,

Αν είχα φύγει

Η Έλι γύρισε απότομα προς το μέρος του και τον κοίταξε στα μάτια ενώ τα δικά της έκαιγαν. Του έκανε ξανά την ίδια ερώτηση ορθώνοντας  για πρώτη φορά το ανάστημά της απέναντί του. «Μου λες την αλήθεια;»

«Ναι, δεν είχα καμία σχέση με το θάνατο του Παύλου, πώς θα μπορούσα άλλωστε από τόσο μακριά;».

«Το ήξερες ότι τον αγαπούσα και θες να πιστέψω ότι δεν πήρες μέρος στη δολοφονία του;»

«Όχι, δεν είχα καμία σχέση», απάντησε αλλά κουνούσε το κεφάλι του θετικά. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το δικό της όμως εκείνη μόρφασε με αηδία και έφυγε από το δωμάτιο.

Δεν τον φοβόταν, αλλά κλείδωσε την πόρτα στο υπνοδωμάτιό της. Άνοιξε το κουτί που φυλούσε αυτά που της ήταν πολύτιμα και ξέθαψε τις φωτογραφίες της με τον Παύλο.

Ήταν καλοκαίρι και είχε πάει στο κτήμα να δει τους γονείς της. Ο πατέρας της άλλαζε συχνά το προσωπικό, γιατί δεν έβρισκε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Περίμενε ότι κάποιος καινούργιος θα δούλευε στο στάβλο.

Όταν τον είδε πρώτη φορά περιποιόταν τα άλογα και ετοίμαζε το αγαπημένο της για βόλτα.

Φορούσε μπεζ ρούχα και τα γένια του ήταν μακριά, αλλά τα μαλλιά του κοντοκουρεμένα. Πρέπει να ήταν λίγο πιο ψηλός από εκείνη και φαινόταν γεροδεμένος. Στην ηλικία λίγο μεγαλύτερος.

Συστήθηκε και το πρώτο του βλέμμα το έκλεισε μέσα της, στο άλλο μέρος που φυλούσε ό,τι της ήταν πολύτιμο. Δεν ήξερε πολλά για εκείνον, μόνο ότι δεν ήταν από το νησί και ότι το κοίταγμά του την έκανε να αναστατώνεται.

Την ημέρα που ο Παύλος της έπιασε πρώτη φορά το χέρι, εκείνη ανταπέδωσε με ευχαρίστηση. Έκατσε πιο κοντά του και δοκίμασε την αίσθηση να είναι κλεισμένη στην αγκαλιά του.

Γύρισαν μαζί κάθε άκρη του νησιού και κάθε σπιθαμή της ψυχής τους. Ο καιρός περνούσε και έπρεπε κάποια στιγμή να της πει την αλήθεια.

Είχαν ανακαλύψει μια ερημική παραλία που δεν πήγαινε κανείς. Έπαιρναν τα άλογα αφήνοντας τα σημάδια τους στην άμμο και στο σώμα ο ένας του άλλου.

«Πόσο μακριά θα έφτανες για τον έρωτα;» την ρώτησε μια μέρα και χάιδεψε το ροδοκόκκινο μάγουλό της. Μύριζε καρύδα και τα μακριά μαλλιά της ήταν μπλεγμένα με το αλάτι.

«Θα έκανα τα πάντα», απάντησε  λαχταρώντας να ακούσει ότι ο έρωτας ήταν φτιαγμένος μόνο για εκείνους τους δύο.

«Θα τα άφηνες όλα και θα έφευγες;»

«Ναι, για πού όμως;» ρώτησε φτιάχνοντας ήδη στο μυαλό της το μαγικό ταξίδι που την έκανε να ονειρεύεται.

«Για όπου μας βγάλει. Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Δεν ήρθα στο νησί για δουλειά».

Άκουγε σαστισμένη ώσπου πετάχτηκε όρθια.

«Δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια», του είπε και σταύρωσε τα χέρια της. «Πώς μου ζητάς τέτοιο πράγμα; Τι θα πω στους δικούς μου;»

«Την αλήθεια», απάντησε.

«Δεν θα μας πιστέψουν ποτέ. Πώς το άφησες αυτό να συμβεί; Γιατί έφτασαν σε τέτοιο σημείο τα πράγματα;»

«Μπορώ να ξεφύγω. Στο ορκίζομαι. Έλα μαζί μου και ας σου φαίνεται τρελό. Το ξέρω, ήταν μόνο ένα καλοκαίρι αλλά δεν υπήρξε ποτέ άλλο σαν αυτό στην ζωή μου».

«Το ίδιο ισχύει και για μένα Παύλο. Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά αυτό που έζησα μαζί σου ήταν μοναδικό».

«Ακολούθησέ με τότε. Μην τελειώσει εδώ».

«Είναι εξωφρενικό αυτό που λες! Ξέρεις τι μου ζητάς; Έχεις σκεφτεί τις συνέπειες; Βλέπεις πώς είναι η ζωή σου και θέλεις να γίνει έτσι και η δική μου;», κάλυψε το πρόσωπο με τις παλάμες της να κρύψει την απογοήτευσή της.

«Δεν θα είναι για πάντα έτσι», μουρμούρισε ντροπιασμένος. Βλέποντας το ξέσπασμά της, ένιωσε ανίκανος να της προσφέρει όσα χρειαζόταν.

«Είναι τόσο αβέβαιο όλο αυτό και επικίνδυνο!», του είπε.

«Μέχρι να σε γνωρίσω ο μεγαλύτερος κίνδυνος που είχα να αντιμετωπίσω ήταν να μην επιζήσω. Μετά από σένα είναι να ζω χωρίς την αγάπη σου», της είπε.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά αυτή τη στιγμή. Όλα μέσα μου φωνάζουν να μείνω. Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο έρωτας έτσι δεν είναι; Πότε ξεκίνησε όλο αυτό;»

«Την άνοιξη που πέρασε. Ίσως γυρίσω στην πατρίδα μου για να περάσω από εκεί σε άλλη χώρα».

«Συγγνώμη. Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκα».

Άρχισε να τρέχει ενώ τα πόδια της βούλιαζαν στην άμμο. Της φώναζε να γυρίσει αλλά δεν τον άκουγε.

Έτρεχε και το άλογο χλιμίντριζε μανιασμένο. Τα μαλλιά της χτυπούσαν το πρόσωπό της και κολλούσαν στα δάκρυά της.

Το μυαλό της γυρνούσε σαν σβούρα στο παιχνίδι κάποιου που μόλις της είχε αποκαλύψει πως είναι καταζητούμενος στην πατρίδα του.

Δεν ήξερε αν μπορούσε να φτάσει στην παρανομία για τον έρωτα και ας της ορκίστηκε ότι ήταν αθώος. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε να τον ξαναδεί. Κλείστηκε στο δωμάτιό της για μέρες για να μην τον βλέπει. Ένιωθε όλο της το σώμα να αρρωσταίνει και τα σωθικά της να ανακατεύονται από την επιθυμία. Ήθελε να μετανιώσει που άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί. Ήθελε να ξυπνήσει στην αρχή του καλοκαιριού και να γνωρίσει κάποιον άλλον. Που να μην την έκανε να περιμένει με αγωνία τις συναντήσεις τους, να μην την κοιτούσε με τέτοιο τρόπο σαν να τρυπούσε τα την καρδιά της. Έναν απλό έρωτα, αδιάφορο. Γιατί να μην υπάρχει τέτοιο πράγμα;

Η οικογένειά της είχε αρχίσει να ανησυχεί από την ξαφνική της αδιαθεσία. Η μητέρα της κανόνισε και την πήγε στο ιατρείο του νησιού να την δει ο γιατρός. Οι φωνές τους ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά και οι ψίθυροι άρχισαν να ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα.

Έφυγε για την πόλη αγανακτισμένη μήπως και καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό της. Ήθελε να αποφασίσει μόνη της ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά από το σπίτι στο γραφείο και ξανά πίσω.

Δεν μιλούσε σε κανέναν πια, έθαβε μέσα της τα μυστικά της. Θα έκανε ξανά τη ζωή της φυσιολογική πάση θυσία.

Τελείωνε το φθινόπωρο και έβγαινε όπως κάθε πρωί από το διαμέρισμά της. Είχε τον χαρτοφύλακα στον ώμο και στα χέρια κρατούσε περιοδικά και τον καφέ της.

«Έλι», άκουσε το όνομα της να προφέρεται, αλλά δεν μπόρεσε να πει το δικό του.

Κοιτούσε ξαφνιασμένη τον Παύλο να κρύβεται στην πυλωτή της απέναντι πολυκατοικίας.

Δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει για να πάει κοντά του ή για να φύγει.

«Πλησίασε Έλι. Για ένα λεπτό μόνο», την παρακάλεσε κοιτώντας τριγύρω του. Φορούσε φαρδιά ρούχα, αθλητικό καπέλο και είχε μακρύνει τα μαλλιά του.

Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και τα μάτια του έλαμψαν, πράσινα, βαθιά, όπως κάθε φορά που την κοιτούσε.

«Τι κάνεις εδώ; Γιατί ήρθες; Έπρεπε ήδη να έχεις εξαφανιστεί από το νησί», είπε και κατάπιε το λυγμό που ανέβηκε στο λαιμό της.

«Φεύγω. Ήθελα να σε αποχαιρετήσω».

«Πιστεύεις ότι εγώ μπορώ να σε αποχαιρετίσω;» μουρμούρισε.

«Ήθελα μόνο να σε δω για τελευταία φορά. Δεν σου ζητάω πια να με ακολουθήσεις. Σε αγαπάω τόσο πολύ που δεν θα σε αφήσω να κινδυνέψεις για χάρη μου».

«Ήταν το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Πώς μπορώ να σε βγάλω από τη ζωή μου, πώς μου το ζητάς αυτό;» προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ο αέρας φύσηξε παρασύροντας τα μαλλιά της και έκρυψε το κοκκινισμένο της πρόσωπο.

«Δεν μπορείς, γιατί ούτε εγώ μπορώ».

«Θα ήθελα να ήταν όλα ένα ψέμα Παύλο. Θα ήθελα να το ζήσω μέχρι το τέλος, αλλά βλέπω πόσο φοβάσαι και ανησυχώ για αυτά που θα έρθουν. Αν το μάθουν οι δικοί μου ότι ήρθες δεν θα σταματήσουν μέχρι να μας βρουν».

Έσφιξε στην παλάμη της τα περιοδικά να μη γλιστρήσουν. Τα χέρια της ίδρωσαν και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν.

«Με έψαχναν Έλι, στο είχα πει αυτό. Αλλά δεν είμαι ένοχος και όμως ζω σαν κυνηγημένος».

«Μπορείς να έρθεις λίγο μέσα; Μόνο για λίγο. Δεν αισθάνομαι καλά», απολογήθηκε ψάχνοντας τα κλειδιά της στην τσάντα.

Ο Παύλος κοίταξε γύρω του και την ακολούθησε γρήγορα κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε ενώ εκείνη έπινε ένα ποτήρι παγωμένο νερό στην κουζίνα, αλλά δεν του απάντησε. Δεν είχε άλλες απαντήσεις να του δώσει. Πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά έτσι όπως κουμπώνει μόνο η ψυχή με το σώμα.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι Παύλο. Θέλω να μου πεις ποιος σε κυνηγάει γιατί έχω κάτι σημαντικό να σου πω. Ίσως έπρεπε να στο είχα πει πριν φύγω. Αν δεν ερχόσουν σήμερα δεν θα το μάθαινες ποτέ».

Έπιασε το πρόσωπό της με τα χέρια του, παρακολούθησε το δάκρυ να στάζει πάνω στο μαλακό μάγουλο της μέχρι την γωνία του στρογγυλού προσώπου της.

Έκρυψε την αλήθεια στα σχιστά καστανά ματιά της, σε εκείνον τον μικρό παράδεισο που χωρούσε όλον του τον εαυτό.

Χάιδεψε την άκρη των χειλιών της, αυτή τη μικρή κόλαση που γονάτιζε τους δαίμονές του. Έσκυψε να γευτεί για τελευταία φορά τη γλυκιά τους σάρκα.

«Θα σε περιμένω να σε δω το βράδυ. Μια τελευταία νύχτα εγώ και εσύ. Τότε θα τα πούμε όλα. Σε αγαπώ πολύ, να το θυμάσαι».

Η Έλι χαμογέλασε μπροστά στο θάρρος του. Μέχρι να γυρίσει το βράδυ σκεφτόταν μόνο εκείνον και η καρδιά της χοροπηδούσε από την αναμονή.

Μπήκε στο αυτοκίνητό της και κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη. Ήταν αποφασισμένη να γυρίσει σπίτι και να μαζέψει τα πράγματά της. Τελικά το εννοούσε όταν είπε ότι θα έφτανε παντού για τον έρωτα.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και φώναξε το όνομά του τόσες φορές  που η φωνή της κόπηκε. Δεν ήταν δυνατόν να έφυγε. Της υποσχέθηκε.

Το δωμάτιο ήταν ανάστατο και κάποια διακοσμητικά έλειπαν. Φαινόταν σαν να έγινε καυγάς. Μύριζε αίμα και ξύδι.

Ένας άγνωστος κατέβηκε από το υπνοδωμάτιό της και συστήθηκε σαν αξιωματικός της αστυνομίας.

Προσπάθησε να την βγάλει από το σπίτι αλλά η Έλι αντιστάθηκε και άρχισε να φωνάζει:

«Τι συμβαίνει; Πού είναι; Θέλω να μάθω τώρα!»

Άκουσε ομιλίες από το υπνοδωμάτιο και γλίστρησε από τα χέρια του μανιασμένη. Ανέβαινε τα σκαλιά και ολόκληρο το σώμα της αρνιόταν να ακολουθήσει. Η ψυχή της ξεριζωνόταν να μη βρεθεί μπροστά σε αυτό που δεν άντεχε να αντικρύσει.

Όρμισε στο δωμάτιο κενή, διαλυμένη σε κομμάτια.

Ο Παύλος ήταν σκεπασμένος στο πάτωμα με ένα λευκό σεντόνι. Δυο άντρες την τράβηξαν απότομα από τα χέρια ενώ εκείνη ούρλιαζε.

Θα ούρλιαζε για μέρες και νύχτες μέχρι να αποφασίσει να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της.

Κρατούσε συγκινημένη στα χέρια μια φωτογραφία από το αγαπημένο τους μπαρ. Ο Παύλος χαμογελούσε και σήκωνε το ποτήρι με το ποτό του κοιτώντας την κάμερα. Την κοιτούσε με αυτό το βλέμμα που της έλεγε ότι ήταν η πιο μοναδική γυναίκα που υπήρχε.

Χάιδεψε την κοιλιά της και πήρε ξανά θάρρος. Έπρεπε να είναι δυνατή για αυτό που ερχόταν.

Ξεδίπλωσε το απόκομμα από την εφημερίδα που έγραφε για τη σύλληψη δύο αντρών στο Βελιγράδι. Ομολόγησαν τη δολοφονία του γνωστού ποινικολόγου. Ο κύριος ύποπτος είχε δολοφονηθεί στην Ελλάδα. Έκλεισε το κουτί και το φύλαξε ξανά στο κομοδίνο της.

«Ήρθαν. Θα φύγω μαζί τους με τη θέλησή μου», της είπε πίσω από την πόρτα.

«Δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ! Ούτε για τα ψέματα σου ούτε που μου τον πήρες. Το ακούς μπαμπά; Ποτέ!»

«Αντίο Έλι. Ελπίζω να καταλάβεις κάποια στιγμή ότι ήταν για το καλό σου. Είχα έρθει για να σε δω παιδί μου, ήθελα μόνο να μιλήσουμε. Δεν περίμενα να τον δω μπροστά μου. Το ίδιο θα έκανε κάθε γονιός για το παιδί του. Με ακούς;» άπλωσε τις παλάμες του στην πόρτα και παραδέχτηκε:

«Θόλωσα και τον σκότωσα. Η ζωή ήταν όλη δική σου και τώρα με τι έμεινες; Με όσα σου φόρτωσε μόνο».

«Το καλό μου!», γέλασε και ένιωσε μια κλωτσιά στην κοιλιά της. «Ηρέμησε μικρή μου», μουρμούρισε. «Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να τον πάρει από μέσα μου. Έτσι είναι ο έρωτας. Έτσι είναι η αγάπη. Όσο και αν τα πολεμήσουν, αυτά αφήνουν τους καρπούς τους να ανθίσουν μια μέρα. Και εσύ είσαι το πιο πολύτιμο δώρο που πήρα από εκείνον. Αν είχα φύγει αμέσως μαζί του… Ας είχα φύγει».

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading