,

Αδράνεια

Οι αισθήσεις ξύπνησαν μουδιασμένες. Το μυαλό παράδερνε ανάμεσα στο συνειδητό κι ασυνείδητο. Tα μηνίγγιά της πονούσαν. Με δυσκολία, έφερε τα χέρια της στο κεφάλι της. Ζαλιζόταν. Λευκές ακτίνες της τρυπούσαν τα βλέφαρα κι εκείνη τα έσφιγγε ασυναίσθητα. Βρισκόταν στη θάλασσα και παρίστανε την πεθαμένη. Αιωρούνταν αβαρής, μισοχωμένη στο νερό και δεν άκουγε τίποτα. Έπειτα άρχισε να λικνίζεται, αργά, νωχελικά, ζαλιστικά. Το φως προσπαθούσε να τρυπώσει μέσα απ’ τις κουρτίνες των βλεφάρων της. Τα μάτια της έτσουζαν, τα πετάρισε και μικρές αλμυρές ιριδίζουσες σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να χωθούν, τα έτριψε με κόπο και μετά πασπάτευσε την πληγή στο κεφάλι της. Χρειαζόταν χρόνο, μα ένα αίσθημα ανησυχίας είχε αρχίσει να φουσκώνει μέσα της. Την πίεζε, θα έσκαγε! Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η αψιά μυρωδιά της μούχλας και της σαπίλας ανακατεμένης με των ούρων, εμετού και πηγμένου αίματος, την χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι. Ανακατεύτηκε και με δυσκολία συγκράτησε το περιεχόμενο του στομαχιού της. Άνοιξε τρομοκρατημένη τα μάτια της διάπλατα. “Αδύνατον”, σκέφτηκε “αδύνατον!” και τα ξανάκλεισε ερμητικά, για να τα ξανανοίξει έπειτα από λίγο. Η Νάνση πίεσε τον εαυτό της να μην τα κλείσει, να κοιτάξει προσεκτικά γύρω της και να σηκωθεί. Δεν ήξερε ποιο είναι δυσκολότερο. Πόση ώρα έμεινε εκεί να κοιτά τέσσερις τοίχους, όμοιους καμβάδες του Πόλοκ;

Έσφιγγε την κεφαλή της, που κόντευε να σπάσει από την προσπάθεια να σκεφτεί, με τις παλάμες της. Σκέψεις σκόρπιες, που πάλευαν να ενωθούν σαν μια κατασκευή με λέγκο, που κάποιος την γκρέμισε κι αυτή καλούνταν να την ξαναφτιάξει, χωρίς να ξέρει τι ήταν, προτού αυτή διασκορπιστεί σε εκατοντάδες τουβλάκια. Αδυνατούσε να καταλάβει ή μήπως δεν ήθελε να καταλάβει; Εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό της. Φώτα που αναβόσβηναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος που θύμιζε καρδιά που πάλλεται. Τ’ αυτιά της βούιζαν. Ένας δρόμος και κίτρινα φώτα. Μπλινγκ μπλινγκ κι η πόρτα ενός ασημιού αμαξιού άνοιξε. Κάποιος τους μιλούσε. Ο Νίκος έπεσε! Η κραυγή σκάλωσε στο λαιμό! Οξύς πόνος! Το βλέμμα θόλωσε, καθώς σωριάστηκε στο δρόμο…

Καθόταν εκεί, αδρανής, στη μέση ενός δωματίου, σαν την Αμπράμοβιτς, με το κορμί στητό, ανατριχιασμένη, με όλες τις αισθήσεις της τεντωμένες και κοιτούσε αυτούς τους τέσσερις χαμηλούς τοίχους, τους διάστικτους με καφεκόκκινες πιτσιλιές κι υπολείμματα από υφάδια αραχνών. Στον έναν υπήρχε μια βαριά μεταλλική πόρτα μ’ ένα μοχλό κι ένα μικρό τετράγωνο πορτάκι, στο ύψος του προσώπου. Μια γραμμή ρεύματος περνούσε από μια τρύπα πάνω ακριβώς από τη μεταλλική κάσα, ανέβαινε και σερνόταν στο ταβάνι ως το κέντρο του δωματίου, για να καταλήξει σε μια απλή λάμπα. Οι σκέψεις έπαιρναν σιγά – σιγά μορφή, όμως εκείνη τους έδινε μιά και τις γκρέμιζε. Δεν μπορεί, δεν ήθελε να το πιστέψει. Μα αυτές ξαναέπαιρναν την ίδια μορφή. Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να δοκιμάσει, αν και ήταν σίγουρη για το αποτέλεσμα. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αφουγκράστηκε για λίγο και έπειτα δοκίμασε να κατεβάσει το μοχλό. Τα κατάφερε αν και με δυσκολία. Έσπρωξε, μα η πόρτα δεν άνοιξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, δεν είχε καταλάβει ότι κρατούσε την αναπνοή της. Έσπρωξε ξανά και ξανά. Τίποτα. Έσπρωξε με τον ώμο της κι η πόρτα έβγαλε έναν κλαψιάρικο μεταλλικό ήχο. Η Νάνση ακούμπησε το μέτωπό της στο παγωμένο μέταλλο. Κρατούσε με δυσκολία τα δάκρυά της και έπαιρνε βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα χέρια της, που τώρα έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

“Πόση ώρα έχει περάσει;” αναρωτήθηκε.

Είχε κάνει το γύρο του δωματίου αρκετές φορές κοιτώντας εξεταστικά τ’ αφηρημένα καφεκόκκινα σχέδια. Μια οριζόντια γραμμή μούχλας τριάντα εκατοστά πάνω από το πάτωμα, διέτρεχε όλους τους τοίχους. Το δωμάτιο πρέπει κάποια στιγμή να ‘χε πλημμυρίσει. Στο πάτωμα υπήρχε μια τεράστια καφεκόκκινη κηλίδα σαν να χύθηκε κάποιος κουβάς με χρώμα. Έβαζε τ’ αυτί της σε κάθε τοίχο κι αφουγκραζόταν, χωρίς όμως να καταφέρει ν’ ακούσει κάτι και κάθε φορά κατέληγε μπροστά στην πόρτα. Στάθηκε και την κοίταξε προσεκτικά, την ακούμπησε προσπαθώντας να αγνοήσει την ανατριχίλα που της προκαλούσαν οι παχιές καφετί αιμάτινες πιτσιλιές. Το τελείωμα της πόρτας είχε σκουριάσει. Είχε γονατίσει και το πασπάτευε με το χέρι της, κάνοντας μερικά τρίμματα σκουριάς να πέσουν, όταν άκουσε τον ήχο χοντρού τακουνιού να πλησιάζει. Η Νάνση πετάχτηκε, ξάπλωσε στη θέση που ήταν όταν πρωτοξύπνησε σ’ αυτό το δωμάτιο και έκλεισε τα μάτια της, ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει την ανάσα της, που της φαινόταν λαχανιασμένη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. “Θα με προδώσει! Θα την ακούσει αυτός που πλησιάζει και θα καταλάβει ότι δεν είμαι ακόμα αναίσθητη!”.

Το πορτάκι άνοιξε απότομα μ’ ένα συρτό ήχο. Έμεινε για λίγο ανοικτό και ξαναέκλεισε το ίδιο απότομα. Τα βήματα απομακρύνθηκαν, αλλά για σιγουριά περίμενε λίγη ώρα προτού ξανασηκωθεί. “Κι αν υπάρχει κάμερα;”, πέρασε η σκέψη απ΄το μυαλό της. Σηκώθηκε και εξέτασε ξανά προσεκτικά τοίχο τοίχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, σταγόνα τη σταγόνα όλο το δωμάτιο, το ταβάνι και την πόρτα χωρίς ν’ ανακαλύψει κάποια κάμερα. Στεκόταν αναποφάσιστη για το τι άλλο μπορούσε να κάνει, όταν ξανάκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν. Έτρεξε στη θέση της. Το πορτάκι άνοιξε πάλι απότομα. Είδε ένα αγριωπό πρόσωπο με μούσια να την κοιτά μέσα απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρα της. Ξάφνου όλη η πόρτα δονήθηκε. Ο άντρας χτυπούσε με δύναμη το χέρι του πάνω της. Με το ζόρι συγκράτησε το κορμί της να μην προδοθεί. Το πόδι της έκανε ένα μικρό σπασμό. Κόλλησε η ανάσα στο στεγνό στόμα της. “Να το είδε;”. Ο άντρας έπειτα από λίγο έκλεισε το πορτάκι κι αποχώρησε.

Η Νάνση σηκώθηκε με μεγαλύτερη δυσκολία, παραπατώντας. Κρύος ιδρώτας τύλιγε το κορμί της, σαν βρεγμένη πετσέτα. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι έτρεμε. Το τρέμουλο είχε ξεκινήσει από τα γόνατα. Άρχισαν να χτυπούν μεταξύ τους ανεξέλεγκτα και σύντομα προχώρησε προς τα πάνω. Ένιωθε σαν να έχει καταπιεί κομπρεσέρ. Ο πανικός την κύκλωνε. Οι ανάσες της ήταν κοφτές και βαθιές. Η καρδιά της πετάριζε στο στήθος της σαν στριμωγμένο από τον αγρότη κοτόπουλο. Ζαλιζόταν, παρόλο που ανέπνεε με βαθιές ανάσες. Ασφυκτιούσε, ο αέρας δεν της έφτανε. Θόλωσε, αφέθηκε να πέσει κάτω με πόδια ανοικτά και χέρια κρεμασμένα σαν κούκλα. “Κρίση πανικού”, πέρασε η σκέψη στο θολωμένο της νου. Προσπαθούσε να αναγκάσει τον εαυτό της να αναπνέει πιο σιγά. Σήκωσε την μπλούζα της και την έφερε στο πρόσωπο της σαν μάσκα. “Σιγά σιγά, μικρές ανάσες…” επαναλάμβανε σαν μάντρα. Η κρίση σύντομα καταλάγιασε, αν και της φαινόταν ότι είχαν περάσει ώρες και ξέσπασε σε βουβούς λυγμούς, τυλιγμένη σ’ ένα σφιχτό κόμπο.

“Νεαρές γυναίκες και έφηβες φαίνεται να είναι ο κύριος στόχος του μανιακού δολοφόνου, που έχει τρομοκρατήσει τα ανατολικά προάστια. Ένα ακόμα φρικτά διαμελισμένο πτώμα ανασύρθηκε σήμερα από το…” τα λόγια του δημοσιογράφου, που μιλούσε στην τηλεόραση, ξεθωριάζουν στη μνήμη της όπως και η φευγαλέα εικόνα της μητέρας της, να κάνει το σταυρό της, ενώ σφίγγονταν τρομοκρατημένη πάνω στον πατέρα της, καθώς εκείνη προχωρούσε με βήμα γοργό προς το δωμάτιό της. Η μητέρα της μπήκε λίγο μετά στο δωμάτιό της και της έδωσε ένα μικρό φυλαχτό. “Να το βάζεις κάθε μέρα στο σουτιέν σου” τη συμβούλευσε. Η Νάνση έψαξε ασυναίσθητα στο στηθόδεσμό της. “Δεν είναι εδώ! Φυσικά δεν είναι εδώ!”. Το θεώρησε μια ακόμα βλακεία της μάνας της, μια μικροαστική αντίληψη. Με τα μάτια της ψυχής της έβλεπε το δωμάτιό της, τη μικρή βιβλιοθήκη υπερφορτωμένη με πολύχρωμα βιβλία της σχολής και λογοτεχνικά. Εκεί πάνω στο πρώτο ράφι, ανάμεσα σε βιβλία ηλεκτρολογίας και μανό βρίσκεται το μικρό φυλαχτό. Η απελπισία την τύλιξε, σαν βαρύ ασήκωτο χειμωνιάτικο παλτό και σφιχτοτυλιγμένη καθώς ήταν, πήρε να κουνιέται ρυθμικά.

Καθισμένη στο κέντρο του υποφωτισμένου δωματίου, με τα χέρια της σφιχτά τυλιγμένα γύρω από τα πόδια της, η Νάνση προσπαθούσε να διαχειριστεί τον τρόμο που ένιωθε, κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια της και έβλεπε τους αιματοβαμμένους τοίχους. Ρυθμικά βήματα χοντρού τακουνιού ακούστηκαν να πλησιάζουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ξάπλωσε πάλι στο σιχαμερό πάτωμα και έκλεισε τα μάτια της. Το πορτάκι άνοιξε με έναν ελαφρύ συριγμό. Ένιωσε να φλέγεται. Μέσα στο μουδιασμένο από το φόβο μυαλό της, πίστευε ότι ένιωθε τη σκοτεινή ματιά του δεσμοφύλακά της να σκανάρει, σαν ακτίνα φωτοτυπικού, το ξαπλωμένο κορμί της. Με πολύ κόπο προσπαθούσε να διατηρήσει την ανάσα της ρυθμική κι αδύναμη. Ξαπλωμένη εκεί, νιώθοντας εκτεθειμένη, ευχόταν να μην την ξαναπιάσει το τρέμουλο. Χρειαζόταν χρόνο. Όσο ο άνθρωπος πίσω από την πόρτα πίστευε ότι δεν έχει ξυπνήσει ακόμα, υπήρχε μια ελπίδα. Μια ελπίδα να γίνει κάτι. Να απέφευγε για λίγο ακόμα την επαφή ή τη σύγκρουση μαζί του. Να έβρισκε ένα σχέδιο απόδρασης. “Ανόητη”, μάλωσε τον εαυτό της. “Έχασες πολύτιμο χρόνο!”. Η ανάσα της τη δυσκόλευε όλο και πιο πολύ να διατηρηθεί ήπια, ρυθμική. Τα πνευμόνια της άρχισαν να φλέγονται, χρειάζονταν αέρα. “Μα τι κάνει τόση ώρα; Ποτέ πριν δεν έκατσε τόση ώρα!”

Ένα πνιγμένο από τους τοίχους ουρλιαχτό ακούστηκε. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Κοκάλωσε. Οι στριγκλιές γίνονταν όλο και πιο απεγνωσμένες. Πίεσε τον εαυτό της να συγκρατηθεί κι εστίασε στην αναπνοή της, ανεπαίσθητες ρυθμικές ανάσες. Ένα απογοητευμένο ρουθούνισμα έφτασε ως τα αυτιά της. Τα αλμυρά διαμαντάκια, που στόλιζαν τις παρυφές του προσώπου της, άρχισαν να μεγαλώνουν. Μια σταγόνα ιδρώτα αυλάκωσε το καυτό πρόσωπό της. Η καρδιά της σφίχτηκε. “Την είδε;”. Το πορτάκι έκλεισε με δύναμη τραντάζοντας την πόρτα. Περίμενε ώσπου να χαθεί ο ήχος των βημάτων, μα όχι και των τρομακτικών ουρλιαχτών και τράβηξε μια βαθιά αναζωογονητική ανάσα, καθώς ανακαθόταν. Αρκετό χρόνο έχασε, δεν είχε άλλο στη διάθεσή της. Αυτή η επίσκεψη με την ανατριχιαστική ηχητική υπόκρουση, δεν της άφηνε πια καμία αμφιβολία για το πού βρισκόταν, όπως και για το σκοπό της. Ο επισκέπτης ήθελε να δει τις αντιδράσεις της. Όταν θα τελείωνε με την κοπέλα, θα ήταν η σειρά της.

“Αρκετά με την απραξία!” μάλωσε τον εαυτό της “Απραγούντα μη ονείδιζε· επί γαρ τούτοις νέμεσις θεών κάθηται”, θυμήθηκε το ρητό που της έλεγε συνέχεια ο πατέρας της. Η αδράνεια προκαλεί την τιμωρία. Κοίταξε γύρω της με νέα ματιά. Αυτήν τη φορά δε θα άφηνε το επιτείχιο αποτρόπαιο έργο τέχνης να την επηρεάσει. Τι θα μπορούσε να της δώσει μερικές πιθανότητες επιπλέον; Τα ουρλιαχτά και τα βογγητά γίνονταν όλο και πιο απελπισμένα. Σταματούσαν και ξανάρχιζαν έπειτα από λίγο.

Στάθηκε μπροστά από την πόρτα και την κοίταξε προσεκτικά. Προσπάθησε να σύρει το πορτάκι, μα δεν τα κατάφερε. Δοκίμασε με το πόδι της το σαθρό τελείωμα της πόρτας. Κάθε φορά που ακουγόταν στριγκλιά εκείνη έδινε μια μικρή, καλά υπολογισμένη κλοτσιά στην πόρτα. Οι λαμαρίνες έτριζαν παραπονιάρικα, μα δε φαινόταν να έχει κανένα αποτέλεσμα. Μια οριζόντια μπάρα μόλις δέκα εκατοστά πριν το τελείωμα της πόρτας τη συγκρατούσε. Άρχισε να κλοτσάει παράλληλα και κάθετα με την πόρτα, προσπαθώντας να ξεχαρβαλώσει την τετράγωνη μπάρα. Κάθε τρεις και λίγο στεκόταν κι αφουγκραζόταν. Χοντρές σταγόνες κυλούσαν στο πρόσωπο και το κορμί της, ενώ ο εκνευρισμός της αυξανόταν κάθε φορά που έχανε το στόχο της. Ώρες μετά, η μισοσκουριασμένη μπάρα υποχώρησε αρκετά και προσπάθησε να την τραβήξει με τα δάχτυλά της. Μ’ ένα μεταλλικό ήχο η μισοσκουριασμένη μπάρα ξεκόλλησε και της έμεινε στα χέρια. Την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, σα να μην το πίστευε. Την ζύγισε. Ήταν αρκετά βαριά και στα σκουριασμένα σαθρά σημεία δημιουργούσε δόντια. Είχε ένα όπλο, ήταν κι αυτό μια παρηγοριά. Δε θα μπορούσε να ξανακατηγορήσει τον εαυτό της ότι δεν προσπάθησε ή ότι έμεινε αδρανής και περίμενε. Ξανακλώτσησε την πόρτα, μα τελικά τα παράτησε. Κοίταξε γύρω της το άδειο δωμάτιο. Τι θα ήταν καλύτερα; Να ξαπλώσει εκεί που ήταν ή να του τη στήσει πίσω από την πόρτα;

Πίεσε το μέτωπο της με το θέναρ. Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να ηρεμήσει. Πήγε και κάθισε στο κέντρο και άρχισε να παρατηρεί πάλι το δωμάτιο. Το βλέμμα της σταμάτησε στο λεπτό καλώδιο ρεύματος, που πέρναγε κολλητά από τη σιδερένια κάσα. Έπειτα κοίταξε τα ρούχα της, ένα ξεθωριασμένο τζιν, ένα βρόμικο t-shirt με κηλίδες αίματος και τα κάποτε λευκά παπούτσια της με τις μικρές πλαστικές λωρίδες αντί για κορδόνια. Βαριόταν να τα δένει. Αναστέναξε. Δεν είχε τίποτα πάνω της που να μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Ένα στραβό ειρωνικό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό της. Αυτά ούτε στις ταινίες δε συμβαίνουν. Πασπάτευσε την μεταλλική μπάρα. Έπρεπε να σκεφτεί πώς θα τη χρησιμοποιούσε. Ξάπλωσε και την έκρυψε από κάτω της, μα όταν προσπάθησε να την τραβήξει της φάνηκε ότι έκανε πολλή ώρα. Προσπάθησε ξανά και ξανά.

Άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν. Οι φωνές είχαν παύσει από ώρα, μα ‘κείνη δεν το είχε καταλάβει. Ξάπλωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ρίγησε, καθώς μυριάδες παγωμένες σταγόνες άρχισαν να κυλούν στο σώμα της. Ένιωσε τα χέρια της να γλιστρούν και τον πανικό να την τυλίγει. Το κορμί της σφίχτηκε. Η πόρτα βόγγηξε παραπονιάρικα και άνοιξε απότομα. Έκλεισε τα μάτια της. Το σαγόνι της άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Το έσφιξε προσπαθώντας να το συγκρατήσει και να μην ακουστούν τα δόντια της να κροταλίζουν. Χρειαζόταν την ακοή της. Τα βήματα πλησίαζαν, έφτασαν από πάνω της. Η μεταλλική μυρωδιά του φρέσκου αίματος πλημμύρισε ορμητικά τα ρουθούνια της. Το σώμα της τεντώθηκε, σαν να ‘χε τέτανο, για μερικά δεύτερα και με πολύ κόπο το συγκράτησε στην κουλουριαστή στάση που είχε. Τον ένιωσε να στέκεται για λίγο ακίνητος από πάνω της και τα δάκτυλά της κάτω από τον κορμό της έσφιξαν την μεταλλική ράβδο, που της έκοβε τα πλευρά. Μεγάλα δάχτυλα έσφιξαν το μπράτσο της και τη μισοανασήκωσαν, σαν να ήταν πούπουλο. Ρουφώντας λαίμαργα τον αέρα, σαν να είχε μόλις ελευθερωθεί από μια θηλιά που την έσφιγγε, άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε το διάστικτο από αιμάτινες κηλίδες πρόσωπο ενός ανθρώπου με παιδιάστικα μεγάλα μάτια, που την κοίταζαν γυάλινα, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε το στρογγυλό πρόσωπό του. Τα φρύδια έσμιξαν σε μια μονοκονδυλιά και μια έκφραση πόνου χαράκωσε το αφράτο πρόσωπο, καθώς τον χτύπαγε με δύναμη στα πόδια. Τα μάτια την κοίταξαν με παιδιάστικη απορία, μα τα δάκτυλά του ήταν ακόμα τυλιγμένα γύρω από το μπράτσο της και της το έσφιγγαν δυνατά.

Ούρλιαξε δυνατά και με μια καλά υπολογισμένη κίνηση, η μεταλλική μπάρα που κρατούσε προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο πρόσωπο του άντρα. Εκείνος έσκουξε από τον πόνο και έφερε τα χέρια στο πρόσωπό του. Η Νάνση δεν περίμενε, μόλις απελευθερώθηκε, έτρεξε προς την ανοιχτή πόρτα, βγήκε και την αμπάρωσε κλείνοντας τους δυο μοχλούς και σπρώχνοντας μια οριζόντια μεταλλική ράβδο, που φαινόταν να έχει προστεθεί πρόσφατα. Ένα αίσθημα επιτυχίας την πλημμύρισε, μα το συγκράτησε. Δεν ήταν ακόμα ελεύθερη. Έπρεπε να είναι συγκεντρωμένη.

Έπειτα κοίταξε γύρω της προσεκτικά, το σαγόνι της κρέμασε από την έκπληξη. Ο άντρας ακουγόταν να κλαίει, σαν μικρό παιδί, πίσω από τη βαριά πόρτα. Δεν έπρεπε να τον ακούει, έπρεπε να φύγει από… Τι στο καλό ήταν αυτό; Βρισκόταν σε ένα μεγάλο κακοφωτισμένο από μια λάμπα διάδρομο. Από τη μια πλευρά, μεγάλες σμιλεμένες πέτρες και μπάζα ατάκτως ερριμμένα της έφραζαν μια πόρτα, σαν κάποιος να τα είχε αδειάσει με φορτηγό. Από την άλλη ένας διάδρομος με τσιμεντένιους τοίχους χανόταν μέσα στο σκοτάδι. Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να βρει την έξοδο. Προχώρησε διστακτικά προς τα εκεί. Δεν άργησε να βρει μια μεταλλική πόρτα. Η χάλκινη μυρωδιά φρέσκου αίματος, που υπήρχε σ΄αυτό το σημείο ήταν τόσο έντονη, που δεν άντεξε και έκανε εμετό, σκέτη χολή. Τρέμοντας προχώρησε στηρίζοντας τον εαυτό της στον τοίχο, αγνοώντας τις πόρτες. Το μυαλό της είχε αρχίσει να ξεστρατίζει και ο φόβος που τόση ώρα είχε, ως άλλη Πανδώρα, κλείσει μέσα στο κουτάκι του μυαλού της, βρήκε χαραμάδα και ξεχύθηκε ορμητικός δυσχεραίνοντας την αναπνοή και το βήμα της. Πέρασε και άλλες πόρτες, όταν ένας τοίχος ορθώθηκε ξαφνικά μπροστά της. Τον πασπάτευσε μέσα στο σκοτάδι για λίγο και μετά έχασε το κουράγιο της, τα πόδια της λύγισαν και γονάτισε σε στάση προσευχής με την παλάμη της να ακουμπά εκείνο τον τοίχο, που της έκλεινε το δρόμο. Πήρε βαθιές ανάσες με το στόμα. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να την κατακλύσει, δεν μπορούσε να το επιτρέψει, όχι, ακόμα. Δεν ήταν ασφαλής, πρέπει να τον σταματήσει, να τον εξολοθρεύσει, πριν την εξοντώσει ο ίδιος της ο φόβος. Το θηρίο δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος, που ήταν κλεισμένος στη θέση της στο δωμάτιο, ήταν ο φόβος που κατοικούσε μέσα της, που κατακερμάτιζε την λογική της, που διέλυε τη βούλησή της, που την έκανε αδύναμη κι εύκολο στόχο.

Η ψυχή της βούλιαξε σε απύθμενο πηγάδι. Η απελπισία την τύλιξε στοργικά με προσοχή, μην της ξεφύγει κάνα ψήγμα της ψυχής της. Τη φυλάκισε σε μια γερή ασφυκτική φασκιά. Ψηλάφισε το στήθος της αναζητώντας το μικρό σταυρουδάκι, που φορούσε. Το έσφιξε παγωμένο όπως ήταν μέσα στην καυτή καταϊδρωμένη της χούφτα. Μέσα στην παραζάλη της, της φάνηκε ότι ένιωσε την μάνα της να σκύβει από πάνω της, να χαϊδεύει τα ατίθασα καστανά μαλλιά της, να ψιθυρίζει στ’ αυτί της. “Μη φοβάσαι, το σκοτάδι δεν κρύβει τίποτα κακό. Το σκοτάδι στις ψυχές των ανθρώπων να φοβάσαι. Μα εσύ να κάνεις φανάρι σου την εξυπνάδα σου, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου, την γενναιότητά σου και θα προχωράς ανάμεσά τους αλώβητη κι αν ποτέ απελπιστείς και σβήσει το φανάρι προσευχήσου και θα λάμψει και πάλι”.

Η Νάνση προσπάθησε να ψιθυρίσει τα λόγια του “Πάτερ Ημών”, μα το θολωμένο της μυαλό δεν την άφηνε. Τα μπέρδευε συνεχώς. Ξεκινούσε ξανά και ξανά από την αρχή και χωρίς να το καταλάβει έχει ήδη σηκωθεί και γυρνούσε πίσω ψηλαφητά προς τα εκεί απ’ όπου ήρθε. Κάθε της βήμα έριχνε από πάνω της και μια αμφιβολία, μια στρώση απόγνωσης, ένα υφάδι απελπισίας και σιγά – σιγά η πίστη στον εαυτό της και η αγάπη της για την ζωή επέστρεψαν. Η λογική κινούσε τα γρανάζια του μυαλού της όλο και πιο γρήγορα, χρησιμοποιώντας για λάδι την ελπίδα. “Θα τα καταφέρω, μπορώ. Φτάνει να μη μένω αδρανής. Όποιος μπαίνει, μπορεί και να βγει. Αν η έξοδος δεν είναι στο τέλος του διαδρόμου, τότε είναι πίσω από κάποια από τις πόρτες!”. Κοντοστάθηκε μπροστά σε μια πόρτα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί αν πρέπει να φοβηθεί ή όχι, απλά την άνοιξε. Σκοτάδι. Πασπάτευσε μέσα – έξω για διακόπτη, τίποτα. Αφουγκράστηκε, δεν ακουγόταν τίποτα. Κοντοστάθηκε για λίγο. Το μυαλό της δούλευε πια εντατικά. Για να βγει από κει μέσα χρειαζόταν χρόνο, χρειαζόταν φως, ένα φακό, κάτι, ένα όπλο άμυνας… Κι εκείνη τόση ώρα έχανε τον χρόνο της στα τυφλά. Τα γοερά κλάματα είχαν πάψει ν’ ακούγονται από ώρα. “Άραγε να κατάφερε να βγει από το δωμάτιο εκείνος;” της τρύπησε την καρδιά η ερώτηση σαν σουβλί. Ξάφνου, ακούστηκαν ρυθμικά χτυπήματα πάνω σε μέταλλο. Δεν άργησε να καταλάβει. Εκείνος προσπαθούσε να βγει χτυπώντας την πόρτα. “Θα την σπάσει άραγε”; Επίσπευσε το βήμα της. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, έπρεπε να βρει την έξοδο ή ένα φως. Κάθε ερμητικά κλεισμένη πόρτα που έβρισκε την άνοιγε. Τίποτα! Ξάφνου πάγωσε. Είχε φτάσει σ’ αυτήν από όπου ερχόταν έντονη η αψιά μυρωδιά αίματος.

Στάθηκε αναποφάσιστη. Στο τέλος του διαδρόμου, στα δεξιά της, έβλεπε πια το αχνό φως. Μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει τίποτα. Άνοιξε την πόρτα με μια απότομη αποφασιστική κίνηση. Πισωπάτησε, το έντονο φως την τύφλωσε για λίγο. Έπειτα εικόνες κατέκλυσαν τον εγκέφαλο της. “Ονειρεύομαι, δεν μπορεί, ονειρεύομαι!”

Το μυαλό προσπαθούσε ν’ αποκωδικοποιήσει τις εικόνες. Το σύνολο έμοιαζε χαοτικό. Κατακερμάτιζε τις εικόνες σαν φωτογραφική μηχανή σε λειτουργία πανοράματος. Μπροστά της υπήρχε μια vintage μεταλλική καρέκλα οδοντιάτρου, με πέτσινους ιμάντες προσαρμοσμένους στα χερούλια, το ερσεικέφαλο και την πλατφόρμα για τα πόδια. Οι ιμάντες κρέμονταν λυμένοι σαν κορδέλες. Μικρές κοκκινωπές σταγόνες σχημάτιζαν ένα μεγάλο βόλο στην άκρη τους προτού επιμηκυνθούν κι αποκοπούν, για να ακουστεί ο ρυθμικός ήχος σταγόνας που πέφτει σε υγρό, σε μια τεράστια βαθυκόκκινη λίμνη, που στο κέντρο της βρισκοταν η καρέκλα. Διάτρητες μεταλλικές πλάκες κάλυπταν τον τοίχο πίσω της και δεξιά, ενώ πάνω τους βρίσκονταν οργανωμένα κατά μέγεθος κι είδος εργαλεία, μαχαίρια και περίεργα αντικείμενα, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της. Ένας μεγάλος μεταλλικός πάγκος εκτεινόταν απ’ άκρη σε άκρη στους δυο τοίχους και πάνω του βρίσκονταν μουσκεμένα από αίμα πανιά, κουβάδες, ιατρικά εργαλεία, σχοινιά, ένα μεγάλο πριόνι και μερικά φανάρια. Στ’ αριστερά υπήρχε μια μεγάλη κουρτίνα μπάνιου, που κάποτε πρέπει να ήταν λευκή, μα τώρα είχε ένα βρόμικο καφεκόκκινο χρώμα και λειτουργούσε ως διαχωριστικό. Οι εικόνες ενώθηκαν ξαφνικά σ’ ένα σύνολο και της ρούφηξαν την λογική, σαν μαύρη τρύπα. Κρύος ιδρώτας την σαβάνωσε και το τρέμουλο ξανάρχισε.

«Ξύπνα!» ψιθύρισε.

«Ξύπνα!» Πρόσταξε τον εαυτό της πιο δυνατά, με αγριεμένη φωνή και ξαναψιθύρισε ασυναίσθητα ένα ακόμα, «ξύπνα!». Η αδρεναλίνη κύλησε στο αίμα της σαν πρωινός καφές. Τα μεταλλικά ρυθμικά χτυπήματα ακούγονταν αχνά από το βάθος του μακρόστενου διαδρόμου. Ρούφηξε μια γερή ανάσα από το στόμα. Ο πολύτιμος αέρας έφτασε στα πνευμόνια της κι από εκεί στάλθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον εγκέφαλο και το κορμί της.

Έκανε μια γρήγορη αποτίμηση της κατάστασης. Δεν είχε χρόνο, φως, όπλο, κάτι που θα αύξανε τις πιθανότητες επιβίωσης της. Έπρεπε να αποκτήσει ένα από τα τρία ή ακόμα καλύτερα και τα τρία. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατέβασε την λαβή, ασφαλίζοντάς την. Προχώρησε προς τον πάγκο με προσεκτικά βήματα, προσπαθώντας να μη γλιστρήσει στο υγρό πάτωμα. Ανέπνεε πάντα από το στόμα, για να μην αρχίσει να ξερνά από τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος, που ήταν ανακατεμένη με εκείνη των ούρων και κοπράνων.

Καθισμένη μπροστά από τον πάγκο με τα εργαλεία τα κοιτούσε ψυχρά, υπολογιστικά σα να βρισκόταν στο μαγαζί της γειτονιάς της. “Σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο κυρ Στέφανος με τη ζεστή τρεμάμενη φωνή του, για να με ρωτήσει τι χρειάζομαι”, απόδιωξε την σκέψη χαμογελώντας στραβά και κοίταξε ξανά με μεγαλύτερη προσοχή και συγκέντρωση. Ένας φακός κεφαλής ήταν κρεμασμένος σ’ ένα γάντζο από τον πίνακα των εργαλείων. Τον πήρε και τον φόρεσε. Έπειτα έλεγξε ένα φανάρι αν λειτουργεί και το φως του έλαμψε λευκό, τυφλώνοντας τη. Το έσβησε ευχαριστημένη. Έκανε το ίδιο και μ’ ένα διπλανό. Έχωσε έναν αναπτήρα στην τσέπη του παντελονιού της και ένα μικρό σουηδικό σουγιά. Μετά πήρε μονωτική ταινία και στερέωσε ένα μικρό στιλέτο στον αστράγαλό της. Πάντα έτσι δεν κάνουν στις ταινίες; Παρατήρησε τα μαχαίρια σε όλα τα μεγέθη και σχήματα. Πήρε ένα με μια κυρτή λάμα και το ζύγισε στο χέρι της. Της φάνηκε βαρύ και το άφησε. Τελικά κατέληξε σ’ ένα με πλαστική λαβή, μια πριονωτή και μια λεία πλευρά. Το τύλιξε σφιχτά σ’ ένα βρομερό πανί και συγκρατώντας την αηδία της, το έχωσε στο παντελόνι της. Το βλέμμα της έπεσε σε ένα ολοκαίνουριο κομμάτι αναρριχητικού σχοινιού. Το κοίταξε για λίγο αναποφάσιστη και κατόπιν το τύλιξε γύρω από τη μέση της, εγκλωβίζοντας την μπλούζα της. Σε μια γωνία βρήκε ένα σπρέι αντρικού αποσμητικού. Ψέκασε στον αέρα και έπειτα έριξε το μπουκαλάκι μέσα στην μπλούζα της, μαζί με μερικούς γάντζους αναρρίχησης. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν το βλέμμα της έπεσε σε μια ματσέτα, την τράβηξε και τη στριφογύρισε στο χέρι της. “El Salvador souvenir” έγραφε σε μια άκρη της, μα ήταν καλοακονισμένη. Έσκισε μερικές φορές τον αέρα δοκιμάζοντάς την και έπειτα κοντοστάθηκε κοιτώντας προσεκτικά ακόμα μια φορά, τον πίνακα με τα εργαλεία και το δωμάτιο γύρω της, όταν είδε τον διακόπτη στον τοίχο κοντά στην πόρτα. Μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της.

Η Νάνση στεκόταν πίσω από τη μανταλωμένη πόρτα κι αφουγκραζόταν προσεκτικά. Ο θόρυβος είχε σταματήσει. Κόλλησε το μέτωπό της πάνω στην πόρτα. Το κρύο ανακούφισε λίγο το φλογισμένο από τις σκέψεις κεφάλι της. Ήθελε να γυρίσει σπίτι της, στην ενοχλητική, υπερβολική μάνα της και στον αυστηρό, κολλημένο πατέρα της. Αν δεν είχε βγει με τους φίλους της, αν δεν είχε φύγει με τον Νίκο για να ξεμοναχιαστεί μαζί του στ’ αμάξι του, τίποτα δε θα είχε συμβεί. “Ανοησίες!” μάλωσε τον εαυτό της. Έκανε ό,τι έκαναν χιλιάδες κορίτσια σε όλο τον κόσμο. Μπορεί τα πράγματα να μην πήγαν καλά, μπορεί να έγινε εύκολος στόχος ακολουθώντας το Νίκο, μα δεν είχε κανένα νόημα να το μετανιώνει και να οικτίρει τον εαυτό της. Έχανε πολύτιμο χρόνο.

«Σκέψου!» πρόσταξε φωναχτά τον εαυτό της. “Τώρα είσαι εδώ, είσαι μόνη και μπορείς να στηριχτείς μόνο σε σένα”.

“Μπορείς, θα τα καταφέρεις! Πιστεύω σε σένα!” άκουσε την μητέρα της να της λέει καθώς αρνιόταν να τη βοηθήσει στα μαθήματά της. Τότε είχε αποδώσει τα λόγια της στην αγραμματοσύνη της, τώρα καταλάβαινε. Κόλλησε τ’ αυτί της στην πόρτα και κράτησε την ανάσα της. Δεν ακουγόταν τίποτα.

«Γαμώτο!» ψέλλισε και ο πανικός ζουζούνισε μέσα στο κεφάλι της. “Βγήκε! Έσπασε την πόρτα και βγήκε. Θα έρθει εδώ και δεν θα μπορώ να βγω, θα σπάσει την πόρτα και θα με πιάσει!”.

Ο ιδρώτας αυλάκωνε το κορμί της, είχε μουσκέψει το μπλουζάκι της και ξαφνικά ένιωθε πολύ έντονη την ανάγκη να κατουρήσει. Συγκράτησε τα ούρα της με δυσκολία και κοίταξε κατά την κουρτίνα. Μέχρι τότε δεν είχε βρει το κουράγιο να κοιτάξει τι βρίσκεται πίσω από εκεί. “Τι ανόητη! Εκεί θα είναι η έξοδος! Φυσικά! Πού αλλού θα μπορούσε να είναι;” σκεφτόταν όταν ο γνώριμος ήχος ακούστηκε. Τα χτυπήματα είχαν αρχίσει ξανά, μανιασμένα αυτή τη φορά. Ένα βάρος σηκώθηκε από πάνω της. Αμφιταλαντεύτηκε. Ζύγισε τις δύο επιλογές. Μπορούσε να πάει κατά την κουρτίνα και να κοιτάξει για την έξοδο. Μα δεν είχε δεδομένα, μόνο μια παράξενη δειλία που ένιωθε, που τη συγκρατούσε και την πιθανότητα να είναι εκεί η πολυπόθητη έξοδος. Ή μπορούσε να κάνει αυτό που σκέφτηκε… Με τη δεύτερη επιλογή θα κέρδιζε χρόνο και τη σιγουριά ότι εκείνος δε θα μπορούσε να το σκάσει και να εξαφανιστεί, αν όλα πήγαιναν καλά. Έπρεπε να αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσής της. Αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος της. Αφουγκράστηκε ακόμα μια φορά. Τα χτυπήματα ακούγονταν χωρίς ρυθμό πια. Άνοιξε προσεκτικά τη μεταλλική ενισχυμένη πόρτα κι εξέτασε δεξιά κι αριστερά τον διάδρομο. Έπειτα όρθωσε το κορμί της και περπάτησε προς το μοναδικό χώρο με λάμπα. Η πόρτα δονούνταν. Η σκουριασμένη βάση είχε αρχίσει να υποχωρεί και να πέφτει σε μικρές κοκκινωπές φλοίδες.

Δεν πτοήθηκε. Κράτησε την ματσέτα με το αριστερό και έβγαλε το μαχαίρι με την πλαστική λαβή από την τσέπη της. Κάθισε μπροστά από την πόρτα που δονούταν και κοίταξε προσεκτικά το καλώδιο, που σερνόταν στον τοίχο και χωνόταν στο δωμάτιο από μια τρύπα, κολλημένο στη μεταλλική πόρτα. Τέντωσε το χέρι της κρατώντας το μαχαίρι, μα δεν έφτανε για μερικά εκατοστά. Ξεφύσησε εκνευρισμένη. Παράτησε την ματσέτα δίπλα στην πόρτα, στηρίζοντάς τη στον τοίχο. Πήγε αποφασιστικά προς τα μπάζα, που είχαν κατρακυλήσει μέσα στο δωμάτιο από μια πόρτα και έσυρε μια μεγάλη πέτρα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα όργωναν το μέτωπο της, έμπαιναν στα μάτια της και τα έκαναν να τσούζουν. Έγλειψε τα χείλη της και γεύτηκε την αρμύρα. Τοποθέτησε την πέτρα μπροστά στην πόρτα και πάτησε πάνω της. Σκούπισε προσεκτικά τα ιδρωμένα της χέρια και φόρεσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κουζίνας. Ήταν στο νούμερό της. “Τι να τα ήθελε αυτός ο μεγαλόσωμος άντρας ένα ζευγάρι γυναικεία γάντια;” είχε αναρωτηθεί όταν τα είδε. Πήρε να κόβει πολύ προσεκτικά, οριζόντια, το λευκό χοντρό καλώδιο. Με ανακούφιση είδε τα τρία χρωματιστά καλώδια. Χαμογέλασε. Τσίμπησε το κόκκινο με τη μύτη του μαχαιριού και το τράβηξε ελαφρά, ώστε ν’ ακουμπά πάνω στη μεταλλική πόρτα. Ακούμπησε την λεπίδα πάνω απαλά μα σταθερά και τραβήχτηκε λίγο πίσω. Με το άλλο χέρι έσυρε το πορτάκι.

Ένα ξαφνιασμένο πρόσωπο την κοίταζε τυφλωμένο από το φως στο μέτωπό της. Λίγο μετά, σαν έντομο που το έλκει το φως, πλησίασε το πληγωμένο πρόσωπο του και με τα μεγάλα μαλλιαρά δάχτυλα του έπιασε το κενό, που είχε ανοιχτεί.

«Νέμεσης;» ψέλλισε ξαφνιασμένος ο στρογγυλοπρόσωπος άντρας με τα μισόκλειστα μάτια.

«Ακριβώς!» ψιθύρισε με μια δόση ειρωνείας η Νάνση και έβαλε δύναμη στο χέρι που κρατούσε το σουγιά. Μια κραυγή ακούστηκε και τα φώτα έσβησαν.

Η λάμπα στο μέτωπο της φώτιζε τη μικρή τρύπα. Δεν υπήρχε κανείς εκεί πια. Πλησίασε αργά και προσεκτικά την πόρτα, αποφεύγοντας να την ακουμπήσει και κοίταξε μέσ’ από το πορτάκι. Τον είδε ξαπλωμένο, λιπόθυμο, να συσπάται. Τα χέρια του είχαν ένα μαύρο χρώμα, σκασμένα σε σημεία, αφήνοντας την κατακόκκινη σάρκα εκτεθειμένη. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας την τύλιξε. Έσυρε το πορτάκι με την λάμα του μαχαιριού αργά αργά, κατέβηκε από την πέτρα, πήρε την ματσέτα και ήσυχη πια προχώρησε αργά, ως το δωμάτιο των βασανιστηρίων.

Τούτη τη φορά αγνόησε το τρομακτικό θέαμα και τον ήχο από σταγόνες που έπεφταν. Πήρε την λάμπα από τον πάγκο και την άναψε. Έπειτα έκλεισε το φακό κεφαλής και τον έχωνε στην μπλούζα της όταν κοντοστάθηκε μπροστά από την κουρτίνα ξαφνιασμένη. Ένα αχνό φως, που τρεμούλιαζε, τη φώτιζε από πίσω. Δεν το είχε προσέξει μπαίνοντας. Ξεχάστηκε και κλείνοντας το στόμα τράβηξε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη. Η χάλκινη μυρωδιά του αίματος ανακατεύτηκε με την ανάερη μυρωδιά της λεβάντας και του σανταλόξυλου. Δεν μπορεί, θα λάθεψε. Το ένστικτό της ούρλιαζε, να μην ανοίξει αυτήν την κουρτίνα, μα σύντομα η λογική υπερίσχυσε. Έπρεπε να βγει από ‘κει μέσα και αν η έξοδος κρυβόταν πίσω από εκείνη την κουρτίνα, τότε δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να κοιτάξει. Αν δεν ήταν, θα γυρνούσε πίσω στο διάδρομο και με το φως θα μπορούσε πια να τη βρει με την ησυχία της. Χούφτωσε το χοντρό πλαστικό ύφασμα και την τράβηξε βίαια.
Το αίμα στράγγισε από το κορμί της. Το ένιωθε να φεύγει, να κυλά, να ενώνεται με τη μεγάλη κηλίδα στο μέσον του δωματίου πίσω της. Μαζί του ενώθηκαν και τα ούρα της που κύλησαν, μουσκεύοντας το μέσα μέρος των μηρών της. Η μαύρη τρύπα τη ρουφούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Χανόταν. Τα γόνατα της λύγισαν και έπεσε ξέπνοη. Το φανάρι έσβησε από το πέσιμο. Η ματσέτα έκανε ένα μεταλλικό ήχο όπως έπεσε στο πλάι της. Ο οξύς ήχος κουδούνισε στο κεφάλι της σαν ηχώ και την έκανε να τιναχτεί, σαν να την είχαν χτυπήσει με ηλεκτρικό ρεύμα. Τα μάτια της πόνεσαν από το γούρλωμα. Το μυαλό της προσπαθούσε να επεξεργαστεί την εικόνα, που σκοτείνιαζε σταδιακά. Κι όμως, όλα έμοιαζαν τόσο γαλήνια…

Πάλευε, πάλευε να κρατηθεί. Το μυαλό της τρεμόπαιζε, σαν τα κεριά απέναντι της.

Έφερε το χέρι της μπροστά στα μάτια της αναγκάζοντάς τα να κλείσουν. Ρούφηξε βαθιές ανάσες. “Αν συνεχίσω έτσι θα λιποθυμήσω” πέρασε η σκέψη και προσπάθησε να συγκρατήσει το ρυθμό της ανάσας της, να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς της. Σύντομα τα κατάφερε. Απομάκρυνε το χέρι της αργά. Κοίταξε το χώρο αποστασιοποιημένη. Σαν να είναι προστατευμένη πίσω από την οθόνη της τηλεόρασής της. Είναι εκεί, μα δεν είναι εκεί. Μπροστά στα κρεμασμένα από τσιγκέλια μέλη και έντερα, στο ματωμένο μάλλον ξανθό κεφάλι με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, στις σταγόνες που δονούν την αιμάτινη λίμνη από κάτω, στα αναμμένα αρωματικά κεριά με την τρεμουλιαστή φλόγα τους, στα παράξενα καφεκόκκινα σύμβολα στους τοίχους και στη γυαλιστερή μπρούτζινη ζυγαριά στο μέσον του δωματίου… Πάνω στην ζυγαριά, στο ένα τάσι βρισκόταν μια καρδιά και στο άλλο ένα λευκό φτερό. Η ζυγαριά έγερνε προς την καρδιά. Δύο μεταλλικές πόρτες βρισκόταν απέναντί της. Η καρδιά της τρεμούλιασε. Άναψε πάλι τη λάμπα και έπιασε την ματσέτα. Σηκώθηκε με δυσκολία, σαν να είχαν σκουριάσει όλες της οι κλειδώσεις, από τον ιδρώτα. Μέτρησε νοερά την απόσταση. Δεν έπρεπε να ‘ναι πάνω από πέντε βήματα.

Πέντε βήματα, που της φάνηκαν σαν να τα διέσχισε κουβαλώντας στους ώμους το πιο βαρύ φορτίο. Στάθηκε πρώτα μπροστά από την αριστερή πόρτα. Γύρισε το βιομηχανικό μοχλό και την άνοιξε αργά – αργά. Ξεφύσησε συγχισμένη. Ήταν απλά ένα στενό δωμάτιο, όπου βρισκόταν ο πίνακας με τις ασφάλειες και μια πόρτα που οδηγούσε σ’ ένα μικρό μπάνιο. Γύρισε τον διακόπτη, μα τα φώτα δεν άναψαν.
Έπειτα στάθηκε μπροστά από τη δεύτερη πόρτα κι ευχήθηκε να ήταν η έξοδος, ακόμα μια φορά. Γύρισε τον καλολαδωμένο μοχλό αργά και την έσπρωξε απαλά. Το φως από το φανάρι της φώτισε ένα παλιό μεταλλικό μισοσκουριασμένο κρεβάτι, στη μέση ενός γαλάζιου δωματίου. Ένα άτομο βρισκόταν ξαπλωμένο σε εμβρυακή στάση, με γυρισμένη την πλάτη του προς εκείνη. Τα βουρκωμένα μάτια της πετάρισαν νευρικά. Ένιωθε εξαντλημένη. Ήθελε κι αυτή να ξαπλώσει δίπλα σ’ αυτή τη φιγούρα, να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί βαριά, δίχως όνειρα. Χαμήλωσε την λάμπα. Δεν άντεχε πια το βάρος της. Ναι, αυτό χρειαζόταν, να ξαπλώσει λίγο, να εκεί… να ξεκουραστεί και όλα αυτά θα τελείωναν. Θα ξύπναγε από τις ακτίνες του ήλιου, που προσπαθούν να παραβιάσουν τα σφαλιστά της βλέφαρα κι εκείνη θα μουρμούριζε εκνευρισμένη και θα τους γύρναγε την πλάτη. Μα μετά από λίγο θα άκουγε τη φωνή της μάνας της, αυστηρή και ταυτόχρονα με έγνοια και κρυμμένη τρυφεράδα, να την καλεί να σηκωθεί. Τότε εκείνη θα σηκωνόταν με μάτια μισόκλειστα, θα παραμέριζε τα απαλά σεντόνια με το άρωμα μανόλιας, θα φόραγε τις χνουδωτές παντόφλες της και θα πήγαινε στο μπάνιο. Κάθισε και το κρεβάτι έτριξε ανατριχιαστικά, βγάζοντάς την απότομα από το ονειροπόλημα. Η φιγούρα, που ήταν ξαπλωμένη, αναδεύτηκε κι αυτό την έκανε να τιναχτεί όρθια φοβισμένη.

Μια γυναίκα με μαύρα βρόμικα μαλλιά, που είχαν κολλήσει από το πηγμένο αίμα, την κοίταζε ξαφνιασμένη. Το κοκκινωπό υγρό έχει σχηματίσει μια λεπτή κρούστα στα μαλλιά της, που έσπασε σε μικρά κομμάτια σαν παζλ. Η Νάνση σήκωσε την λάμπα προς το μέρος της. Εκείνη την κάρφωσε με τα ψυχρά γαλανά της μάτια κι ανοιγόκλεισε το στόμα της θέλοντας κάτι να πει. Έπειτα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να ψελλίσει ένα τρεμάμενο ερωτηματικό «Ο…;».

Η Νάνση σήκωσε τη ματσέτα δείχνοντάς της την πόρτα και της έκανε νόημα. Το στόμα της ήταν κατάξερο, δεν είχε κουράγιο για κουβέντες, ήθελε απλά να φύγει από ‘κει μέσα. Προσπάθησε να πει κάτι, μα δεν έβρισκε τις λέξεις. Ξαφνικά η γυναίκα με το αιματοβαμμένο τοπ, το απλό μπλουτζίν και τις μπότες με το χοντρό τακούνι, προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα και στάθηκε εκεί. Κοίταξε το χώρο ερευνητικά, μα η Νάνση βρισκόταν ήδη πίσω της. Την πρόγκησε με την άκρη της ματσέτας, που την ένιωθε πια συνέχεια του χεριού της. Η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της μπερδεμένη. Κοίταξε την Νάνση ψυχρά, βαθιά μέσα στα μάτια. Εκείνη ανατρίχιασε και έσφιξε στο χέρι της το μεγάλο μαχαίρι.

«Μην κοιτάς! Προχώρα!» τη διέταξε κι ακούστηκε πολύ απότομη και νευρική. Αυτή η κοπέλα την καθυστερούσε, ήθελε απλά να φύγει από ‘κει μέσα. Άσε που την ανατρίχιαζε το βλέμμα της. Δεν ήθελε να το νιώθει απάνω της.

«Προχώρα μπροστά!» της είπε απότομα κι αποφασιστικά και της ξανάκανε σήμα με τη ματσέτα. Εκείνη την κοίταξε εξεταστικά και έπειτα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Προχώρησε προς το δωμάτιο βασανιστηρίων, όπου στάθηκε αναποφάσιστη.

Η Νάνση της έδωσε τη λάμπα που κρατούσε και της έδειξε την πόρτα, σπρώχνοντας την νευρικά. Πήρε και η ίδια ακόμα μια, την άναψε και βγήκε. Η γυναίκα έδειχνε αποπροσανατολισμένη. Έκανε να πάει κατά εκεί, που ήταν κλειδωμένη πριν η Νάνση.

«Δεν έχει τίποτα εκεί» της είπε με μια άγρια φωνή κι οι λέξεις γρατζούνισαν επώδυνα το λαιμό της για να βγουν, καθώς της έδειχνε την άλλη μεριά. Οι δυο γυναίκες προχώρησαν με αβέβαια βήματα στον στενό διάδρομο, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους.

Η Νάνση είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και να ξεφυσά. Είχε βρει πέντε πόρτες. Όλες ανήκαν σε απλά, βρόμικα, αραχνιασμένα δωμάτια, μα έξοδος δεν υπήρχε πουθενά. Είχε δει άπειρα βρομερά ποντίκια να τρέχουν και κάμποσες γιγάντιες αράχνες. Μα αυτό που την εκνεύριζε περισσότερο ήταν αυτή η γυναίκα. Σερνόταν, δεν περπατούσε. Ήταν λες και χρονοτριβούσε, σα να μην ήθελε να σωθεί. Σα να ήθελε απλά να την καθυστερήσει, σα να ήταν αιχμάλωτή της και όχι κάποια που απελευθέρωσε. Το πιο περίεργο ήταν, πως της φάνηκε σα να προσπάθησε να την κλείσει μέσα σ’ ένα δωμάτιο, κάποια στιγμή που είχε μπει λίγο πιο βαθιά. Από τότε την έβαζε αυτή να εξερευνά τα δωμάτια. Στο κάτω – κάτω, εκείνη είχε κάνει όλη τη δύσκολη δουλειά. Είχε σκοτώσει έναν δολοφόνο. Πλησίαζαν ήδη στο έκτο δωμάτιο και μπροστά της φαινόταν πως ο διάδρομος τελείωνε. Αν δεν έβρισκαν και τώρα την έξοδο, θα έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει για κάποια μυστική πόρτα.

Η γυναίκα κοντοστάθηκε φανερά βαριεστημένη μπροστά από την πόρτα. Στο εκνευρισμένο σήμα της Νάνσης, την άνοιξε και προχώρησε μέσα. Έριξε το φως του φαναριού στους αραχνιασμένους τοίχους σέρνοντας τα πόδια της, καρφώνοντας τη μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών της. Η Νάνση φούντωσε για τα καλά και την κατακεραύνωσε με το βλέμμα της. Τραβήχτηκε πίσω βαριανασαίνοντας, κοιτώντας συνοφρυωμένη την γυναίκα να κρατά το φανάρι ψηλά, καθώς στεκόταν στη μέση του βρομερού δωματίου. Το ειρωνικό χαμογελάκι είχε εξαφανιστεί από τα χείλη της. Τώρα την κοιτούσε μ’ ένα προκλητικό μοχθηρό βλέμμα. Βγήκε από το δωμάτιο και στάθηκε απέναντί της. Ακούμπησε το φανάρι κάτω και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την κωλότσεπη. Το άναψε αργά και ρούφηξε μια γερή τζούρα, έπειτα φύσηξε τον καπνό προς το μέρος της. Η Νάνση συγκράτησε την αίσθηση να βήξει και ορθώθηκε σφίγγοντας στο χέρι της την ματσέτα. Τι στο καλό συνέβαινε μ΄αυτή την γυναίκα;

Οι δυο γυναίκες γεμάτες ένταση, στέκονταν η μια απέναντι στην άλλη. Είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος.

«Έχεις καμιά καλή ιδέα;» τη ρώτησε ειρωνικά, με τραχιά από τη δίψα φωνή, η Νάνση.

«Πολλές…» απάντησε αόριστα η γυναίκα μειδιώντας ειρωνικά, τραβώντας αργά, νωχελικά άλλη μια τζούρα.

Στέκονταν αντικριστά, αναμετρώντας η μια την άλλη. Η Νάνση είχε θυμώσει για τα καλά. Ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν. “Οι κακές συνήθειες πρέπει να κόβονται μαχαίρι…” σκέφτηκε χαμογελώντας χαιρέκακα στη σκέψη να σηκώσει την ματσέτα και να της κόψει το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο. Αυτή η ηλίθια την αποσυντόνιζε. Κακώς ασχολούνταν μαζί της. Η έγνοια της έπρεπε να είναι μια, πώς να βγει από εκεί μέσα. Συνέχισε να την κοιτά καρφώνοντας τη με το βλέμμα της, μα τώρα το μυαλό της ήταν αλλού. Είχαν ανοίξει όλες τις πόρτες και δεν υπήρχε καμία έξοδος. Όμως αυτές από κάπου είχαν μπει μέσα. Από πού; Ένας ποντικός κουτούλησε σχεδόν πάνω στα πόδια της κι εκείνη τραβήχτηκε πίσω ξαφνιασμένη. Ο ποντικός κοντοστάθηκε λίγο ζαλισμένος, έπειτα έτρεξε στα αριστερά της στο τέλος του διαδρόμου και χάθηκε στη μια γωνία. Κοίταζε ξαφνιασμένη, όταν ένιωσε την γυναίκα να πέφτει πάνω της! Το πονεμένο της κεφάλι κουτούλησε στον τοίχο πίσω. Ένιωσε δάχτυλα να μπήγονται στον λαιμό της και να συνθλίβουν την τραχεία της. Ταυτόχρονα η γυναίκα χτυπούσε το χέρι της στον τσιμεντένιο τοίχο, ώστε να ρίξει την ματσέτα. Η Νάνση, με όση δύναμη κατάφερε να βρει, την χτύπησε με το φανάρι που κρατούσε στο άλλο της χέρι. Το γυαλί έσπασε και η γυναίκα βόγκηξε. Σήκωσε και έσυρε το πόδι της, παράλληλα με το έδαφος, χτυπώντας τη στο κότσι, που την έκανε να χάσει προς στιγμήν την ισορροπία της, ενώ ταυτόχρονα την ξαναχτύπησε με το σπασμένο φανάρι. Η Νάνση ούρλιαξε οργισμένη, κατέβασε το ελευθερωμένο της χέρι που κρατούσε την ματσέτα, με την πλατιά όψη στο γοφό της αντιπάλου της. Εκείνη κραύγασε από τον πόνο και τραβήχτηκε πίσω. Μπουρδουκλώθηκε στο φανάρι και έπεσε. Το σκοτάδι τις τύλιξε.

«Θα σε σκοτώσω!» έκρωξε μανιασμένα η Νάνση και σπάθισε τον αέρα μην μπορώντας να δει. Η γυναίκα σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει, προς τα εκεί από όπου είχαν έρθει. Η Νάνση απέμεινε έκπληκτη ν’ ακούει τον ρυθμικό ήχο από χοντρά τακούνια που απομακρύνονταν. Ο τρόμος επέστρεψε κόβοντας της την ανάσα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. “Αυτή! Αυτή είναι μαζί μ’ αυτόν! Αυτή την κοίταζε τη δεύτερη φορά από το πορτάκι! Να πάρει η οργή! Πού πάει; Πού αλλού, ηλίθια; Στο δωμάτιο των βασανιστηρίων. Θα με σκοτώσει! Πρέπει να φύγω από ‘δω μέσα”. Πισωπάτησε ακολουθώντας τον τοίχο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τραβήξει μέσ’ από την μπλούζα της το φακό κεφαλής. Κατάφερε να τον ψαρέψει, μα καθώς τον έβγαζε, άγαρμπα μπλέχτηκε και της έπεσε στο πάτωμα. Η καρδιά της κλότσησε στο στήθος της. Τρομοκρατημένη έπεσε στα γόνατα και ψαχούλευσε το σιχαμερό πάτωμα. Τον βρήκε και τον άνοιξε φωτίζοντας αχνά το σκοτεινό διάδρομο. Όταν τον φόρεσε, έκανε ν’ ακουμπήσει την πλάτη της πίσω, μα το κορμί της χώθηκε σε μια στενή εγκοπή του τοίχου. Κοιτούσε ξαφνιασμένη το στενό πέρασμα που εμφανίστηκε μπροστά της κι ανασηκώθηκε στηρίζοντας την πλάτη της στον τοίχο.

Χώθηκε μέσα. Ο τοίχος έκανε έναν ιδιότυπο μαίανδρο με δύο εισόδους.

Η συνειδητοποίηση ότι ήταν τόσο κοντά στην έξοδο και αυτή τα είχε παρατήσει κι είχε γυρίσει πίσω, την έκανε να βουρκώσει από τα νεύρα. Το βλέμμα της σκλήρυνε. Δεν είχε χρόνο για συναισθηματισμούς. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της και στερέωσε αποφασιστικά τον φακό στο κεφάλι της. Έπειτα άρχισε να τρέχει στον στενό διάδρομο. Προσπάθησε ν’ ανοίξει μια πόρτα, μα ήταν σφηνωμένη. Έτρεξε στην επόμενη. Έτριξε ανατριχιαστικά καθώς την άνοιγε. Έριξε το φως φευγαλέα, όταν άκουσε πίσω της τα βαριά τακούνια. Δεν είχε χρόνο! Έπρεπε να βγει!

Ο διάδρομος έκανε μια στροφή κι εκείνη έτρεχε με την καρδιά στο στόμα. Έπρεπε να προλάβει, έπρεπε να βγει! Μια σκάλα ορθωνόταν μπροστά της. Ανέβηκε δυο – δυο τα σκαλιά. “Να τη! Η πόρτα!” Μια μεγάλη βαριά μεταλλική πόρτα. Γύρισε το μοχλό και την τράβηξε. Η πόρτα έτριξε χωρίς να κινείται. Τα βήματα πλησίαζαν. Ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Την έφτανε! Έριξε απελπισμένη όλο της το βάρος. “Και μου το ΄λέγε η μάνα μου, φάε λίγο!” χαμογέλασε κουρασμένα στη φευγαλέα σκέψη. Η πόρτα μετακινούνταν όλο και πιο πολύ, μα αργά, πολύ αργά. Σκούπισε τα ιδρωμένα της χέρια και τον μοχλό και ξαναπροσπάθησε. Ήταν στα σκαλιά, την άκουγε. “Ανεβαίνει!”. Έχωσε τον ώμο της σαν μοχλό και την έσπρωξε ξανά. Τα κατάφερε! Πέρασε! Μα μπουρδουκλώθηκε, έπεσε στα γόνατα. Κάτι την έκοψε στην πλάτη κάνοντας τη να ουρλιάξει.

«Η ώρα της Νέμεσης, γλυκιά μου!» σύρισε ανατριχιαστικά μια φωνή πίσω της.

Ένα χέρι της γράπωσε τον ώμο και τελικά μην μπορώντας να βρει κράτημα της γράπωσε την μπλούζα, την τράβηξε, αφήνοντας να πέσει το μικρό μπουκαλάκι σπρέι μπροστά της. Η Νάνση κλότσησε προς την χαραμάδα και πέτυχε την Νέμεσης στο καλάμι, κάνοντας τη να στριγγλίξει από τα νεύρα και τον πόνο. Εκείνη τη γράπωσε δυνατότερα, μα την ίδια στιγμή η Νάνση έβγαζε τον αναπτήρα από την τσέπη της και άρπαζε το σπρέι. Την ώρα που το μαχαίρι έπεφτε δεύτερη φορά στοχεύοντας την Νάνση, εκείνη με μια ξαφνική κίνηση γύρισε προς το μέρος της Νέμεσης τυφλώνοντάς τη με το φακό κεφαλής, πάτησε το πίεστρο και μια γλυκερή μυρωδιά απλώθηκε χάρις τις μικρές σταγόνες. Ταυτόχρονα άναψε τον αναπτήρα. Μια φλόγα ξεχύθηκε κατά το στενό άνοιγμα της πόρτας, όπου βρισκόταν η Νέμεσης αναμαλλιασμένη και καταϊδρωμένη. Το μαχαίρι σταθερό στην πορεία του, χτύπησε το τυλιγμένο γύρω από τη μέση της σχοινί και την έξυσε. Η κραυγή της μπλέχτηκε με τα ουρλιαχτά της Νέμεσης, που την είδε να οπισθοχωρεί. Υπόκωφοι θόρυβοι κορμιού που πέφτει σε σκαλοπάτια ακολούθησαν.

Η Νάνση ανασηκώθηκε με δυσκολία. Τα πόδια της έτρεμαν. Ο λαιμός της ήταν κατάξερος και πονούσε σε κάθε μανιασμένη της ανάσα. Το βλέμμα της θολωμένο από τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν στο πρόσωπό της, προσπαθούσε να συλλέξει εικόνες, πληροφορίες για το πού βρισκόταν. Σκούπισε τα μάτια της με τον πήχη της και κοίταξε πιο προσεκτικά. Στεκόταν σ’ ένα λόφο, ανάμεσα σε μπάζα, περιτριγυρισμένη από τα φώτα της πόλης. Μερικά μέτρα πιο κάτω φαίνονταν τα φώτα ενός δρόμου κι ένας ψηλός συρμάτινος φράκτης. Ένα φωτεινό, ολοστρόγγυλο πρόσωπο την κοίταγε θλιμμένα από ψηλά κι ασήμιζε τα πάντα γύρω της.

Περίμενε λίγο ώσπου να ηρεμήσει το τρέμουλο των ποδιών της. Άκουγε βογγητά ανάμεσα σε βρισιές και κατάρες. Στάθηκε στη χαραμάδα της βαριάς πόρτας με τις εξέχουσες περιμετρικά βίδες, ρίχνοντας το φως του φακού στο εσωτερικό του. Η Νέμεσης βρισκόταν πεσμένη, με το πόδι της να έχει μια περίεργη κλίση, φανερά σπασμένο. Η μπλούζα, τα μαλλιά και τα φρύδια της ήταν καψαλισμένα.

«Καριόλα! Αν νομίζεις ότι νίκησες τη Νέμεσης είσαι γελασμένη. Θα φάω την καρδιά σου, ενώ θα ‘σαι ακόμα ζωντανή. Θα…»

Εκείνη την ώρα ένα γρύλισμα ακούστηκε πίσω της. Η Νάνση γύρισε έκπληκτη. Ένα τεράστιο ροτβάιλερ γρύλιζε, αφήνοντας τα κοφτερά του δόντια να φανούν στο γεμάτο σάλια στόμα του. Το κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς να βλεφαρίσει και όρθωσε το κορμί της. Ήταν τόσο κοντά στο να ξεφύγει, δε θα της τα χάλαγε ένα σκυλί! Περίμενε υπομονετικά, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή της.

«Αμμούτ! Σκίστη τη, την καριόλα!», ακούστηκε μια φωνή πίσω της. Το σκυλί ξαφνικά τινάχτηκε μπροστά και η Νάνση πάτησε ακόμα μια φορά το πίεστρο. Μια φλόγα πετάχτηκε ανάμεσά τους. Το ζώο την απέφυγε τελευταία στιγμή, χωρίς να φαίνεται να τη φοβάται.

«Αμμούτ!» ακουγόταν από τη σκάλα. Το ροτβάιλερ προχώρησε προς τα εκεί, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της. Η Νάνση εξαπέλυσε άλλη μια φλόγα, καψαλίζοντάς το. Εκείνο αναγκάστηκε να πισωπατήσει και να μπει μέσα στην πόρτα, κλαψουρίζοντας ελαφρά. Τότε η Νάνση όρμησε και άρχισε να τραβά με δύναμη από το μοχλό την πόρτα. Η πόρτα είχε μισοκλείσει, όταν το σκυλί ξεθαρρεμένο όρμησε καταπάνω της γαβγίζοντας σα δαιμονισμένο, μα δεν χωρούσε να περάσει.

«Φάτην, Αμμούτ!» ούρλιαζε η Νέμεσης προσπαθώντας να συρθεί ως εκεί.

«Ναι Αμμούτ! Φάτη!» ούρλιαξε καγχάζοντας ειρωνικά η Νάνση, καθώς ιδροκοπούσε για να κλείσει την πόρτα.

«Για να δούμε αρρωστημένη καριόλα! Όταν η Αμμούτ αρχίσει να πεινά, θα ζυγίσει πρώτα την καρδιά σου για να δει αν είσαι αθώα προτού σε κατασπαράξει, όπως η Αιγύπτια θεά;»

Μια υστερική στριγκλιά ακούστηκε, καθώς σφράγιζε την πόρτα.

Η Νάνση κατέβηκε προσεκτικά προσπερνώντας τα μπάζα, ως τον ερημικό δρόμο. Σκαρφάλωσε τον ψηλό φράκτη και κάθισε στο πεζούλι του απέναντι πεζοδρομίου εξαντλημένη. Η νύχτα υποχωρούσε σέρνοντας νωχελικά το αστροκέντητο πέπλο της, παραχωρώντας τη θέση της στην Ηώ, που ξυπνούσε γλυκά ακούγοντας το τραγούδι των πουλιών, αναδεύοντας τα ροδόχρωμα σεντόνια της. Η Ηώ ανακλαδίστηκε και φωτεινές ακτίνες έσκισαν τον ουρανό. Μια καινούρια μέρα ξεκινούσε και η Νάνσυ ένιωθε ότι είχε επιτέλους κάθε δικαίωμα να τεμπελιάσει! Να μην κάνει τίποτα. Απλά να κάτσει εκεί, να απολαύσει την αδράνεια και την πιο όμορφη ανατολή ηλίου που είχε δει ποτέ…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading