, ,

Ο Μανώλης και η Αννιώ – 2

Είχε «φάει» τον τόπο να την βρει. Ρώτησε παντού αν έχουν δει την Αννιώ, όλοι έλεγαν το ίδιο πράγμα, την είχαν δει εχθές το πρωί στον φούρνο, αγόρασε ψωμί, χαιρέτησε τον πάτερ στην επιστροφή και την κυρία Αμέλια την γειτόνισσα από το απέναντι σπίτι, μπαίνοντας στο σπίτι τους. Έκτοτε κανένας δεν την είδε να βγαίνει!

Πήγε στο λιμάνι, ρώτησε γνωστούς, είχε περίεργο παρουσιαστικό η γυναίκα του, δεν την ξεχνούσες εύκολα, αν για κάποιο λόγο έφευγε με πλοίο, κάποιος από τους πολλούς γνωστούς θα την έβλεπε. Κανείς δεν είδε, κανείς δεν άκουσε. Ο σημαδεμένος μιγάς, εκείνος που ήταν και αχθοφόρος στα περισσότερα πλοία, του είπε να πάει στην «γειτονιά με τις γυναίκες», εκεί να ρωτήσει, «εκεί βρίσκεις όλους τους χαμένους» του έγνεψε με ένα ειρωνικό γέλιο, που άφηνε τα μπροστινά χρυσά δόντια του να λάμψουν στο φως!

«Η Αννιώ μου στα κακόφημα στέκια δεν έχει καμιά δουλειά!» μονολόγησε γυρνώντας την πλάτη! Άνοιξε το βήμα να επιστρέψει, η κοιλιά του γουργούριζε απειλητικά και ήθελε οπωσδήποτε κάτι να πιει. Η ματιά του σταμάτησε λίγο πριν το στενό που οδηγούσε στην «γειτονιά των γυναικών», σε κλάσματα δευτερολέπτου σκέφτηκε τα πάντα, γέμισε εικόνες το μυαλό του, η καρδιά του χτύπησε απελπισμένα! Θα ένιωθε πάντα πως κάτι δεν είχε κάνει σωστά, αν δεν απέκλειε κάθε ενδεχόμενο, αν δεν ρώταγε όπου μπορούσε. Έστριψε στο στενό χωρίς δεύτερες σκέψεις, μπήκε σε έναν άλλο κόσμο, που ας μην γελιόμαστε τον ήξερε καλά. Άνθρωπος του λιμανιού και αυτός, γνώριζε καλά ποιος ήταν ποιος, ποια η ιεραρχία, τι ρόλο «έπαιζε» ο καθένας. Στάθηκε έξω από το «Ρόουζ» έγνεψε στον νταβατζή που στεκόταν πίσω από τις γυναίκες, εκείνος απρόθυμα πλησίασε.

– Λέγε!
– Ψάχνω μια συγκεκριμένη γυναίκα…. λέει και δείχνει την φωτογραφία της

Ο νταβατζής τον «κόβει» από πάνω μέχρι κάτω. Καταλαβαίνει ότι είναι «της άλλης τάξεως, της υψηλής» και του τρίβει τα δάχτυλα, ζητάει χρήματα. Ο Μανώλης του δίνει κάμποσα δολάρια διακριτικά, τον κοιτά ευθεία στα μάτια, αναμένει μια απάντηση.

– Ξέχνα την, δεν πρόκειται να την βρεις.
– Τι εννοείς; Μίλα καθαρά! του φωνάζει έξαλλος ο Μανώλης και τον πιάνει από τον γιακά.
– Ξέχνα την ρε, την άρπαξαν σου λέω! Και μην με ξαναγγίξεις, θα σε θάψω!

Άσπρισε τότε μονομιάς ο Μανώλης, σαν να του «πήραν» την ψυχή με μια ανάσα. Όταν κατάφερε και μάζεψε τα κομμάτια του, έμαθε πληροφορίες, πρόσωπα, καταστάσεις, αλλά δεν μπόρεσε να βρει τα ίχνη της! Το μόνο που κατάφερε να μάθει, ήταν πως δυο γεροδεμένοι την πήραν σε ένα πλοίο με προορισμό το Ισραήλ, αφού πρώτα την έσυραν με την βία στην «γειτονιά των γυναικών». Πίεσε, απείλησε, πλήρωσε να μάθει το όνομα του πλοίου και τέλος πήγε στην αστυνομία αποκαμωμένος.

Η υπόθεσή του μετά από αρκετά χρόνια χωρίς καμία πρόοδο, απλά ξεχάστηκε! Ακόμα μια αγνοούμενη από εκείνον τον ξένο τόπο, τόσο μακριά από τον δικό του. Ακόμα μια χαμένη γυναίκα στις λίστες των πολλών.

Μόνο τότε η καρδιά της μάνας μαλάκωσε. Πήγε και τον βρήκε «έλα γιέ μου, πάμε στο σπίτι μας» του είπε και εκείνος ψάχνοντας μια παρηγοριά, αφέθηκε στο χάδι, στην φροντίδα και την αγάπη της.

Στον τόπο του δούλεψε σκληρά. Να ξεχάσει και να ξεχαστεί, μάταια η μάνα του τον προξένευε στις καλύτερες. Κουβέντα δεν έκανε ο Μανώλης να πάρει άλλη. Τα βράδια έκλεινε τα μάτια και έβλεπε την Αννιώ να τον φιλά και μετά δυο άνδρες την άρπαζαν, εκείνη φώναζε βοήθεια και εκείνος δεν μπορούσε να αντιδράσει, δεν μπορούσε να την σώσει. Αυτό δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του, τον στοίχειωσε η απουσία του από κοντά της. Δεν έπρεπε να αφήσει μόνη, τέτοια γυναίκα με αυτή την μοναδική ομορφιά. Δεν έπρεπε να μπαρκάρει ξανά, όταν διαισθάνθηκε πως κάτι είχε αλλάξει κάτι.

Μα τι; Του έκρυβε κάτι; Και αν κάτι φοβόταν; Αν δεν πρόλαβε να του μιλήσει; Και αν… αν υπήρχε άλλος;

Ελένη Ρέγγα

Συνεχίζεται…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading