποτα. Επίσημη ανακοίνωση για την εγκυμοσύνη, δεν υπήρχε. «Πάχυνες ή είναι η ιδέα μου;» ρώτησε κάποιο πρωί την Ναταλία κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Αν είναι δυνατόν! Τεσσάρων μηνών έχει φτάσει! Πότε θα μου το πει; Όταν έρθει το χαρτί για να πάει φαντάρος;» σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, όμως την απόφαση να φύγει, δεν μπορούσε να την πάρει.

«Έπρεπε να τα ζήσουμε όλα μικροί» μουρμούρισε ο Βασίλης, καθώς έσερνε στο δρόμο ένα καρότσι. Το βαφτιστήρι του ήταν μέσα κι ο Βαγγέλης, δίπλα του, τον κοιτούσε και χαμογελούσε. «Σου πάει το παιδί, το ξέρεις;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης τον αγριοκοίταξε. «Ένα σχόλιο έκανα ρε φίλε!»

«Είμαι άυπνος ρε βλάκα και τα νεύρα μ’ είναι κρόσσια. Έχω αγχωθεί. Έχω και τους κωλοεφιάλτες, πάλι, να με παιδεύουν» απολογήθηκε ο Βασίλης.

«Συνήθισέ την, την αϋπνία. Πάει πακέτο με το μωρό».

«Δεν ξέρω τι θα κάνω… Ακόμη…»

«Το σκέφτεσαι να φύγεις;»

«Ναι».

«Φύγε, Βασίλη. Ναι, καλή η Ναταλία, χρυσή η Ναταλία, αλλά, το ξέρουμε κι οι δύο, παλιόφιλε, ότι δεν είναι για σένα. Αλλού χτυπάει η καρδιά σου».

«Η Μελίνα, μάστορα, παντρεύτηκε…»

«Αλήθεια; Πότε;»

«Όταν ανέβηκα πάνω. Του έκανε πρόταση γάμου του ποζερά. An offer, he, probably, couldn’t have refused».

«Με το βαποράκι, ρε μαλάκα…» σχολίασε ο Βαγγέλης.

«Βαποράκι, ξεβαποράκι, πού τα ‘βρισκες τα μπάφια κάτω στην πατρίδα;»

«Έτερον εκάτερον».

Έκανε να μιλήσει ο Βασίλης, μα έπνιξε τον εαυτό του. Δεν είχε έρθει η ώρα να βαρέσει το σήμαντρο και το ήξερε. Έπρεπε πρώτα να ξεμπερδέψει την υπερβολικά χαώδη ζωή του. Για κάποια ξεκαθαρίσματα, δεν είχε φτάσει ο καιρός κι ήταν σίγουρος ότι θ’ αργούσε. Όσο σίγουρος ήταν πως κάπου είχε βάλει το χέρι του ο κουμπάρος του. Δεν ήξερε πού ακριβώς, μα, απ’ την συμπεριφορά του, καταλάβαινε πως είχε μπλεχτεί στην όλη κατάσταση που βίωνε με την Ναταλία και σίγουρα, όχι εν αγνοία του.

Έλεγαν ότι το μάτι του φευγάτου έκοβε· κι είχαν δίκιο. Την μυριζόταν, πια, την μαλακία απ’ το χιλιόμετρο, ο Βασίλης. Κάτι δεν του κολλούσε στην όλη κατάσταση, κάτι δεν έδενε. Το σκεφτόταν καθώς διέσχιζε, με το καρότσι στα χέρια, εκείνη την πέτρινη γέφυρα, πάνω απ’ το ρυπαρό ποτάμι. «Άντε, καλά η αδερφή μου να μου λέει να σηκωθώ να φύγω. Η Μαρία κι ο Βαγγέλης; Που τους πάντρεψα; Που έδωσαν όρκους αιώνιας πίστης κι αφοσίωσης; Που έκαναν παιδί; Κάτι δεν στέκει» συλλογιόταν, έχοντας μισόκλειστα τα μάτια, παρατηρώντας το νερό που αργοκυλούσε. «We are just a moment in time» ψιθύρισε. Τον κοίταξε με απορία ο Βαγγέλης. «Πάμε να τ’ αφήσουμε κι αυτό το δόλιο στο σπίτι. Θα πεινάσει» μουρμούρισε ο Βασίλης, αδιάφορα, προσπαθώντας να μην δείξει τίποτα.

Η υπερπροσπάθεια που κατέβαλε για να φανεί έκπληκτος, όταν, αναπόφευκτα, ήρθε η ανακοίνωση για την κόρη, ήταν επικών διαστάσεων. Τι άρχισε να ζητωκραυγάζει, τι βγήκε ο μισός έξω απ’ το παράθυρο και φώναζε ότι θα γίνει πατέρας, τι έτρεξε να πάρει δαχτυλίδι για την Ναταλία, τι ταξίδι κανόνισε για να κατέβουν στην Ελλάδα να παντρευτούν… Έψαχνε να βρει τον λόγο που είχαν έρθει όλα στραβά και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει την παραμικρή υπόνοια, σε κανέναν, ότι δεν την γούσταρε την κατάσταση. Ήξερε. Έβλεπε. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα τα πήγαινε καλά η Ναταλία με την μικρή. Όσο κι αν το έπαιζε χαρούμενη μανούλα, μπροστά στον Βασίλη.

Δεν είχε βρει καμία άκρη ο Βασίλης, ούτε εκείνη την μέρα που τον σκούντησε μέσα στον ύπνο του η Ναταλία και του είπε ότι γεννάει. Την κοίταξε με απορία. Δεν δούλευε το μυαλό του. Πέταξε από πάνω τους το πάπλωμα. Είδε αίμα στο σεντόνι. Πήρε φόρα κι άρχισε να τρέχει. Την πήγε στο νοσοκομείο. Έβγαινε ο Γενάρης. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη η εικοστή έκτη. Στις τέσσερεις και δέκα έκανε την εμφάνισή του ο Βαγγέλης. Σερνόταν από την κούραση. Του ‘χε πει ο Βασίλης, για να μη φύγει από το νοσοκομείο, να του πάρει τέσσερα πακέτα τσιγάρα και μια μπουκάλα ουίσκι. «Στο χιόνι πέτα το, βρε τριμάλακα, μη γίνει κάτουρο» είπε ο Βασίλης, αντί καλημέρας, όταν είδε τον κουμπάρο του να πλησιάζει.

«Δεν σε θέλει» μουρμούρισε ο Βαγγέλης, νυσταγμένα, καθώς άφηνε το ουίσκι στο χιόνι, δίπλα απ’ το παγάκι που έπιασε. Πάνω – κάτω πήγαινε ο Βασίλης. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του ‘χαν πει οι γιατροί ότι υπήρχε πιθανότητα να μην μπορέσουν να τις σώσουν και τις δύο. Λαμπάδιασε ο λογισμός του. Τα ‘βαλε με τον θεό. Εκείνη την μέρα τον μίσησε και τον εξοστράκισε από μέσα του. «Ούτε τον θεό τον ίδιο δεν φοβάμαι πια» είχε πει κοφτά στον Βαγγέλη, όταν εκείνος του ‘πε να σταματήσει το ανάθεμα.

Περνούσανε οι ώρες κι ο Βασίλης μόνο κάπνιζε. Ο Βαγγέλης είχε τυλιχτεί μέσα στο παλτό του και τον παρατηρούσε. Το μισό ουίσκι είχε εξαφανιστεί. Κατά τις οχτώ έκανε την εμφάνισή του ο πεθερός του Βασίλη. Σκληρός άνθρωπος, τραχύς, χωρίς ίχνος συναισθήματος μέσα του. Πολεμιστής. «Ανέκαθεν έτσι ήταν», του ‘χε πει η Ναταλία. Δεν τον άλλαξε ο πόλεμος. Κοφτό το βήμα του. Παρελάσεως. Έφτασε μπροστά στον Βασίλη και του έδωσε το χέρι. Τα ‘χε ακούσει στο τηλέφωνο. Προετοιμασμένος για τα χειρότερα είχε έρθει. «Αν χρειαστεί ν’ αποφασίσεις, να θυμάσαι, γυναίκα ξαναβρίσκεις» είπε στον Βασίλη, μ’ εκείνον τον κοφτό τόνο, σα να του ‘δινε κάποιο παράγγελμα. Δάκρυσε ο Βασίλης. Έσκυψε το κεφάλι. Αναθεμάτισε γι’ ακόμη μια φορά μέσ’ απ’ τα δόντια του. Δεν έμεινε ο πεθερός του, μόνο έφυγε, λέγοντας στον Βασίλη να περνούσε απ’ το σπίτι τους να φάει το μεσημέρι.

«Τι άνθρωπος είν’ τούτος, ρε φίλε;» ρώτησε, σχεδόν φοβισμένα, ο Βαγγέλης, όταν τον είδε να ξεμακραίνει κι ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι του, μη θέλοντας να πει τίποτα. «Αν είναι δυνατόν, η κόρη του μπορεί να πεθάνει…»

«Μάστορα, κόφ’ το».

«Πάσο».

Αργά το απόγευμα ήρθαν τα χαρμόσυνα μαντάτα. Έβραζε ο λαιμός του Βασίλη απ’ τα αμέτρητα τσιγάρα. Έβαλε τα κλάματα όταν του είπαν πως τα κατάφεραν και οι δύο. Θα περνούσε ένα διάστημα σε θερμοκοιτίδα η μικρή, αλλά θα τα κατάφερνε. Ήταν σίγουρος ότι η κόρη του θα τα κατάφερνε και δεν το διαπραγματευόταν για κανέναν απολύτως λόγο. Πέρασε το βράδυ στο πλευρό της Ναταλίας. Πήρε άδεια απ’ την δουλειά. Στο νοσοκομείο την έβγαλε την βδομάδα του. Στο νοσοκομείο συνέχισε να την βγάζει ακόμη κι όταν βγήκε η Ναταλία. Ήταν τόσο αγχωμένος, που δεν κατάφερνε να κοιμηθεί τα βράδια κι όταν έγερναν τα βλέφαρά του, όταν ξεχνιόταν και αποκοιμιόταν, τον τίναζαν απάνω εφιάλτες.

«Πάω να δω το παιδί» μουρμούρισε, κάποιο τέτοιο βράδυ, ο Βασίλης, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τον κοίταζε, ταραγμένα, η Ναταλία. «Είσαι μούσκεμα» παρατήρησε. «Έβλεπα εφιάλτη» αποκρίθηκε ο Βασίλης. Ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε απ’ το σπίτι, χωρίς να χαιρετίσει. Έφτασε στο νοσοκομείο. Είδε την μικρή στη θερμοκοιτίδα να κουνάει τα χεράκια της. Είχε πείσμα αυτό το παιδί κι ο Βασίλης, της το αναγνώριζε. «Εγώ κι η μάνα σου, ψυχή μου, γεννηθήκαμε για να καταφέρνουμε. Εσύ, όμως, γεννήθηκες για να επιβιώσεις» της είπε, πριν φύγει για το σπίτι. Κοιμήθηκε όσο κατάφερε. Τινάχτηκε ξανά πάνω. Έτσι πήγαιναν οι μέρες του.

Αν και κατάφερε να αποφύγει τον θρησκευτικό γάμο, έβλεπε ότι την βάφτιση δεν θα την απέφευγε. Έψαχνε ονόματα για την μικρή, η Ναταλία. Άκουγε κι άκουγε ο Βασίλης, χωρίς να δίνει σημασία. «Ηλιάνα».

«Δεν υπάρχει περίπτωση».

«Δανάη».

«Ούτε μία στο εκατομμύριο».

«Εύα».

«Ναταλία; Είπα όχι».

«Δεν βοηθάς!»

«Σε λίγο θα μου πεις να το βγάλουμε Μήδεια, το κορίτσι».

«Πάρα πολύ ωραίο όνομα!»

«Νάγια!» φώναξε ο Βασίλης.

«Όχι, όχι, όχι».

«Γιατί;»

«Γιατί κι εμένα, Νάγια με φωνάζεις!»

«Μόνο στο κρεβάτι!»

«Άλλο αυτό!»

«Ναταλία, θα μαλώσουμε!»

«Συμβιβάσου!»

«Δεν μ’ αρέσει κανένα απ’ αυτά και δεν το βαφτίζουμε το παιδί. Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;»

«Πρότεινε κάτι εσύ!»

«Νταγιάνα».

«Νταγιάνα Καραγιώργου; Άθλιο είναι!»

«Μπιάνκα».

«Δεν έπαιρνα σκυλί καλύτερα, να το βγάλω Λευκή;»

«Νάντια;»

«Πού πας και τα σκέφτεσαι;»

«Δηλαδή… Κάτσε λίγο ρε Ναταλία; Θέλεις να μου πεις ότι το Μήδεια, είναι καλύτερο απ’ το Νάντια; Τρέλανέ με μεσημεριάτικο!»

«Πελαγία!» του απάντησε η Ναταλία κι ο Βασίλης σήκωσε το φρύδι του. «Νίνα Καραγιώργου – Ντιλμπέροβιτς. Δεν το διαπραγματεύομαι, δεν το συζητάω άλλο. Alea jacta est».

«Δεν υπάρχει περίπτωση!» του πέταξε η Ναταλία.

«Λοιπόν, επειδή δεν έχω σκοπό να πληρώνω ψυχιάτρους, αύριο – μεθαύριο, με τα ονόματα που πας και σκέφτεσαι, ή θα συμβιβαστείς με το όνομα της αδερφής σου, που είναι υπέροχο ή…»

«Ή, τι;» νευρίασε η Ναταλία.

«Ή θα την φωνάζουμε μπέμπα, μέχρι να συμβιβαστούμε σε κάτι».

«Άλλη πρόταση δεν έχεις;» ρώτησε η Ναταλία σταυρώνοντας τα χέρια. Κάγχασε ο Βασίλης. «Ναι, έχω».

«Να την ακούσω».

«Μεντένα» της είπε και την είδε να κοκκινίζει. Της χαμογέλασε. «Ξαφνικά, το Μπιάνκα σου ακούγεται υπέροχο, ε;» την πείραξε. Πήγε προς το μέρος της. Έκανε να την πάρει αγκαλιά. Τον έσπρωξε. «Πες την μία και καλή Μελίνα, στα ελληνικά, να ξεμπερδεύουμε!»

«Δεν είχα σκοπό. Το ξέρεις ότι ήθελα να σε πειράξω, για να καταλάβεις την σοβαρότητα της υπόθεσης. Την μία μέρα σ’ αρέσει κάτι και την άλλη το μισείς. Ενθουσιάζεσαι με ένα όνομα για δέκα λεπτά. Ευτυχώς που μου πέφτει κι εμένα λόγος. Κόλλησες να της βγάλουμε ελληνικό όνομα. Δεν θέλω. Θέλω να είναι κάτι ουδέτερο. Δεν μπορείς να το καταλάβεις; Θα ‘χει που θα ‘χει ξένο επίθετο, πρέπει να ‘χει και ξένο όνομα;»

«Τόσα ουδέτερα σου είπα» γκρίνιαξε η Ναταλία. Την πήρε αγκαλιά ο Βασίλης. «Βρε ματάκια μου, χθες μου έλεγες να την βγάλουμε Ισιδώρα και σήμερα που συμφώνησα, μου απάντησες ότι δεν σ’ αρέσει πια. Έτσι πάμε εδώ κι ένα μήνα. Νισάφι. Ας την βγάλουμε στο όνομα της αδερφής σου, μια χαρά ωραίο είναι. Ναι;»

«Ναι» του είπε με νάζι.

«Δεν θα μου πεις, αύριο, να την βγάλουμε Κορνηλία;»

«Όχι, αλλά είναι μια πάρα πολύ καλή ιδέα» τον πείραξε.

«Συμφωνήσαμε στο όνομα. Συμφωνούμε και ότι δεν θα την βαφτίσουμε κι ότι θα την αφήσουμε, αν και όταν θέλει, να επιλέξει την θρησκεία της, μόνη της;»

«Την μαμά μου και την μαμά σου, θα τις ακούσεις εσύ;»

«Φυσικά και όχι. Εγώ είμαι άθεος, εσύ μουσουλμάνα, δεν κάνουμε χωριό στα της θρησκείας. Δεν βαφτίζεται η μικρή. Τόσο απλό είναι» της απάντησε ο Βασίλης. Την πήγε προς τον καναπέ. Κάθισαν αγκαλιά, δίπλα απ’ το μωρό που κοιμόταν ήσυχα στο λίκνο. «Της πάει» μονολόγησε η Ναταλία, κοιτάζοντας την.

«Το Νίνα;» ρώτησε ο Βασίλης.

«Το Κορνηλία» του απάντησε, κρυφογελώντας.

«Σε χωρίζω, φεύγω και παίρνω και το παιδί μαζί μου!»

«Έλα… Σε πειράζω».

«Νάγια;» έκανε, προειδοποιητικά, ο Βασίλης κι εκείνη του δάγκωσε το αυτί. «Το ξέρεις ότι σε λατρεύω όταν με φωνάζεις έτσι» του ψιθύρισε.

«Το ξέρεις ότι σε κανένα μισάωρο θα ξυπνήσει και θα θέλει να φάει» της απάντησε ο Βασίλης, κρυφογελώντας.

«Το ξέρεις ότι μέσα σε μισή ώρα, προλαβαίνεις να μου κάνεις κι άλλο παιδί;»

***

Γι’ ακόμη μια φορά, οι ρυθμοί του Βασίλη άλλαξαν κι έγιναν πιο πυρετώδεις. Πιο βίαιοι. Δεν του έφτανε ο χρόνος και προσπαθούσε να τον μοιράσει, όσο καλύτερα μπορούσε. Οικονομικά ήταν πνιγμένος και όσο κι αν ήθελε να παλέψει για το καλύτερο, τόσο δεν τα κατάφερνε. Δεν βοηθούσε κι η Ναταλία, που το ‘χε βάλει στόχο να γίνει ακαδημαϊκός. Την έκαναν μια – δυο φορές την συζήτηση, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Η Ναταλία ξεκίνησε να κυνηγάει το μεταπτυχιακό της κι ο Βασίλης τη δουλειά. Κομμάτια γύριζε, για να πάρει μια αγκαλιά την κόρη του και να παίξει μαζί της. Κάποιες φορές του κρατούσε μούτρα η Ναταλία, πιστεύοντας ότι δεν της έδινε σημασία. Την πείραζαν οι φίλοι τους. «Χαζομπαμπάς, ερωτευμένος με την κόρη του» έλεγαν κι εκείνος τους στραβοκοιτούσε.

«Να το ‘φτυνες το παιδί, τόσο ίδιο δεν θα ‘βγαινε» τον είχε πειράξει ο Βαγγέλης, σε κάποια επίσκεψη στο σπίτι τους.

«Όχι ρε, έχει πάρει κι απ’ την Ναταλία».

«Τι; Τα μάτια μόνο;»

«Ευτυχώς που πήρε τις ματάρες της μάνας της».

«Χέσε με, Βασίλη. Μόνος σου το έκανες το παιδί. Μέχρι και στις γκριμάτσες, ίδια είναι η μικρή».

«Ευτυχώς που δεν μπορώ να πω το ίδιο για εσένα. Βενζίνα ρέζους θετικό θα είχε η Γαβριέλα αντί για αίμα».

«Βλάκα».

«Χαζέ».

«Κουτέ».

«Ηλίθιε».

«Αδαή».

Τους κοίταξε απ’ την κουζίνα η Ναταλία, που δεν καταλάβαινε εκείνη την στιχομυθία. «Δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ» κάγχασε ο Βασίλης, πίνοντας λίγο καφέ κι ύστερα βγήκε στο στενό μπαλκόνι για να κάνει ένα τσιγάρο. Να το κόψει δεν μπορούσε, μα είχε υποσχεθεί στην κόρη του, ότι δεν θα ξανακάπνιζε μέσα στο σπίτι. Είχε δοκιμάσει να το σταματήσει, μα κατέκλυζαν τόσα πολλά πράγματα το κεφάλι του, που πίστευε ότι δεν θ’ άντεχε χωρίς τσιγάρο.

Ήταν στενά τα οικονομικά τους και οι μήνες, δύσκολοι. Τα έξοδα λόγω παιδιού, είχαν αυξηθεί. Ήταν η άρνηση της Ναταλίας να συμβιβαστεί με μία νέα ζωή. Ήταν που όσο κι αν πάλεψε στη ζωή του για να βρει την αλήθεια, τόσο γέμιζε με ψέματα ο κόσμος του. «Μάστορα;» φώναξε κι ο Βαγγέλης πήγε προς το μέρος του. Στριμώχτηκαν στην μπαλκονόπορτα, γιατί δεν θα χωρούσαν στο δεκαπέντε επί σαράντα βεραντάκι.

«Έλα, λέγε» απάντησε ο Βαγγέλης, χαμηλώνοντας τη φωνή του, όταν είδε το ύφος του Βασίλη.

«Βγήκαν κάτι σπασμένα… Μαλακίες…»

«Πολλά;» τον διέκοψε ο Βαγγέλης.

«Αρκετά».

«Πόσα;»

«Δέκα χιλιάρικα».

«Πότε;»

«Τι πότε, βρε τριμάλακα;»

«Πότε τα θες;»

«Χθες. Μπορείς;»

«Εννοείται. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, αλλ’ αυτή η παρέα, είναι και θα παραμείνει οικογένεια».

Έσφιξε τα μάτια του ο Βασίλης. Θυμήθηκε πολλά. Του ήρθαν όλα στο κεφάλι. «Κατάπινε» διέταξε, άηχα, τον εαυτό του. «‘φχαριστώ, αδερφέ…» κατάφερε να πει, μ’ όση ψυχραιμία του ‘χε απομείνει.

***

Μετά την απόλυσή του απ’ τον στρατό, ο Τάσος, είχε στήσει μια μπίζνα με επενδύσεις. Είχε τις πληροφορίες του, ήξερε την αγορά, έβλεπε κατά πούθε πήγαιναν τα πράγματα και κινούσε κι εκείνος για να βγάλει λεφτά. Με δανεικά χώθηκε στα κόλπα. Έβγαλε αρκετά. Τζογάριζε ο Τάσος, πάντοτε, όμως, με σύνεση. Ήξερε μέχρι πού τον έπαιρνε.

Εκείνος είχε κάνει την νύξη στον Βασίλη, όταν, τυχαία, σε κάποια συζήτηση, είχε αναφέρει ότι ήταν οικονομικά στραγγαλισμένος κι έπαιρνε, ενίοτε, δανεικά απ’ τον Βαγγέλη. «Βρες ένα δεκάρικο και θα σε φτιάξω μάγκα» του ‘χε πει τότε κι ο Βασίλης άρχισε να γελάει υστερικά. «Τι ‘ν’ το δεκάρικο ρε Τάσο; Στραγάλια;»

«Ωχ μωρ’ αδερφάκι μου, δέκα χιλιάρικα. Σήκωσ’ τα δανεικά. Θα στα ‘βαζα εγώ, αλλά είσαι ψωροπερήφανος».

«Μωρ’ εγώ θα τα βρω. Κανόνισε να ‘ναι τίποτα παράνομο και να μας κλείσουνε μέσα. Έχω και παιδί να ταΐσω».

«Διακόσια τοις εκατό νόμιμο είναι».

«Άφησέ με να το σκεφτώ» είπε ο Βασίλης κι ύστερα ήρθε η περισυλλογή και η σκέψη. Ήρθαν και τα δανεικά. Ήρθε κι ο Τάσος να τρέξει, να ανοίξει λογαριασμό στο όνομα της Νίνας, να βγάλει άκρη με την χαρτούρα, να…

Η μόνη χάρη που ‘χε ζητήσει ο Βασίλης, ήταν μια μικρή πίστωση χρόνου απ’ τον Βαγγέλη, για να επιστρέψει τα λεφτά. Βέβαια, στο μεταξύ, δανειζόταν όποτε δεν έβγαινε, όποτε έπρεπε να πληρώσει κάποιον λογαριασμό που έληγε, όποτε δεν είχε λεφτά να πάρει ένα καρβέλι ψωμί κι ένα κουτί γάλα για την Νίνα. Συζητούσε και ξανασυζητούσε με την Ναταλία, μα δεν έβγαζε άκρη. Εκείνος έπρεπε να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα κι εκείνη είχε μπροστά της την σχολή.

Το καλοκαίρι άρχισαν οι καυγάδες για το οικονομικό. Φώναζε «δεν βγαίνουμε!» ο Βασίλης, μα αρνιόταν πεισματικά να ζητήσει βοήθεια απ’ τους γονείς του ή τα πεθερικά του. Δεν υπήρχε περίπτωση να δείξει ότι δεν βαστάει. Έσφιγγε τα δόντια και προσπαθούσε ακόμη περισσότερο. Έτρεχε. Χανόταν. Είχε το άγχος του, είχε και την Ναταλία που αντιδρούσε άσχημα, κάθε φορά που της έλεγε ότι θα έβγαινε να περπατήσει για να ξελαμπικάρει το μυαλό του.

Άρχισε να βλέπει τις αλλαγές πάνω της. «Τον ξέρεις τον άνθρωπο με τον οποίο ζείτε μαζί» σκεφτότανε ο Βασίλης, όμως είχε φτάσει σε σημείο να μην ξέρει με ποια ζούσε μαζί. Προσπαθούσε και για εκείνη και για την κόρη τους, αλλά δεν έβλεπε καμία βελτίωση. «Μονομερώς παλεύω» εκμυστηρεύτηκε, κάποια στιγμή, τηλεφωνικά, στον Θανάση. Μιλούσανε αραιά και πού, όπως και με τον Τάσο.

Δεν πήγαινε καλά το 2004. Ίσως και να ‘φταιγε που ο Βασίλης έδινε προτεραιότητα στο παιδί κι η Ναταλία δεν το αντιλαμβανόταν. Του γκρίνιαζε, για πολλά και διάφορα, μόνο που εκείνος προσπαθούσε να μην δίνει σημασία.

Θα  ‘πρεπε να ‘ρθει ο Νοέμβριος, να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι, να γνωρίσει κόσμο ο Βασίλης και να δει ακόμη περισσότερες αλλαγές πάνω στην Ναταλία. Είχε πιάσει, τότε, φιλίες μ’ έναν τατουατζή, τον Κριστιάν. Ένας λιγομίλητος τύπος ήταν, που ούτε κάπνιζε, ούτε έπινε, ούτε ξενυχτούσε, μόνο έπιανε, περιστασιακά, φιλοσοφικές συζητήσεις μ’ όσους πήγαιναν στο μικρό του μαγαζάκι, για να χαράξουν κάτι πάνω τους. Ένας μπαρουτοκαπνισμένος, απ’ τη ζωή, ζωγράφος, που έμαθε να κάνει τατουάζ για τα προς το ζην.

«Πρέπει να βγάλω μια άκρη…» μουρμούρισε ο Βασίλης, μπαίνοντας στο τατουατζίδικο. Φυσούσε απίστευτα εκείνο το δειλινό. Έβγαλε το μπουφάν του, έλυσε το κασκόλ και κάθισε σ’ έναν ξεφτισμένο, βαθυκόκκινο καναπέ. Άναψε τσιγάρο. Άκουσε την μηχανή του Κριστιάν να ωρύεται. «Επί το έργον» μονολόγησε, κοιτάζοντας το κινητό του. Του ‘χε πει ο Κριστιάν ότι θα τελείωνε κατά τις εφτά, μα, το πιθανότερο, ήταν να ‘χε καθυστερήσει. Ο Βασίλης δεν έδινε σημασία. Ήξερε την δουλειά του, την είχε ακούσει απ’ τον ίδιο, κι ήξερε πως ποτέ δεν θα ‘ταν συνεπής.

«Βασίλη;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή κι εκείνος χαμογέλασε, σχεδόν αυτάρεσκα. Γύρισε και κοίταξε την κοπέλα του Κριστιάν, την Σόνια, που εμφανίστηκε από το πουθενά. «Το κορίτσι δεν το έχεις μαζί σου, σήμερα;» συνέχισε. Έγνεψε αρνητικά ο Βασίλης. Τίναξε τη στάχτη του. «Κάθεται με την μαμά της» σχολίασε, αδιάφορα.

«Απίστευτη είναι η μικρή. Και πανέξυπνη».

«Να κάνετε κι εσείς ένα».

«Το ‘χουμε συζητήσει, Βασίλη. Δεν θέλω παιδιά».

«Okay, δεκτό. Όταν θα θελήσει κάποια στιγμή…»

«Ας με χωρίσει».

Δεν ήταν λογικά τα λόγια της Σόνιας κι ο Βασίλης το ήξερε. Είχε την ίδια, ακριβώς, ηλικία με την γυναίκα του. Ο Κριστιάν ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός της κι ήταν ζευγάρι απ’ το σχολείο. Είχαν περάσει κι εκείνοι, πολλά και δύσκολα χρόνια. Συχνά – πυκνά, τους έλεγε ότι κάποια στιγμή θα καθόταν να γράψει την ιστορία τους. Γελούσε ο Κριστιάν τότε. «Για το κορίτσι με το σπασμένο φτερό να γράψεις» του έλεγε κι η Σόνια θύμωνε. Έτσι φώναζαν την αδερφή της, που ‘χε χρόνια να της μιλήσει. Ποτέ δεν έμαθε ο Βασίλης γιατί μαλώσανε. Ούτε και τον ενδιέφερε. Είχε μάθει, πια, ότι κάθε λάθος που δεν συνυπολογίζεται σ’ έναν σωρό, επιφέρει σωρεία λαθών κι αυτή, ακριβώς, ήταν η κατάσταση που έκανε τις δύο αδερφές να μαλώσουν.

Έπιασαν την ψιλοκουβέντα, ο Βασίλης με την Σόνια, μέχρι λίγο μετά τις οχτώ, που τελείωσε ο Κριστιάν με το τελευταίο ραντεβού του. Μάζεψε και καθάρισε. Έβγαλε τα γάντια του και κάθισε δίπλα απ’ τον Βασίλη. Κοίταξε την Σόνια, για μία στιγμή, στα μάτια. Σα να κατάλαβε και τους άφησε μόνους τους. «Λέγε» μουρμούρισε ο Κριστιάν.

«Ξέρεις ακριβώς γιατί ήρθα».

«Πότε;»

«Απόψε».

«Ώρα;»

«Δέκα μισή».

Δεν χρειάστηκε να πούνε κάτι παραπάνω. Έφυγε ο Βασίλης απ’ το τατουατζίδικο, περιπλανήθηκε για λίγο στην πόλη, γύρισε στο σπίτι και βρήκε την Ναταλία να ετοιμάζεται για την έξοδό της. Του γκρίνιαζε ότι εκείνος έβγαινε το μεσημέρι κι ηρεμούσε το κεφάλι του κι ότι εκείνη δεν είχε χρόνο για τον εαυτό της. «Καλά να περάσεις, κοριτσάρα» της είπε, γλυκά, καθώς την ξεπροβόδιζε.

«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου» του απάντησε, φιλώντας τον στο μάγουλο.

Στρώθηκε στο παλιό του λάπτοπ ο Βασίλης κι άρχισε να σκαλίζει το ημερολόγιό του. Διάβασε, χαμογέλασε, νευρίασε, βούρκωσε. Σηκώθηκε και τάισε την Νίνα που γκρίνιαζε. Την έβαλε στο πάρκο της κι η μικρή αποκοιμήθηκε. «Δουλειά, τώρα» είπε στον εαυτό του, πριν αρχίσει να γράφει.

***

Σίγουρα τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, όταν άκουσε το κλειδί της Ναταλίας να μπαίνει στην πόρτα. Το συνειδητοποίησε όταν κοίταξε την Νίνα που κοιμόταν ξεσκέπαστη. «Θα πάω εγώ» του ψιθύρισε η Ναταλία, όταν τον είδε να σηκώνεται από τον καναπέ.

«Πέρασες καλά, κοριτσάρα;» την ρώτησε πηγαίνοντας προς το κρεβάτι.

«Καλά» του απάντησε.

«Δεν σε βλέπω καλά».

«Ήπια και κουράστηκα. Πιάσαμε και την συζήτηση με τα κορίτσια και μας πήρε η ώρα».

Κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει πέντε. Ήταν η τρίτη φορά εκείνο το μήνα που η Ναταλία έβγαινε με τις φίλες της για ένα ποτό και γύριζε χαράματα, κουρασμένη και αδιάθετη. Έπιασε το κεφάλι του ο Βασίλης, γιατί τον τσάκιζε και βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. «Βρέχει» του είπε η Ναταλία. Την αγνόησε.

Σπαστικά μετρούσε τα δευτερόλεπτα, καθώς το σώμα και το μυαλό του ξυπνούσανε απ’ το κρύο και τον σπαστικό ήχο της βροχής. Παρατηρούσε την Ναταλία να γδύνεται μέσα στο ημίφως και περίμενε ένα τηλέφωνο που είχε αργήσει πολύ. Άκουσε θόρυβο μηχανής στην απόσταση. Σταμάτησε να μετράει. Κάλεσε έναν αριθμό.

«Έλα. Δίκιο είχες. Για φαγητό πήγε μ’ έναν τύπο. Παράξενος. Ξενική ήταν η προφορά του. Μελαχρινός, λίγο πιο κοντός από εσένα, με αρχές φαλάκρας. Την φώναζε Νάγια. Το δικό του, δεν το συγκράτησα. Ίσως και να μην ακούστηκε καθόλου…»

Άρχισε να παίζει με το γένι του ο Βασίλης, καθώς άκουγε την εξιστόρηση του Κριστιάν. «… δεν έχουν πολλή ώρα που έφυγαν από το ξενοδοχείο. Κάτι της είπε εκείνος, κάτι του απάντησε κι αυτή, στα ελληνικά. Ύστερα, αυτός, σ’ αποκάλεσε με το παρατσούκλι σου, αυτό που δεν μπορώ να προφέρω…»

«Φευγάτος» σκέφτηκε ο Βασίλης. Χτύπησαν τα δόντια του. «Όλα επιστρέφουν. Όλα πληρώνονται» μουρμούρισε, πριν πετάξει το μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο κενό. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό του και μπήκε στο σπίτι. Ξάπλωσε δίπλα της και πήγε να την αγκαλιάσει. Αρνήθηκε. Είπαν καληνύχτα κι έπεσαν για ύπνο.

***

Όταν κατέβαζε ρολά ο Βασίλης, δεν μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν. Έτσι ξύπνησε την επόμενη μέρα. Με εξαιρετικά μαύρη διάθεση και κατεβασμένα ρολά. Γρύλισε κάτι ακατάληπτο στην Ναταλία που προσφέρθηκε να του φτιάξει καφέ, πριν πάει στο γραφείο του και καθίσει στον υπολογιστή. Κλίκαρε μερικές φορές κι έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο. Μονολογούσε σχεδόν άηχα.

Τον κοίταζε με απορία η Ναταλία. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι, ούτε καταλάβαινε την συμπεριφορά του, ούτε της πήγαινε στο μυαλό από που μπορεί να πήγαζε εκείνη η ολική μεταστροφή του Βασίλη. Όταν πέταξε το τσιγάρο του και επέστρεψε μέσα, έφτιαξε καφέ και κάθισε δίπλα στην Νίνα. Την ξύπνησε, την έντυσε και την έβγαλε βόλτα. Είχε ξημερώσει Σάββατο.

Τρόμαξε η Ναταλία με το ύφος του. Πήρε τηλέφωνο την Μαρία και ρώτησε αν ήξερε κάτι. Θεώρησε πως, εκείνη που τον ήξερε περισσότερο καιρό, θα μπορούσε να της απαντήσει. Άκουγε η Μαρία στο τηλέφωνο και κοίταζε, με πονεμένο ύφος, τον Βαγγέλη. «Κατέβασε ρολά, πάλι» μουρμούρισε, ίσα για να την ακούσει ο Βαγγέλης. Έκλεισαν το τηλέφωνο. «Τι σκατά έπαθε, πάλι, το φιλαράκι σου;» ρώτησε η Μαρία, τον Βαγγέλη που ‘ταν ξενυχτισμένος και προσπαθούσε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του.

«Πού θες να ξέρω εγώ;»

«Κολλητός σου είναι!»

«Ό,τι κι αν έπαθε, θα του περάσει».

«Βαγγέλη, σοβαρέψου! Δεν είναι πια είκοσι για να κατεβάζει ρολά, να βγαίνει, να πίνει, να τα γαμάει όλα και μετά να κλαίγεται και να ζητάει συγγνώμες! Έχει ευθύνες!»

«Ευθύνες, επίσης, έχει κι η φιλενάδα σου! Ας του έλεγε νωρίτερα ότι ήταν έγκυος, να ‘παιρνε ο χριστιανός τις αποφά-»

Δεν έσωσε να ολοκληρώσει την κουβέντα του ο Βαγγέλης. Σώπασε όταν είδε το αγριεμένο ύφος της γυναίκας του. «Θυμάσαι γιατί δεν του το είπε;» μουρμούρισε, οργισμένα, η Μαρία. «Ναι, θυμάσαι. Δεν του το είπε γιατί, κάποιος, ονόματα δεν λέμε και υπολήψεις δεν θίγουμε, της είπε πώς χώρισε την Μελίνα! Ό,τι να ‘ναι κατάλαβες εσύ κι ακόμη πιο ό,τι να ‘ναι κατάλαβε η Ναταλία. Οπότε, καλέ μου Βαγγέλη, τράβα και πιάσ’ τον και πες του ότι η Ναταλία φοβήθηκε ότι θα τον έχανε και γι’ αυτόν τον λόγο έκαναν το παιδί και γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο δεν του είπε τίποτα!»

Έσκυψε το κεφάλι ο Βαγγέλης. «Πού θες να ‘ξερα ότι και θα γνωριστούν και θα τα μπλέξουν και θα κάνουν παιδί μαζί; Όταν τα ‘πα στην Ναταλία, τότε, ούτε παντρεμένοι δεν ήμασταν…»

«Ας πρόσεχες, αντρούλη, το τι έλεγες και σε ποια το έλεγες».

«Σταύρωσέ με κι εσύ!»

«Γιατί δεν του το ‘χεις πει ακόμη;»

«Έχεις δει τον Βασίλη να στραβώνει;»

«Ναι».

«Να στραβώνει άσχημα;»

«Άσχημα; Εξαρτάται τι εννοείς άσχημα».

«Εννοώ ότι φλέγεται ο κόσμος, όταν μαυρίζει του φευγάτου η καλή καρδιά».

«Από ποια ταινία το σήκωσε;» ρώτησε η Μαρία, που είχε ξεσπάσει σε γέλια, στο άκουσμα εκείνης, της τελευταίας, πρότασης του Βαγγέλη.

«Ωραία, πάω να του μιλήσω. Να δούμε αν θα καταφέρεις να ακούσεις τις γκαρίδες του από ένα χιλιόμετρο μακριά» απάντησε ο Βαγγέλης, καθώς σηκώνονταν απ’ το τραπέζι.

«Κάτσε κάτω. Θα την βρούνε, μόνοι τους, την άκρη».

***

Το επόμενο Σάββατο πήγε να τους δει ο Βαγγέλης. Ο Βασίλης δεν είχε ηρεμήσει. Μιλούσε μόνο για τα απαραίτητα, όταν δεν γάβγιζε κάτι ακατάληπτο. Περνούσε ώρες, ατελείωτες, με την Νίνα. Σ’ εκείνη, μόνο, μιλούσε κανονικά. Όταν άνοιξε την πόρτα και τον αντίκρισε ο Βαγγέλης, συνειδητοποίησε πως δεν τον είχε ξαναδεί τόσο νευριασμένο. Είπε μια τυπική «καλημέρα» κι ο Βασίλης του γύρισε κάτι εντελώς ακατάληπτο, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελε να τον αρχίσει στις σφαλιάρες. Κάθισε με την μικρή στον καναπέ. Έφυγε για την κουζίνα ο Βαγγέλης. Του έφτιαξε καφέ η Ναταλία. Έπιασαν την κουβέντα, χαμηλόφωνα. Τους άκουγε ο Βασίλης. Τους παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του. «Τίποτα δεν τελειώνει. Όλα πληρώνονται» συλλογίστηκε, πριν γυρίσει στην κόρη του. «Κούκλα μου, εμείς θα τα καταφέρουμε. Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει ακόμη, και να σου πω την αλήθεια μου, ούτε και θέλω, φευγάτη θα γίνεις κι εσύ. Σαν τον πατέρα σου. Να θυμάσαι πως του φευγάτου η μάνα, δεν έκλαψε πότε» της είπε και η μικρή του χαμογέλασε.

Την Τρίτη βρήκε χρόνο για να πάει να κάνει εξετάσεις. Πήρε την Νίνα, για την καθιερωμένη, πια, βόλτα, στα παγωμένα στενά της πόλης, πέρασε απ’ το μαγαζί του Κριστιάν και την άφησε στην Σόνια. Γύρισε μισή ώρα αργότερα. Έπιασε τον καναπέ και χάζεψε την Νίνα, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. «Περπατάει τούτο ‘δω;» ρώτησε ο Κριστιάν, μισογελώντας κι ο Βασίλης έγνεψε αρνητικά. «Προσπαθεί».

«Έχει πείσμα».

«Ναι, το κορίτσι μου, έχει».

«Σαν τον πατέρα της».

«Μου τελείωσε το πείσμα, Κριστιάν».

«Αλήθεια; Τότε γιατί παραμένεις;»

«Δεν ξέρω. Εσύ;»

«Εγώ δεν έχω να χωρίσω κάτι με την Σόνια. Αν κι είναι σαν κι εσένα, με τις εποχές, η σχέση μας είναι ξεκάθαρη και ξεκαθαρισμένη. Εγώ ήμουν ένας κανένας που έγινα κάποιος, η Σόνια ήθελε να μοιάσει στην μεγάλη της αδερφή, που θεωρούσε ηρωίδα, κι επέλεξε να κρατήσει μόνο μία της πλευρά. Ξέρεις ποια;»

«Ποια;»

«Εκείνη που σώζει τον κόσμο. Η Νίνα, η αδερφή της Σόνιας, είναι γιατρός. Πείσμα το ‘χε, το κορίτσι μου, να τα καταφέρει κι εκείνη και τα κατάφερε. Σπουδάζει. Υπήρχε, που λες, Βασίλη, μια περίοδος που δεν είχαμε ούτ’ ένα κομμάτι ψωμί να φάμε κι όμως, η Σόνια έμεινε εδώ και με βοήθησε να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Υπήρχαν μέρες που ξυπνούσε μαζί μου, αξημέρωτα, σ’ εκείνη την παλιά σοφίτα, ίσα για να με δει πέντε λεπτά, πριν πάω να φορτώσω το κουφάρι μου με τούβλα και τσιμέντο. Μαζί μου έμαθε τι σημαίνει κρύο, τι σημαίνει πείνα, τι σημαίνει να ψάχνεις μέσα στο τασάκι για μερικά τρίμματα καπνού, ίσα για να κάνεις μια τζουρίτσα. Δεν τα ‘ξερε η Σόνια. Κι όμως, για να αποδεχτεί εμένα, έπρεπε πρώτα ν’ αποδεχτεί την ζωή μου. Ή τ’ ανάποδο. Ποτέ δεν το κατάλαβα και ποτέ δεν την ρώτησα. Η Σόνια πάντοτε είχε ένα ζεστό σπίτι, ένα κρεβάτι, ένα πιάτο φαγητό, κι έναν ώμο να κλάψει. Κι όμως, για να με καταλάβει και, περισσότερο, για να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό, τα αρνήθηκε όλα. Η Ναταλία, Βασίλη, τι ακριβώς έκανε για εσένα; Εσύ, πώς ακριβώς προσπάθησες να την καταλάβεις και να μπεις στην ζωή της;»

«Μεγάλη κουβέντα, Κριστιάν. Άλλη ώρα» μουρμούρισε ο Βασίλης, προτού πάρει την Νίνα στην αγκαλιά του και γυρίσει στο σπίτι.

Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο κύλησαν οι μέρες του. Δεν μιλούσε, δεν αλληλοεπιδρούσε, δεν άκουγε. Στην ουσία αρνιόταν να ζήσει. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε, ήξερε, περίπου, τι θ’ άκουγε. Πήγε και πήρε τα αποτελέσματα. Του εξήγησε ο βοηθός του γιατρού την κατάσταση. Πάγωσε και μούδιασε ο Βασίλης. Ένιωθε ότι ένα βελόνι είχε τρυπήσει την καρδιά του και πως ότι υπήρχε μέσα εκεί για την Ναταλία, άρχισε να στάζει στο πάτωμα.

Περιπλανήθηκε για ώρες, μέσα στους παγωμένους δρόμους, χωρίς να θέλει να πάει κάπου. Γύριζαν οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του. Ήξερε, μα δεν ήθελε ν’ αποδεχτεί την πραγματικότητα. Έπρεπε να καθίσει να γράψει, με την ησυχία του και την ηρεμία του. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι. Αυτό, ακριβώς, έκανε, το απόγευμα.

Η σύντομη κουβέντα που έκανε με την Ναταλία, δεν τον έβγαλε πουθενά. Η Ναταλία προσπάθησε να γυρίσει την κατάσταση, μα δεν το κατάφερε. Υπέθετε ότι ο Βασίλης αδιαφορούσε για ‘κείνη κι ότι, τις ώρες που χανόταν για να περπατήσει, την απατούσε. Ήταν απλά μια υπόθεση μέσα στο μυαλό της, που έγινε ιδέα κι ύστερα εμμονή. Δεν του είπε τίποτα, μόνο τον άφησε να φύγει φορτωμένο, για να περπατήσει.

«Όταν γυρίσω, θέλω να ακούσω μια ειλικρινή απάντηση στην ερώτησή μου. Αλλιώς θα πάρω το παιδί και θα φύγω. Αυτό είναι απειλή και εκβιασμός. Συνεννοηθήκαμε;» αντήχησε στο κεφάλι της η αγριεμένη φωνή του Βασίλη. Κοίταζε με θλίψη τον ουρανό έξω από το παράθυρο. Είχε καταλάβει ότι ήταν λάθος να προσπαθήσει να του ξεφύγει. Έπρεπε να του έχει πει εξ’ αρχής την αλήθεια, όμως φοβόταν. Φοβόταν ότι δεν θα αντιδρούσε καλά, αν του έλεγε τι ακριβώς είχε γίνει. Δεν πίστευε ότι θα σήκωνε το χέρι του ή την γειτονιά στο πόδι, άλλα ότι θα έφευγε. Κι αυτό, για την Ναταλία, ήταν κάτι αδιανόητο.

Ούτε που είχε κουράγιο να περπατήσει ο Βασίλης. Έκανε ένα τσιγάρο σε μια παιδική χαρά κι επέστρεψε στο σπίτι. Έβγαλε το μπουφάν του, έπιασε τον καναπέ και την κοίταξε. «Ακούω» της είπε κοφτά, μα δεν πήρε απάντηση. Την είδε να πηγαίνει στην κουζίνα και να φτιάχνει καφέδες. Την ακολούθησε. «Ακούω» επέμεινε.

«Τι θέλεις να σου πω, καλέ μου;» ρώτησε, σαστισμένα, η Ναταλία.

«Ό,τι έχεις να μου πεις. Κατ’ αρχάς θέλω μια απάντηση».

«Τι με ρώτησες;»

Έσφιξε τις γροθιές του ο Βασίλης. Έκλεισε τα μάτια του για μερικές στιγμές. «Σε ρώτησα αν πήγες με άλλον» της είπε, διατηρώντας, φαινομενικά, την ψυχραιμία του. Την είδε να σκύβει το κεφάλι. «Δεν περιμένω ούτε να μου το επιβεβαιώσεις. Το ξέρω, κουκλίτσα. Το ‘χω, βλέπεις, διασταυρώσει. Περιμένω να το παραδεχτείς» συνέχισε, μιλώντας μέσα απ’ τα δόντια του.

Θλιμμένα τον κοίταζε. Κάθισε στο ξύλινο τραπέζι με μια κούπα στο χέρι. Ήθελε και δεν ήθελε να του μιλήσει. «Ναι» ψιθύρισε.

«Ναι, τι;» γρύλισε ο Βασίλης.

«Ναι… Κατάλαβες…»

«Ωραία. Εντάξει. Δεκτό. Γιατί;»

«Τι;»

«Ναταλία; Δεν με νοιάζει ούτε με ποιον πηδήχτηκες, ούτε πότε, ούτε πόσες φορές, ούτε αν θα το ξανακάνεις. Το γαμημένο το «γιατί», είναι αυτό που θέλω να μάθω!»

Χίλια πράγματα πέρασαν απ’ το κεφάλι της. Όλα τ’ άγγιξε. Σκεφτόταν ότι ο Βασίλης δεν ήταν εκείνος που γνώρισε, δεν είχε το ίδιο πάθος για εκείνη, δεν της μιλούσε γλυκά, ούτε της δίδασκε την γλώσσα, δεν είχε εκείνο το παράξενο χιούμορ που δεν μπορούσε να καταλάβει και έπρεπε να της εξηγήσει. Ούτε στο κρεβάτι δεν ήταν ο ίδιος, εκείνος που το πρώτο διάστημα δεν έλεγε ποτέ όχι, ούτε έπεφτε κομμάτια για να κοιμηθεί μετά από ένα πεντάλεπτο. Δεν ήταν ο άνθρωπος που ξενυχτούσε στο πλευρό της με μια κούπα καφέ, διαβάζοντας τις ακατανόητες σημειώσεις της και προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς πραγματευόταν η σχολή της. Μήτε ήταν ο άνθρωπος που θα της έκανε την οποιαδήποτε, μικρή ή μεγάλη, έκπληξη, έτσι για να σπάσει λίγο η ρουτίνα τους. Είχε γίνει ένας άνθρωπος που έτρεχε συνέχεια, που έδινε σημασία μόνο στο παιδί, που έλειπε απ’ το σπίτι, που δούλευε κι απαιτούσε χρόνο και χώρο για τον εαυτό του, που δεν την άκουγε, ούτε και της μιλούσε. Το μόνο που δεν πέρασε απ’ το μυαλό της, γιατί, πραγματικά, θα την διέλυε, ήταν ακριβώς εκείνο που την φόβισε. Εκείνο που έκανε τις φοβίες της, ιδέες και τις ιδέες, εμμονές. Πίστευε ότι ο Βασίλης την θεωρούσε δεδομένη. Κάτι που, επ’ ουδενί, δεν ίσχυε. «Δεν ξέρω…» τραύλισε, μερικές στιγμές αργότερα.

«ΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ;» ούρλιαξε ο Βασίλης και κοπάνησε, μ’ όση δύναμη είχε, κάποιο ντουλάπι που έφυγε απ’ τη θέση του κι έσκασε με πάταγο στο πάτωμα.

«Δεν ξέρω…» ψιθύρισε εκείνη, πριν βάλει τα κλάματα.

Άναψε τσιγάρο ο Βασίλης. Χτυπούσανε τα δόντια του απ’ τα νεύρα. Άκουγε το κλάμα της μικρής, αλλά δεν μπορούσε να τιθασεύσει τον εαυτό του. Έτοιμος ήταν να τα κάνει όλα γυαλιά – καρφιά. «Φεύγω. Κι όταν γυρίσω, φρόντισε να έχεις έτοιμο το γιατί. Γιατί αυτή την φορά, σου μιλάω κι όταν σου μιλάω θα με κοιτάς στα μάτια!» της φώναξε κι η Ναταλία σήκωσε το κεφάλι της. Έκλαιγε.

«Όταν γυρίσω, θέλω το γιατί. Αλλιώς ψάξτε να τον βρείτε τον Βασίλη» δήλωσε κοφτά κι ύστερα έφυγε, βροντώντας την πόρτα του σπιτιού.

Η Ναταλία απόμεινε στην κουζίνα, να κλαίει και να ψιθυρίζει «τι έκανα;». Την στοίχειωσαν οι φόβοι της. Πίστεψε ότι τον έχασε στ’ αλήθεια. Πήγε και πήρε αγκαλιά την Νίνα. Προσπάθησε να την ηρεμήσει. Έκλαιγαν μαζί.

Ο Βασίλης πήρε τους δρόμους. Καταριόταν θεούς και δαίμονες. «Το κερατάκι μου! Στη χειρότερη εκδοχή της Χριστίνας πήγα κι έπεσα!» μουρμούριζε μέσα απ’ τα δόντια του. Μπήκε με φόρα στο τατουατζίδικο. Κοίταξε τον Κριστιάν πάνω απ’ τα γυαλιά του. «Και να σου πω κάτι;» τον ρώτησε, μα δεν περίμενε να πάρει απάντηση. «Να πάει να γαμηθεί κι ας φωνάζει. Έλα να το κάνουμε το ρημάδι το τατού!»

«Βασίλη, είσαι νευριασμένος. Χαλάρωσε».

«Ρε, νευριασμένος, ήρεμος, το ίδιο είναι. Όχι, θα καθίσω να σκάσω. Μία της και μία μου» του απάντησε, βγάζοντας το μπουφάν και την μπλούζα του.

Τον διέλυε ο πόνος που ένιωθε στο χέρι και δεν ήταν απ’ την βελόνα. Το ‘χε χτυπήσει άγαρμπα. Τον κοίταζε με απορία η Σόνια. «Βασίλη, τόσο πολύ πονάς;» τον ρώτησε κι εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Τι όχι, παιδί μου; Εσύ μόνο που δεν κλαίς! Κάτσε να το δω» του είπε και παραμέρισε τον Κριστιάν. «Σόνια! Γάντια!» την μάλωσε εκείνος.

«Ναι, ναι, ξέρω» απάντησε. Έβαλε ένα ζευγάρι γάντια και κοίταξε το χέρι του Βασίλη. «Πού πονάς;»

«Δεν πονάω, Σόνια».

«Βασίλη; Σοβαρέψου».

«Ο καρπός με πονάει».

«Δεν έχει κάτι»

«Ο καρπός απ’ το δεξί χέρι, Σόνια».

Το ψηλάφισε λίγο η Σόνια, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχει. Είκαζε ότι το είχε ραγίζει. Τον ρώτησε πώς το είχε καταφέρει. Τους αφηγήθηκε τον καυγά που διαδραματίστηκε στο σπίτι. «Χαζέ. Πρέπει να πας στο νοσοκομείο»

«Δεν υπάρχει περίπτωση!»

«Βασίλη; Μπορεί να μην είναι τίποτα. Μπορεί να το έσπασες. Τελείωνε. Σήκω να σε πάμε στο νοσοκομείο» του είπε κοφτά η Σόνια.

«Να τελειώσω το τατουάζ και μετά».

«Εντάξει».

Ούτε που χαιρέτισε ο Βασίλης, φεύγοντας απ’ το νοσοκομείο. Φόρεσε την κουκούλα του γιατί ψιλόβρεχε. Είχε δεμένο το ένα χέρι και τ’ άλλο σε γύψο. «Την καταδίκη μου» αναθεμάτισε, ψάχνοντας για περίπτερο. Θα ‘χε πάει δέκα και κάτι το βράδυ. Ανεφοδιάστηκε με τσιγάρα, βρήκε κάποιο μπαρ, μπήκε μέσα, αγνόησε τις συμβουλές των πάντων και παρήγγειλε το πρώτο ποτό. Είχε ορκιστεί, όταν γεννήθηκε η Νίνα, ότι δεν θα ξανάπινε στη ζωή του, μα εκείνο το βράδυ, ήταν σίγουρος ότι δεν θα τα κατάφερνε.

Μέσα σ’ ένα νου που θόλωνε, άρχισαν να τρέχουν οι ιδέες κι οι αναμνήσεις. Προσπαθούσε να τα δέσει όλα, μα αποτύγχανε. Κάτι του ‘λειπε πάλι. Κάποιος είχε κρύψει κάτι. Κούνησε το χέρι στην μπαργούμαν. Είχε τελειώσει το ποτό του. Άναψε τσιγάρο. Ήπιε ακόμη ένα. Αντηχούσαν τα λόγια στα αυτιά του. «Φύγε. Φύγε. Φύγε». Όλοι του ‘χαν πει να φύγει, μα εκείνος είχε αποφασίσει, απ’ τα δεκατρία του κιόλας, να ‘ναι φευγάτος κι όχι φυγάς. Άσχετα αν δεν το πέτυχε ποτέ. Άσχετα αν ήταν φυγάς απ’ την ίδια του την ζωή. Άσχετα αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό του.

Στο τρίτο ποτό κάθισε κι έψαξε τις αιτίες που υπήρχαν πίσω απ’ όσα «φύγε» άκουσε. Πήρε τηλέφωνο την Βικτωρία. Δεν του το σήκωσε. Δεν είχε κάποιον άλλο να μιλήσει. Είχε χάσει την εμπιστοσύνη στους φίλους του, από χρόνια κιόλας. «Βαλέδες» μουρμούρισε αγριεμένα. Έτσι τους είχε βαφτίσει από τότε που έμειναν τέσσερεις. Βαλέδες. Δουλικά. Υποχείρια μιας μοίρας που κανείς δεν τολμούσε ν’ αλλάξει. Προδιαγεγραμμένες ζωές ζούσανε, βίωναν τα πάντα όπως έπρεπε να τους έρθουν κι όχι όπως οι ίδιοι ήθελαν.

Ο Βαγγέλης που έφυγε γιατί φοβήθηκε. Ο Τάσος που γλυκοκοίταζε την Νίκη, μα δεν έκανε ποτέ την υπέρβαση για να την κερδίσει. Ο Θανάσης που παρέμενε με την Εύα για να ‘χει την τέλεια κάλυψη. Εκείνος, που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί τους λόγους που επέλεγε, κάθε φορά, να δειλιάζει να συγχωρήσει τον εαυτό του για την Μελίνα. «Βαλέδες» επανέλαβε, πριν κατεβάσει με την μία το ποτό και πάρει ακόμη ένα.

Στο έκτο, ο λογισμός του είχε θολώσει κι οι θύμησες τον στοίχειωναν. Θυμόταν πράγματα που πίστευε ότι είχε καταφέρει να ξεριζώσει από μέσα του. Θυμόταν τον εαυτό του να ψιθυρίζει «τσουλάκι» και να χτυπάει, απαλά, την Βικτωρία. Το έτος δεν θυμόταν. Στήριξε το χέρι του πάνω στο μπαρ κι ακούμπησε εκεί το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να θυμηθεί. «Σίγουρα την είχε τρυπήσει την ρόγα της. Πότε; Πότε;» πίεσε το μυαλό του, μα απάντηση δεν πήρε.

Για μία και μόνη στιγμή κοίταξε την παράξενη γυναίκα με την κατακόκκινη αλογοουρά που κάθισε δίπλα του. Φορούσε λευκό μπουφάν, τα μαλλιά της έφταναν μέχρι την μέση και σίγουρα είχε κάτι απόκοσμο πάνω της, κάτι που ο Βασίλης, μέσα στην θολούρα του, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Κάποια του θύμιζε, μα ήταν τόσο μακρινές οι αναμνήσεις του και τόσο ματωμένες, που δεν μπήκε καν στον κόπο να το ψάξει. Κούνησε το χέρι για να πάρει ακόμη ένα ποτό. Έβγαλε την γυναίκα απ’ το κεφάλι του κι επέστρεψε στους συλλογισμούς του. Ένιωσε να τον σκουντάνε. Γύρισε και την κοίταξε.

«Να σας κάνω μια ερώτηση;» ρώτησε εκείνη στα βοσνιακά.

«Όσες θέλεις» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Βασίλης στα ελληνικά. Δεν τον κατάλαβε. Τον πέρασε για τουρίστα. Δεν θυμόταν τα βοσνιακά του μέσα στην μέθη, μόνο καταλάβαινε. Τον ξαναρώτησε στα αγγλικά. Έγνεψε καταφατικά ο Βασίλης. «Το τατουάζ αυτό, πού το κάνατε;» τον ρώτησε, δείχνοντας το φρεσκοσκαλισμένο και κατακόκκινο τατουάζ που απεικόνιζε δύο μικρά αγγελάκια, δεξιά κι αριστερά απ’ το όνομα και την ημερομηνία γέννησης της κόρης του.

«Εδώ. Σ’ ένα φίλο» μουρμούρισε κοφτά. Δεν είχε διάθεση για κουβέντα.

«Ξέρετε γιατί σας ρωτάω;»

Αναστέναξε ο Βασίλης. «Γιατί;»

«Γιατί με λένε Νίνα και τα γενέθλιά μου είναι στις είκοσι έξι Ιανουαρίου» μουρμούρισε εκείνη. Πίστευε ότι κάποιος απ’ το περιβάλλον της, της έκανε πλάκα. Ότι δεν μπορούσε να είναι μια σύμπτωση εκείνη η συνάντηση. Είχε χρόνια που πάλευε με την μοναξιά της η Νίνα και σκέφτηκε ότι κάποιος προσπαθούσε να της στήσει μια χοντροκομμένη φάρσα.

«Η κόρη μου, Νίνα κι εκείνη…»

«Χάρηκα».

«Βασίλης» είπε εκείνος, όταν κατάλαβε την νύξη της. Της έδωσε το χέρι.

«Δεν είσαι από εδώ;»

«Όχι».

«Πόσο είναι η κόρη σου;»

«Έκλεισε δέκα μήνες στην ζωή».

«Μικρό πλασματάκι ε;»

«Απίστευτο πλάσμα. Απίστευτο παιδί. Αυτή μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω. Αν δεν είχα και την Νίνα…» μονολόγησε ο Βασίλης, κι ύστερα πήρε μια σόδα. Βάραινε το κεφάλι του και δεν ήθελε να χαλαστεί εντελώς. Έπρεπε να καθαρίσει το μυαλό του.

«Μάλιστα…» μουρμούρισε η Νίνα. Της άρεσε εκείνος ο παράξενος τύπος. Δεν κρυβόταν πίσω απ’ το δάχτυλό του. Χαλιότανε και το έδειχνε. Της έμοιαζε για χωρισμένος και πονεμένος. Ήπιε την σόδα του ο Βασίλης, πλήρωσε κι έκανε να φύγει. Ασυναίσθητα τον έπιασε απ’ το χέρι η Νίνα. «Θες παρέα;» τον ρώτησε κι εκείνος, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, έγνεψε καταφατικά. Άφησαν το μπαρ και βγήκαν το κρύο.

Περπάτησαν για κάποια ώρα, αμίλητοι. Το ψιλόβροχο μετατράπηκε σε χιονόνερο κι ύστερα σε χιόνι. Βρήκαν μια κάβα ανοιχτή, πήραν ένα μπουκάλι βότκα και πλαστικά ποτήρια κι επέστρεψαν στον νυχτερινό περίπατό τους. Πέρασαν από μια γέφυρα. Σταμάτησε ο Βασίλης και κοίταξε πίσω του. Απόρησε η Νίνα. «Φευγάτος» κάγχασε ο Βασίλης κι ύστερα ακούμπησε την πλάτη του στην τσιμεντένια κουπαστή της γέφυρας. Άνοιξε το μπουκάλι και γέμισε τα ποτήρια. «Στον φευγάτο» είπε στα ελληνικά, κι ύστερα τσούγκρισε το ποτήρι της Νίνας. Προσπάθησε να το μεταφράσει. Δεν του ερχόταν στο μυαλό. «Gone, is the man who has already left» της είπε κι εκείνη χαμογέλασε. Έτσουξε το λαρύγγι του η βότκα, όσο οι αναμνήσεις το μυαλό του. Άρχισε να της αφηγείται, παραληρηματικά, την ιστορία του.

Γελούσε η Νίνα, με τις τραγελαφικές αφηγήσεις του. Κάπου – κάπου τον διέκοπτε και τον ρωτούσε τι σήμαινε κάποια λέξη, ή του ζητούσε να μεταφράσει κάτι που ‘χε πει στα ελληνικά. Κοκκίνιζε όταν άκουγε κάποια ευφάνταστη βρισιά απ’ τον Βασίλη. Άκουγε η Νίνα. Άκουγε για μέρη, για άτομα, για εποχές, για ταξίδια. Άκουγε και συγκροτούσε την παράλογη ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου. Έμαθε, εκείνο το βράδυ, τους χαρακτήρες όσων τον περιστοίχιζαν, απ’ τον τρόπο που μιλούσε για εκείνους. Σχημάτισε γνώμη για την Μελίνα, την Χριστίνα, την Αλεξάνδρα, τον Θανάση, τον Τάσο, τον Βαγγέλη, τους παλιούς του συναδέλφους, τα παιδιά απ’ τον στρατό…

Την άφησε στο σπίτι της, σ’ εκείνο το ήρεμο στενό με τις παλιές πολυκατοικίες, λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Έφυγε. Σουλατσάρισε μόνος. Κάθισε στην παιδική χαρά που πήγαινε την κόρη του. Έπιασε μια κούνια και θυμήθηκε το πάρκο του. Του έλειπε το παγκάκι του, οι τρέλες που έκαναν με την παρέα, τα χρόνια στο σχολείο. Του έλειπε κι η Μελίνα, από χρόνια μάλιστα, μα δεν είχε έρθει η ώρα για να το αποδεχτεί. Ερχόταν στο νου του όποτε λύγιζε κι ύστερα την έθαβε σε κάποια σκοτεινή και υγρή γωνία.

Τσάκισε απ’ την υγρασία, μα δεν έφυγε. Έπρεπε να καθαρίσει το μυαλό του, πριν γυρίσει στο σπίτι. Τις αποφάσεις του τις είχε πάρει, ενώ αφηγούνταν κάποια κομμάτια της ιστορίας του φευγάτου. Θα έμενε για όσο έπρεπε να μείνει. Είχε προδιαγραφεί η κατάληξη που θα είχαν με την Ναταλία. Μόνο να επιβραδύνει ή να επισπεύσει τις καταστάσεις μπορούσε. Δεν άλλαζε η τροχιά που ‘χανε πάρει. «Ολοταχώς για διαζύγιο» μουρμούρισε, πριν σηκωθεί απ’ την κούνια και χαθεί στα στενά.

***

Σ’ αναμμένα κάρβουνα καθόταν η Ναταλία. Δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο όλο το βράδυ. Τον είχε αφήσει να ηρεμήσει. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι και να καυγαδίσουν ξανά. Ήθελε να του ζητήσει μια συγγνώμη και να συζητήσουν. Να του μιλήσει για όσα, από καιρό, την έπνιγαν. Τα σκεφτόταν κατά την διάρκεια της νύχτας, καπνίζοντας και τρώγοντας τα νύχια της. Απ’ τη μία έλεγε να κάνει την προσπάθειά της κι απ’ την άλλη φοβόταν. Δεν ήξερε πως θα αντιμετώπιζε, ο Βασίλης, τις αλήθειες. «Κάποια πράγματα δεν λέγονται» μουρμούρισε.

Όταν τον άκουσε να μπαίνει στο σπίτι, έσβησε το τσιγάρο σ’ ένα γεμάτο τασάκι κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Είχε παγώσει το σπίτι. Έτρεξε κατά πάνω του. «Πού εξαφανίστηκες; Μου λες;» τον ρώτησε παραπονεμένα.

«Για ένα ποτό. Μόνος. Χωρίς τους φίλους και τους γνωστούς» της απάντησε βγάζοντας το μπουφάν του.

«Βασίλη μου…»

«Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα».

«Θα φύγεις;» συνέχισε με το ίδιο παράπονο που ‘χε αρχίσει να σχηματίζεται και στο πρόσωπό της. Αναστέναξε εκείνος. «Όχι» της απάντησε κοφτά.

«Ό,τι και να σου πω…»

«Δεν είναι ανάγκη να μου πεις τίποτα, κοριτσάρα. Το έχω ζήσει το έργο. Δεν έγινε τίποτα» της είπε και μόνο τότε παρατήρησε το τατουάζ στο χέρι του. Πήγε να το κάνει θέμα, αλλά ήξερε πως δεν την έπαιρνε πια. Θυμήθηκε πως ο Βαγγέλης της είχε πει, παλιά, πριν τον γνωρίσει, ότι ο κόσμος παίρνει φωτιά όταν μαυρίζει η καλή καρδιά του φευγάτου.

«Μου είχες πει… Τότε… Που γνωριστήκαμε… Πως φευγάτος είναι αυτός που έχει ήδη φύγει».

«Ναι, και;»

«Είσαι φευγάτος;»

Ανεξιχνίαστο ήταν το βλέμμα του. Μυστήριο το ύφος του. Άφησε την Ναταλία και πήγε στην κόρη του. Κοιμόταν ήρεμα. Την κοίταξε για μερικές στιγμές. Έριξε μια ματιά στο τατουάζ του. Δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει. Ήταν φευγάτος. Κάπου στα μέσα της βραδιάς είχε πάρει την απόφαση να φύγει για να μην χρειαστεί να πονέσει ξανά. Όμως, αυτό, ήταν κάτι που δεν γινόταν να πει στην Ναταλία. «Εσύ, τι λες μικρή πριγκίπισσα; Είναι φευγάτος ο μπαμπάς;» ψιθύρισε στην Νίνα ο Βασίλης, προτού γυρίσει στην Ναταλία. «Πάντα ήμουν φευγάτος. Ποτέ δεν άλλαξα» της απάντησε. Πήγε στο κρεβάτι, πέταξε τα παπούτσια του στο πάτωμα, ξάπλωσε και κοίταξε το ταβάνι. «Ποτέ όμως δεν έφυγα από κάπου χωρίς να με διώξουν» συνέχισε τον συνειρμό του. Δάκρυζε η Ναταλία που στεκόταν σαν μαρμαρωμένη στην μέση του δωματίου. «Θα έρθεις να σε πάρω μια αγκαλιά;» την ρώτησε χαμογελαστά ο Βασίλης.

«Αλήθεια;»

«Ναι, κοριτσάρα».

Ο Φευγάτος άνοιξε τα φτερά του, πέταξε, πήρε υλική υπόσταση, και έγινε ένα αρκετά μεγάλο και βαρύ βιβλίο, το οποίο είναι διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Memento. Μπορείτε να αγοράσετε τον Φευγάτο εδώ.

Επόμενο κεφάλαιο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading