,

Ο δεύτερος όροφος

1.

Ο ηλικιωμένος άντρας σφάδαζε πάνω στο γάντζο που τον είχαν κρεμάσει. Ήταν γυμνός, γεμάτος αίματα. Η κοιλιά του ήταν ανοιγμένη και πολλά από τα σωθικά του βγαλμένα. Προσπαθούσε να φωνάξει, μα ήταν αδύνατο. Τον είχαν φιμώσει. Ήθελε να αμυνθεί, αλλά τα χέρια του κρέμονταν σε αφύσικη γωνία το καθένα –του τα είχαν σπάσει.

Δίπλα του, στον άλλο γάντζο ήταν η νεκρή σύζυγός του. Ο άντρας δεν μπορούσε να δει τη γυναίκα του, γιατί παντού επικρατούσε σκοτάδι. Αλλά είχε ακούσει τους οδυρμούς της και τις αποτρόπαιες χαρακιές που της έκαναν. Ξεκοιλιασμένη και αυτή, κατάλευκη, χωρίς ίχνος αίματος πάνω της –ή μέσα της. Της είχαν αφαιρέσει και την παραμικρή σταγόνα από το πολύτιμο, πορφυρό υγρό.

Ο γέρος έκλαψε και τα δάκρυά του έπεσαν στα απλωμένα, διάφανα πανιά, τα οποία κάλυπταν κάθε ίχνος του χώρου.

Δεν ήξερε ποιοι ήταν αυτοί οι… οι παράφρονες. Ούτε πόσοι. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα από τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες.

Μόνο έναν γυαλάκια και μια όμορφη ξανθιά να τους πλησιάζουν και να τους ρωτάνε κάτι.

Ο γέρος άκουσε κάποιον να περπατά πάνω στα πανιά. Ήξερε αυτό τον ήχο -αλίμονο, μπογιατζής ήταν μια ζωή.

Πριν νιώσει τη λεπίδα να τον χαράζει για ακόμα μια φορά, κατάλαβε ότι εδώ θα πέθαινε και αυτός.

 

 

2.

«Κάτι κρύβουν. Είμαι σίγουρος».

Ο Λεωνίδας καθόταν στο παγκάκι, μαζί με τον Πέτρο και τον Ηλία. Ο Αναστάσης είχε ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του Λεωνίδα. Παρακολουθούσε με τους άλλους δύο τον δεκατετράχρονο ξανθομάλλη φίλο και συμμαθητή τους να μιλάει χαμηλόφωνα για τους γονείς του. Για τον κύριο Γιάννη και την κυρία Διονυσία. Ο Λεωνίδας αγαπούσε τους γονείς του, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Όλοι όσοι τον ήξεραν θα το επιβεβαίωναν και με το παραπάνω. Όπως και οι γονείς του το παιδί τους. Ήταν πολύ κοντά σαν οικογένεια.

Σήμερα, όμως, ο Λεωνίδας ήταν σκεπτικός απέναντί τους. Αναφερόταν σε κάποιο μυστικό των δικών του. Σε κάτι που δεν του έλεγαν. Το οποίο δεν έπρεπε να του κάνει εντύπωση, οι γονείς πάντα έχουν μυστικά που δεν λένε στα παιδιά τους.

«Και πού είναι το περίεργο;» ρώτησε ο Πέτρος, που έξυσε το αριστερό του μάγουλο. Κάτι που σήμαινε πως ετοιμαζόταν να παραδεχτεί μια δυσάρεστη, προσωπική αλήθεια. Ήταν εύσωμος και μιλούσε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσε να τρέξει. «Εμένα οι δικοί μου σπάνια μου λένε τι σκέφτονται».

«Καλά, οι δικοί σου δεν μιλάνε γενικά», είπε ο Ηλίας. Αυτός ήταν το πειραχτήρι της παρέας. «Πιο εύκολα θα μου πει το κοπρόσκυλο της γειτονιάς πού συχνάζει, παρά οι γέροι σου».

«Χα, χα, γελάσαμε».

Ο Αναστάσης, σαν ο λιγότερο σπαστικός ανάμεσά τους, είπε: «Έλα, σταματήστε, να ακούσουμε τον Λεωνίδα». Ο Αναστάσης είχε ανακηρυχτεί ο αρχηγός της παρέας γι’ αυτή την εβδομάδα. Οπότε όλοι έπρεπε να κάνουν ό,τι λέει.

Οι άλλοι δύο σώπασαν.

Ο Λεωνίδας έξυσε το παγκάκι με το νύχι του. «Δεν ξέρω, ρε μάγκες. Απλά μου φαίνονται μυστικοπαθείς. Όταν εμφανίζομαι, σταματάνε τη συζήτηση. Στο τραπέζι, είναι υπερβολικά ήσυχοι. Εντάξει, δε λέω, δεν είναι και οι πιο παρλαπίπες, αλλά…»

«Αλλά κάτι κρύβουν», συμπλήρωσε ο Ηλίας.

«Ναι».

«Αυτό τώρα το παρατήρησες;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Όχι, το έχουν ξανακάνει. Σπαστά, ανά διαστήματα».

Οι άλλοι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Οπότε», είπε ο Αναστάσης, «οι γονείς σου κάτι κρύβουν. Εντάξει. Τι όμως; Τι θα μπορούσαν να κρύβουν;»

«Πώς το κάνουν», είπε ο Ηλίας, γελώντας. «Ποια στάση προτιμούν…»

«Έλα, ρε μαλάκα, μιλάμε σοβαρά».

«Οκέι, οκέι».

Ο Λεωνίδας δεν είχε προσέξει το χαζό αστείο του φίλου του. Συλλογιζόταν. Προσπαθούσε να θυμηθεί πότε περίπου παρατηρούσε την περίεργη συμπεριφορά των γονιών του. Πιο πολύ χρόνο περνούσε με τη μητέρα του, η οποία δεν εργαζόταν. Ήταν τρυφερή μαζί του και συχνά τον υποστήριζε στις όποιες μαλακίες έκανε στο σχολείο κλπ. Ο πατέρας του, γυαλάκιας και κοντόχοντρος, δούλευε κάπου στο δήμο, σε ένα γραφείο, και τα πρωινά πάντα έλειπε. Εκτός από τα Σαββατοκύριακα, φυσικά. Ο Γιάννης έπινε, ήταν λάτρης της μπίρας και του ούζου. Μερικές φορές, μεθούσε και έλεγε ασυναρτησίες. Τότε η Διονυσία αναλάμβανε να τον επαναφέρει. Έδιωχνε πρώτα τον Λεωνίδα και…

Και ναι, θυμήθηκε. Όταν μεθούσε ο πατέρας του, εκείνες τις μέρες οι γονείς του κλείνονταν στο καβούκι τους. Όπως τις τελευταίες δύο, την Πέμπτη και την Παρασκευή –σήμερα ήταν Σάββατο. Ο Λεωνίδας θυμήθηκε που γύρισε από το σχολείο και βρήκε τον γέρο του ξαπλωμένο στον καναπέ, με την τηλεόραση ανοιχτή και το ποτήρι με το ούζο στο χέρι. Κάτι τραγουδούσε και χρειάστηκε ο Λεωνίδας να έρθει ακριβώς από πάνω του και να τον χαιρετήσει μιλώντας δυνατά για να τον αντιληφθεί ο Γιάννης. Ο πατέρας του τον κοίταξε με δακρυσμένα μάτια και στόμα ανοιχτό. Λες και ήταν καθυστερημένος. Ευτυχώς, παρενέβη η Διονυσία, πριν ο Λεωνίδας πει καμιά βρισιά. Ήταν μεγάλο σπάσιμο να βλέπει τον πατέρα του σ’ αυτή την κατάσταση. Ο Γιάννης δεν έκανε κάτι κακό, δεν χτυπούσε ούτε έβριζε, αλλά ήταν σαν να είχε χάσει το μυαλό του. Έμοιαζε τρελός.

Αλλά η ουσία παρέμενε. Όταν μεθούσε ο γέρος, για δυο τρεις μέρες υπήρχε μυστικοπάθεια στην οικογένεια.

Τότε ο Λεωνίδας άκουσε τον Αναστάση να λέει: «Ε, μ’ ακούς ρε; Λεωνίδα;»

«Ναι, σ’ ακούω. Απλά σκεφτόμουν».

«Ωραία. Και;»

«Όταν μεθάει ο πατέρας μου. Τότε αρχίζουν τα μυστικά».

«Μεθάει συχνά;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Όχι πολύ συχνά, εντάξει. Αλλά μεθάει».

Ο Ηλίας είπε: «Έχει κάτι, ξέρω ’γω, περίεργο όταν μεθάει; Λέει κάτι, ας πούμε; Εκτός από τις μαλακίες που λένε συνήθως οι μεθυσμένοι, κατάλαβες».

«Ναι, το ’πιασα». Ο Λεωνίδας το σκέφτηκε. Κάτι περίεργο. Κάτι… «Κυρίως γελάει σαν χαζοχαρούμενο. Ξαπλώνει αμέσως και ανάβει την τηλεόραση. Και τραγουδάει, μάλλον. Δεν καταλαβαίνω τι λέει πολλές φορές. Αλλά κάτι περίεργο…»

«Ναι, ρε παιδί μου», είπε ο Ηλίας, «κάτι που σου έκανε εντύπωση».

Τότε ο Λεωνίδας θυμήθηκε. «Ναι ρε, τώρα μου ήρθε». Κοίταξε γύρω του, μην τυχόν και περνούσε η μάνα του ή ο πατέρας του. Έκανε νόημα στους άλλους να πλησιάσουν. «Μου είχε πει μια φορά κάτι για τον δεύτερο όροφο».

«Τον ετοιμόρροπο;» ρώτησε ο Αναστάσης. «Αυτόν που μας έχουν απαγορέψει να πηγαίνουμε, γιατί οι τοίχοι έχουν πολλές ρωγμές;»

«Ναι, αυτόν. Αλλά είχε πει κάτι άλλο. Ότι και καλά υπάρχουν δύο τέρατα εκεί πάνω».

«Τέρατα;»

«Ναι. Μου είπε, “Έχει δύο τέρατα εκεί πάνω. Πρόσεξε μην πας και σε φάνε”».

Ο Ηλίας γέλασε. «Καλά, ρε μαλάκα, και εσύ το πίστεψες; Ο γέρος σου ήταν ‘αλλού’, αν με πιάνεις».

«Το ξέρω». Ο Λεωνίδας έξυσε το κεφάλι του και δάγκωσε το χείλι του.

«Αλλά δεν παίρνεις κι όρκο», είπε ο Πέτρος. Όταν επρόκειτο για μυστικά και συνωμοσίες, φτιαχνόταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Του άρεσε να αναζητά μυστήρια και, βασικά, να τα λύνει. Είχε υποστεί πολλά πειράγματα γι’ αυτό το χόμπι, περισσότερα κι από ό,τι για τα κιλά του.

«Δεν ξέρω. Απλά μου φάνηκε πολύ παράξενο».

Ο Αναστάσης είπε: «Είσαι σίγουρος ότι δε σε δούλευε;»

«Ναι. Σιγά μην μπορούσε να με δουλέψει στα χάλια που ήταν».

«Σωστό», σχολίασε ο Ηλίας. «Οι μεθύστακες δεν έχουν κουκούτσι μυαλό όταν τα πίνουν».

«Και τότε τι, υπάρχουν όντως δύο τέρατα στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του Λεωνίδα;»

«Όχι, παιδιά», πετάχτηκε ο Λεωνίδας, «δεν λέω κάτι τέτοιο. Απλά… απλά… Ξεχάστε το. Ο πατέρας μου είχε τα χάλια του. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε θα σκοτιστούμε για τις μαλακίες ενός μεθυσμένου».

«Ναι, αλλά είπες ότι, όταν μεθάει, και αυτός και η μάνα σου γίνονται μυστικοπαθείς», είπε ο Πέτρος. «Γιατί ειδικά τότε;»

«Έχει δίκιο ο χοντρός», είπε ο Αναστάσης.

«Μη με λες έτσι, μωρέ».

«Όπως θέλω θα σε λέω, χοντρέ. Εγώ είμαι ο αρχηγός τώρα».

«Για μια βδομάδα. Μετά…»

«Μετά θα είμαι εγώ», είπε ο Ηλίας. «Χοντρέ».

Ο Πέτρος κατσούφιασε, αλλά δεν το συνέχισε.

«Στο θέμα μας», είπε ο Αναστάσης.

«Δεν υπάρχει θέμα, ρε σεις», είπε ο Λεωνίδας. «Ξεχάστε το. Έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε».

«Καλύτερα από τα μυστικά των γονιών σου; Αμφιβάλλω», είπε ο Ηλίας.

«Έχουμε να πάμε στο Internet cafe. Να τσακίσουμε μερικούς μαλάκες. Άντε, τι καθόμαστε;» Παρότι όλοι τους είχαν videogames στο σπίτι, προτιμούσαν να πηγαίνουν στο αγαπημένο τους στέκι, να αράζουν και να παίζουν.

«Έι, εγώ είμαι ο αρχηγός», είπε ο Αναστάσης.

«Και τι λες εσύ, αρχηγέ;»

«Να πάμε στο Internet Cafe. Και το συζητάμε εκεί».

«Δε χρειάζεται, ρε Αναστάση. Αφού…»

«Μίλησα. Πάμε».

 

 

Στο Internet Cafe, το οποίο ήταν γεμάτο με ανήλικα παιδιά που είχαν καρφωμένα τα μάτια τους στις οθόνες των υπολογιστών, έπαιξαν online το αγαπημένο τους videogame, στο οποίο αυτοί σαν ομάδα στρατιωτών, μαζί με άλλους (άγνωστους), έπρεπε να σκοτώσουν τους εχθρούς τους. Το παιχνίδι είχε διάφορες πίστες, με κατεστραμμένα κτίρια και οδούς τίγκα στα πτώματα, με οχήματα ανατιναγμένα και καιόμενα. Έχοντας προτεταμένο το όπλο τους ακολουθούσαν ο ένας τον άλλο, καλύπτοντας τους συμμάχους τους.

Τώρα ήταν αποκλεισμένοι σε ένα κτίριο και περίμεναν τους εχθρούς να έρθουν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα μόνα λόγια τους σχετίζονταν καθαρά με το παιχνίδι («Πρόσεχε, πρόσεχε, πίσω σου!» έλεγαν, ή «Τον έφαγα εγώ. Πάμε προσεχτικά τώρα») και φαινόντουσαν να έχουν ξεχάσει την πρότερη κουβέντα τους. Όμως, η αναμονή της άφιξης των ομολογουμένως «φοβητσιάρηδων» εχθρών διαρκούσε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελαν κι έτσι έγειραν πίσω στις καρέκλες τους, βγάζοντας τα ακουστικά από τα αυτιά τους, και ο Ηλίας είπε: «Λοιπόν, τι θα κάνουμε με το θέμα μας;»

Ο Αναστάσης, που καθόταν αριστερά του Ηλία, τον κοίταξε. Μετά, γύρισε στον Πέτρο και τον τελευταίο, τον Λεωνίδα. «Τι προτείνετε;» ρώτησε.

Ο Λεωνίδας αναστέναξε. «Σας είπα ότι δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε».

«Κι αν έχει ζουμί η υπόθεση;»

«Δεν έχει. Σας το λέω εγώ, δεν αξίζει να ασχολούμαστε». Ο Λεωνίδας έδειξε προς την οθόνη. «Εδώ, να έχουμε το νου μας, μη μας πεταχτούν οι πούστηδες και μας φάνε».

Ο Αναστάσης είπε: «Χοντρέ, εσύ τι λες;» κι ο Ηλίας γέλασε.

«Μη με λες χοντρό, γαμώτο», είπε ο Πέτρος.

«Όπως θέλω θα σε λέω, στο είπα. Λέγε τώρα».

«Δεν ξέρω». Ωστόσο, ο τρόπος που το είπε ο Πέτρος έμοιαζε σαν να εννοούσε το ακριβώς αντίθετο. Σαν να είχε κάτι στο μυαλό του. Χαμογέλασε αχνά, πονηρά.

«Άσε τις πίπες, χοντρέ, και πες μας τι σκέφτεσαι».

Αυτή τη φορά ο Πέτρος δεν παραπονέθηκε για τον χαρακτηρισμό. Γύρισε προς τον Ηλία και τον Αναστάση και είπε: «Λέω να πάμε στο πάνω πάτωμα. Να δούμε τι έχει».

«Τι;» πετάχτηκε ο Λεωνίδας. «Τι λες, μωρέ; Αφού είναι ετοιμόρροπος. Δεν έχει τίποτα…»

«Εγώ πιστεύω ότι κάτι παίζει», συνέχισε ο Πέτρος. «Ναι, είμαι σίγουρος. Για ποιο λόγο να σου πει ο πατέρας σου πως υπάρχουν δύο τέρατα; Δύο; Συνήθως, οι γονείς λένε για ένα τέρας».

«Κι εσύ πού ξέρεις τι λένε συνήθως οι γονείς;» ρώτησε ο Ηλίας.

«Ξέρω εγώ από αυτά».

«Ρε μαλάκα, ώρες-ώρες, μιλάς λες και είσαι γέρος. Άκου, “Ξέρω εγώ από αυτά”».

Ο Λεωνίδας είπε, «Τα είχε πιει ο πατέρας μου, σας το είπα. Δεν ήξερε τι έλεγε».

Ο Πέτρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Εγώ πιστεύω πως κάτι κρύβει. Κι αυτός και η μάνα σου. Γιατί μόνο τότε μιλάνε συνωμοτικά. Μόνο όταν τα πίνει ο κυρ Γιάννης. Άρα, κάτι παίζει. Κάτι με το δεύτερο όροφο».

«Τι μαλακίες λες!» φώναξε ο Λεωνίδας και το μετάνιωσε, γιατί όλοι από τα γύρω τραπέζια τον κοίταξαν. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν και ο Λεωνίδας αναγκάστηκε να ζητήσει συγνώμη, προτού στραφεί ξανά στον Πέτρο. «Άσε τις μαλακίες, Πέτρο. Τίποτα δεν παίζει».

«Για κάτσε», είπε ο Αναστάσης. «Για περίμενε, Λεωνίδα. Κι αν έχει δίκιο ο χοντρός;»

«Δεν έχει. Είμαι σίγουρος».

«Κι αν πάμε, τι έγινε;» είπε ο Ηλίας. Είχε πάρει το γνωστό σκανταλιάρικο ύφος του, μισο-σοβαρό, μισο-ειρωνικό. Όταν θεωρούσε πως είχε μια καλή ιδέα, παρίστανε τον εξυπνάκια μπάτσο που πιστεύει πως έβγαλε λαβράκι. «Μπορούμε να πάμε, να ρίξουμε μια ματιά και να φύγουμε».

«Σωστό», σχολίασε ο Αναστάσης. «Σωστό, ναι. Πάμε, βλέπουμε και φεύγουμε. Ούτε που θα μας καταλάβουν οι γέροι σου, Λεωνίδα».

Ο Λεωνίδας κοιτούσε μέσα από τη διόπτρα του όπλου του το alter ego του Ηλία, που στεκόταν λίγο πιο μπροστά. Μπορούσε να τον σημαδέψει και να του ρίξει. Η παρόρμηση ήρθε κι έφυγε, όμως, χωρίς να κάνει κάτι.

«Λεωνίδα;»

«Είπα ότι δεν υπάρχει κάτι στο δεύτερο όροφο».

«Δεν θα μας καταλάβουν. Αυτό το κατάλαβες;»

Ο Λεωνίδας δεν απάντησε.

«Αν όντως δεν υπάρχει κάτι», είπε ο Πέτρος. «Γιατί αν υπάρχει…»

«Και πάλι, θα έχουμε το νου μας», είπε ο Αναστάσης. «Σε περίπτωση που αντιληφθούμε ότι είναι εκεί κάποιος, την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια».

«Σωστά. Ούτε γάτα ούτε ζημιά», είπε ο Ηλίας.

«Λεωνίδα», είπε ο Πέτρος, «δες το σαν το παιχνίδι. Θα είμαστε οι στρατιώτες που εξερευνούμε έναν άγνωστο τόπο, με τους εχθρούς να παραμονεύουν».

«Ποιους εχθρούς, ρε χοντρέ», είπε ο Ηλίας. «Για τον κυρ Γιάννη και την κυρία Διονυσία, μιλάμε. Αυτούς που σε ταΐζουν τα κέικ που μασαμπουκώνεις, θυμάσαι; Άντε να πούμε. Άκου “εχθρούς”».

«Σιγά, μωρέ, αφού ξέρετε τι εννοώ».

«Καλά τα λέει ο Ηλίας», είπε ο Αναστάσης. «Λοιπόν, κανονίστηκε. Σήμερα το βράδυ θα πάμε να δούμε τι παίζει».

«Μέσα!» απάντησαν ο Πέτρος κι ο Ηλίας.

«Λεωνίδα;»

Εκείνος κοίταξε τα άλλα τρία αγόρια της παρέας. Δεν ήθελε να συμφωνήσει μαζί τους, αλλά, αν δεν το έκανε, θα τους την έσπαγε άσχημα κι αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο για κείνον. Ποτέ δεν το είχε κάνει κι ούτε σκόπευε να το πράξει. «Εντάξει, θα πάμε».

Και τότε εμφανίστηκαν οι εχθροί στις οθόνες και τους έπιασαν στα πράσα, αναγκάζοντας τα τέσσερα αγόρια να βρίσουν θεούς και δαίμονες και να ξαναρχίσουν την πίστα.

 

 

Όταν έφυγαν από το Internet Cafe, είχε νυχτώσει. Έκανε κρύο κι έτσι τα παιδιά κούμπωσαν τα μπουφάν τους μέχρι το λαιμό. Κανονικά έπρεπε να διαβάζουν για την Δευτέρα, είχαν μπόλικη δουλειά για το σπίτι, αλλά δεν έδιναν δεκάρα. Βαριόντουσαν το σχολείο και το φροντιστήριο όπως όλοι οι συνομήλικοι τους. Ακόμα και τα σπασικλάκια διαμαρτύρονταν πού και πού. Το διάβασμα ήταν σε τελευταία μοίρα. Πρώτα η παρέα, μετά το παιχνίδι.

Το σπίτι του Λεωνίδα φάνηκε μπροστά τους. Ανοιχτά τα φώτα στο ισόγειο, σκοτάδι στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο. Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι παράλληλα από το σπίτι.

«Οι γονείς μου είναι εδώ», είπε ο Λεωνίδας. Ήλπιζε μέσα του να το ξανασκεφτούν, αλλά χωρίς να περιμένει ότι θα το κάνουν κιόλας.

«Εντάξει, το περιμέναμε», είπε ο Πέτρος.

«Ακριβώς. Δεν σταματάμε τώρα», ανακοίνωσε ο Αναστάσης. «Εμπρός, πάμε».

«Πάμε, πάμε».

Ο Λεωνίδας έβγαλε τα κλειδιά του, όταν έφτασαν στην εξώπορτα. Άνοιξε και μπήκαν. Έκανε ζέστη κι έτσι ξεκούμπωσαν τα μπουφάν τους, ενώ αμέσως τους ήρθε η μυρωδιά του φαγητού που προετοίμαζε η μητέρα του Λεωνίδα. Κάποιο κρέας με τηγανιτές πατάτες.

«Ω, ρε φίλε», σχολίασε ο Πέτρος. «Καλά, μυρίζει τέλεια».

«Άσε το φαί, χοντρέ», είπε ο Ηλίας.

«Μη με λες έτσι».

«Σκάστε», είπε ο Αναστάσης.

Τα αγόρια προχώρησαν στο διάδρομο. «Γεια, μαμά», είπε ο Λεωνίδας, που προπορευόταν.

Η Διονυσία έστεκε πάνω από το τηγάνι που άχνιζε. «Καλώς τους», είπε. Χαμογέλασε στα παιδιά. Στα σαράντα τρία της, ήταν εξίσου όμορφη με τις φωτογραφίες που είχε βγάλει σε μικρότερες ηλικίες. Φυσική ξανθιά με γαλάζια μάτια, χωρίς περιττά κιλά και πάντα ντυμένη στην τρίχα.

«Γεια σας», είπαν οι φίλοι του Λεωνίδα. Δεν του το είχαν εκμυστηρευτεί, αλλά και οι τρεις είχαν φαντασιώσεις με την μάνα του. Ειδικά τα καλοκαίρια που φορούσε κάτι κοντές φούστες και εξώπλατα… Είχαν κάνει φιλότιμες προσπάθειες να μην δείξουν πόσο τους άρεσε.

«Τι έγινε, αγόρια; Παίξατε, το ευχαριστηθήκατε;»

«Ναι, αλλά πάμε για λίγο πάνω, στο…» Παραλίγο ο Λεωνίδας να κάνει λάθος, όμως ένα σκούντημα από τον Αναστάση τον βοήθησε να το σώσει. «Στο δωμάτιό μου», συμπλήρωσε.

Η Διονυσία κοίταξε πρώτα τον γιο της και μετά τα άλλα τρία αγόρια. «Μάλιστα», είπε, αλλά έδινε την εντύπωση πως δεν είχε πειστεί. Συνέχισε να παρατηρεί τα τέσσερα ανήλικα παιδιά, τα οποία ένιωσαν λίγο λες και τα περνούσε από ανάκριση. «Όλα καλά, παίδες;»

«Ναι, ρε μαμά».

«Ναι, ναι», είπαν και οι άλλοι.

«Α-χα», έκανε η Διονυσία. «Δεν πιστεύω να πάτε για διάβασμα, ε;»

«Ε, κάποια στιγμή», είπε ο Αναστάσης.

Οι άλλοι έμειναν αμίλητοι.

«Στάνταρ, ναι». Η Διονυσία παρατήρησε τα πρόσωπα όλων τους ξανά. Ήταν μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν σαν να μην κύλησαν ποτέ, όμως, τελικά, η μητέρα του Λεωνίδα χαμογέλασε και είπε: «Εντάξει. Σας αφήνω στην ησυχία σας». Και στράφηκε και πάλι στο τηγάνι με το φαγητό.

Τα αγόρια την ευχαρίστησαν και έφυγαν, ανεβαίνοντας τις σκάλες.

Έφτασαν μπροστά από την πόρτα του δωματίου του Λεωνίδα. Απέξω κολλημένη ήταν μια αφίσα που είχε το σκίτσο ενός στρατιώτη, ο οποίος έλεγε πάνω-πάνω με μεγάλα μαύρα γράμματα, «ΑΛΤ! Τις ει;» Ενώ συνέχιζε μετά: «Όποιος κι αν ει, χτύπα δυο φορές. Αν δεν ανοίξω, δρόμο!»

Όλοι γελούσαν όταν την έβλεπαν.

Μερικοί, δυστυχώς, έκαναν και χαζά σχόλια. Ο Ηλίας είχε πει μια φορά, «Πετυχαίνει το σκοπό του, ε;» Οι άλλοι τρεις είχαν αργήσει πολύ να καταλάβουν τι ήθελε να πει ο φίλος τους. «Σκοπός… ο στρατιώτης που φυλάει το στρατόπεδο. Αλλά και ο σκοπός που έχουμε…»

Η απάντηση που είχε λάβει ήταν έξι ανοιχτές παλάμες και καμιά δεκαριά διαφορετικές βρισιές.

«Δεν ξέρετε από αστεία», είχε πει, αλλά το βούλωσε τελικά.

Τα αγόρια πέρασαν το κοινό μπάνιο και κατευθύνθηκαν προς τη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα και η οποία ήταν πριν την κρεβατοκάμαρα των γονιών του Λεωνίδα. Σταμάτησαν για λίγο και κοιτάχτηκαν. Από τον προσωρινό αρχηγό μέχρι και το πειραχτήρι της παρέας, δύο πράγματα ήταν φανερά: περιέργεια και κάποιος αόριστος φόβος. Ήθελαν όσο τίποτα άλλο να δουν τι υπήρχε εκεί, αλλά κάτι τα συγκρατούσε. Σαν τον εξερευνητή που βλέπει από μακριά την άγνωστη στεριά: προσμένει να πατήσει το χώμα της, μα σκέφτεται και τι κινδύνους μπορεί να κρύβει. Τα αγόρια είχαν ακούσει τι «κακό» μπορεί να τα βρει εκεί πάνω, αλλά αυτό ήθελαν να μπει σε δεύτερη μοίρα. Γιατί ίσως υπήρχε ένα μυστικό να ανακαλύψουν.

«Πάμε;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Ναι, ναι», είπε ο Ηλίας. Κοίταξε και τους άλλους, που δεν έλεγαν κάτι. «Ναι;»

Ο Λεωνίδας και ο Αναστάσης αντάλλαξαν μερικές ματιές.

«Τι λες, Λεωνίδα;» Ο Αναστάσης γενικά ήταν διαλλακτικός. Μέχρι να ακούσει καμιά μαλακία, δηλαδή. Τότε απλά αποφάσιζε και διέταζε.

Ο Λεωνίδας κοίταξε την παλιά σκάλα. Ήταν ακόμα τσιμεντένια, δεν την είχαν φτιάξει. Παντού πάνω της έβλεπες τρύπες, ενώ στις γωνίες που σχημάτιζαν τα σκαλοπάτια μικροί ιστοί παγίδευαν τα ανυποψίαστα έντομα. Δεκαπέντε σκαλιά όλα κι όλα. Και μετά μια πόρτα, την οποία ο Λεωνίδας δεν είχε ανοίξει ποτέ. Μια φορά έφτασε να ακουμπήσει το πόμολο, αλλά ο πατέρας του τον έπιασε και τον έφερε στο καθιστικό, όπου μαζί με τη μητέρα του του εξήγησαν γιατί δεν έπρεπε να πάει στο δεύτερο πάτωμα. Ρωγμές στους τοίχους, είπαν. Ο Λεωνίδας το είχε δεχτεί και δεν το ξανασκέφτηκε.

Και μετά από καιρό, σε κατάσταση μέθης, ο Γιάννης είχε πει ότι εκεί πάνω ελλόχευαν δύο τέρατα. Μια βλακεία που προερχόταν από το στόμα ενός πιωμένου άντρα. Ο Λεωνίδας δεν είχε δώσει σημασία και το παράτησε το θέμα. Ώσπου πριν λίγο, με τη βοήθεια των φίλων του, συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να είχε κάποιο ενδιαφέρον το ζήτημα. Κυρίως λόγω της περίεργης και, ναι, ύποπτης συμπεριφοράς των γονιών του όταν ο Γιάννης μεθούσε.

Ίσως άξιζε να ανέβουν.

«Πάμε», είπε στους άλλους. «Πάμε πριν έρθουν και μας δουν». Ποτέ του δεν αμφισβήτησε τον πατέρα και τη μητέρα του. Εξαιρουμένων, φυσικά, των στιγμών που ο Γιάννης δεν είχε διαύγεια. Τώρα θα το έκανε. Τον συνάρπαζε, κατά κάποιον τρόπο. Θα έκανε μια αταξία, όπως θα έλεγαν οι δάσκαλοί του. Μάλλον θα έπρεπε να νιώθει ενοχές, αλλά, βλέποντας τους φίλους του να είναι έτοιμοι για όλα, να είναι μαζί του, δεν αισθανόταν το παραμικρό. «Πάμε», επανέλαβε, πιο αποφασιστικά.

«Πάμε», είπε και ο Αναστάσης. «Σιγά-σιγά, όμως. Μη μας πάρουν χαμπάρι. Πρώτος εγώ, μετά ο Λεωνίδας, ο Ηλίας κι ο χοντρός τελευταίος».

«Μη με λες έτσι», είπε ο Πέτρος.

«Σουτ!» διέταξε ο Αναστάσης. «Πάμε».

«Οκέι», είπε ο Ηλίας και ξεκίνησαν. Λες και είχαν ξαναβγεί από το σπίτι, κουμπώθηκαν, μιας και η θερμοκρασία φαινόταν να έχει πέσει τρεις τέσσερις βαθμούς Κελσίου. Περπάτησαν ήρεμα, χαλαρά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Στο σχολείο, όποια ώρα έλειπε κάποιος δάσκαλος και είχαν κενό, τους έλεγαν να βγουν έξω «όπως οι γάτες», ούτως ώστε να μην τους καταλάβουν από τις άλλες τάξεις. Έτσι περπάτησαν και τώρα, αργά, σταθερά, στις μύτες των ποδιών τους, σχεδόν. Και πράγματι, κανένας θόρυβος δεν ακούστηκε.

Όταν στάθηκε απέναντι από την πόρτα, ο Αναστάσης τους ξανακοίταξε. Είδε πως όλοι αδημονούσαν να την ανοίξει. Ένευσε συνωμοτικά και στράφηκε. Η πόρτα ήταν παλιά, όπως και οι τοίχοι και τα σκαλοπάτια. Ήταν καφετιά, φτιαγμένη από επεξεργασμένο ξύλο ή κάτι τέτοιο. Το πόμολο και η κλειδαριά είχαν χρώμα κίτρινο με λίγο μαύρο.

Ο Αναστάσης ξαναγύρισε προς τους άλλους. «Λέτε να τρίξει πολύ;» ψιθύρισε.

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Λεωνίδας. «Δεν την έχω ανοίξει. Ούτε άκουσα ποτέ να την ανοίγουν οι δικοί μου».

«Όχι ότι αυτό σημαίνει πως δεν την άνοιξαν ποτέ», είπε ο Πέτρος.

Ο Λεωνίδας απλά ένευσε.

«Ας δοκιμάσουμε», πρότεινε ο Ηλίας. «Αναστάση, σπρώξε την σιγά, ξέρεις, βαστώντας την. Μην την ανοίξεις απότομα».

«Σωστά», είπε εκείνος. Έπιασε το πόμολο και το έστριψε. Ένας ανεπαίσθητος ήχος βγήκε μόνο. Ο Αναστάσης ακούμπησε την παλάμη του στην πόρτα και έσπρωξε λιγάκι. Όμως, η πόρτα δεν μετακινήθηκε. Δοκίμασε πιο δυνατά, αλλά και πάλι τίποτα. «Γαμώτο!»

«Κλειδωμένη», είπε ο Πέτρος. «Φυσικά και θα ήταν κλειδωμένη. Όποιος έχει μυστικά, είναι προσεχτικός». Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. «Κι έλεγα, κάτι που ξέφευγε, κάτι, κάτι…»

«Και τώρα;» ρώτησε ο Ηλίας. «Τι κάνουμε;»

Ο Αναστάσης ρώτησε: «Πού θα έκρυβαν το κλειδί οι γονείς σου, Λεωνίδα;»

«Μαζί με τα άλλα του σπιτιού, φαντάζομαι. Στο… στο κομοδίνο, δίπλα από την εξώπορτα».

«Όχι, όχι», πετάχτηκε ο Πέτρος, «αποκλείεται». Έξυσε το κεφάλι του, σκεπτόμενος τι επιλογές υπήρχαν. «Στο δωμάτιό τους το έχουν. Ο Λεωνίδας δεν θα έψαχνε ποτέ εκεί».

«Γιατί όχι;» ρώτησε ο Ηλίας.

«Έχει δίκιο ο Πέτρος. Δεν θέλουν να πειράζω τα πράγματά τους».

«Ωραία», είπε ο Αναστάσης εκνευρισμένος. «Τότε δεν μπορούμε να μπούμε. Σκατά κι απόσκατα».

«Θα το καταλάβαιναν αν έμπαινες στο δωμάτιό τους;» ρώτησε ο Ηλίας τον Λεωνίδα.

«Σίγουρα», είπε ο Πέτρος.

«Δεν ρώτησα εσένα…»

«Όχι, έχει δίκιο και πάλι», είπε ο Λεωνίδας. «Η μάνα μου είναι πολύ έξυπνη. Δεν της ξεφεύγει τίποτα». Δεν ανέφερε το πιο τρανταχτό παράδειγμα που του ήρθε, για τα πορνοπεριοδικά που είχε βρει η Διονυσία κάτω από το κουτί παπουτσιών στη ντουλάπα του. Ο λόγος ήταν ότι, αντίθετα απ’ ό,τι περίμενε, εκείνη ούτε του την είπε, ούτε του απαγόρεψε να βγει ή κάτι άλλο παρόμοιο. Ο Λεωνίδας, που μόλις είχε μπει στο σπίτι εκείνο το μεσημέρι, είδε την μητέρα του να αφήνει τα περιοδικά εκεί που τα είχε βρει και να γελάει σιγανά. Ποτέ δεν το ανέφερε. Δεν τον ανέκρινε, δεν το σχολίασε, δεν είπε τίποτα. Του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και, όσο κι αν το σκέφτηκε, δεν κατάλαβε τι έπαιζε. Ωστόσο, σταδιακά το παραμέρισε. Έκρινε αυθαίρετα πως η μάνα του ήταν μάλλον από εκείνες τις μανάδες που θέλουν να είναι ανοιχτόμυαλες. Κάτι που του άρεσε πάρα πολύ. «Θα το καταλάβαινε, είμαι σίγουρος», συμπλήρωσε.

«Οπότε… το σχέδιο ματαιώνεται;»

Ο Αναστάσης κατένευσε. «Δυστυχώς, ναι. Πάμε».

«Γαμώτο!»

Και κατέβηκαν τις σκάλες, ξεφυσώντας και βρίζοντας μέσα τους ο καθένας.

Αλλά σταμάτησαν.

Γιατί τότε άκουσαν βήματα να ανεβαίνουν τη σκάλα προς τον πρώτο όροφο. Κάποιος ερχόταν. Δεν περπατούσε γρήγορα, αλλά αυτό έμοιαζε επουσιώδες.

Τα τέσσερα αγόρια αλληλοκοιτάχτηκαν. Είχαν παγώσει στη θέση τους. Δεν μπορούσαν να τρέξουν ή να πηδήξουν σκαλοπάτια, γιατί θα ακούγονταν. Ούτε να περπατήσουν ήσυχα-ήσυχα, μπορούσαν, γιατί δεν θα προλάβαιναν να κατέβουν. Θα γίνονταν τσακωτοί.

Ανασήκωσαν τους ώμους τους, θέτοντας έμμεσα ο καθένας την ίδια ερώτηση.

Τι σκατά κάνουμε τώρα;

Τα βήματα πλησίασαν κι άλλο.

Τα τρία αγόρια περίμεναν τον αρχηγό.

Τότε άκουσαν αυτόν που ανέβαινε τις σκάλες να σιγοτραγουδάει. Κάποιο παλιό μελαγχολικό άσμα, από εκείνα που γράφονταν για δραματικές ταινίες. Τα αγόρια δεν καταλάβαιναν τι έλεγε ο άνθρωπος που ανέβαινε, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο τα έλεγε τούς θύμιζε μελό.

Ο Λεωνίδας είπε: «Ο πατέρας μου. Μεθυσμένος, μάλλον». Υπήρχε στενοχώρια στο ύφος του. Προφανώς, δεν του άρεσε να που θα έβλεπαν οι φίλοι του τον πατέρα του σε κακά χάλια.

«Ωραία. Αν είναι μεθυσμένος, δεν θα καταλάβει κάτι. Μπορεί και να μη δώσει και σημασία». Ο Αναστάσης έκανε νόημα να κατέβουν. «Αν ρωτήσει, θα πούμε ότι παίζουμε», ψιθύρισε.

«Οκέι».

Τα αγόρια κατέβηκαν τις υπόλοιπες σκάλες και περπάτησαν προς το δωμάτιο του Λεωνίδα. Ο Αναστάσης έκανε στην άκρη, για να περάσει. Όταν εκείνος έπιασε το πόμολο και το γύρισε, τα τραγούδια έπαψαν και μια φωνή, λίγο μπερδεμένη και πολύ χαρωπή, είπε: «Γεια σας, μάγκες!» Ο Γιάννης, ο οποίος φορούσε τζιν παντελόνι και μια μαύρη μπλούζα, σήκωσε το δεξί χέρι με ανοιχτή την παλάμη. Τα αγόρια «κόλλησαν» με τη σειρά τις παλάμες τους στη δική του, παριστάνοντας τους χαλαρούς. «Αυτοί είστε», σχολίασε ο πατέρας του Λεωνίδα.

«Τι κάνετε;» ρώτησε ο Πέτρος. Δεν το έκανε τόσο από ενδιαφέρον, όσο από το να μην δώσει σημασία ο Γιάννης στο ότι ο Πέτρος είχε μόλις κατέβει το τελευταίο σκαλί.

«Βάσανα, Πετράκη, βάσανα», είπε ο Γιάννης. Τα μάτια του ήταν θολά, έδιναν την εντύπωση ότι έβλεπαν, αλλά κανείς εκτός από τον Γιάννη δεν ήξερε τι έβλεπαν. «Όταν θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις. Όλοι σας, δηλαδή. Από δω, από κει… Οι ενήλικοι άνθρωποι… έχουμε, έχουμε… Διάφορα, ξέρετε… Καλά, κακά… Μερικά που… ξέρετε, για παιδιά…» Ο πατέρας του Λεωνίδα ρευόταν ανάμεσα στα λόγια του, τα οποία μόνο ειρμό δεν είχαν.

«Καταλάβαμε, μπαμπά», είπε το αγόρι με κατεβασμένα μούτρα.

Ο Γιάννης χαμογέλασε, αλλά μια μελαγχολία σκίαζε την έκφραση του προσώπου του. Σαν τον γονιό που αναγκάζεται να αποχαιρετήσει το παιδί του στο αεροδρόμιο, φεύγοντας για τα ξένα. Πλησίασε τον Λεωνίδα και του ανακάτεψε τα ξανθά μαλλιά. «Ο μικρός μου, ο γιος», είπε. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα να παρατηρεί τον Λεωνίδα, ο οποίος κοίταξε μόνο μια στιγμή τον πατέρα του, και ύστερα αναστέναξε, λέγοντας, «Οκέι, μάγκες, σας αφήνω. Πάω στην κρεβατοκάμαρα. Καλή διασκέδαση».

«Ευχαριστούμε», είπαν τα αγόρια και αποσύρθηκαν στο δωμάτιο του Λεωνίδα, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.

Κι έτσι δεν είδαν τον Γιάννη που αναστέναξε πολύ λυπημένα και έκανε μεταβολή και κατέβηκε τις σκάλες και πήγε στην κουζίνα. Όπου ένευσε καταφατικά στη Διονυσία, κλείνοντας τα μάτια του, σαν να άκουσε μια δυσάρεστη είδηση.

«Παραλίγο», σχολίασε ο Ηλίας. Όπως και οι υπόλοιποι, έβγαλε το μπουφάν του και το πέταξε στο κρεβάτι του Λεωνίδα. Έκατσε πάνω στο γραφείο του φίλου του, παραμερίζοντας κάποια στιλό και μολύβια, και φροντίζοντας να μην χτυπήσει το λάπτοπ. «Ευτυχώς που τα είχε πιει ο κυρ Γιάννης».

Ο Αναστάσης, που καθόταν στην καρέκλα του γραφείου, είπε, «Ισχύει». Κοίταξε τον Λεωνίδα, ο οποίος παρατηρούσε τα χέρια του σοβαρός. «Ε, Λεωνίδα, μη σκοτίζεσαι. Κι ο γέρος μου έτσι κάνει. Τα πίνει ό,τι ώρα και να είναι».

Ο Λεωνίδας απλά ένευσε. Ποτέ δεν είναι καλό για ένα παιδί να βλέπει τον γονιό του μεθυσμένο, όσο δυναμικό και να είναι. Όταν δε, είναι και οι φίλοι του μπροστά…

«Πάντως», είπε ο Πέτρος, που στεκόταν όρθιος στο παράθυρο, «εμένα μου φάνηκε ότι κάτι ήθελε να μας πει. Έλεγε αρλούμπες -χωρίς παρεξήγηση, Λεωνίδα-, αλλά… κάτι προσπαθούσε να πει».

Ο Ηλίας τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Μην αρχίσεις πάλι με τα περίεργα, χοντρέ, έλεος».

Ο Πέτρος ύψωσε το χέρι του. «Άμα σου δώσω καμιά, θα σου πω εγώ».

«Πρόσεχε μόνο, μην κλάσεις. Δεν θα μείνει κανένας μας ζωντανός».

«Κόφτε το», είπε ο Αναστάσης.

Ο Ηλίας έπιασε ένα στιλό και το έπαιξε στα χέρια του, μουτρωμένος. Ο Πέτρος έστρεψε το βλέμμα του προς τους τοίχους, οι οποίοι ήταν γεμάτοι αφίσες και σελίδες Α4, γεμάτες με δυσνόητες ζωγραφιές ή λόγια. Παραδίπλα από την πόρτα ήταν η τηλεόραση με την κονσόλα για παιχνίδια.

«Τι θα κάνουμε αύριο;» ρώτησε ο Λεωνίδας, που συνέχιζε να παρατηρεί τα χέρια του.

Ο Αναστάσης είπε, «Θα πάμε στο Internet Cafe, φυσικά». Γέλασε. «Άντε, ίσως ανοίξουμε και κάνα βιβλίο νωρίτερα».

«Ναι, σίγουρα», συμφώνησε ο Ηλίας. «Ποια βιβλία έχουμε, ρε παιδιά, θυμάστε; Εγώ τα ξέχασα».

Όλοι γέλασαν με αυτό. Ίσως επειδή ήταν περισσότερο αληθές από ό,τι θα περίμενε κανείς. Ο Ηλίας ποτέ δεν ήταν του διαβάσματος.

Οι επόμενες δύο ώρες κύλησαν με play-station, πολλά γκολ και βρισιές προς τους εικονικούς παίκτες που κυνηγούσαν τη μπάλα στην τηλεόραση.

Όταν έφυγαν οι φίλοι του, με την υπόσχεση συνάντησης την επομένη στις έξι το απόγευμα, ο Λεωνίδας πήγε στην κουζίνα. Οι γονείς του κάτι έλεγαν, αλλά το έκοψαν μαχαίρι με το που τον είδαν. Κάτι κρύβουν, θυμήθηκε τα λόγια του ο Λεωνίδας. Η μητέρα του, που δεν είχε πιει, τον κοίταξε και χαμογέλασε, αλλά έμοιαζε τόσο ψεύτικο εκείνο το χαμόγελο…

«Έλα, αγόρι μου, κάθισε να φας», του είπε. Πήρε ένα πιάτο και ξεκίνησε να βάζει πατάτες και κρέας. «Περάσατε καλά;»

Ο Λεωνίδας κάθισε σε μια καρέκλα. «Ναι», απάντησε.

«Ωραία. Αυτό μας…» Εδώ η Διονυσία σταμάτησε, χωρίς λόγο, σαν να της ήρθε να βήξει. Αμέσως, όμως, συνέχισε: «Αυτό μας ενδιαφέρει. Να περνάς εσύ καλά».

Το αγόρι κοίταξε την μητέρα του. Εκείνη, αν και στραμμένη προς την κουζίνα, γύρισε, λες και αισθάνθηκε τη ματιά του, και του χαμογέλασε εγκάρδια. Πραγματικά εγκάρδια. Ο Λεωνίδας τότε θυμήθηκε πόσο τρυφερή ήταν ανέκαθεν μαζί του η Διονυσία.

«Ναι», πετάχτηκε ο πατέρας του, ο οποίος κοιτούσε στην οθόνη του netbook του. «Το μόνο που θέλουμε είναι να είσαι εσύ καλά, μικρέ». Σήκωσε τα θολά του μάτια προς τον Λεωνίδα. Τον έδειξε με το χέρι του. «Μόνο αυτό, να το θυμάσαι».

«Οκέι, μπαμπά».

«Μπράβο το αγόρι μου».

Η Διονυσία γύρισε και κοίταξε τον πατέρα του Λεωνίδα. «Γιάννη, πήγαινε να πλυθείς», είπε. Υπήρχε συγκρατημένος θυμός στη φωνή της ή ήταν ιδέα του Λεωνίδα;

«Μάλιστα, κυρία». Ο Γιάννης σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο.

Ο Λεωνίδας πήγε στη θέση του, για να κλείσει το netbook. Είδε πως ο πατέρας του διάβαζε ένα άρθρο. «ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ!» έλεγε ο τεράστιος τίτλος. Από κάτω είχε φωτογραφίες δύο ηλικιωμένων, ενός γέρου και μιας γιαγιάς. Ο αρθρογράφος ανέφερε τα ονόματά τους, καθώς και από πού κατάγονταν. Ήταν από μια πόλη, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μακριά. Έμεναν μόνοι τους, ήταν φιλήσυχοι και πιστοί, ενεργά μέλη της ενορίας τους. Είχε κι άλλα τέτοια στοιχεία, αλλά ο Λεωνίδας τα προσπέρασε. Διάβασε την τελευταία παράγραφο:

 

«Επρόκειτο για ακόμα μια περίπτωση εξαφάνισης ηλικιωμένων ζευγαριών της πόλης μας. Μέχρι τώρα ο αριθμός φτάνει τα είκοσι άτομα. Στη δική μας πόλη! Αν συνυπολογίσουμε και αυτές άλλων γειτονικών πόλεων, ο αριθμός ξεπερνά τα πενήντα ηλικιωμένα άτομα. Ο κόσμος ανησυχεί, οι πολίτες είναι τρομοκρατημένοι, ενώ πολλοί μαζεύουν τους ηλικιωμένους συγγενείς τους στα σπίτια τους ή τους μεταφέρουν πάραυτα σε ιδρύματα. Η αστυνομία δεν λέει πολλά, πέραν από το ότι εξετάζει όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Υψηλόβαθμος αξιωματικός λέει, “Θα τον βρούμε. Έχουμε κάποια στοιχεία στα χέρια μας. Αυτό που ζητάμε από τον κόσμο είναι να προσέχει, ειδικά τα βράδια. Και, αν δει κάποιος κάτι παράξενο, κάποιο άγνωστο άτομο που περιφέρεται στη γειτονιά, για παράδειγμα, να το αναφέρει αμέσως.” Αν δείτε κάτι, πείτε κάτι. Μπορεί να σώσετε ζωές».

 

«Έλα, κλείσ’ το», είπε η Διονυσία, που είχε φέρει το πιάτο και στεκόταν πίσω από τον γιο της. «Είναι ώρα φαγητού».

Ο Λεωνίδας κοίταξε πάλι τις φωτογραφίες των δύο ηλικιωμένων. Είχε ακούσει για τις περίεργες εξαφανίσεις στις γειτονικές πόλεις, αλλά δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία. Είχε ρωτήσει τους γονείς του, όμως εκείνοι τον διαβεβαίωσαν πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. «Κυνηγάνε μόνο γέρους», είχε πει ο πατέρας του.

Έκλεισε το netbook και πήρε τη θέση του. Το κρέας ήταν μπιφτέκι και οι πατάτες ξεροψημένες. Με λίγη μουστάρδα, το βραδινό έγινε θεϊκό και οι εξαφανίσεις χάθηκαν προσωρινά από τη σκέψη του Λεωνίδα.

Όταν καληνύχτισε τους γονείς του, έπλυνε τα δόντια του και έκανε ένα μπάνιο. Ύστερα, ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο Λεωνίδας, όμως, δεν κοιμήθηκε αμέσως. Από το μυαλό του πέρασαν όσα έγιναν και όσα ειπώθηκαν τη μέρα εκείνη. Οι γονείς του ήταν μυστικοπαθείς. Κάτι έκρυβαν. Κάτι σημαντικό; Ίσως. Σίγουρα ήταν κάτι που έκανε τον πατέρα του να μεθάει. Οι φίλοι του συμφωνούσαν ως προς την ύπαρξη του μυστικού, επειδή η πόρτα στον δεύτερο ήταν κλειδωμένη. Μάλλον, δηλαδή, ο Λεωνίδας δεν έπαιρνε όρκο. Μπορεί να έκαναν την πλάκα τους και τίποτα άλλο. Ο Ηλίας κι ο Αναστάσης, γιατί ο Πέτρος… αυτός ήθελε να ανακατεύεται σε τέτοια πράγματα. Τι είχε πει; Ότι ο πατέρας του Λεωνίδα τού έδωσε την εντύπωση πως, παρά τις βλακείες που έλεγε, κάτι προσπαθούσε να πει. Κάτι ουσιώδες.

Έχει δύο τέρατα εκεί πάνω. Πρόσεξε μην πας και σε φάνε.

Τέρατα, μυστικοπάθειες, ο Γιάννης μεθυσμένος. Ο Λεωνίδας δεν ήξερε τι έπρεπε να σκεφτεί. Μήπως σκοτιζόταν τσάμπα; Είχε πει και στους άλλους πως δεν είχε νόημα να ασχοληθούν με αυτή την υπόθεση. Βασικά, είχε πει ότι δεν υπάρχει υπόθεση. Το είχε τονίσει, προσπάθησε να τους αποθαρρύνει από το να κάνουν το οτιδήποτε. Αλλά τον είχαν πείσει πως άξιζε να το κοιτάξουν. Να πάνε στο δεύτερο πάτωμα και να δουν αν υπήρχαν εκείνα τα τέρατα.

Κι η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Η επόμενη εύλογη ερώτηση ήταν: Γιατί να είναι κλειδωμένη;

Για τους διαρρήκτες; Μάλλον όχι. Όσες φορές είχε πέσει το μάτι του Λεωνίδα στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, πάντα ήταν κλειστά τα παραθυρόφυλλα, ενώ οι πόρτες έδιναν την εντύπωση ότι δεν είχαν ανοιχτεί για δεκαετίες. Όποιος προσπαθούσε να εισέλθει από το δεύτερο όροφο, θα έκανε πολύ φασαρία, γιατί πόρτες και παράθυρα θα έτριζαν διαολεμένα. Μόνο ένας ηλίθιος θα προσπαθούσε να μπει από κει.

Όποιος έχει μυστικά, είναι προσεχτικός. Λόγια του Πέτρου ξανά. Παρά τις κοροϊδίες των άλλων, όλοι παραδέχονταν πως στις συνωμοσίες ήταν πρώτος. «Έπιανε» πουλιά στον αέρα όταν επρόκειτο για μυστικά. Δεν συμμετείχε ο ίδιος, αλλά του άρεσε να  προσπαθεί να ανακαλύψει τι παίζει. Και, ομολογουμένως, έβγαινε σωστός σε πολλές περιπτώσεις. Ήθελε το χρόνο του, και κάποιες μικρο-απατεωνιές, αλλά τα κατάφερνε πολύ καλά. Πριν ένα χρόνο, για παράδειγμα, ένας δάσκαλος προσπαθούσε να πείσει τους άλλους δασκάλους ότι δεν ήταν αριστερός. Η παρέα έτυχε να είναι κοντά στη διένεξη κι έτσι ο Πέτρος άκουσε τα πάντα. Μετά από πέντε λεπτά, είπε πως είναι βέβαιος ότι ο δάσκαλος είναι αριστερός, αν και κανένα από τα παιδιά δεν ήξερε τι ακριβώς σημαίνει αυτό.

«Πού το κατάλαβες;» τον ρώτησε ο Αναστάσης.

«Αν δεν ήταν, θα το έλεγε μόνο μία φορά», απάντησε ο Πέτρος. «Αυτό δε σημαίνει…» έκανε να πει ο Ηλίας, αλλά ο Πέτρος, ξύνοντας το αριστερό του μάγουλο, παραδέχτηκε πως η μάνα του είχε τσακωθεί με τον πατέρα του κάτι φορές που αργούσε να έρθει σπίτι, κατηγορώντας τον πως ξενοκοιμόταν. Εκείνος το αρνήθηκε όλες τις φορές, αλλά, η μάνα του Πέτρου πέταξε στα μούτρα του άντρα της κάτι φωτογραφίες –μάλλον με γκόμενα. «Όσες φορές και να το αρνήθηκε, αποδείχτηκε ότι έλεγε ψέματα», κατέληξε ο Πέτρος.

Οι άλλοι, αν και σώπασαν για λίγο, σεβόμενοι την λύπη του φίλου τους, του είπαν ότι και πάλι δεν πείστηκαν, οπότε τους είπε ότι θα τους το αποδείξει. Πήγαν στην τάξη που θα έκανε μάθημα την επόμενη ώρα ο δάσκαλος και ο Πέτρος έψαξε την τσάντα του. Κάτω από βιβλία, ένα τετράδιο και τα στιλό του, υπήρχε ένα ημερολόγιο της χρονιάς εκείνης. Είχε σημειώσει στις 15 του Νοέμβρη να συναντηθεί με κάποιον Δ., τον οποίο αποκαλούσε «Γεν. Γραμ.» και με τον οποίο θα συζητούσαν για «Πορ.». «Να το», είπε ο Πέτρος. «Δύο μέρες πριν το Πολυτεχνείο. Ο μπαμπάς μου είναι με τη ΝΔ και τον έχω ακούσει να βρίζει το ΚΚΕ, που είναι αριστερό κόμμα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, και τον αρχηγό του, το Γενικό Γραμματέα. Βλέπετε εδώ; “Γεν. Γραμ.” Γενικός Γραμματέας. “Πορ.”, δηλαδή Πορεία. Αυτό που βγαίνουν στο δρόμο και κάνουν επεισόδια. Αριστερός ο δάσκαλος, λοιπόν». Τα άλλα τρία αγόρια είχαν μείνει έκπληκτα. Ποιο παιδί σε αυτή την ηλικία σκέφτεται έτσι;

Μυστικά, είπε τώρα μέσα του ο Λεωνίδας. Τι μυστικά, όμως; Και τι σχέση έχει ο δεύτερος όροφος; Τι σημαίνουν τα «δύο τέρατα»;

Ερωτήσεις που δεν μπορούσε να απαντήσει. Σε κανέναν δεν αρέσει να έχει απορίες. Πόσο μάλλον σε ένα παιδί που αναγκάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να κάθεται πάνω από κόλλες αναφοράς γεμάτες με ερωτήσεις, τις οποίες πρέπει να απαντήσει, αλλιώς δεν θα πάρει καλό βαθμό και θα του τα ψάλλουν οι γονείς του –στην καλύτερη περίπτωση. Πόσο μάλλον σε ένα παιδί που βλέπει τον πατέρα του μεθυσμένο, να λέει παλαβομάρες.

Λέει, όμως, παλαβομάρες;

Κι άλλη ερώτηση.

Ο Λεωνίδας αναστέναξε. Ήξερε πως, αν δεν μάθαινε τι γίνεται, θα το σκεφτόταν συνέχεια. Δεν θα ησύχαζε. Αλλά και πώς να μάθαινε; Να ρωτούσε τους γονείς του; Σιγά μη του έλεγαν. Να πήγαινε στο δεύτερο όροφο; Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και το κλειδί στο…

Στο δωμάτιό τους το έχουν. Ο Λεωνίδας δεν θα έψαχνε ποτέ εκεί.

Στην κρεβατοκάμαρα. Πράγματι, ο Λεωνίδας δεν έμπαινε συχνά εκεί. Αν ήθελε τους γονείς του, απλά χτυπούσε την πόρτα, την άνοιγε λίγο και τους μιλούσε. Δεν είχε λόγο να μπει. Όταν ήταν πιο μικρός, βέβαια, και φοβόταν το σκοτάδι, πήγαινε και κούρνιαζε στο κρεβάτι των γονιών του. Αλλά το είχε κόψει αυτό. Οι ίδιοι οι γονείς του του εξήγησαν πως δεν πρέπει να μπαίνει όποτε θέλει και σίγουρα όχι να ψαχουλεύει τα πράγματά τους. Η μητέρα του, γενικά, ήταν ήπιος χαρακτήρας, αλλά, όταν του το είπε αυτό, είχε πάρει το αυστηρό στιλ της.

Εγώ δεν μπορώ να ψάχνω στα δικά τους, αλλά εκείνοι μπορούν να ανακατεύονται στα δικά μου, σκέφτηκε, ενθυμούμενος τη μέρα που η μάνα του βρήκε τα περιοδικά. Ο Λεωνίδας αναρωτήθηκε κατά πόσο δίκαιο ήταν αυτό. Όχι και πολύ, απεφάνθη. Χαμογέλασε.

Γιατί τότε αποφάσισε πως θα μπορούσε να μπει στην κρεβατοκάμαρα και να βρει το κλειδί. Αυτός, μόνος. Θα το έπαιρνε, θα πήγαινε επάνω και θα έβλεπε τι υπάρχει. Αν υπάρχει κάτι. Και ύστερα θα το επέστρεφε και όλα μέλι γάλα. Το ίδιο σχέδιο με αυτό που κατέστρωσε με τους άλλους, απλά θα το έκανε μόνος του.

Ναι, αυτό θα έκανε. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να λείπουν οι γονείς του από το σπίτι. Ή έστω ο πατέρας του. Η Διονυσία είχε τις δουλειές του σπιτιού να την απασχολούν. Λίγο χρόνο χρειαζόταν. Έτσι ήλπιζε, βασικά. Δεν ήξερε πού το είχαν, πόσο καλά το είχαν κρύψει. Αλλά θα το έβρισκε. Και θα μάθαινε. Μπορούσε να το κάνει και θα το έκανε.

Ο Λεωνίδας γύρισε πλευρό. Ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ με γυαλιά ηλίου και ένα πιστόλι στο χέρι τού αντιγύρισε το βλέμμα. «I will be back», είχε πει στην ταινία Ο Εξολοθρευτής. Και μετά τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά στο αστυνομικό τμήμα.

«Μπορεί να τα κάνω κι εγώ», είπε ο Λεωνίδας κι έκλεισε τα μάτια.

 

 

Η Διονυσία και ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένοι και κοιτούσαν το ταβάνι μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Δεν είχαν όρεξη ούτε για σεξ, ούτε για ύπνο σήμερα. Η μέρα που τόσο απέφευγαν εδώ και χρόνια είχε έρθει. Το είχαν συζητήσει πολλές φορές, τι θα έκαναν, πώς κλπ. Αλλά, στην πραγματικότητα, εύχονταν να μη χρειαστεί να φτάσουν σε αυτό το σημείο.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Γιάννης.

«Αυτό που πρέπει».

«Δεν θα μας κάνει καλό. Θα μας αλλάξει ριζικά. Όπως τότε».

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, Γιάννη», είπε αποφασιστικά η Διονυσία. «Το ξέρεις. Εξ αρχής περιμέναμε ότι μπορεί να φτάσουμε εδώ. Ας το κάνουμε, πριν γίνουν χειρότερα τα πράγματα».

Ο πατέρας του Λεωνίδα δεν μίλησε.

Η Διονυσία τον κοίταξε. «Ούτε εμένα μ’ αρέσει. Τα έχουμε ξαναπεί. Είναι αναγκαίο, όμως. Αν θέλουμε το καλό μας, πρέπει να γίνει».

Ο Γιάννης στράφηκε προς τη γυναίκα του. «Το παιδί; Του αξίζει κάτι τέτοιο; Είναι μικρός, έχει όλη τη ζωή μπροστά του».

«Κάναμε την αρχή. Πήραμε το δρόμο μας. Είμαστε στο σταυροδρόμι χωρίς επιστροφή, όπως λέγαμε, θυμάσαι; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Προτιμώ το ρέμα. Προτιμούμε το ρέμα. Καλύτερο το κολύμπι από την ελεύθερη πτώση. Θυμάσαι;»

«Ή εμείς ή οι άλλοι», είπε ο Γιάννης. Κι αυτή τη φράση έλεγαν από παλιά. Από τα φοιτητικά χρόνια του Γιάννη. Όταν γνωρίστηκαν και ξεκίνησε αυτή η παράνοια.

«Ή εμείς ή οι άλλοι», συμφώνησε η Διονυσία.

Ο Γιάννης ξανακοίταξε το ταβάνι. «Πάντως είναι κρίμα. Μου άρεσε η ζωή μας».

«Κι εμένα. Αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Όχι για πάντα».

«Σωστά. Όχι για πάντα».

Η Διονυσία θυμήθηκε κάτι. «Οι άλλοι ξέρουν; Τι κατάλαβες;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Ήμουν…»

«Μεθυσμένος, ξέρω. Πρέπει να το συζητήσουμε κι αυτό. Είναι επικίνδυνο. Είχες αφήσει τον υπολογιστή ανοιχτό. Ο Λεωνίδας είδε το άρθρο για τους γέρους. Έκανες μεγάλο λάθος».

«Το ξέρω».

«Δε φτάνει μόνο να ξέρεις. Κόψε το πιοτό, πριν την πάθουμε». Η Διονυσία αναστέναξε. «Τι λες, λοιπόν; Έχουν καταλάβει κάτι;»

«Δεν μπορώ να πω στα σίγουρα. Ίσως. Ο τελευταίος, πάντως, ο Πέτρος, κατέβαινε τα σκαλιά όταν τους πέτυχα. Για ποιο λόγο τα ανέβηκαν; Τη στιγμή, μάλιστα, που σου είπαν ότι πάνε στο δωμάτιο του Λεωνίδα;» Ο Γιάννης κούνησε αβέβαιος το κεφάλι. «Πρέπει να μάθουμε;»

Η Διονυσία το συλλογίστηκε. Τελικά, είπε: «Όχι –υποθέτω. Δεν έχει σημασία πια. Τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί. Το σπίτι καίγεται. Ας φροντίσουμε τουλάχιστον να περισώσουμε κάτι».

 

 

3.

Η επόμενη μέρα που ήρθε ήταν Κυριακή. Κι άλλο καθισιό. Μέχρι το μεσημέρι, δηλαδή. Γιατί μετά δεν ήταν Κυριακή, αλλά «Σχεδόν Δευτέρα», όπως έλεγαν περίλυπα τα μέλη της τετραμελούς παρέας.

Το πρωινό εκείνο ο Λεωνίδας βρήκε τον πατέρα του και τη μάνα του στο σαλόνι, να κάθονται αντικριστά και να απολαμβάνουν το πρωινό τους. Κάθονταν στους μαύρους καναπέδες κι είχαν μπροστά στο γυάλινο τραπέζι τις κούπες με τον καφέ τους. Η τηλεόραση ήταν κλειστή, ως συνήθως. Δεν ήταν φαν του αθλήματος. Ακόμα και τις ειδήσεις τις έβλεπαν στο Διαδίκτυο. Ο Ηλίας είχε αστειευτεί κάποτε ότι η τηλεόραση του σπιτιού του Λεωνίδα ήταν απλά άλλο ένα έπιπλο στο σαλόνι τους.

Τώρα κάτι συζητούσαν, αλλά το έκοψαν μαχαίρι μόλις είδαν τον Λεωνίδα.

«Καλημέρα!» είπε η Διονυσία, χαμογελαστή, και ο Γιάννης το επανέλαβε.

«Καλημέρα», είπε κι ο Λεωνίδας, αλλά νυσταγμένα. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, για να ζεστάνει το γάλα του. Έβαλε το μπρίκι στο μάτι της κουζίνας και το άναψε. Γέμισε μέχρι τη μέση μια κούπα με σοκολατένια δημητριακά και περίμενε. Ακόμα ήταν νωρίς, ωστόσο στο μυαλό του κλωθογύριζε η ιδέα της εύρεσης εκείνου του κλειδιού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν χρόνο, αρκετό χρόνο στη διάθεσή του. Και τους γονείς του απασχολημένους. Ει δυνατόν, εκτός σπιτιού.

«Λεωνίδα», είπε η μάνα του, «το γάλα καίγεται».

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε και έκλεισε το μάτι. Το μπρίκι έβγαζε λίγο καπνό, ανεπαίσθητο σχεδόν. Αν δεν υπήρχε η μυρωδιά και ο ήχος που βγάζει ένα υγρό που καίγεται, μπορεί και να μην το έπαιρνε κανείς χαμπάρι. Το έβαλε στα δημητριακά, ακούγοντάς τα να λιώνουν κάτω από το καυτό γάλα. Έβαλε το μπρίκι στο νεροχύτη και κάθισε. Ανακάτεψε καλά και έφαγε μια κουταλιά.

«Θες να έρθεις να μας κάνεις παρέα;» ρώτησε ο Γιάννης. Κοιτούσε τον Λεωνίδα με ύφος που δήλωνε πως κάτι τέτοιο θα τον ευχαριστούσε πολύ.

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε αργά-αργά και πήγε και κάθισε στον κεντρικό καναπέ, με τη μάνα στα δεξιά του και τον πατέρα στα αριστερά. Έμεινε σιωπηλός, γιατί ένιωσε κάποια αόριστη ένταση στην ατμόσφαιρα. Ή μήπως ήταν απλά η ιδέα του;

«Έχει διάβασμα σήμερα;» ρώτησε η Διονυσία. Κοιτούσε τον Λεωνίδα, ενώ είχε την κούπα στα χείλη της. Σαν να ήθελε να κρύψει κάτι, την έκφρασή της.

Παραλογίζεσαι, είπε στον εαυτό του ο Λεωνίδας. «Λίγο, ναι», απάντησε, τρώγοντας το πρωινό του.

«Ούτε εμένα μου άρεσε το σχολείο», είπε ο Γιάννης. «Με εκνεύριζε το καθημερινό ξύπνημα, τα μαθήματα, οι ασκήσεις. Οι εξετάσεις…» Ξεφύσησε, δηλώνοντας πως δεν ήθελε να τα ξαναπεράσει αυτά. «Σε καταλαβαίνω».

«Α-χα», έκανε ο Λεωνίδας.

Η Διονυσία κοίταξε τον Γιάννη και μετά πάλι τον Λεωνίδα –ο οποίος δεν πρόσεξε το βλέμμα που αντάλλαξαν οι δικοί του. «Οι φίλοι σου τι θα κάνουν σήμερα;» ρώτησε.

«Μπορεί να διαβάσουν. Έχουμε πει να βρεθούμε αργότερα».

«Πότε;»

Ο Λεωνίδας στράφηκε στη μάνα του. Πολύ απότομη ερώτηση. «Το απόγευμα, γύρω στις έξι. Γιατί;»

«Ω, τίποτα», έκανε αόριστα η Διονυσία. «Απλά να ξέρω πώς θα τα κανονίσω με το φαγητό κλπ. Θέλει κάποια διαδικασία το νοικοκυριό».

«Εμένα μου λες», είπε ο Γιάννης. «Δε θυμάμαι όταν ήμαστε φοιτητές, που…»

«Μας έπαιρνε χρόνο και βαριόμασταν τις δουλειές του σπιτιού», πετάχτηκε η Διονυσία.

Ο Λεωνίδας κατένευσε. Είχε προσέξει την απότομη αντίδραση της μάνας του. Παρατήρησε το πρόσωπο του Γιάννη και της Διονυσίας, τη στιγμή που δεν τον κοιτούσαν. Μυστικοπαθείς, θυμήθηκε. Όχι πάντα, αλλά κάπου-κάπου. Όταν ο πατέρας μου μεθάει. Και χθες τα είχε πιει. Στράφηκε προς την κούπα με το γάλα, το οποίο είχε σκουρύνει από τα δημητριακά. Η παρόρμηση να φωνάξει, ρωτώντας τους τι στον άνεμο συμβαίνει, ήρθε και πέρασε σιωπηλά. Μόνος του θα ανακάλυπτε τι συνέβαινε. Γιατί κάτι συνέβαινε, ήταν σίγουρος πια.

Ήπιε το υπόλοιπο γάλα και σηκώθηκε. «Λέω να πάω τώρα για διάβασμα», είπε.

«Εντάξει», είπε η Διονυσία. «Καλή μελέτη».

«Εσείς; Θα πάτε πουθενά;»

«Μπα, όχι», απάντησε ο Γιάννης. «Γιατί;»

«Τίποτα. Από περιέργεια, ρωτάω».

Όταν έφυγε ο Λεωνίδας, η Διονυσία και ο άντρας της δεν μίλησαν για αρκετή ώρα. Αμφότεροι είχαν στο μυαλό τους ότι η σημερινή μέρα θα ήταν δύσκολη. Όπως τότε, όταν υπέπεσαν για πρώτη φορά στην μελλοντική τους εξάρτηση. Είναι μερικές φορές κάποια πράγματα που αρπάζουν το νου και τον γεμίζουν με ένα είδος ζάχαρης το οποίο δεν μπορείς να το ξεχάσεις και το αποζητάς. Σήμερα θα έπρεπε να κάνουν κάτι δύσκολο. Όχι τόσο πρακτικά δύσκολο, αλλά περισσότερο συναισθηματικά. Το είχαν αποφασίσει, παρά τις όποιες εσώτερες αντιρρήσεις τους. Ή αυτοί ή οι άλλοι. Στους άλλους, δυστυχώς, συμπεριλαμβανόταν και ο Λεωνίδας.

Αποτέλειωσαν τον καφέ τους και σηκώθηκαν. Έπρεπε να ετοιμαστούν.

 

 

Ο Λεωνίδας ήταν μέχρι τις δύο το μεσημέρι στο δωμάτιό του. Πάνω από βιβλία και τετράδια και μολύβια. Έλυνε τη μία άσκηση μετά την άλλη, όχι επειδή τον ένοιαζαν ιδιαίτερα οι σχολικές υποχρεώσεις του, αλλά για να απασχολείται. Δεν το έβλεπε να βρίσκει το κλειδί σήμερα. Είχε ρωτήσει τους δικούς του αν θα φύγουν και του είπαν όχι. Σκατά! Τώρα θα έπρεπε να περιμένει την επόμενη φορά που θα μεθούσε ο πατέρας του, για να βάλει μπροστά το σχέδιό του.

Αλλά, σκέφτηκε, ίσως να ’ναι καλύτερα έτσι. Ο Λεωνίδας πήρε τα μάτια του από το τετράδιο και κοίταξε μια παλιά φωτογραφία, που έδειχνε εκείνον και τα άλλα τρία αγόρια σε κάποια εκδρομή. Αγκαλιασμένοι, να κάνουν αστείες γκριμάτσες στο φακό. Την επόμενη φορά, συνέχισε τον ειρμό του, θα έχω και εσάς. Μαζί θα είναι καλύτερα. Θυμήθηκε πώς είχε αισθανθεί την προηγούμενη, όταν ήταν όλη η παρέα ενωμένη. Δεν είχε αισθανθεί ένοχος, γιατί μοιραζόταν την ευθύνη με τους φίλους του. Είχε νιώσει όπως στο videogame, μια ομάδα που ο ένας καλύπτει τον άλλο. Μάλιστα, του ήρθε και μια επιπλέον ιδέα πάνω σε αυτό: θα βάζανε σκοπούς, ένα άτομο στη σκάλα από το ισόγειο προς τον πρώτο κι ένα στην άλλη σκάλα. Αν ερχόταν κανείς, θα ειδοποιούσε ο πρώτος τον δεύτερο και ο δεύτερος τους άλλους. Και στην αρχή, όταν θα έψαχναν για το κλειδί, αλλά και μετά, όταν θα έμπαιναν στο δεύτερο όροφο. Ναι, έτσι θα ήταν καλύτερα. Δεν θα πιάνονταν στα πράσα, συν ότι δύο ψάχνουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι ένας μόνος του.

Ο Λεωνίδας χαμογέλασε. Θα το έλεγε στους άλλους μετά. Η αποστολή δεν είχε ματαιωθεί. Απλά αναβλήθηκε για άλλη στιγμή.

Ξαναγύρισε στα μαθήματά του.

Είχε βάλει μουσική να παίζει στο Διαδίκτυο, γιατί δεν του άρεσε να διαβάζει με πολλή ησυχία. Άφηνε τους στίχους να του κρατάνε παρέα, να κρατάνε το ρυθμό.

Ο Λεωνίδας διάβαζε, ακούγοντας τραγούδια, σκεπτόμενος πόσο πολύ θα άρεσε στους άλλους -και δη στον Πέτρο- τι είχε να τους προτείνει.

Όταν τέλειωσε τη μελέτη, άφησε το μολύβι του και κατευθύνθηκε προς την τηλεόραση. Όμως, τότε η Διονυσία χτύπησε την πόρτα και του ανήγγειλε πως το φαγητό ήταν έτοιμο.

Ούτε συνεννοημένοι να είμαστε, σκέφτηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Άνοιξε και είδε την μητέρα του να χαμογελάει.

«Έλα, πάμε», του είπε.

«Οκέι».

Κατέβηκαν μαζί ως την κουζίνα.

«Πού είναι ο μπαμπάς;» ρώτησε ο Λεωνίδας.

«Επάνω. Κοιτάζει κάτι για την αυριανή δουλειά. Δεν θα αργήσει».

Κατά το μεσημεριανό, ο Γιάννης και η Διονυσία μιλούσαν για διάφορα θέματα. Για «θέματα μεγάλων», όπως έλεγε ο Λεωνίδας. Πολιτική και τέτοια. Άσχετα και καθόλου ενδιαφέροντα. Ούτε που τους παρακολουθούσε. Απολάμβανε το γεύμα του, κοτόπουλο με ρύζι, και συλλογιζόταν την απογευματινή συνάντηση με τους άλλους τρεις.

Μέχρι που αναγκάστηκε να αφήσει το πιρούνι του από τα τρεμάμενα χέρια του. Ένιωσε μια ελαφρά ζάλη. Αδυναμία τον κατέβαλλε και το περιβάλλον γύρω του περιστρεφόταν σαν θαλασσοδαρμένο πλοίο που γέρνει πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Ήθελε να κοιμηθεί.

Ο Γιάννης σηκώθηκε και έπιασε τον Λεωνίδα, πριν σωριαστεί στο δάπεδο. Κοίταξε τη Διονυσία, που εκείνη τη στιγμή γέμιζε τα ποτήρια τους, όχι με μπίρα, αλλά με ούζο. «Πιες», του είπε. «Σήμερα επιβάλλεται».

Ήπιαν και οι δύο.

Και μετά σήκωσαν το σώμα του γιου τους και το μετέφεραν στον δεύτερο όροφο.

Το πράγμα προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς.

 

 

4.

Ο Λεωνίδας ξύπνησε περισσότερο από την γνώριμη οσμή του οινοπνεύματος και της χλωρίνης, παρά από το σκούντημα του πατέρα του. Άνοιξε σιγά-σιγά τα μάτια του στο μοναδικό χώρο του σπιτιού που ποτέ δεν είχε αντικρίσει. Οι τοίχοι, ενώ απέξω ήταν άβαφοι και έμοιαζαν έτοιμοι να πέσουν, από μέσα ήταν το ακριβώς αντίθετο: καθαροί, βαμμένοι μαύροι, με κάποιο υλικό που ο Λεωνίδας δεν αναγνώρισε. Ήταν καλυμμένοι με διάφανα, πλαστικά πανιά, όπως και το ταβάνι και το πάτωμα. Μια λάμπα έριχνε φως στο δωμάτιο, το οποίο δεν φαινόταν να έχει άλλη πόρτα εκτός…

Μια στιγμή, είχε πόρτα; Μετά, όμως, είδε ένα χερούλι να εξέχει σε έναν τοίχο, πέραν από αυτόν που περίμενε.

Αλλά δεν ήταν τόσο αυτό που τράβηξε την προσοχή του Λεωνίδα.

Τέσσερα πράγματα τον έκαναν να γουρλώσει τα μάτια του.

Κατ αρχάς, η περιβολή του πατέρα του και της μάνας του. Φορούσαν μαύρα στενά ρούχα, μαύρα δερμάτινα γάντια και μαύρα παπούτσια. Θύμιζαν ληστές ή κατασκόπους.

Μετά, ήταν αυτά που είχαν πίσω τους. Στον εκεί καλυμμένο τοίχο ήταν κολλημένες σελίδες εφημερίδων. Με εικόνες. Του πήρε μόνο δέκα δεύτερα για να καταλάβει. Ήταν αγνοούμενοι. Αναγνώρισε κάνα πεντάρι από αυτούς, οι οποίοι είχαν χαθεί πρόσφατα, και υπέθεσε πως και οι υπόλοιποι είχαν την ίδια μοίρα.

Ύστερα, είδε πως επίσης πίσω από τους γονείς του ήταν ένα τραπέζι. Ένα αντικείμενο υπήρχε εκεί: ένας σουγιάς.

Τέλος, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κρέμονταν δύο γάντζοι.

Ο Λεωνίδας άρχισε να ιδρώνει. Το κεφάλι του πονούσε, αλλά δεν έδωσε καμιά σημασία. Έκανε να πεταχτεί όρθιος, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να ουρλιάξει. Ήταν φιμωμένος. Κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι του και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.

Πρώτος μίλησε ο πατέρας του. «Λυπούμαστε πολύ, Λεωνίδα. Ελπίζαμε ότι δεν θα χρειαζόταν να φτάσουμε ως εδώ. Δεν φταις σε κάτι, να είσαι βέβαιος. Εμείς είμαστε εξαρτημένοι, όχι εσύ. Εμείς θέλουμε αίμα».

«Ήρθε η στιγμή να μάθεις, Λεωνίδα. Δυστυχώς, ήρθε αυτή η καταραμένη στιγμή». Η Διονυσία κοιτούσε κατάματα τον δεμένο γιο της.

Για λίγο δεν μίλησε κανείς.

Ύστερα, η μάνα του Λεωνίδα είπε: «Ξεκίνησε όταν ήμαστε φοιτητές. Σαν παιχνίδι. Είχαμε μαζευτεί στο διαμέρισμα ενός φίλου, συμφοιτητή του πατέρα σου. Τρία άτομα, εγώ, ο Γιάννης και ο Λεωνίδας». Κατένευσε. «Ναι, σου δώσαμε το όνομά του. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ τον πρώτο αθώο που σκοτώσαμε και ήπιαμε το αίμα του. Δεν μας έφταιγε σε τίποτα. Όπως κι εσύ τώρα». Μιλούσε ήρεμα, λες και ήθελε να παρηγορήσει κάποιον. «Ήταν ένα παιχνίδι. Μόνο που κατέληξε να γίνει η ζωή μας».

«Κατά την οποία», είπε ο Γιάννης, «δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε παιδιά. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις γιατί».

«Φυσικά και καταλαβαίνει», είπε θιγμένη η Διονυσία. «Δεν τον έκανα χαζό».

Αν μπορούσε να μιλήσει, ο Λεωνίδας θα την έβριζε. Τώρα βρήκε να νοιαστεί για τον γιο της;

Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Κι αυτό που τον ανησυχούσε ήταν το τι θα ερχόταν μετά.

«Τέλος πάντων», συνέχισε η μάνα του. «Το παιχνίδι δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Σαν τη μπουκάλα ήταν, αλλά, αντί να φιλάς τον άλλο, τον έκανες να ματώσει. Ο φίλος μας, ο Λεωνίδας, το είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο και μας το πρότεινε. “Δεν τον σκοτώνεις”, μας είπε, “τον τσιμπάς μόνο με το νύχι και βγάζει λίγο αιματάκι. Σιγά τα ωά!”»

«Πού να ’ξερε, ε;» είπε ο Γιάννης.

 

 

Ο Αναστάσης, όπως και ο Ηλίας με τον Πέτρο, είχε λάβει λίγο μετά τις τέσσερις ένα sms από το κινητό του Λεωνίδα. Άκυρο για το απόγευμα, έλεγε. Θα λείπω με τους δικούς μου. Τα λέμε στο σχολείο. Καλά να περάσετε!!!

Μεγάλο σπάσιμο. Όταν λείπει κάποιο μέλος της ομάδας, το παιχνίδι δεν έχει τόσο ενδιαφέρον.

«Θα πάμε;» ρώτησε ο Πέτρος. «Στο Internet Cafe, εννοώ».

Περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου που έμεναν. Η ώρα ήταν έξι. Είχε σκοτεινιάσει και η οδός δεν φωτιζόταν πολύ καλά.

«Πάμε», είπε ο Ηλίας. «Τι άλλο να κάνουμε;»

«Το πολύ-πολύ να μην παίξουμε online». Ο Αναστάσης προπορευόταν ένα δυο βήματα. «Χαζεύουμε λίγο και την κάνουμε».

«Σωστά».

Έφτασαν απέναντι από το σπίτι του Λεωνίδα. Ερμητικά κλειστό. Τα αγόρια ήταν έτοιμα να φύγουν, αλλά τότε ο Πέτρος είπε: «Το αμάξι είναι εδώ».

Οι άλλοι είδαν πως είχε δίκιο.

«Θα φύγουν σε λίγο, φαντάζομαι», είπε ο Ηλίας.

Ο Πέτρος, όμως, συνέχισε: «Ρε παιδιά, θυμάστε το παιχνίδι που έχει ο Λεωνίδας για το play-station; Εκείνο με τον Β’ Παγκόσμιο; Πάμε να του το ζητήσω; Δεν θα καθυστερήσουμε».

«Και δεν πάμε;»

Προχώρησαν ως το σπίτι. Ο Πέτρος δεν τους ανέφερε ότι είχε δει φως στον δεύτερο όροφο. Δεν ήθελε να αποθαρρυνθούν.

 

 

Η Διονυσία συνέχιζε την εξιστόρηση: «Ξεκίνησε σαν πλάκα. Τρώγαμε πίτσα και είπαμε να μη δούμε τηλεόραση για ένα βράδυ. Ο Λεωνίδας είχε κλείσει τα φώτα, είχε ανάψει μερικά κεριά και έβαλε στον παλιό του υπολογιστή ένα CD με ήχους από κάτι ηλίθιες ταινίες τρόμου του ’80. Από εκείνες με τους δολοφόνους που δεν έλεγαν να πεθάνουν. Βλακείες, αλλά τελικά η ατμόσφαιρα ήταν… ιδανική, θα έλεγες. Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι, με ένα άδειο μπουκάλι μπροστά μας. Επειδή ήμουν η γυναίκα της παρέας, γύρισα πρώτη τη μπουκάλα». Έδειξε τον Γιάννη. «Έτυχε ο πατέρας σου».

Ο Λεωνίδας άκουγε προσεχτικά. Όσο κι αν δεν το ήθελε, μιας και δεν τόλμαγε ούτε να φανταστεί τι είχε συμβεί τότε, άκουγε την ιστορία των γονιών του. Όπως το έβλεπε, εκείνη την ώρα μάλλον αντίκριζε για πρώτη φορά το πραγματικό τους πρόσωπο.

«Πήγαμε στο μπάνιο», είπε η Διονυσία. «Το διαμέρισμα ήταν μια τρύπα, μια κουζίνα-καθιστικό και ένα μπάνιο. Όχι ότι το δικό μας ήταν καλύτερο, αλλά λέμε. Τέλος πάντων. Κλείσαμε την πόρτα και κοιταχτήκαμε με τον Γιάννη». Το ίδιο έκαναν και τώρα. Ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση. Κι ένα αχνό γελάκι στην άκρη των χειλιών, με την ενθύμηση των γεγονότων της βραδιάς εκείνης και όλων όσων ακολούθησαν.

Ο Γιάννης, στρεφόμενος προς τον γιο του, συνέχισε τη διήγηση: «Με τσίμπησε, αλλά δεν μάτωσα αμέσως. Βλέπεις, η μάνα σου από τότε δεν άφηνε τα νύχια της να μακρύνουν πολύ. Ούτε τα βάφει συχνά».

«Είναι βαρετή διαδικασία», πετάχτηκε η Διονυσία. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Πού και πού, όμως, ασχολούμαι και με αυτά».

«Έτσι», είπε χαμογελαστός ο Γιάννης. «Που λες, Λεωνίδα, αφού δεν μάτωσα στην αρχή, η μάνα σου το ξανάκανε. Με τα δόντια της. Πόνεσε αρκετά, το παραδέχομαι. Έσφιξα τα δικά μου δόντια για να μην φωνάξω».

«Όταν γεύτηκα το αίμα», είπε αναπολώντας η Διονυσία, «δεν το έφτυσα. Το κράτησα στη γλώσσα μου. Ένιωσα την πικρή του γεύση. Δεν με αηδίασε». Κοίταξε τον γιο της και έγλειψε τα χείλη της.

Ο Λεωνίδας ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές. Κάτι έλαμψε στο βλέμμα της μάνα του. Κάτι παράλογο, ανώμαλο. Αφύσικο. Κάτι που δεν έπρεπε να ποθεί η Διονυσία. Ούτε και κανένας άλλος άνθρωπος.

«Μου άρεσε», είπε η μάνα του, επιβεβαιώνοντας τη σκέψη του γιου της. «Μου άρεσε το αίμα. Ήταν η πρώτη φορά που το γευόμουν. Ποτέ δεν το είχα κάνει σαν μικρό παιδί. Κυρίως, επειδή είχα πολύ προστατευτικούς γονείς, που δεν με άφηναν από τα μάτια τους, οπότε δεν είχα πολλές ευκαιρίες να παίξω και να χτυπήσω». Χαμογέλασε λυπημένα. «Έχουν δίκιο οι επιστήμονες όταν λένε ότι η υπερπροστασία βλάπτει τα παιδιά. Να, εμένα οι δικοί μου μου στέρησαν αυτή την απόλαυση. Θα μπορούσα να ξεκινήσω από πιο μικρή να το γεύομαι».

«Κι εγώ», συμφώνησε ο Γιάννης. «Οι δικοί μου, βέβαια, ήταν τελείως αναίσθητοι. Αδιαφορούσαν για μένα τον περισσότερο καιρό. Σαν να μην υπήρχα. Με τσάντιζε αυτή η συμπεριφορά τους. Αλλά νομίζω ότι τελικά τους έμοιασα και λίγο, ε;»

Ο Λεωνίδας είδε το χαμογελαστό πρόσωπο του πατέρα του και το νεύμα της μάνας του ότι συμφωνούσε, λέγοντας παράλληλα: «Κι εγώ στους δικούς μου. Είμαστε τέκνα των γονιών μας». Έκαναν ηλίθιο χιούμορ λες και έπαιζαν στο θέατρο και τίποτα δεν ήταν επικίνδυνο. Ο Λεωνίδας φοβόταν. Ήταν τρομοκρατημένος. Ένα μικρό παιδί ήταν, αδύναμο και δεμένο χειροπόδαρα, φιμωμένο, φυλακισμένο στο σπίτι που είχε μάθει να αγαπάει και να σέβεται. Στο μέρος όπου θεωρούσε ότι κανείς δεν μπορεί να τον βλάψει.

Μα να που τώρα αποδεικνυόταν πως ούτε στο ίδιο του το σπίτι δεν είναι κάποιος ασφαλής. Γιατί ακόμα και οι πιο κοντινοί άνθρωποί σου μπορεί να αποτελούν θανάσιμη απειλή.

Ο Λεωνίδας έκλεισε τα μάτια του. Δεν ανησυχούσε μήπως δει εφιάλτη. Ήδη ζούσε τον χειρότερό του.

 

 

Ο Πέτρος χτύπησε τρεις φορές το κουδούνι. Δεν υπήρξε καμιά απάντηση. Κοίταξε ξανά το αμάξι. Ναι, ήταν αυτό των γονιών του Λεωνίδα, δεν αμφέβαλλε κανείς τους ως προς αυτό. Άρα, η οικογένεια ήταν εδώ.

«Μήπως είναι στα δωμάτιά τους;» ρώτησε ο Ηλίας.

«Μπορεί, ναι», συμφώνησε ο Αναστάσης. «Να σου πω, Πέτρο, δεν καλείς τον Λεωνίδα στο κινητό του; Πες του ότι είμαστε από κάτω και ότι θέλεις το παιχνίδι».

Ο Πέτρος ένευσε και έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε τον αριθμό του φίλου του και έβαλε τη συσκευή στο αυτί του. «Χτυπάει», είπε, «αλλά δεν το σηκώνει». Όταν ακούστηκε η γνωστή φωνή που λέει να καλέσεις αργότερα, ο Πέτρος διέκοψε την επικοινωνία. «Τζίφος».

«Στείλ’ του μήνυμα».

«Οκέι». Έγραψε στον Λεωνίδα και περίμενε με τους άλλους.

Τίποτα και πάλι.

Τα τρία αγόρια απόρησαν. Δεν ήταν σύνηθες να αργεί να απαντήσει ο Λεωνίδας. Και κάρτα να μην είχε, χρησιμοποιούσε προσωρινά το κινητό του πατέρα του ή της μάνας του. Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά και το κρύο δεν βοηθούσε στο να περιμένουν κι άλλο.

«Πάμε», είπε ο Ηλίας. «Δεν θα αρπάξω πνευμονία για ένα παιχνίδι».

Ο Αναστάσης τον ακολούθησε. Αλλά σταμάτησαν και οι δύο. Γύρισαν και είδαν τον φίλο τους να στέκεται στην πόρτα και να τους παρατηρεί. Ο Πέτρος δεν μίλησε, όχι στην αρχή τουλάχιστον. Όταν το έκανε, οι άλλοι δύο τον είχαν πλησιάσει ξανά: «Πρέπει να μπούμε», είπε.

«Δεν σκέφτεσαι…» ξεκίνησε ο Ηλίας.

«Σκέφτομαι. Και πολύ, μάλιστα».

Ο Αναστάσης τους κοίταξε. Είχε καταλάβει πού το πήγαιναν και δεν του άρεσε καθόλου. Ωστόσο, είπε: «Έχουν πάντα ένα κλειδί στο παράθυρο της κουζίνας».

Όντως, το βρήκαν κάτω από το ένα γωνιακό πλακάκι. Ο Αναστάσης το έβαλε στην κλειδαριά. Ξανακοίταξε τους άλλους και όλοι, αφού βεβαιώθηκαν πως ήταν μόνοι, του ένευσαν. Το γύρισε και η πόρτα έγειρε προς τα μέσα. Σκοτάδι. Τα αγόρια ενεργοποίησαν τους φακούς των κινητών τους.

«Πού πάμε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο αρχηγός. Όχι ότι δεν ήξερε, αλλά μέσα του ήλπιζε πως είχε καταλάβει λάθος και θα του έλεγαν κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο, εκτός από…

«Στον δεύτερο όροφο», απάντησε ο Πέτρος. «Πάμε στον δεύτερο όροφο».

Ο Ηλίας είπε: «Για μισό». Οσμίστηκε τον αέρα. «Μυρίζετε κάτι; Σαν χλωρίνη ή κάτι τέτοιο;»

Οι άλλοι δύο εισέπνευσαν δυνατά.

«Όντως, κάτι μυρίζει», απεφάνθη ο Αναστάσης. «Πέτρο, τι λες;»

Ο Πέτρος το είχε παρατηρήσει με το που μπήκαν μέσα. Αυτή την έντονη μυρωδιά καθαριστικού όπως και το ότι έλειπε η φωτογραφία της οικογένειας του Λεωνίδα στο κομοδίνο, που βρισκόταν φάτσα με το που έμπαινες στο σπίτι. Ο Πέτρος είχε γίνει δεκτός στην παρέα γιατί ήταν καλός σε κάτι τέτοια. Στα μαθήματα, στα επιτραπέζια παιχνίδια και στις συνωμοσίες, κι όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Νωρίτερα είχε αναφέρει το videogame σαν πρόφαση για να πιέσει τον Αναστάση και τον Ηλία να μπουν στο σπίτι. Του άρεσαν και τα ηλεκτρονικά, αλλά όχι τόσο όσο άφηνε να εννοηθεί. Ήθελε να ανήκει σε μια παρέα συνομήλικων του και τα videogames ήταν απαραίτητη προϋπόθεση πια.

«Ναι, το κατάλαβα κι εγώ», είπε.

«Τι να είναι;»

«Δεν ξέρω». Ο Πέτρος τους κοίταξε. «Συνεχίζουμε;»

Ο Αναστάσης και ο Ηλίας δεν ήθελαν, αλλά, εδώ που είχαν φτάσει, μάλλον δεν είχαν πολλές επιλογές.

Ανέβηκαν τα σκαλιά προς τον πρώτο στις μύτες των ποδιών τους. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Το σπίτι θύμιζε εγκαταλελειμμένο κάστρο βρικόλακα. Ή σπίτι μετά από εισβολή των ζόμπι. Τίποτα καλό δεν προμηνυόταν και τα τρία αγόρια έσφιξαν τα μπουφάν τους, παρά τη ζέστη.

«Μια στιγμή», είπε ο Ηλίας. «Τι γίνεται αν κάνουμε λάθος; Τι θα πούμε που μπήκαμε έτσι μέσα; Ότι “Είπαμε να σας κάνουμε έκπληξη;”»

Ο Πέτρος, για πρώτη φορά από τότε που γνωρίστηκαν, σήκωσε το χέρι του και άρπαξε τον Ηλία και τον ταρακούνησε. «Δεν κάνουμε λάθος», είπε. Στο δυνατό φως των κινητών, το πρόσωπο του Πέτρου έμοιαζε πιο τρομακτικό από το σπίτι.

Ο Ηλίας δεν τόλμησε να αντισταθεί. Δεν είχε ξαναδεί αυτή την πλευρά του Πέτρου και η διαπίστωση ότι ο «χοντρός» μπορεί να προκαλέσει τέτοια ταραχή τον έκανε να οπισθοχωρήσει.

«Ήρεμα», είπε ο Αναστάσης, σαν να θυμήθηκε πως ήταν καθήκον του ως αρχηγός να επαναφέρει στην τάξη τους άλλους. «Είμαστε στην ίδια ομάδα. Πάμε και θα δούμε τι θα πούμε». Αν κάνουμε λάθος, σκέφτηκε. Μακάρι να κάνουμε. Γιατί αλλιώς…

Η πόρτα του δωματίου του Λεωνίδα ήταν ανοιχτή, όπως και αυτή της κρεβατοκάμαρας και του μπάνιου. Δεν είδαν κανέναν, ενώ πλέον όλοι συνειδητοποίησαν πως έλειπαν όλες οι φωτογραφίες και οι αφίσες. Οι ηλεκτρονικές συσκευές είχαν εξαφανιστεί και αυτές, από τα κρεβάτια είχαν αφαιρεθεί τα κλινοσκεπάσματα, το γραφείο του Λεωνίδα ήταν άδειο από γραφική ύλη και βιβλία, και στο μπάνιο δεν υπήρχαν τα απαραίτητα είδη προσωπικής υγιεινής. Εξαιρουμένης της οσμής των καθαριστικών, το σπίτι έμοιαζε εγκαταλελειμμένο.

Έστρεψαν τους φακούς τους προς τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο. Ξεροκατάπιαν.

Όχι, δεν ήθελαν να το κάνουν.

Αλλά τότε είδαν κάτι να φαίνεται από το κάτω μέρος της παλιάς πόρτας. Φως, όχι πολύ δυνατό, αλλά αρκετό για να πειράξει εκείνη την ευαίσθητη χορδή που λέγεται περιέργεια, να την τεντώσει τόσο, ώστε να περιοριστεί ο φόβος και η θέληση για μάθηση να γίνει επιτακτική ανάγκη.

Τα αγόρια κοίταξαν το ένα το άλλο για τελευταία φορά. Ύστερα, ο Πέτρος, λες και είχε πάρει τα ηνία στα χέρια του, πάτησε το πρώτο σκαλί και η ανάβαση προς τον δεύτερο όροφο ξεκίνησε.

 

 

«Όταν με κοίταξε η μάνα σου», είπε ο Γιάννης στον Λεωνίδα, «είδα στο πρόσωπό της πόσο πολύ το απόλαυσε. Χαμογελούσε και έμοιαζε σαν να είχε δοκιμάσει το καλύτερο γλυκό που είχε φάει στη ζωή της». Ανασήκωσε τους ώμους του και γύρισε προς την Διονυσία. «Σε ρώτησα γιατί χαμογελάς, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Κι εγώ δεν σου απάντησα με λόγια». Η Διονυσία χαμογέλασε. «Απλά σε φίλησα και σε άφησα να γευτείς το ίδιο σου το αίμα», είπε και αγκάλιασε τον άντρα της και άγγιξε τα χείλη του με τα δικά της.

Ο Λεωνίδας έβλεπε συχνά τους γονείς του να φιλιούνται και πάντα γυρνούσε αλλού το κεφάλι του, κάνοντας γκριμάτσες. Νόμιζε πως είναι χάλια να βλέπεις τους γονείς σου να φιλιούνται. Η ιδέα, όμως, πως το κάνουν αυτό έχοντας αίμα στο στόμα… Ένιωσε σαν να ήθελε να κάνει εμετό, το στομάχι του συσπάστηκε αδέξια. Αλλά και να ήθελε, δεν μπορούσε. Το στόμα του ήταν ερμητικά σφραγισμένο.

«Μετά από εκείνο το βράδυ», είπε η Διονυσία, όταν άφησε τον Γιάννη, «η διάθεσή μας για το συνηθισμένο φαγητό χάθηκε. Απλά χάθηκε. Τρώγαμε, φυσικά, και τα κλασικά γεύματα, όπως μας έχεις δει. Όμως, είναι κι αυτό ένας τρόπος να μη καρφωθούμε. Δεν θέλαμε να μάθεις για εμάς. Ότι δεν μας έκανε πλέον ούτε η πίτα ή οι σούπες ή τα μπιφτέκια ή τα πατατάκια. Και σίγουρα όχι η πίτσα».

«Όχι. Ποτέ ξανά η πίτσα», συμφώνησε ο Γιάννης και συνέχισε: «Όταν βγήκαμε από το μπάνιο, είχαμε αποφασίσει τι ακριβώς θα κάναμε μετά. Θέλαμε κι άλλο αίμα, όσο μπορούσαμε να βρούμε. Δυστυχώς, ο Λεωνίδας ήταν ο μοναδικός διαθέσιμος εκείνο το βράδυ».

«Δεν πήρε πολύ μέχρι να πεθάνει», είπε η Διονυσία. Κοιτούσε κάπου μακριά, στην απέναντι πλευρά του χώρου. Σ’ εκείνο το βράδυ. «Ο Γιάννης τον έπιασε κι εγώ τον μαχαίρωσα. Ήταν αδύνατος και έτσι δεν αντιστάθηκε ιδιαίτερα. Πρόλαβε να κλάψει και να παρακαλέσει, περισσότερο επειδή δεν τον πέτυχα στην καρδιά με τη μία». Σήκωσε το χέρι της και έκανε πως καρφώνει κάποιον. «Τότε δεν ήξερα πόση δύναμη χρειάζεται για να διαπεράσει ένα μαχαίρι την καρδιά. Πρέπει να χτυπάς ευθεία και με σταθερό χέρι. Θέλει λίγη εξάσκηση, αλλά είναι απλό».

Ο Λεωνίδας κούνησε ξανά το κεφάλι του. Προσπάθησε να μιλήσει, να παρακαλέσει και να ουρλιάξει, όσο μάταιο και να ήταν. Δεν ήθελε να ακούσει άλλα. Ο πατέρας του και η μάνα του μιλούσαν για φόνους όπως ένας «καλός» δάσκαλος -από εκείνους που είναι κουλ και δεν φωνάζουν- που παραδίδει το μάθημα της ημέρας. Με τη διαφορά ότι ο Λεωνίδας ευχαριστιόταν τις σχολικές αυτές ώρες.

Τώρα, όμως, δεν υπήρχε τίποτα για να ευχαριστηθεί. Δεν έμοιαζε στους γονείς του. Δεν ήταν… Δεν ήταν κανίβαλος.

Η Διονυσία αναστέναξε. Κοίταξε τον άντρα της, ο οποίος της ένευσε. «Ύστερα από τη νύχτα εκείνη, τραπήκαμε σε φυγή. Πηγαίναμε εδώ κι εκεί, λέγαμε ψέματα σε όλους για εμάς και παίρναμε κάθε δυνατή προφύλαξη για να μη μας πιάσουν, τη στιγμή που εμείς αρπάζαμε ανυποψίαστους ανθρώπους και απολαμβάναμε τη δόση μας». Πλησίασε τον γιο της και γονάτισε μπροστά του. Τα μάτια της φαίνονταν στον Λεωνίδα όμορφα ακόμα και μετά τη διήγηση των ακατονόμαστων πράξεων της ιδίας και του Γιάννη. «Ο πατέρας σου σου είπε πως δεν θέλαμε παιδιά και αυτό είναι αλήθεια. Δεν θέλαμε να διαιωνίσουμε το… το είδος μας. Συν ότι θα ήταν επικίνδυνο για εμάς και για το παιδί». Χαμογέλασε. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ, είμαι σίγουρη. Δεν θέλαμε παιδιά, αλλά μας ήρθες εσύ, Λεωνίδα. Και…»

Η Διονυσία κόλλησε εδώ και ο Λεωνίδας είδε πως… ναι, πως ήταν πραγματικά λυπημένη. Όσο περίεργο και ειρωνικό κι αν φαινόταν αυτό, ήταν αλήθεια.

«Πιστέψαμε πως ίσως και να είχαμε μια κάπως φυσιολογική ζωή», είπε ο Γιάννης. «Ένα σπίτι, ένα παιδί και μια δουλειά. Ίσως, υποθέτω, μας πέρασε από το νου ότι σταδιακά θα μπορούσαμε να πολεμήσουμε την… την εξάρτησή μας. Χωρίς να στο πούμε, φυσικά». Ο Γιάννης πλησίασε και αυτός τον δεμένο Λεωνίδα. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά του γιου του. Μίλησε τρυφερά, όπως θα έκανε κάθε γονιός που αγαπά το παιδί του: «Μας έδωσες μια ελπίδα, Λεωνίδα. Δεν το παραδεχόμασταν ούτε στον εαυτό μας, αλλά εγώ -και είμαι σίγουρος και η μητέρα σου- σκέφτηκα πως θα μας έδινες την ευκαιρία να ξαναγίνουμε φυσιολογικοί. Το πιστέψαμε, γιε μου. Ήσουν η ζωντανή απόδειξη ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι καλό. Ορκιστήκαμε να μη σε βλάψουμε ποτέ, Λεωνίδα. Είτε το πιστεύεις, είτε όχι, το ορκιστήκαμε. Αυτό, αλλά και το ότι θα σε προστατεύουμε. Για πάντα. Είσαι ό,τι καλύτερο κάναμε ποτέ εγώ και η Διονυσία».

Ο Λεωνίδας κοίταξε τον πατέρα του. Είδε και στα δικά του μάτια πως ήταν ειλικρινής. Κατάλαβε ότι και οι δύο γονείς του έκαναν κάτι σαν εξομολόγηση. Μιλούσαν για τις αμαρτίες τους λες και ο Λεωνίδας ήταν παπάς και θα τους διάβαζε μια ευχή για να τους απαλύνει τον πόνο της ψυχής τους. Δεν τους είχε ξαναδεί έτσι.

Όχι, είπε στον εαυτό του, τον πατέρα μου τον έχω ξαναδεί σε αυτή την κατάσταση. Όταν είναι μεθυσμένος, μελαγχολεί. Όπως τότε, που μου είπε για τα υποτιθέμενα τέρατα του δεύτερου ορόφου. Τελικά, δεν έλεγε ψέματα. Απλά δεν διευκρίνισε ότι τα τέρατα είναι αυτός και η μητέρα μου.

Ο Λεωνίδας απέστρεψε το βλέμμα του. Δεν άντεχε να βλέπει τους γονείς του. Γιατί πλέον δεν τους θεωρούσε γονείς του. Δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν τέρατα, στην κυριολεξία. Κανίβαλοι -για όνομα του Θεού.

Και το χειρότερο;

Ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα και μετά κάποιος προσπάθησε να την ανοίξει. Ο Γιάννης και η Διονυσία αλληλοκοιτάχτηκαν. Έπειτα, η Διονυσία πήρε τον σουγιά και έκανε μια μικρή χαρακιά στο μάγουλο του γιου της, ο οποίος δάκρυσε κι άλλο. Οι γονείς του έσκυψαν και φίλησαν το αίμα, το οποίο είχε αναμειχθεί με δάκρυα.

Το χειρότερο, κατέληξε μέσα του ο Λεωνίδας, που δεν έδωσε σημασία στους χτύπους που ακούστηκαν απέξω, παρά μόνο στον πόνο που ένιωθε ψυχικά και σωματικά…

«Λυπάμαι, γιε μου», είπε ο Γιάννης, όταν απομακρύνθηκε με την γυναίκα του από το αγαπημένο τους παιδί. «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να γίνει. Δεν το θέλουμε, ούτε εγώ ούτε η μάνα σου. Αλλά τελικά… τελικά πρέπει να γίνει αυτό που φοβόμασταν».

Η Διονυσία δεν μίλησε.

… Το χειρότερο είναι πως εγώ θα είμαι το επόμενο γεύμα τους.

Τότε ακούστηκε ένα κλικ και τα πάντα μαύρισαν.

Πριν λυθεί και πάλι σε λυγμούς, ο Λεωνίδας άκουσε τους γονείς του να ψιθυρίζουν κάτι μεταξύ τους. Δεν αντιλήφθηκε τι είπαν, ούτε ό,τι άλλο έκαναν.

 

 

Τα τρία αγόρια στέκονταν έξω από την παλιά πόρτα. Δεν άκουγαν τίποτα από μέσα, αλλά το φως που ξεπρόβαλλε από την χαραμάδα ήταν η απόδειξη πως κάποιος βρισκόταν στην άλλη μεριά.

«Τι κάνουμε;» ψιθύρισε ο Ηλίας.

Ο Αναστάσης δεν είχε ιδέα.

Ο Πέτρος, όμως, είχε. Χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές.

Δεν πήρε απάντηση.

Στη συνέχεια, προσπάθησε να την ανοίξει.

Κλειδωμένη.

Οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν σαν να ήταν τρελός.

«Καλά, γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Αναστάσης. «Θες να μας καταλάβουν;»

«Κάτι έπρεπε να κάνουμε», απάντησε ο Πέτρος. «Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς θα μας καταλάβαιναν».

«Πού το ξέρεις;»

«Δεν είναι χαζοί. Ξέρουν από μυστικά».

Ο Αναστάσης τον έβρισε, αλλά δεν το συνέχισε.

«Ωραία», είπε ο Ηλίας, «και τώρα τι έχει σειρά;»

«Θα περιμένουμε», είπε ο Πέτρος.

«Πόσο;»

Δεν χρειάστηκε να απαντήσει ξανά ο Πέτρος.

Τα επόμενα δευτερόλεπτα συνέβησαν δύο πράγματα.

Πρώτα, το φως χάθηκε. Τα αγόρια είδαν τη χαραμάδα από κάτω τους να εξαφανίζεται.

Και μετά η πόρτα άνοιξε. Τα παιδιά οπισθοχώρησαν αβέβαια, τρομοκρατημένα από το σκοτάδι που απλωνόταν εμπρός τους. Κανένα τους δεν μίλησε. Τους ήρθε η παρόρμηση να το βάλουν στα πόδια, μα ενδόμυχα δεν ήθελαν να πάθουν κάτι πισώπλατα. Οπότε έμειναν στη θέση τους, δύο σκαλιά πιο κάτω απ’ όπου στέκονταν μέχρι πρότινος.

Τότε, όταν επιτέλους άφησαν τον εαυτό τους να εστιάσει σε όλες τις αισθήσεις τους, άκουσαν κάποιον να κλαίει. Χωρίς να βγάζει μιλιά, όμως. Σαν να μη μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. Λες και ήταν…

Χριστέ μου!

«Είναι ο Λεωνίδας», ψιθύρισε ο Ηλίας. Όπως και ο Αναστάσης με τον Πέτρο, είχαν δει και ακούσει κι άλλες φορές τον φίλο τους να κλαίει. Αλλά όχι φιμωμένο! σκέφτηκε ο Ηλίας.

«Έχεις δίκιο», συμφώνησε ο Αναστάσης, αλαφιασμένος. «Τι θα κάνουμε; Ε; Τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε;»

«Ηρέμησε», είπε ο Πέτρος. Έγλειψε τα χείλη του. Φοβόταν και αυτός. Παιδί ήταν, τι άλλο να έκανε; Πόσο θα ήθελε να έχει ένα ποτήρι νερό τώρα… Όταν αγχωνόταν ή ένιωθε κάτι κακό, έπινε νερό. Ήταν κάτι σαν ψυχαναγκασμός για τον Πέτρο. Λες και το ποτήρι με το νερό είχε κάποια μαγική δύναμη και έδιωχνε ό,τι αρνητικό τον καθήλωνε.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε και ο Ηλίας.

Τότε ο Πέτρος είπε: «Την αστυνομία! Να πάρουμε την αστυνομία. Γρήγορα, εσύ, Αναστάση, πάρε την αστυνομία».

«Οκέι, οκέι», έκανε ο Αναστάσης και προσπάθησε με τρεμάμενα χέρια να βρει το κινητό του. Έψαξε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν συνήθως και κάθε που δεν το έπιανε έβριζε τον εαυτό του.

«Άσ’ το», είπε ο Πέτρος και έβγαλε το δικό του. «Πάρε».

Ο Αναστάσης σχημάτισε τον τριψήφιο αριθμό. Στην αρχή, δεν έδωσε τα στοιχεία του, παρά φώναζε στον συνομιλητή του. «Ελάτε, ο φίλος μου έχει πρόβλημα. Τώρα, ντε, ελάτε, ελάτε, γαμώτο! Μπορεί να τον σκοτώνουν. Ελάτε».

Ο Πέτρος και ο Ηλίας δεν διόρθωσαν τον Αναστάση. Γιατί από τον δεύτερο όροφο δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Λεωνίδας είχε σταματήσει τα αναφιλητά. Τα δύο αγόρια δεν έχασαν άλλο χρόνο. Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια, πρώτος ο Πέτρος, με τον Ηλία να ακολουθεί και μπήκαν στο σκοτεινό χώρο. Πάτησαν πάνω στα απλωμένα πανιά, με τον Πέτρο να αναζητά το διακόπτη για το φως.

Όταν τον βρήκε, τον κατέβασε και το φως τούς τύφλωσε για μια στιγμή. Έκλεισαν τα μάτια και τα κάλυψαν με τα χέρια τους, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα βογκητό δυσφορίας.

Τότε ο Λεωνίδας άρχισε πάλι να βογκάει. Όχι να κλαίει, να βογκάει. Σαν να… σαν να ήθελε να φωνάξει.

Ο Πέτρος και ο Ηλίας κατέβασαν τα χέρια τους. Είδαν το χώρο γύρω τους, τα πανιά, τον σουγιά, τους γάντζους, τις φωτογραφίες, αλλά δεν κάθισαν να συλλογιστούν τι ακριβώς συνέβαινε εδώ μέσα. Ο φίλος τους καθόταν σε μια καρέκλα, δεμένος και φιμωμένος. Έκλαιγε και είχε μια μικρή κόκκινη ουλή στο μάγουλό του.

Τον πλησίασαν.

«Είσαι καλά, Λεωνίδα;» ρώτησε ο Ηλίας. Έπιασε το φίμωτρο και του το αφαίρεσε.

«Οι γονείς μου», είπε ο Λεωνίδας. Έβηξε και πήρε βαθιές αναπνοές. «Οι γονείς μου…»

«Δεν είναι εδώ. Έφυγαν», είπε ο Πέτρος, καθώς έλυνε τους κόμπους από τα χέρια του φίλου του. «Ε, Λεωνίδα, έφυγαν. Μ’ ακούς; Έφυγαν».

«Οι γονείς μου… Είναι… Είναι…»

«Έφυγαν, φίλε. Είσαι ασφαλής. Είμαστε εμείς εδώ. Οι γονείς σου έφυγαν».

«Είναι… Έκαναν… Σε όλους αυτούς…»

Ο Αναστάσης εισήλθε κι αυτός στο χώρο την ώρα που ο Λεωνίδας έκλαψε γοερά.

 

 

5.

Ο επικεφαλής των αστυνομικών κράτησε παρέα στον Λεωνίδα και στους φίλους του, ώσπου το παιδί των «Κανίβαλων της πόλης», όπως θα έμεναν γνωστοί οι γονείς του -όχι τυχαία, καθότι η αστυνομία δεν έδωσε όλες τις πληροφορίες που αποκόμισε, για να μη βγαίνει κάθε λίγο και λιγάκι ο οποιοσδήποτε άσχετος και να λέει ότι ξέρει ποιος είναι ο ένοχος, οπότε οι δημοσιογράφοι έβγαλαν τα δικά τους συμπεράσματα, με έναν εξ αυτών, που δούλευε σε κουτσομπολίστικη φυλλάδα, να γράφει πως οι γονείς τους Λεωνίδα μπορεί να έτρωγαν τα θύματά τους-, αποκοιμήθηκε στον καναπέ του αστυνομικού τμήματος. Πήρε κατάθεση από όλους όσο πιο σύντομα και ανώδυνα μπορούσε, δεδομένων των συνθηκών. Η ιστορία ουσιαστικά ήταν η ίδια: ο Γιάννης και η Διονυσία ήταν καλοί γονείς και αγαπούσαν τον γιο τους. Στη γειτονιά είχαν πολύ καλό όνομα, δεν ενοχλούσαν, ενώ όταν κάποιος χρειαζόταν κάτι τον συνέδραμαν. Ο Γιάννης έπινε λίγο παραπάνω μερικές φορές, αλλά χωρίς να προβαίνει σε βιαιότητες απέναντι στην οικογένειά του. Η Διονυσία δε, ήταν νοικοκυρά και φρόντιζε επιμελώς τον γιο της. Ο αξιωματικός κατάλαβε από το κοκκίνισμα των φίλων του Λεωνίδα πως και κάτι άλλο έπαιζε και, εν τέλει, του είπαν πως τους άρεσε εμφανισιακά. Έως ότου ανακάλυψαν τι μυστικά έκρυβαν αυτή και ο άντρας της, οπότε ο φόβος έσβησε κάθε πόθο ή ό,τι άλλο ένιωσαν ποτέ για αυτήν.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν με τους αστυνομικούς να ξεψαχνίζουν τη ζωή των γονιών του Λεωνίδα και τα φλας των ΜΜΕ να αστράφτουν σε κάθε εμφάνιση του αγοριού ή των φίλων του ή κάποιου γείτονα. Οι φωτογραφίες των θυμάτων βοήθησαν να ανοίξουν και να ξανάρθουν στο προσκήνιο όλες οι εξαφανίσεις που είχαν γίνει σε ακτίνα αρκετών μιλίων τα τελευταία χρόνια.

Ο Γιάννης και η Διονυσία, όπως ανακάλυψε ο αξιωματικός της αστυνομίας, δρούσαν με αποτελεσματικότατο τρόπο. Κινούνταν διαρκώς, αφήνοντας μηδαμινά ίχνη, έχοντας κάποια ευχέρεια χρημάτων από τους αποβιώσαντες γονείς τους. Έπιαναν άτομα μοναχικά ή σε ζευγάρια, με τα οποία δεν τους συνέδεε τίποτα. Τα σκότωναν και έπαιρναν το αίμα τους, προς τέρψη της αρρωστημένης δίψας τους. Ύστερα, ξεφορτώνονταν τα πτώματα. Πού; Άγνωστο, δυστυχώς. Οι αστυνομικοί δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τις σωρούς των εξαφανισμένων. «Ίσως κάποτε», είπε ο επικεφαλής. «Ίσως».

Ο μόνος εξαφανισθείς ο οποίος σήμαινε κάτι για το συγκεκριμένο ζεύγος ήταν ο συμφοιτητής του Γιάννη, ο Λεωνίδας. Το πρώτο θύμα. Είχε αναφερθεί τότε η εξαφάνισή του και είχαν γίνει πολλές έρευνες, όμως, όπως και τα υπόλοιπα θύματα, δεν βρέθηκε ποτέ.

Όλα αυτά, μέχρι που απέκτησαν τον Λεωνίδα. Τότε πρέπει να κατάλαβαν πως ό,τι έκαναν δεν μπορούσε να συνεχιστεί όπως πριν. «Γιατί», εξήγησε ο αξιωματικός, «ένα παιδί ισούται με ένα σωρό ευθύνες. Μια από τις οποίες είναι να το αγαπάς και να είσαι δίπλα του. Ακόμα και για αυτούς τους ανθρώπους, με τις ακατονόμαστες πράξεις και ορέξεις τους, μπορούμε να πούμε πως υπήρχε μια κάποια υποβόσκουσα και περισσευούμενη αγάπη για το παιδί τους». Συνέχισε: «Πώς αποδεικνύεται αυτό; Το καταλαβαίνουμε κυρίως από το ότι δεν σκότωσαν το γιο τους. Τον άφησαν ζωντανό και έφυγαν. Κατά μία παρανοϊκή έννοια, υποθέτω ότι είναι κι αυτό μια πράξη αγάπης». Ο Γιάννης και η Διονυσία, από τη στιγμή που ο Λεωνίδας ήρθε στον κόσμο, δεν σταμάτησαν το αποτρόπαιο έργο τους, όμως το έκαναν πιο σποραδικά. «Αν με ρωτούσε κάποιος», ο αξιωματικός ολοκλήρωσε, χαμογελώντας θλιμμένα, «θα έλεγα ότι η ζωή τους απέκτησε νόημα, χάρη στον μικρό Λεωνίδα. Το είδαν. Είμαι βέβαιος πως προσπάθησαν να του δώσουν την ψυχή τους. Ό,τι καλό είχε απομείνει στην ψυχή τους, τέλος πάντων. Με τον δικό τους τρόπο». Από το μυαλό του αστυνομικού πέρασε η ιδέα να προσθέσει πως -εξαιρουμένης της εγκληματικής τους δράσης- συγκρινόμενοι με άλλους γονείς, ο Γιάννης και η Διονυσία μάλλον έκαναν πολύ καλή δουλειά για τον γιο τους. Αλλά, δεδομένων των συνθηκών και των επιπτώσεων που θα είχε μια τέτοια δήλωση, δεν το είπε. Έτσι, άφησε τους ψυχολόγους να πουν τα δικά τους. Όμως, κλήθηκε να απαντήσει σε μια βασική ερώτηση: γιατί οι γονείς του Λεωνίδα άφησαν πίσω τους τις φωτογραφίες και άλλα στοιχεία; «Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά ίσως συνηγορεί και αυτό στο ότι θέλουν να σταματήσουν».

Οι εξαφανίσεις ανθρώπων δεν σταμάτησαν, αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα ότι όλες όσες δεν εξιχνιάστηκαν ήταν έργο των συγκεκριμένων «Κανίβαλων». Ένας ειδικός εγκληματολόγος αποφάσισε να στηρίξει την ιδέα του επικεφαλή της αστυνομίας, αφού είπε πως «ενδέχεται να πολεμούν την εξάρτησή τους. Το ότι μίλησαν στο γιο τους πιστεύω ότι τους βοήθησε σημαντικά. Η εξομολόγηση που έκαναν ίσως τους επηρέασε προς την σωστή κατεύθυνση».

Ο Λεωνίδας, σαν ανήλικος και χωρίς συγγενείς εν ζωή, πέρασε στην κηδεμονία του κράτους. Με απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα, μια τοπική υπηρεσία που ασχολιόταν με τη μέριμνα και την παιδική προστασία καλωσόρισε το μικρό αγόρι στην οικογένειά της και ανέλαβε να το φροντίσει όπως του άρμοζε. Του προσέφερε στέγη, τροφή, το στήριξε με ειδικούς. Επέτρεψε και στους φίλους του να επισκέπτονται τον Λεωνίδα.

Όσο για το σπίτι; Πέρασε και αυτό στην κυριότητα του κράτους. Και μετά σε μια τράπεζα. Από κει και πέρα… ποιος ξέρει; Το μόνο βέβαιο είναι πως οι κάτοικοι έκαναν συχνά παράπονα στην αστυνομία για κάτι νεαρούς με κουκούλες και σπρέι που περπατούσαν κάποια βράδια στην γειτονιά. Οι εξωτερικοί τοίχοι του «σπιτιού-σφαγείου» -όπως έμεινε γνωστό, χάρη στο χιούμορ ενός δημοσιογράφου μεγάλης εφημερίδας- γέμισαν με γκράφιτι που παρίσταναν καρικατούρες των γονιών του Λεωνίδα να επιδίδονται σε αφαιμάξεις αθώων ανθρώπων ή να ξεκοιλιάζουν με μαχαίρια μικρά παιδιά. Σε μία από αυτές φαίνονταν ο Γιάννης και η Διονυσία να είναι γυμνοί μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη αίμα και από πάνω τους να κρέμεται ο πρωθυπουργός της χώρας με την κοιλιά ανοιγμένη, ενώ σε άλλους γάντζους πιο πίσω, σαν γδαρμένα γουρούνια, ήταν κι άλλοι πολιτικοί. Κάποιος είχε γράψει με κεφαλαία: ΘΑ ΑΞΙΖΕ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ, ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ; ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΝΟΥΝ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ. ΑΣ ΠΙΕΙ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ. ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΕ;

Με το σχολείο, την στήριξη των εργαζομένων της υπηρεσίας και των άλλων παιδιών που έμεναν εκεί, τις συνεχόμενες συνεδρίες, κατά τις οποίες ο Λεωνίδας μιλούσε ακατάπαυστα, αλλά και τις επισκέψεις των φίλων του, άρχισε να ξεπερνάει σταδιακά τον πόνο, το άγχος και τη θλίψη που ένιωθε. Ο κόσμος γύρω του απέκτησε ξανά χρώματα και μυρωδιές και η θέληση για ζωή επανήλθε στην καρδιά του.

Βέβαια, υπήρξαν και πολλές δυσκολίες. Το στίγμα που τον συνόδευε επέτρεπε σε κακοπροαίρετους να τον βρίζουν, να τον κοροϊδεύουν και να τον φτύνουν. Στο σχολείο δεν ήταν λίγοι οι συμμαθητές του που τον πλεύριζαν για να τον θίξουν και να τον βλάψουν.

Όμως, επίσης λίγοι δεν ήταν και αυτοί που τον υπερασπίστηκαν. Τα άλλα παιδιά με τα οποία μεγάλωνε έγιναν φίλοι και προστάτες του και τον κράτησαν στα πόδια του, όταν χρειαζόταν βοήθεια. Και τελικά αυτό δεν είναι που θα έπρεπε να συγκρατήσει; Το ότι υπήρχαν φίλοι να τον συντροφεύουν;

Ο Λεωνίδας πορεύτηκε στη ζωή του, κάνοντας δική του οικογένεια και δουλεύοντας στην πρωτεύουσα ως δικηγόρος. Αγαπούσε τα δύο παιδιά του και φρόντιζε να είναι κοντά σε αυτά και στην σύζυγό του. Αν κάποιος έβλεπε ποτέ τις φωτογραφίες τους από εκδρομές και ταξίδια που έκαναν, τα χαμογελαστά πρόσωπα με τις αστείες γκριμάτσες σε βαθυγάλαζο φόντο ή με δέντρα να ορθώνονται δεξιά και αριστερά, θα αντίκριζε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τους μίλησε για τους γονείς του; Μόνο στη σύζυγό του. Τα παιδιά ήταν πολύ μικρά για να συνειδητοποιήσουν πόσο κακό μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος.

Ο Πέτρος, ο Ηλίας και ο Αναστάσης τράβηξαν τις δικές τους πορείες. Όμως κράτησαν επαφή μεταξύ τους και με τον Λεωνίδα. Όποτε έβρισκαν ευκαιρία, συναντιούνταν, πότε στην πρωτεύουσα, πότε στην πόλη που μεγάλωσαν, πάντα αγαπημένοι, πάντα φίλοι. Δεν μιλούσαν για το παρελθόν. Δεν έκαναν καμιά αναφορά για το σαδιστικό μυστικό των γονιών του Λεωνίδα. Οι «Κανίβαλοι της πόλης» καταζητούνταν. Ήταν πρόβλημα της αστυνομίας πια. Για τον Λεωνίδα και τους φίλους του μόνο το παρόν και το μέλλον είχε σημασία.

 

 

6.

Ένα κρύο πρωί ο Λεωνίδας έφυγε από το δικαστήριο, αφήνοντας τον πελάτη, το προεδρείο και το ακροατήριο σύξυλους. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και οδήγησε παραβιάζοντας σχεδόν κάθε φανάρι και όριο ταχύτητας. Ίδρωνε ακατάπαυστα και παρακαλούσε τον Θεό να είναι καλά τα παιδιά του. Τον είχε πάρει τηλέφωνο ο διευθυντής του σχολείου. Του είπε πως κάποιος επιτέθηκε στα δύο παιδιά του, χωρίς όμως να τα βλάψει. Ο διευθυντής, ένας συμπαθητικός εξηντάρης, τον διαβεβαίωσε πως είναι καλά, αλλά ο Λεωνίδας ήθελε να σιγουρευτεί.

Πάρκαρε όπως-όπως και βγήκε από το αμάξι του –το οποίο δεν κλείδωσε. Είδε το περιπολικό και η ανησυχία του έγινε πιο έντονη. Είχε ειδοποιήσει αυτοβούλως την αστυνομία. Όρμησε μέσα στο προαύλιο, περνώντας δίπλα από έναν αστυφύλακα. Έφτασε στο γραφείο του διευθυντή. Η γυναίκα του, που είχε αφήσει κι αυτή τη δουλειά της, τον αγκάλιασε και μετά τον άφησε για να αγκαλιάσει εκείνος τα παιδιά. Τα έσφιξε δυνατά και τα ρώτησε πολλές φορές αν είναι καλά.

Ο αρχιφύλακας που έστεκε δίπλα στον διευθυντή είπε πως είχαν μια περιγραφή του τύπου που επιτέθηκε στα παιδιά.

«Βρείτε τον», είπε αποφασιστικά ο Λεωνίδας. «Βρείτε τον και βάλτε τον φυλακή». Σαν δικηγόρος, θα έπρεπε να ξέρει πως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μιλούσε ο δικηγόρος Λεωνίδας, μα ο πατέρας Λεωνίδας.

Ο αρχιφύλακας έξυσε το κεφάλι του και κοίταξε τον διευθυντή, τη σύζυγο του Λεωνίδα και μετά τα παιδιά. «Αυτό είναι ένα θέμα», είπε.

«Τι εννοείτε;»

«Κάποιος παρενέβη. Κάποιοι, για να είμαι πιο συγκεκριμένος». Κοίταξε τις σημειώσεις του. «Δύο ηλικιωμένοι, ένας άντρας και μια γυναίκα. Σύμφωνα με τα παιδιά σας, άρπαξαν τον άντρα και τον πήραν μαζί τους, όπου κι αν πήγαν».

Ο Λεωνίδας κοίταξε τη γυναίκα του. Είδε πως και σ’ εκείνη πέρασε ακριβώς η ίδια σκέψη από το μυαλό της.

Όταν χτύπησε το κινητό του και είδε το άγνωστο νούμερο η σιγουριά του έγινε λίγο πιο έντονη.

Όταν απάντησε και άκουσε την γέρικη, αλλά γνώριμη φωνή του πατέρα του, βεβαιώθηκε: ο άντρας εκείνος αποτελούσε παρελθόν. «Γεια σου, Λεωνίδα», είπε ο Γιάννης. «Όπως σου είπα τότε, πάντα θα σε προστατεύουμε. Και εσένα και την οικογένειά σου. Είσαι ό,τι καλύτερο κάναμε ποτέ. Η εξαίρετη σύζυγός σου και τα αξιαγάπητα παιδιά σου, τα εγγονάκια μας, είναι ό,τι καλύτερο έκανες εσύ ποτέ. Θα σας φροντίσουμε, Λεωνίδα. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό».

Όσο και να ήθελε να επιτεθεί στον πατέρα του, να του απαγορέψει να πλησιάσει τα παιδιά και τη γυναίκα του, ο Λεωνίδας, κοιτάζοντας τα τρία μέλη της οικογένειάς του, συμφωνούσε μαζί του. Οπότε δεν είπε τίποτα. Απλά τερμάτισε την κλήση.

Κι όταν από καιρού εις καιρόν έβλεπε ανάμεσα στο πλήθος τους γονείς του, δυο χαμογελαστά, ρυτιδωμένα πρόσωπα με μαλλιά στο χρώμα του χιονιού, το μόνο που έκανε ήταν να τους χαιρετάει από μακριά.

Τάκης Κομνηνός

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading