,

Καρδιές μπλεγμένες με μπαλόνια

Ήμουν μόλις δεκαεπτά όταν τη γνώρισα. Έναν Αύγουστο από αυτούς τους μοναχικούς, του οποίου τα απογεύματα με έβρισκαν να αγναντεύω τη θάλασσα, μιζεριάζοντας για την ρουτινιασμένη μου παροντική ζωή. Ένα από αυτά τα συνηθισμένα Αυγουστιάτικα απογεύματα τη γνώρισα. Αφορμή ήταν ένας βουβός μου αναστεναγμός, ο οποίος συγκρούστηκε με έναν άλλο – μα θορυβώδη αρκετά – από το διπλανό μπαλκόνι. Σηκώθηκα δειλά να δω, από πού προέρχεται. Καθώς στάθηκα στα κάγκελα, αντίκρισα μία ηλικιωμένη γυναίκα να κάθεται σε μία ξύλινη καρέκλα, κρατώντας μία φωτογραφία στα χέρια. Το βλέμμα της περιφερόταν εναλλάξ στη φωτογραφία και στο μπαλκόνι μου. Έμοιαζε να αναζητά κάποιον να ενστερνιστεί τον αναστεναγμό της.

Δευτερόλεπτα μετά, η ματιά της συνάντησε τη δική μου. «Κοριτσάκι μου είσαι καλά;» με ρώτησε. «Ναι, εσείς;» απάντησα. «Δε σε ρώτησα τυπικά, αλλά γιατί δε μου φαίνεσαι καλά… Έλα από εδώ να μιλήσουμε» είπε γλυκά, με ύφος απόλυτο. Της χαμογέλασα και γνέφοντας καταφατικά, κατευθύνθηκα προς τη εξώπορτα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που κάποιος αναγνώρισε τη θλίψη πίσω από το βλέμμα μου.

Καθώς μπήκα στο σπίτι της, με υποδέχθηκε ευδιάθετη, αν και την πρόδιδαν τα βουρκωμένα της μάτια. Καθίσαμε στο μπαλκόνι και μπήκε αμέσως στο θέμα. «Μη νομίζεις ότι θα σου παινευτώ ότι έχω κάποια διαίσθηση και κατάλαβα πώς νιώθεις. Απλά, όπως σε είδα μου θύμισες τόσο εμένα στην ηλικία σου! Η μαζεμένη στάση σώματος, το αγχωμένο, θλιμμένο βλέμμα. Κοίτα…». Άνοιξε τα χέρια της και μου έδωσε τη φωτογραφία που κρατούσε. Μπορούσα και μόνη μου να διακρίνω ένα κορίτσι, με τόσο κοινά συναισθήματα με εμένα. Ήταν εκείνη…

Άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της. Μου μίλησε για τη νομική που σπούδασε ώστε να πάρει τη δουλειά των γονιών της, την καταπίεση που ένιωθε στην ηλικία μου για την οποία καταλόγιζε την οικογένειά της, το σχολείο. Καθώς μιλούσε, τη διέκοψα, λέγοντάς της «Ακριβώς το ίδιο νιώθω κι εγώ… Πως με φυλακίζει ο κλειστός και γεμάτος κριτική σχολικός κύκλος, η υπερπροστασία των γονιών μου, οι καλές επιδόσεις που καλούμαι να έχω». Χαμογέλασε κι έπειτα μου περιέγραψε τον ενήλικο εαυτό της, τον οποίο χαρακτήρισε δεσμοφύλακά της.

Εξαιτίας του φόβου της προδοσίας και της απόρριψης, επέλεξε να περάσει όλη τη ζωή της με έναν άνθρωπο που της πρόσφερε την απόλυτη ασφάλεια, όμως σε μια ζωή δίχως πάθος και χρώματα. Η ανασφάλειά της, την έκανε να μην “κυνηγήσει” ποτέ, τον αληθινό έρωτα. Το ίδιο συνέβη και με το όνειρό της, το τραγούδι. Τρέμοντας την αντίδραση των γονιών της, δεν προσπάθησε ούτε στιγμή, να το “αγγίξει”. «Κι αν με ρωτήσεις τώρα, χίλιες φορές μια ζωή με περισσότερες πληγές, παρά τόσα απωθημένα! Όπως βλέπεις, η ενηλικίωση δεν παραδίδει κανένα κλειδί απεγκλωβισμού των ονείρων, εμείς οφείλουμε να το “αρπάξουμε’’» είπε στο τέλος.

Είχα μείνει να την κοιτώ, μα την προσήλωσή μου διέκοψε το τηλεφώνημα των γονιών μου. Είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να επιστρέψω σπίτι.

-Συγγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω. Φωνάξτε με ξανά, όποτε θέλετε παρέα…

-Εντάξει γλυκιά μου, θα τα πούμε σύντομα.

Το επόμενο απόγευμα το πέρασα πάλι στο μπαλκόνι της, μία καθημερινή συνήθεια που συνεχίστηκε για μήνες. Μου έλεγε δικές της ιστορίες, με συμβούλευε, με καθησύχαζε… Οι συζητήσεις μαζί της, καταπράυναν όλο και περισσότερο τη χρόνια μοναξιά μου, με το πέρασμα του χρόνου δενόμασταν. Ώσπου, έφτασε ένα βράδυ – από τα τελευταία του χειμώνα – που την επισκέφτηκα και μου φάνηκε ανήσυχη. Είχε ένα κόμπο στη φωνή και εξέφραζε ευγνωμοσύνη που με γνώρισε, με έναν τρόπο που θύμιζε αποχαιρετισμό. Πριν φύγω από το σπίτι της εκείνη τη νύχτα, μου είπε «Θέλω να σου πω κάτι να θυμάσαι και να μου υποσχεθείς πως θα το φυλάξεις για πάντα στην καρδιά σου. Να έχεις πάντα, προτεραιότητα τα όνειρά σου. Μοιάζουν με μπαλόνια, που είναι δεμένα πάνω μας σε κόμπους, όπως μας τα έδεναν στα χέρια όταν ήμασταν παιδιά, για να μη μας φύγουν. Τώρα όμως θέλουμε να μας φύγουν αυτά τα μπαλόνια, να πετάξουν ψηλά. Όσο περισσότερους κόμπους από αυτούς λύσουμε, τόσο πιο ελεύθερη θα νιώσει η ψυχή μας. Ίσως μας βοηθήσουν κάποιοι άνθρωποι που θα συναντήσουμε στη διαδρομή, αλλά ποτέ κανένα μπαλόνι δε θα μας το απελευθερώσει κάποιος μόνος του. Στόχος σου πρέπει να είναι να αποδεσμεύσεις, όσα πιο πολλά μπορείς. Εγώ δυστυχώς είμαι ακόμη γεμάτη κόμπους και ούτε θα προλάβω να τους λύσω…».

Τα είχα χάσει λίγο με όλα αυτά που έλεγε και για έναν ανεξήγητο λόγο, ένιωθα ένα ρίγος και μια επιθυμία να ξεσπάσω σε λυγμούς. «Θα τα θυμάμαι όλα»της απάντησα τρέμοντας. Με έκανε μια σφιχτή αγκαλιά και με καληνύχτισε. Το επόμενο απόγευμα χτύπησα το κουδούνι της, μα με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Την πόρτα άνοιξε ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος. «Ήρθες για την κυρία Σάρα, το ξέρω. Δυστυχώς, δεν είναι πια κοντά μας… Είχε καρκίνο τελικού σταδίου, ήξερε πως τις μένουν μονάχα μερικοί μήνες, γι’ αυτό νοίκιασε και σπίτι εδώ… Ήθελε να κλείσει τον κύκλο της δίπλα στη θάλασσα, τη γαλήνευε έλεγε…».

Ένιωσα σαν να μου έριξαν γροθιά στο στομάχι εκείνη τη στιγμή. Δεν πίστευα ότι η γυναίκα που “φώτισε” τόσο τη ζωή μου δεν υπήρχε πια και δεν μου είχε πει ότι είναι στα τελευταία της. Ταραγμένη έσπευσα να φύγω από εκεί. «Στάσου, έχει αφήσει κάτι για σένα», είπε ο σπιτονοικοκύρης. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Κρατούσε ένα μπαλόνι και δίπλα ένα γράμμα. Άρχισα να το διαβάζω «Δε σου είπα ότι θα φύγω τόσο γρήγορα… Ήθελα οι συζητήσεις μας να είναι αμερόληπτες και όχι κάθε φορά να λυπάσαι που μιλάς με μία ετοιμοθάνατη. Δε θέλω να κλαις. Σκέψου ότι ελευθερώθηκε η ψυχή μου, που η ίδια επέλεξα να καταδικάσω σε φυλακή όσο ζούσα. Ελπίζω να θυμάσαι τις συζητήσεις μας και να μην ταυτίσεις κι εσύ το θάνατο με την ελευθερία της ψυχής. Όσο ζεις, μπορείς να νιώσεις ψυχικά ελεύθερη, απεγκλωβίζοντας τα όνειρά σου. Λύνοντας τους κόμπους απ’ τα μπαλόνια που λέγαμε! Αυτό το μπαλόνι που πιθανόν τώρα κρατάς, δε στο άφησα τυχαία. Είναι ένας απ’ τους κόμπους που έλυσα τους τελευταίους μήνες της ζωής μου, τη μοναξιά. Βρήκα ένα άτομο αληθινό, να ανοιχτώ και να μ’ ακούσει κι αυτό ήσουν εσύ. Γι’ αυτό, τούτο το μπαλόνι σου ανήκει…».

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading