,

Το μπαρ

Η Αναστασία είναι προς το τέλος της εφηβείας της – μεγάλη υπόθεση αυτή η εφηβεία. Σάββατο απόγευμα, θα κατέβει στο κέντρο, θα περπατήσει στον ιστορικής σημασίας πλακόστρωτο πεζόδρομο. Θα θυμηθεί ό,τι έχει διαβάσει για την πολιορκία από τους Βενετούς. Υπάρχει ένας καθρέφτης έξω από ένα ιατρείο και θα σταματήσει να κοιτάξει τον εαυτό της. Δεν τον βρίσκει ποτέ όμορφο. Μισεί τα μακριά μαλλιά της, πιστεύει ότι η μύτη της είναι πιο μεγάλη από ότι θα έπρεπε και τα χείλη της πιο μικρά. Είναι ψηλή, μα γιατί να είναι ψηλή; Είναι αδύνατη, μα γιατί να είναι τόσο αδύνατη; Φοράει ένα άβολο φόρεμα και ψηλοτάκουνα που δεν μπορεί να τα περπατήσει. Μια συνήθεια που ακόμα κρατάνε τα νέα κορίτσια.

Θα περάσει έξω από το μπαρ και θα κοιτάξει μέσα με την άκρη του ματιού της χωρίς να σταματήσει. Βλέπει αφίσες, δίσκους, μια φαρδιά ξύλινη μπάρα, μυρίζει ξύλο, ακούει ηλεκτρική κιθάρα. Βλέπει μια κλίκα, μια οικογένεια. Δεν είναι για εκείνη αυτό το μέρος, άλλωστε δεν συχνάζει εκεί η παρέα της. Θα προσπεράσει και θα στρίψει αριστερά, σε ένα ατμοσφαιρικό καφέ. Είναι το στέκι της παρέας της. Η Αναστασία μόλις μπει στο καφέ, θα χαιρετίσει τους γνωστούς της, κάποιοι πίνουν, καπνίζουν, μιλάνε, κάποιοι παίζουν επιτραπέζια στα στρογγυλά τραπέζια. Τους αφήνει πίσω της και ανεβαίνει τις σκάλες. Στον επάνω όροφο θα βρει την παρέα της, θα την αγκαλιάσουν τα κορίτσια, θα παραγγείλει χυμό, θα πει τα νέα της. Ακούει να παίζει lounge μουσική.

Ένα χρόνο μετά θα τον γνωρίσει, ένα χρόνο μετά θα τον χωρίσει. Είναι το κακό παιδί που της γνώρισε η κολλητή. Απιστίες, ναρκωτικά, ληστείες, ψέματα, έμαθε γρήγορα να μένει μακριά από αυτά, να είναι καλά οι γονείς της για αυτό. Δεν μένει στιγμή παραπάνω αφού μαθαίνει την αλήθεια. Αυτός θα κλαίει σαν μωρό και η Αναστασία θα φύγει.

Θα γνωρίσει τον μελαχρινό έρωτα. Όχι και η πιο κατάλληλη στιγμή πριν την προετοιμασία για τις πανελλήνιες. Θα αποφασίσει να πάει μαζί του στο μπαρ. Θα το αγαπήσει, θα γίνει φίλη με όλους.

Το μπαρ το πρωί είναι σαν τη Χερσόνησο το χειμώνα. Η Αναστασία θα κάτσει μόνη σε ένα τραπέζι, θα βγάλει τα βιβλία του σχολείου από την τσάντα. Μολύβια, σημειωματάρια, τσιγάρα δίπλα στο παγωμένο τσάι. Διάβασμα και αγαπημένη μουσική. Μηνύματα με τον μελαχρινό έρωτα που θα μείνει για πάντα πλατωνικός.

Ανοιξιάτικο απόγευμα, η Αναστασία θα μπει στο μπαρ και θα κάτσει με τον ιδιοκτήτη. Είναι ένας πενηντάρης, γλυκός άνθρωπος, στρουμπουλός με γυαλιά. Θα της λέει τις ιστορίες του, ταξιδεύουν νοητά από το Κάϊρο ως τον Καναδά. Θα είναι η μικρή του προστατευόμενη. Τον αποκαλεί κύριο. Την λέει παιδί μου. Στεναχωρήθηκε όταν έμαθε πως έφυγε για το μεγάλο ταξίδι πριν λίγα χρόνια. Ήταν στην ηλικία που έχασε και τον μπαμπά της. Ο μπάρμαν θα μιλάει με όλους, θα γελάει με την ψυχή του. Ψηλός, αδύνατος, εξωστρεφής, γοητευτικός άνθρωπος. Η Αναστασία θα γίνει καλή του φίλη.

Θα πάει με τους φίλους της και σε άλλα μπαρ. Ένα από αυτά είναι ραπ μπαρ. Χρόνια αργότερα θα διαβάσει για κορίτσια που κατήγγειλαν ότι ο ιδιοκτήτης του μπαρ τις αποπλανούσε και τις κακοποιούσε. Η νύχτα είναι επικίνδυνη. Η εξουσία είναι επικίνδυνη.

Η Αναστασία θα πάει ταξίδι στο εξωτερικό, πενταήμερη. Μιλάει με ένα αγόρι που την συμπαθεί πολύ και δεν ξέρει ακόμα ότι θα τον παντρευτεί. Αυτό το αγόρι δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό της, παρόλο που ήξερε ότι η Αναστασία έχει απωθημένο με άλλο αγόρι. Ό,τι και να ήρθε μετά, ήταν πάντα εκεί να την περιμένει. Είναι το καλό παιδί, ο πρίγκιπας.

Η Αναστασία θα στείλει μήνυμα και στο μπάρμαν να πει ένα γεια και ότι ελπίζει να είναι καλά. Θα γυρίσει πίσω, θα κρατάει ένα μικρό δώρο και όταν του το δώσει θα την αγκαλιάσει.

«Έκανες κάτι που δεν το περίμενα, αυτό το μήνυμα, να δεις αν είμαι καλά. Αυτό δεν το έχει κάνει ούτε φίλος που με ξέρει χρόνια. Βούρκωσα όταν το διάβασα. Κοκάλωσα. Σε ευχαριστώ πολύ». Τους χωρίζουν δέκα χρόνια. Θα γεμίσει σελίδες στο ημερολόγιο της με τις συζητήσεις τους, τις συμβουλές του, την προσπάθεια του να αγαπήσει τον εαυτό της.

Είναι τα γενέθλια της Αναστασίας. Θα τα περάσει στο μπαρ. Η πληρωμή της ενηλικίωσης που δεν ξέρουμε πραγματικά πόσο στοιχίζει.

Η Αναστασία είναι στο μπαρ με την κολλητή και τον μελαχρινό έρωτα. Εκείνος είναι πάντα ευγενικός, άνετος, ροκάς. Όταν η Αναστασία δεν είναι εκεί, κλαίει στον ώμο της κολλητής της από επιθυμία να τον δει.

Ένα χρόνο μετά, είναι στο μπαρ και πίνει κρασί με την πρώην κολλητή, τον πρώην έρωτα, τον μπάρμαν και το καλό παιδί. Ωραία παρέα. Θα πάει στο μπάνιο και θα βάλει τα κλάματα. Ο πρώην έρωτας, της μίλησε άσχημα, είπε ότι είναι κολλημένη στον μικρό της κόσμο. Η κολλητή γουστέρα συνεχίζει να πίνει χαρούμενη το ποτό της. Ο μπάρμαν θα βγάλει την Αναστασία από το μπάνιο και θα την βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της.

«Κοίταξε εκείνη την κοκκινομάλλα που κάθεται με την παρέα της. Τι βλέπεις;»  θα την ρωτήσει ενώ ετοιμάζει μια παραγγελία πίσω από τη μπάρα. Η Αναστασία κάθεται στη συνηθισμένη θέση, πίνει αναψυκτικό, το ανακατεύει με το καλαμάκι και σηκώνει το ποτήρι λες και είναι κανένα βαρύ ποτό.

«Βλέπω μια κοπέλα πολύ όμορφη, με αυτοπεποίθηση, χαρούμενη», ξεφύσηξε εκείνη.

«Έτσι θα είσαι και εσύ αν το πιστέψεις», συμπληρώνει το καλό παιδί. Όχι, η Αναστασία δεν το πίστευε με τίποτα εκείνη τη στιγμή.

Είναι πρωτοχρονιά. Θα μπει στο μπαρ και θα πιει κρασί με τον μπαμπά της και τον μικρότερο της αδερφό. Μετά θα έρθει και το καλό παιδί να τους γνωρίσει.

Είναι Απόκριες. Θα μπει στο μπαρ με κόκκινη περούκα και αυτοπεποίθηση. Ο μπάρμαν θα χαμογελάσει και θα θυμηθεί την κουβέντα που είχαν κάνει. Μουσική από τη δεκαετία του ογδόντα, μάσκες στα πρόσωπα, μάσκες στην ψυχή. Παρέα της το καλό παιδί, ο πρίγκιπας.

«Όταν σε βλέπω ή ανοίγει η καρδιά μου ή λέω τι χαζό που είσαι», την μαλώνει ο μπάρμαν όταν την ακούει να μιλάει υποτιμητικά για τον εαυτό της. Όλο το βράδυ έψαχναν τον εαυτό της. Δεν βρήκαν τίποτα.

Άλλο ένα ήσυχο πρωινό στο καταφύγιο. Βιβλία και παγωμένο τσάι. Η Αναστασία θα δει τον πρώην έρωτα να μπαίνει, θα ανταλλάξουν μερικές κουβέντες, θα πάρουν το λεωφορείο για την επιστροφή και θα κάτσουν στη γαλαρία. Θα συνειδητοποιήσουν τα ψέματα που μπήκαν ανάμεσα τους, τις κατηγορίες που κανείς δεν είπε για τον άλλον. Ήταν όλα δημιούργημα της φαντασίας της κολλητής γουστέρας. Η Αναστασία είχε χάσει και άλλους φίλους μέχρι τότε για τον ίδιο λόγο αλλά δεν είχε κάνει τη σύνδεση. Με κάποιους έλυσε την παρεξήγηση με κάποιους άλλους δεν πρόλαβε. Πολλοί φίλοι και γνωστοί της σκοτώθηκαν με τις μηχανές ή πέθαναν από υπερβολική δόση. Όλοι κάτω των τριάντα ετών. Κάποιοι κάτω των είκοσι. Τελικά, δεν είχαν πει ποτέ κακή κουβέντα για την Αναστασία. Ούτε εκείνη φυσικά για αυτούς. Ήταν ένας καλοφτιαγμένος ιστός. Αιφνίδια, ο πρώην έρωτας, πιάνει το χέρι της και το κλείνει στο δικό του. Τα σφίγγει μεταξύ τους.

«Πάρε το πάνω σου, αποφάσισε εσύ για εμάς», θα της πει. «Τι να αποφασίσω; Αν θέλω να σε ερωτευτώ ξανά από την αρχή;» ταράζεται εκείνη. Στο μυαλό της Αναστασίας γυρνάει σαν ταινία η γνωριμία τους, οι πρώτες συναντήσεις στο μπαρ, όταν έπαιρνε το λεωφορείο για να πάει να τον δει, καθόταν πάντα γαλαρία. Εκείνο το αθώο φλερτ, το νεανικό, το ντροπαλό. Την επιθυμία που λιώνει κόκαλα. Και μετά την κατηφόρα, να κοιτάει το ταβάνι, το κενό και να περνάνε έτσι οι μήνες και τα χρόνια μέχρι να βγάλει από μέσα της και το τελευταίο συναίσθημα για εκείνον. «Όλα αυτά από την αρχή; Ευχαριστώ, δεν θα κάνω αυτή την επιλογή», αποφάσισε. Η υπομονή του πρίγκιπα δικαιώθηκε.

Ο πρώην έρωτας θα φύγει να δουλέψει μακριά από το νησί και η κολλητή γουστέρα θα εξαπλώσει τη φήμη της στην πόλη που σπουδάζει. Οι κοινοί γνωστοί θα λένε στην Αναστασία τα νέα της κολλητής γουστέρας, αλλά εκείνη δεν θέλει να τα μαθαίνει. Της είπαν ότι ρωτάει για εκείνη. Η Αναστασία όταν το ακούσει θα στρέψει απότομα το πρόσωπό της προς την άλλη πλευρά λες και έφαγε χαστούκι. «Τι στο καλό θέλει να μάθει, αν είμαι καλά μετά όσα έκανε;» απορεί.

Ένα βράδυ, ο πρώην έρωτας, θα επιστρέψει για διακοπές στο νησί και θα μπει ορεξάτος στο μπαρ. Θα δει την Αναστασία να γελάει με τον ιδιοκτήτη και τον μπάρμαν. Θα ρωτήσει τους πάντες στο μπαρ τι παίζει με την Αναστασία. «Εγώ της έμαθα το μπαρ», τους λέει.

Όταν πια ήταν έτοιμη, ο μπάρμαν την άφησε να ανοίξει τα φτερά της. Ο μπάρμαν έφυγε από το μπαρ, έφυγε και η Αναστασία.

Σήμερα περνάει έξω από το μπαρ με το καλό παιδί, νυν σύζυγο και κοιτάει μέσα με την άκρη του ματιού της χωρίς να σταματήσει. Μέσα βλέπει μια οικογένεια. Ήταν μέρος της. Τώρα έχει τη δική της.

Θυμάται εκείνη τη μεγάλη συναυλία που έγινε στον ιστορικό πεζόδρομο. Ήταν η πρώτη της συναυλία, ήταν υπέροχη και ας κοιτούσε συνέχεια το ρολόι της να μην ξεχαστεί και περάσει τις δώδεκα. Βλέπει τον κόσμο να διασκεδάζει, να φωνάζει, να χοροπηδά και ακούει τους τραγουδιστές να ερμηνεύουν κλασσικές ροκ επιτυχίες.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Αναστασία πάει στο νέο της στέκι, εκεί που τα τελευταία κομμάτια του εαυτού της μπήκαν στη θέση τους. Το καταφύγιό της, εκεί που χτυπάνε οι καμπάνες. Ποιος να το περίμενε! Από πού ξεκίνησε και πού καταστάλαξε! Δεν ξεχνάει πόσο πάλεψε με τον εαυτό της στην εφηβεία για να σταματήσει να τον τιμωρεί. Και θα απολαύσει τη γαλήνη που απέκτησε.

Έχει ένα μάθημα για την κόρη της. Ένα φόβο αλλά και μια ελπίδα. Να γνωρίσει ανθρώπους που δεν θα προσπαθήσουν να την βγάλουν από τον δρόμο της. Να πάρει τα μαθήματα της ζωής από τους καλύτερους δασκάλους ακόμα και αν τους βρει στα πιο σκοτεινά μέρη. Εκείνους τους ανθρώπους που σε ετοιμάζουν να πετάξεις και μετά σε αφήνουν ελεύθερη. Ανησυχεί μην κάνει η κόρη της τα λάθη της μαμάς της. «Είναι κρίμα να μην σκεφτόμαστε στην εφηβεία πόσο ανησυχούν οι γονείς μας. Είναι μέχρι να μάθουμε ποια είναι η πραγματική πληρωμή της ενηλικίωσης», θα πει στον σύζυγο της και θα προσπεράσουν το μπαρ. «Τώρα είναι η σειρά μας», και θα τον πιάσει από το χέρι και θα το σφίξει στο δικό της. Θα τα σφίξει και τα δύο μαζί. «Εσύ, πρίγκιπά μου, το πήρες πάνω σου!».

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading