,

Κάποιος να μ’ αγαπάει

Οι πρώτες μου αναμνήσεις από την Άννα, είναι αυτές ενός πολύ κοινωνικού, ζωηρού κοριτσιού που του άρεσε να βγαίνει και να διασκεδάζει. Το άκρο αντίθετο από μένα, που πάντα ήμουν πιο εσωστρεφής και ντροπαλή. Παρόλα αυτά, κάναμε πολλή παρέα, καθώς τα καλοκαίρια τα περνούσε στην γιαγιά της, που το σπίτι της ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό μου. Είχαμε και κάποια μακρινή συγγένεια, οι γιαγιάδες μας πρώτες ξαδέρφες, εμείς τρίτες.

Η γιαγιά της ήταν μια γραφική φιγούρα της γειτονιάς και του χωριού γενικότερα. Κουτσομπόλα, περίεργη, κακιασμένη και κλεπτομανής. Είχε κατακλέψει, όχι μόνο την γειτονιά αλλά και τα περισσότερα μαγαζιά, τα οποία την είχαν πάρει χαμπάρι και την χρέωναν περισσότερα στην επόμενη αγορά. Η ίδια μου η μάνα είχε πέσει θύμα της καθώς, λόγω συγγένειας,  ήταν συχνά στο σπίτι. Της είχε κλέψει ένα δαχτυλίδι, δώρο του μπαμπά μου και μερικά χρόνια μετά, το φορούσε περήφανα στο χέρι της, πιστεύοντας ότι έχει ξεχαστεί το  θέμα. Η γιαγιά λοιπόν ήταν πολύ αυστηρή με την Άννα, γιατί είχε “ευθύνη” απέναντι στον γιο της. Δεν την άφηνε να βγαίνει, παρά μόνο με ξαδέρφια και μέχρι συγκεκριμένη ώρα. Για αγόρια, με τα οποία δεν υφίστατο δεσμός αίματος, ούτε λόγος. Αξέχαστο μου έχει μείνει ένα σκηνικό κατά το οποίο έχουμε βγει για ποτό και μπουκάρει η γιαγιά με τις παντόφλες, έξαλλη, φωνάζοντας ” τι θα πει ο πατέρας σου, μωρή ξεμυαλισμένη, ότι μεγάλωσε μια πουτάνα;” και σέρνοντάς την σχεδόν από τα μαλλιά. Το βλέμμα ντροπής που είχε η Άννα, με στοίχειωνε για μέρες μετά.

Ο εν λόγω πατέρας, ήταν ένας αγριάνθρωπος, αμίλητος και αγέλαστος, ψυχρός και άκαμπτος, που σπανίως εμφανιζόταν στο χωριό. Η γυναίκα του, μια κοντή γυναικούλα, άβουλη και αμίλητη με ένα φοβισμένο και υποταγμένο βλέμμα.

Χρόνια αργότερα, όταν ξαναβρεθήκαμε κάποια στιγμή με την Άννα και μου είπε την ιστορία της, κατάλαβα ότι είχα πέσει μέσα, αν και δεν φανταζόμουν το πόσο πολύ. Μου εξομολογήθηκε ότι δεν γνώρισε ποτέ αγάπη από τον πατέρα της, μόνο απαξίωση και βία. Εκείνη, η μικρή της αδερφή και η μάνα της είχαν φάει πολύ ξύλο από εκείνον, τις έβριζε και τις απειλούσε. Εκτός αυτού ήταν απατεώνας, είχε κλέψει τις συντάξεις των ανθρώπων από το ταχυδρομείο στο οποίο δούλευε και μετά έμπλεξε με τοκογλύφους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πήρε τους τίτλους ιδιοκτησίας του σπιτιού, που ανήκε στην μάνα της, και τους τους έδωσε και τώρα κινδύνευαν να μείνουν άστεγοι.

“Έχω ξεκόψει κάθε επαφή μαζί του”, μου είπε την πρώτη φορά που είχαμε βρεθεί. “Πάω μόνο να δω τη μάνα μου, δεν του είπα καν ότι πήρα διαζύγιο κι ότι μετακόμισα”.

Εκείνο που διαπίστωσα στην Άννα, όταν ξαναρχίσαμε να βγαίνουμε, ήταν πως ενώ παρέμενε σε μεγάλο βαθμό εκείνο το κοινωνικό κορίτσι, που του αρέσει η διασκέδαση, μέσα της ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν μπορούσε να μείνει μόνη της καθόλου, πήγαινε από δουλειά σε γυμναστήριο, σε ζούμπα, σε μαραθώνιους και δεν συμμαζευόταν. Και δεν μπορούσε χωρίς άντρα. Έμπλεκε με κάτι τραγικούς τύπους που την εκμεταλλεύονταν, την κακομεταχειρίζονταν και που δεν είχε κανένα μέλλον μαζί τους. Πρώτα ήταν ο μπάτσος που είχε σχέση, αλλά είχε την Άννα στην καβάτζα για μια στο τόσο. Της φερόταν απαίσια αλλά εκείνη ήταν τρελή και παλαβή μαζί του.

“Γιατί δεν με θέλει, θα σκάσω!”, ωρυόταν επί ατελείωτους καφέδες, όπου αναλύαμε ξανά και ξανά, και άκρη δεν βρίσκαμε.

Έπειτα ήταν ο Σπύρος. Καλό παιδί, λίγο μικρότερος της. Ήθελε γάμο και παιδιά. Η Άννα δεν ήθελε. Εκείνος την πίεζε. Εκείνη αντιστεκόταν.

“Τι θες μαζί του, αφού δεν θες παιδιά κι αυτός θέλει, είναι χαμένη υπόθεση”, της έλεγα εγώ.

“Ναι, αλλά τουλάχιστον αυτός με θέλει για σχέση, όλοι οι άλλοι με θέλουν απλά για σεξ. Αυτός με αγαπάει και με προσέχει”.

Ώσπου μια μέρα πάνω σε κάποια διαφωνία, εκείνος την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε. Για αρκετά λεπτά. Μετά το αρχικό σοκ, τον έδιωξε και τον μπλόκαρε.

Μετά από λίγο καιρό, τα ξαναέφτιαξε μαζί του. Πήγαινε σε ψυχολόγο είπε, και θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα.

“Έχει θέμα με τον θυμό του”, μου είπε κάποια στιγμή. “Δεν μπορεί να τον διαχειριστεί”.

“Θες να πεις ότι το έχει ξανακάνει;” την ρώτησα εγώ.

“Ναι, νομίζω παλιά, είχε σπρώξει μια πρώην του, πάνω στα νεύρα του”.

“Και τι κάθεσαι”;” της  λέω πάλι.

” Έ, εντάξει, δεν είναι κανένας δολοφόνος, ζήτησε συγνώμη και πάει σε ειδικό”.

“Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξαναγίνει”.

“Ναι, αλλά εγώ περνάω καλά μαζί του κατά τ’ άλλα”.

“Όταν δε σε πνίγει, εννοείς”.

“Κοίτα, ξέρω ότι σου φαίνεται κάπως ακραίο, αλλά εγώ έχω μεγαλώσει σε τέτοιο περιβάλλον, με τον πατέρα μου και δεν μου φαίνεται τόσο πολύ”.

“Ρε Άννα, θες να μου πεις ότι επειδή ο πατέρας σου σε έδερνε, το θεωρείς φυσιολογικό να σε χτυπάει κι ο γκόμενος σου;”.

“Όχι ακριβώς, αλλά εμένα μου είναι πιο οικείο. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω. Όλοι κάνουμε λάθη. Κι εξάλλου, το ξέρω ότι μ’ αγαπάει, μου το έχει δείξει πολλές φορές. Και έχω ανάγκη κάποιον να μ’ αγαπάει. Τόσο κακό είναι;”.

Την κοίταξα για λίγο, άφωνη από τη μια, αρνούμενη να το δεχτώ αλλά μετά σκέφτηκα, ότι όλοι μας πιστεύουμε στην τελική, αυτό που θέλουμε να πιστέψουμε. Κι εγώ, μήπως δεν ήμουν, επί χρόνια με έναν μαλάκα, που με έκανε δυστυχισμένη, από συνήθεια κι από φόβο της μοναξιάς; Ίσως, δεν έχω δικαίωμα να την κρίνω για αυτό.

Μετά από περίπου τρεις εβδομάδες, ξύπνησα στη μέση της νύχτας, από το τηλέφωνο που κουδούνιζε δίπλα στα αυτιά μου. Μόλις είδα το όνομα «Άννα» κατάλαβα.

“Είμαι στο ΚΑΤ, ο Σπύρος με έσπρωξε και χτύπησα το κεφάλι μου στο τραπεζάκι του σαλονιού, μπορείς να έρθεις;”

Μόλις έφτασα, ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, με το μέτωπο μπανταρισμένο και με ντροπιασμένο βλέμμα.

“Πώς είσαι;”

“Καλά είμαι, απλά θα μου κάνουν μια ακτίνα, να δουν μην έχω καμία διάσειση και μετά θα φύγω”.

“Καλά, τι έγινε;”.

“Είχαμε ένα καβγά, σχετικά με την πρώην του, γιατί τον έπαιρνε τηλέφωνο κι εγώ τον ρώτησα γιατί. Με τα πολλά, νευρίασε και… ξέρεις.”

“Ναι, κατάλαβα. Ελπίζω να κατάλαβες κι εσύ όμως τώρα και να τον έδιωξες.”

“Ναι, του είπα να φύγει και να μην τον ξαναδώ. Ήθελε να με φέρει αυτός αλλά δεν ήθελα ούτε να το ακούσω”.

“Πάλι καλά”.

“Βέβαια, ένιωσε πολύ άσχημα. Όχι πως έχει σημασία” πρόσθεσε βιαστικά, όταν είδε το βλέμμα μου “αλλά νομίζω ότι το μετάνιωσε. Όμως είναι αργά. Τελείωσε”.

” Άντε μπράβο, να δούμε. Άντε, να σου κάνουν την εξέταση, και μετά θα σε κεράσω γλυκό”.

“Νομίζω ότι εγώ πρέπει να σε κεράσω, που σε κουβάλησα ως εδώ”.

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, δύο ώρες μετά, ο Σπύρος βρισκόταν απ’ έξω, στο αμάξι του. Όταν μας είδε σηκώθηκε. Η Άννα κοντοστάθηκε και κοίταξε για λίγο. Εγώ σε αυτά τα δευτερόλεπτα, άθελά μου, κρατούσα την ανάσα μου. Έπειτα, η Άννα με κοίταξε.

“Λοιπόν, πού θα πάμε για εκείνο το γλυκό;”.

Παναγιώτα Σούρλα

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading