,

Οι Λεύκες του Άη Γιώργη

Η Αννέτα μπήκε στο αυτοκίνητό της και έβαλε γρήγορα μπρος. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει κάπου να πάρει αέρα. Δεν την χωρούσε ο τόπος εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του Σαββάτου. Κάτι η πίεση της δουλειάς όλη την εβδομάδα, κάτι η περίπλοκη σχέση με τον Κωνσταντίνο, που ήταν προφανές πως δεν είχε κανένα μέλλον και έπρεπε να χωρίσουν…. ήρθαν και τα λόγια της μάνας πριν λίγο και την έβγαλαν εκτός εαυτού.

Η μάνα, που παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία στεκόταν κοτσανάτη και είχε βαλθεί να τρελάνει την ίδια με τα καμώματά της. Μια οι ιδιοτροπίες, μια οι φανταστικές αρρώστιες που επινοούσε για να τραβήξει την προσοχή της κόρης της, μια οι ατελείωτοι καβγάδες που δεν κατάφερε ποτέ να βρει ένα καλό παιδί να νοικοκυρευτεί και θα έμενε μαγκούφα μαζί με τα σκυλιά και τα γατιά που τάιζε, όπως όλες οι γεροντοκόρες. Δεν άντεχε άλλο η Αννέτα. Ο αέρας σήμερα είχε στερέψει γύρω της και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μια ματαιότητα αισθανόταν μέσα της, μία αίσθηση λύπησης για τον ίδιο της τον εαυτό, για την μίζερη, άδεια, χωρίς καμία προοπτική ζωή της.

Δεν ήξερε πού πήγαινε εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα. Το αεράκι έμπαινε από το παράθυρο του αυτοκινήτου και σκορπούσε ευωδιές παντού, αλλά η ψυχή της Αννέτας ήταν μαύρη. Χωρίς να το καταλάβει έφτασε στο ύψωμα του Άη Γιώργη, μια μικρή εκκλησία στην άκρη της πόλης, χωμένη μέσα στο πράσινο. Σταμάτησε και κατέβηκε από το αμάξι. Πώς ήρθε εδώ; Μάλλον δεν είχε ξαναέρθει ή μήπως όχι; Σαν να της θύμιζε κάτι αυτό το μέρος. Παντού ερημιά, ερημιά από ανθρώπινη παρουσία γιατί στις φυλλωσιές των δέντρων, τα πετούμενα του ουρανού έκαναν πανηγύρι.

Κάθισε στα σκαλάκια της εκκλησίας και άναψε ένα τσιγάρο. Παρατήρησε μπροστά τη συστάδα των δέντρων. Ήταν καμιά εικοσαριά λεύκες που ξεκινούσαν από την εκκλησία και τερμάτιζαν στο βάθος του λόφου. Τεράστια δέντρα, πάνω από τριάντα μέτρα ύψος το καθένα. Η Αννέτα μισοέκλεισε τα μάτια και το μυαλό της πέταξε μακριά, γύρισε πίσω σαράντα χρόνια όταν ήταν μικρή, λιγότερο από δέκα. Ήταν Δεκαπενταύγουστος και είχε ανέβει με τη γιαγιά της εδώ, την κυρά Αναστασώ. Την είχε πάρει η γιαγιά να πάνε να ανάψουν ένα κερί στον Άη Γιώργη. Η εκκλησία ήταν και τότε κλειστή, τζάμπα κόπος. Έξω από τη εκκλησία μόλις είχαν φυτέψει λεύκες, φαινόταν το χώμα φρεσκοσκαμμένο. Τα δεντράκια, δυο κλαράκια το καθένα, στέκονταν σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, μάλλον προς τον θάνατο έγερναν. Το μάτι της γιαγιάς άστραψε.

«Κρίμα τα κακόμοιρα τα δεντράκια, είναι έτοιμα να ξεραθούν, πολύ κρίμα».

Η ματιά της γύρισε ολόγυρα. Δυο τεράστια βαρέλια νερό και δυο παλιοκουβάδες στην άκρη.

«Παιδί μου, πρέπει να ποτίσουμε τα δεντράκια, δεν μπορούμε να τα αφήσουμε έτσι». Χωρίς να προλάβει η Αννέτα να πει λέξη, η γιαγιά ανασκουμπώθηκε και άρχισε να βυθίζει τους κουβάδες στο βαρέλι και να πιάνει νερό. «Έλα κοκόνα μου, έλα να σώσουμε τα δεντράκια, αν πιάσουν ρίζες και βρουν τον τόπο τους, θα γίνουν πανέμορφα και θα τα καμαρώνεις μια μέρα. Τώρα έχουν την ανάγκη μας, που είναι μικρά και αδύναμα».

Έτσι, η μικρή Αννέτα και η κυρα Αναστασώ, ξεκίνησαν να γεμίζουν τους κουβάδες και να ρίχνουν έναν κουβά σε κάθε λεύκα.  Η γιαγιά έδινε  οδηγίες:

«Προσεκτικά το νερό, να πάει μέσα στη γούβα που έχουν σκάψει γύρω από το δέντρο, κατευθείαν στη ρίζα. Δεν πρέπει να χάσουμε σταγόνα, πρέπει να τα αναστήσουμε όλα. Τους αχαΐρευτους, φύτεψαν τα δέντρα και τα άφησαν απότιστα να σβήσουν με αυτή τη ζέστη!».

Στην αρχή, της Αννέτας της φάνηκε και λίγο σαν παιχνίδι. Όσο όμως κουβαλούσε τον γεμάτο κουβά στις πιο απομακρυσμένες λεύκες, η κούραση γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Τα χέρια τρέμανε από το βάρος του κουβά, τα πόδια τρεκλίζανε. Ο κουβάς χτυπούσε στα πόδια της, το νερό πεταγόταν και μαζί με τον κουρνιαχτό που σηκωνόταν από το έδαφος, ένα στρώμα λάσπης απλωνόταν στα αδύναμα παιδικά πόδια. Ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπο, ήταν και κατακαλόκαιρο, η ζέστη μεγάλη. Η γιαγιά ούτε μια στιγμή δεν λύγισε βλέποντας το μικρό κορίτσι να βαριανασαίνει. Η κυρά Αναστασώ, που είχε την εγγονή της στα πούπουλα, που την αγαπούσε πιο πολύ κι από τη ζωή της, που προσπαθούσε να προλάβει κάθε επιθυμία της, κάθε παραξενιά της… τώρα όμως δεν λύγιζε να βλέπει το παιδί κατάκοπο. Έπρεπε να σώσουν τα δεντράκια. Η Αναστασώ, που μεγάλωσε στο χωριό σαν αγρότισσα, κουβάλησε το χωριό μέσα στην καρδιά της τα εξήντα χρόνια που έζησε στην Αθήνα. Η αγάπη της για όλα τα κλαράκια, όλα τα δέντρα, όλα τα πράσινα ήταν γι’ αυτή συνυφασμένα με την ίδια της την ύπαρξη. Η Αννέτα δεν έφερε καμία αντίρρηση τότε στη γιαγιά. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να υποστεί όλη αυτή την ταλαιπωρία, αλλά η αγάπη που της είχε και δεν ήθελε να της χαλάει χατίρι από τη μία και το αυστηρό ύφος της γιαγιάς από την άλλη που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, σαν να επιτελούσαν ένα υπέρτατο καθήκον, έκαναν το παιδί να υπομείνει το μαρτύριο μέχρι το τέλος εκείνο το απόγευμα.

Μόλις τελείωσαν, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Η γιαγιά έβαλε τα χέρια στη μέση ικανοποιημένη και κοίταξε για λίγο μακριά, χάθηκε το βλέμμα της στο τέρμα του λόφου.

«Σήμερα κάναμε αυτό που έπρεπε κοκόνα μου. Πάμε να φύγουμε και να μην το πεις ποτέ σε κανένα, ειδικά στη μάνα σου, δεν έχω όρεξη για μπελάδες».

Η Αννέτα άνοιξε τα μάτια απότομα σαν να ξύπνησε από όνειρο. Πράγματι, δεν το είχε πει ποτέ σε κανένα, το είχε θάψει μέσα της, το είχε ξεχάσει αυτό το γεγονός. Αυτά τα θηρία λοιπόν, οι λεύκες που έβλεπε μπροστά της, ήταν τα αδύναμα κλαράκια που είχε σώσει  μαζί με την γιαγιά σαράντα χρόνια πριν, εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου. Αυτή τα έσωσε, τους έδωσε ζωή τότε και στέκονταν τώρα μπροστά της, ομορφαίνοντας το λόφο και δίνοντας κι αυτά με τη σειρά τους ζωή σε όλα τα πετούμενα που κούρνιαζαν μέσα τους. Ποιος ξέρει για πόσα ακόμη χρόνια θα στέκονταν αγέρωχα πάνω στο λόφο.

Ξαφνικά, μια ζεστασιά πλημμύρισε την ψυχή της, μια ικανοποίηση. Η γιαγιά εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα είχε καταφέρει – συνειδητά ή όχι – να χαρίσει στην Αννέτα, αλλά και στην ίδια ένα κομμάτι Αθανασίας.

Δήμητρα Παναγοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading