,

Ανακαλύψεις

“Πόσο ηλίθια είμαι Θεέ μου!» ψέλλισε αποσβολωμένη. Το κορμί της είχε μουδιάσει, τα χέρια της τρέμαν ελαφρά, πνίγονταν. Αυτή η καταραμένη σπηλιά φταίει και ας χωρά ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα εκεί μέσα. Δεν μπορεί να ανασάνει. Τι δουλειά είχε αυτή εκεί; Τι της ήρθε να αφήσει το σπιτάκι της και τη δουλειά της να τρέχει στο Βιετνάμ; Πισωπάτησε αθόρυβα. Πλήρωσε τόσα λεφτά, έλιωσε από τη ζέστα μέχρι να φτάσει εκεί περπατώντας μέσα από τη ζούγκλα, έγινε πιτσιλωτή από τα τσιμπήματα των κουνουπιών, παπάριασαν τα ποδαράκια της, γρατσούνισε τα χεράκια της, απέκτησε κάτι τεράστιες μελανιές στην κοιλιά, από το καλαθάκι που φόραγε καθώς έκανε ράπελ και όλα αυτά για να αντικρίσει αυτό! 

Οι άλλοι γύρω της ενθουσιασμένοι κοιτούσαν με έξαψη την οθόνη του λάπτοπ. Τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από την γαλαζωπή λάμψη, ενώ έδιναν φιλικά χτυπήματα ο ένας στον άλλο. Άφησε πίσω της την τεράστια σκηνή με τον κινηματογραφικό εξοπλισμό και πριν το καλοκαταλάβει, πλατσούρισε στα παγωμένα νερά του υπόγειου ποταμού, που κύκλωνε το μικρό νησάκι από άμμο, πάνω στο οποίο είχαν στήσει τις σκηνές και βγήκε στην βραχώδη όχθη. Άναψε το φακό κεφαλής και άρχισε να σκαρφαλώνει στα στρογγυλεμένα βράχια, ώσπου βγήκε σ’ ένα γλιστερό μονοπάτι. Το ακολούθησε χωρίς να το σκεφτεί. Πέρασε ένα στενό τούνελ και έπειτα από λίγη ώρα έφτασε σε μια μικρή ζούγκλα. Ένα τεράστιο άνοιγμα στην οροφή του σπηλαίου άφηνε να περάσει εκτυφλωτικό και αναζωογονητικό το λευκό φως του ήλιου. Μα ‘κείνη με βλέμμα θολό προχώρησε ανάμεσα στα τεράστια δέντρα και σκαρφάλωσε σ’ ένα μικρό λοφίσκο στη μέση του σπηλαίου. Στην κορυφή του βρίσκονταν ένας πλατύς βράχος, κουλουριάστηκε πάνω του. Σπαθόφυλλα φύλλα, σαν ανοικτή παλάμη, έγερναν από πάνω της.

“Ακόμα και η φύση με μουντζώνει!” σκέφτηκε και μόρφασε λυπημένη, μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της. Απέμεινε εκεί, χαμένη στις σκέψεις τις, όταν ένιωσε κάτι να χαϊδεύει το χέρι της. Μια μικρή πορτοκαλί πεταλουδίτσα ξαπόσταινε. Η Λίνα την κοίταξε ξαφνιασμένη και ασυναίσθητα της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Η ανάσα της έστειλε τη μικρή πεταλούδα με τις υπόλοιπες, που γύριζαν γύρω της, σ’ ένα υπνωτικό χορό. Τις κοιτούσε συνεπαρμένη, ώσπου χάθηκαν πίσω από τις φυλλωσιές. Κοίταξε γύρω της με νέα ματιά. Τα ψηλά εξωτικά δέντρα με τους μικρούς, πολύχρωμους καρπούς, τις ζωηρόχρωμες πεταλούδες, τα πολύχρωμα πουλιά, τις περίεργες παιχνιδιάρικες μαϊμούδες, που χοροπηδούσαν από κλαδί σε κλαδί αφήνοντας μικρές τσιριχτές κραυγές… 

«Μαγεία!» Όχι, δεν το μετάνιωσε που έφτασε ως εκεί. Ζει μια μοναδική εμπειρία, σε μια μαγευτική χώρα  σ’ ένα πανέμορφο, τεράστιο σπήλαιο, με εκπλήξεις να την περιμένουν σε κάθε βήμα. 

Ξαφνικά ένιωσε μικρά νυχάκια να γρατσουνάνε το κεφάλι της και ο φακός κεφαλής της έκανε φτερά. Ίσα που πρόλαβε να δει μια μαϊμού να ανεβαίνει σ’ ένα ψηλό δέντρο κρατώντας τον. Πανικοβλήθηκε. Χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω και ποιος ξέρει αν θα καταλάβαιναν και πότε, ότι έλειπε. Άρχισε να της φωνάζει και να προσπαθεί να της τραβήξει την προσοχή, μα η μαϊμού επεξεργάζονταν με ενδιαφέρον το καινούριο της απόκτημα και δεν της έδινε καμία σημασία. Η Λίνα  προσπάθησε να την καλοπιάσει. Ψαχούλεψε τις τσέπες του παντελονιού και ψάρεψε μια σκισμένη κόκκινη συσκευασία από μια μπάρα δημητριακών. Την έδειχνε στη μαϊμού και της γλυκομιλούσε, μα ‘κείνη αδιαφορούσε. Όταν είδε και απόειδε με το καλό, έκοψε μερικούς καφετί καρπούς και άρχισε να τους πετά. Η μαϊμού της έριξε ένα κοροϊδευτικό βλέμμα και την αγνόησε. Είχε πια απελπιστεί και ξεκίνησε να την απειλεί βρίζοντας, όταν ένα καθάριο γέλιο ακούστηκε πίσω της κάνοντας τη να τιναχτεί τρομαγμένη. 

«Δεν πρόκειται να την πείσεις έτσι να στον δώσει!», είπε στα ελληνικά ο άντρας, που ξεπρόβαλε από τις φυλλωσιές. Η Λίνα τον κοιτούσε σαν χαμένη. Το φως έλουσε το ηλιοκαμένο πρόσωπό του με τα γλυκά, μελιά μάτια και ένα πλατύ, γοητευτικό χαμόγελο κοσμούσε το καλογυμνασμένο κορμί του. Κοκκίνισε, καθώς θυμήθηκε τις βρισιές, που είχε εκτοξεύσει. Πίσω του ξεπρόβαλε ένας αδύνατος κοκκινομάλλης με κάμποσες πιτσιλιές στο πρόσωπο που την κοιτούσε με αυστηρό ύφος. Από τον ασύρματο μια φωνή ρωτούσε αν την βρήκαν. Ο κοκκινομάλλης πάτησε το κουμπί και τους απάντησε σε σπασμένα αγγλικά ότι την βρήκαν και επιστρέφουν. 

«Δεν έπρεπε να απομακρυνθείς και μάλιστα χωρίς κράνος», τη μάλωσε ο νεαρός ψηλός άντρας.

«Ναι, συγνώμη, απλά έπρεπε να μείνω λίγο μόνη», προσπάθησε να εξηγήσει αμήχανα και ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται.

«Είναι επικίνδυνο, πρέπει να ενημερώνεις», της είπε με σοβαρό ύφος, μα τα μάτια του χαμογελούσαν. Ο κοκκινομάλλης της πρόσφερε ένα έξτρα κράνος συνοφρυωμένος.

«Πάμε;», τη ρώτησε ο νεαρός άντρας. 

Του ‘γνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε.

«Ώστε ελληνίδα ε; Ήρθες σήμερα;», τη ρώτησε αμήχανα έπειτα από λίγο, καθώς προχωρούσαν στο στενό γλιστερό μονοπάτι, φωτίζοντας με τον φακό κεφαλής του. Εκείνη έγνεψε καταφατικά πίσω από την πλάτη του και αμέσως πρόσθεσε.

«Ναι»

«Ααα μάλιστα; Και τι ειδικότητα έχεις;»

«Δε… δεν ανήκω στην ομάδα, είμαι επισκέπτης», τραύλισε η Λίνα

«Ξέχασα, με λένε Θάνο και πίσω σου ο Ρόνιν». Ο Ρόνιν κάτι μούγκρισε.

«Λίνα»

«Και εγώ» 

«Και εσύ;» 

«Και εγώ είμαι επισκέπτης, είμαι ο γιος του Ρόμπερσον, του σπηλαιολόγου. Όταν ξεκλέβω χρόνο από τη δουλειά, περνώ λίγες μέρες μαζί του. Δεν έχω παράπονο, με την τρέλα του έχω γυρίσει σχεδόν όλο το κόσμο».

Η σιωπή τους τύλιξε. 

«Εσύ ποιόν επισκέπτεσαι;», τη ρώτησε έπειτα από λίγο.

Η Λίνα κόλλησε, τι ν’ απαντήσει; Ποιον επισκέπτεται, για ποιον έφτασε ως εκεί; Που ‘θελε να του κάνει και έκπληξη και της την έκανε αυτός! “Και τι έκπληξη!”. Έσφιξε τα χείλη για να μην της ξεφύγουν οι σκέψεις της. 

“Ένα μαλάκα, που με ταλαιπωρεί πέντε χρόνια τώρα. Έναν μαλάκα, που με φιλούσε με αυτά τα χείλη, που πριν λίγη ώρα, σε μια οθόνη είδα να βεντουζώνουν πάνω στα χείλη μιας άχρωμης Γαλλίδας”. Έπρεπε να το περιμένει, τόσες μέρες εκεί, στριμωγμένοι σε μια σπηλιά να κοιμούνται μαζί, να τρώνε μαζί και αυτή να τον περιμένει στην άλλη άκρη του κόσμου. Πάνω στον ενθουσιασμό, θα της πει. Λες και δεν τον ξέρει… σκέφτονταν πικραμένη η Λίνα.

«Ανακάλυψαν νέο δωμάτιο!» διέκοψε τις σκέψεις της ο Θάνος γυρνώντας να της φωτίσει με το φακό το μονοπάτι.

Κάτι ακατάληπτο μουρμούρισε εκείνη και ταυτόχρονα σκέφτονταν, “Νέο δωμάτιο, νέος έρωτας για το Νίκο…”  και ένιωσε την οργή της να ξεχειλίζει. “Πέντε χρόνια χαμένα. Ηλίθια! Ηλίθια, που δεν είπα τίποτα, σαν του ‘ρθε η όρεξη να το παίξει εξερευνητής και να ‘ρθει εδώ να κάνει σπηλαιοκαταδύσεις και “μελέτες”. Ίσως γιατί ήξερα. Το ήξερα ότι μέναμε μαζί από ρουτίνα, γιατί βολευόμασταν. Πρέπει να τελειώσει αυτό!” σκέφτηκε και ξαφνικά ένιωσε το βάρος στην καρδιά της να ελαφραίνει. Ταυτόχρονα το πόδι της γλίστρησε και σωριάστηκε στο ανώμαλο έδαφος βογκώντας.

«Χτύπησες;» τη ρώτησε ο Θάνος και σκύβοντας στο ύψος της την κοίταξε κατάματα. Τα μελιά του μάτια στάλαξαν στην ψυχή της, σα βάλσαμο, καθησυχαστικά, γεμάτα ενδιαφέρον και υποσχέσεις. Ο Ρόνιν τους προσπέρασε μειδιώντας πονηρά.

«Είμαι καλά, λίγο γρατσουνίστηκα», ψέλλισε σαστισμένη.

«Για να δω..», της είπε και σκάναρε το κορμί της ρίχνοντας το φως του φακού. «Δεν είναι βαθύ, μα πρέπει να καθαριστεί. Πόσες μέρες θα μείνεις;» τη ρώτησε με βιάση και την κοίταξε κατάματα.

«Είχα κανονίσει για πέντε μέρες, μα…» ψιθύρισε λυπημένη και έκανε ν’ ανασηκωθεί. 

«Θα επιστρέψεις με την πτήση για Αθήνα της Κυριακής;» τη ρώτησε δίνοντας της το χέρι του για να τη βοηθήσει.

«Ναι», ψέλλισε αμήχανη και τινάχτηκε.

«Και εγώ! Έπρεπε να επισπεύσω την επιστροφή μου, γιατί κάτι προέκυψε στη δουλειά…» της είπε σιγανά παραμερίζοντας, ώστε να περάσει πρώτη. Έφθαναν στο τέλος του χαμηλοτάβανου τούνελ. «Πρόσεχε πού πατάς, γιατί εδώ γλιστρά!» πρόσθεσε. 

«Μμμ και τι δουλειά κάνεις;» ρώτησε αμήχανα η Λίνα ψάχνοντας το πάτημά της, όταν το πόδι της έφυγε μπροστά μερικά εκατοστά κι εκείνη κλυδωνίστηκε επικίνδυνα, μα ο Θάνος τη συγκράτησε πιάνοντας σφιχτά το χέρι της. “Μην έχουμε πάλι τρεχάματα στα πέρατα του κόσμου”, πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το μυαλό της και της φάνηκε τόσο ανόητη, που χαμογέλασε με την ανοησία της.

«Μια εταιρεία με χρηματοοικονομικά έχω, στην Αθήνα. Τώρα τη στήνω. Πολύ δουλειά. Με το ζόρι κατάφερα να ξεφύγω λίγες μέρες», είπε μαλακά ο Θάνος χωρίς να αφήνει το χέρι της.

Βγαίνοντας από το στενό πέρασμα βρέθηκαν στην τεράστια κεντρική αίθουσα με τα ερυθρόχρωμα και μελανόχρωμα τοιχώματα. Το καμπ φωτίζονταν από μεγάλους προβολείς και έδιναν ένα εντυπωσιακό τιρκουάζ χρώμα στο νερό του υπόγειου ποταμού. 

«Είναι τόσο όμορφα!» αναφώνησε η Λίνα και στάθηκε να θαυμάσει ακόμα μια φορά το μαγευτικό αυτό τόπο, που για εκατομμύρια χρόνια κρύβονταν στο απόλυτο σκοτάδι. 

«Ναι, είναι απίστευτο το τι μπορείς να ανακαλύψεις μέσα σε μια σπηλιά. Εγώ θα ‘χω να το λέω πάντως».

«Ποιο;»

«Ότι μια φορά ανακάλυψα μια αθυρόστομη νεράιδα, που πετροβολούσε μια μαϊμού…»

Η Λίνα χαχάνισε κοκκινίζοντας.

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading