, ,

Η Εντολή της Κόμισσας – Μέρος Τρίτο – 2.ΙΙ

Προηγούμενο

Λίγο πριν τη Βουδαπέστη, Ουγγαρία

Χρειάζονταν περίπου είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσει το τρένο στον προορισμό του, όταν ο ελεγκτής αποφάσισε να επισκεφτεί ξανά την όμορφη νέα γυναίκα που καθόταν στο τελευταίο βαγόνι, μόνη της. Την είχε δει για πρώτη φορά όταν επιβιβάστηκαν όσοι ήθελαν να πάρουν την αμαξοστοιχία που ξεκίνησε από το Παρίσι και είχε κάνει στάση στη Βιέννη, απ’ όπου θα συνέχιζε και θα κατέληγε στη Βουδαπέστη. Πριν από περίπου τρεις ώρες, δηλαδή, όταν αυτός άλλαξε τον συνάδελφό του, ο οποίος αποσύρθηκε στην καμπίνα που χρησιμοποιούσε το προσωπικό. Ο άλλος του είχε πει ότι αυτή η γυναίκα ήταν μεν όμορφη, αλλά είχε κάτι που δεν του άρεσε, κάτι που τον φόβιζε. Συγκεκριμένα, είπε Όταν πήγα για να ελέγξω το εισιτήριο των επιβατών του τελευταίου βαγονιού, συνειδητοποίησα ότι καθόταν μόνη της. Είχα δει από νωρίτερα ότι τα άλλα βαγόνια γέμιζαν κόσμο, ενώ ξεκίνησαν με λιγότερο, αλλά, ξέρεις, δεν το σκέφτηκα, δεν το έψαξα. Απλά, υπέθεσα ότι βαρέθηκαν να κάθονται σε ένα μόνο βαγόνι ή ότι κάποιοι έψαχναν τα παιδιά τους ή κάτι τέτοιο. Δεν είναι δα και τόσο παράξενο, να αλλάζουν βαγόνια, έτσι; Τέλος πάντων. Πήγα, λοιπόν, και στο τελευταίο βαγόνι και την είδα να κάθεται με σκυφτό κεφάλι και κουκούλα. Φοράει μαύρα, σκέφτηκα, φαίνεται μοναχική. Ίσως έχασε κάποιον δικό της και πενθεί. Οπότε αποφάσισα να της μιλήσω με περισσότερη προσοχή, απ’ ό,τι συνηθίζω. Της ζήτησα συγνώμη για την ενόχληση, αλλά ότι θα ήθελα να δω το εισιτήριό της και έπειτα θα την άφηνα στην ησυχία της. Η γυναίκα, χωρίς να με κοιτάξει, μου το έδωσε και ήταν εντάξει. Έχει αγγλικό όνομα, την λένε Μαίρη Μπάρλοου. Και τότε… (εδώ ο συνάδελφός του σταμάτησε για λίγο και έτριψε το σβέρκο του και χασμουρήθηκε)… Και τότε κάτι της είπα, νομίζω πως έκανα μια προσπάθεια να της πω για τον καιρό ή αν θα ήθελε κάτι; Νομίζω; Δεν είμαι σίγουρος. (σταμάτησε ξανά και φάνηκε προβληματισμένος) Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι. Εκείνο το σημείο της συνάντησης είναι θολό, σαν, ξέρεις, σαν να είναι όνειρο που το ξέχασα. Όπως και να έχει, φεύγοντας από το βαγόνι, είχα μια έντονη ανησυχία. Α, να κάτι που θυμάμαι καλά: όταν έφυγα, είχα την αίσθηση ότι κρυώνω και πως το τελευταίο βαγόνι δεν θερμαινόταν καλά. Δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα, αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτό μου πέρασε από το μυαλό. Όπως και να έχει, πρόσεχε, φίλε μου. (σταμάτησε και χασμουρήθηκε πάλι) κάτι γίνεται με δαύτη.

Ο ελεγκτής δεν ήξερε τι είχε πιάσει τον συνάδελφό του και τι ήταν όλες αυτές οι ασυναρτησίες, αλλά αυτό που ανέβαλλε την πρώτη φορά είχε σκοπό να το πραγματοποιήσει τώρα. Είχε δει την μαυροντυμένη γυναίκα, όταν στάθηκε στην πόρτα του προτελευταίου βαγονιού. Αυτή έτυχε να σηκώσει το κεφάλι της προς το μέρος του. Είδε το κατάλευκο πρόσωπό της. Ένιωσε το βλέμμα της. Μαίρη Μπάρλοου, είπε μέσα του, με έναν τρόπο που δεν είχε χρησιμοποιήσει ούτε για χάρη της γυναίκας του. Και, δίχως να σκεφτεί ότι αυτό θα μπορούσε να τον βάλει σε μπελάδες, αφενός έβγαλε τη βέρα του (και την έκρυψε σε μια τσέπη του σακακιού του) και αφετέρου έγλειψε το κάτω χείλος του, λες και ήθελε δείξει στην γυναίκα ότι την έβλεπε σαν πόρνη. Ωστόσο, παρά το ότι εκείνη δεν αντέδρασε με κάποιον άλλο τρόπο, πέραν από το να γυρίσει το κεφάλι προς την άλλη πλευρά, όφειλε να παραδεχτεί πως κάτι περίεργο ένιωσε κι αυτός. Κάτι είχε η ματιά της. Κάτι σαγηνευτικό, αλλά και απειλητικό. Κι αυτός είναι ο μόνος ουσιώδης λόγος που δεν την προσέγγισε αμέσως. Η αόριστη οπτική απειλή που είχε διασχίσει την μεταξύ τους απόσταση και είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή του ελεγκτή.

Έτσι, είχε απομακρυνθεί, για να επιτηρεί τα άλλα βαγόνια και να πει μια δυο κουβέντες με επιβάτες ή άλλα μέλη του προσωπικού. Είχε φύγει από κοντά της. Αλλά προσωρινά. Γιατί τη σκέψη του μονοπωλούσε η Μαίρη Μπάρλοου. Ούτε τα παιδιά του, ούτε η σύζυγός του, ούτε οι γέροι γονείς του ή οι φίλοι του. Κανένας άλλος, παρά μόνο η Αγγλίδα του τελευταίου βαγονιού.

Και εφόσον πέρασαν ώρες από την αρχική επαφή, οπότε και λησμόνησε όσα παράλογα είχε ακούσει για αυτήν, αλλά και όσα είχε αισθανθεί, ο ελεγκτής αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του με την Μπάρλοου. Είχαν λίγο χρόνο στη διάθεσή τους. Αλλά αυτή τη φορά, αντίθετα από τον συνάδελφό του, εκείνος δεν θα πήγαινε απλά για να ελέγξει το εισιτήριό της ή να πουν καθημερινές ανοησίες, παρά θα της αποκάλυπτε το φλασκί με το δυνατό λικέρ που κουβαλούσε μαζί του και τα υπόλοιπα θα έρχονταν από μόνα τους. Αν έρχονταν. Αν όχι, στη χειρότερη θα τον έδιωχνε από κοντά της. Δεν θα μιλούσε, δεν θα έκανε φασαρία. Αν την είχε καταλάβει σωστά, τότε ήταν σίγουρος πως η γυναίκα είναι απόμακρη και πως δεν θα ήθελε να τραβήξει οποιαδήποτε προσοχή πάνω της.

Αν όχι… Σιγά που θα πει όχι, σκέφτηκε και χαμογέλασε με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε όταν ενδιαφερόταν για κάποια γυναίκα. Με τον ίδιο εκείνο τρόπο που είχε εντυπωσιάσει πολλές κοπέλες στο Παρίσι και με τον οποίο κάποτε είχε εξαναγκάσει να τον ερωτευτεί η μέλλουσα σύζυγός του. Την ίδια ακριβώς έκφραση εκμεταλλευόταν και όταν έβλεπε μια όμορφη πιθανή ερωμένη του, την οποία αργότερα, αφού πλάγιαζαν, θα την άφηνε κοιμισμένη και αυτός θα εξαφανιζόταν. Βέβαια, συνήθως δεν έμπλεκε με πελάτισσες, γιατί θα μπορούσε να χάσει τη δουλειά του (και τον γάμο του, και μερικά δόντια από τους θυμωμένους οικείους τους), αλλά θα έκανε μια εξαίρεση για την Μαίρη Μπάρλοου. Αν μη τι άλλο, αν είχε δίκιο ο συνάδελφός του ως προς το ότι η γυναίκα πενθούσε, εκείνος θα της προσέφερε την «κατάλληλη» παρηγοριά που «ήξερε» ότι αποζητούν όλες οι γυναίκες.

Ο ελεγκτής πήγε στο τελευταίο βαγόνι και για άλλη μια φορά μέσα σε αυτές τις σχεδόν δώδεκα ώρες ταξιδιού η Κόμισσα γεύτηκε το αίμα ενός ηλίθιου άντρα, χωρίς αυτός να ξέρει τι του συνέβη. Το ίδιο είχε κάνει και με τρεις άλλους, στο πλοίο που την μετέφερε από την Αγγλία στη Γαλλία. Ήταν Εγγλέζοι φίλοι και είχαν έρθει στην καμπίνα της. Ευτυχώς, δεν είχαν πιει πολύ, οπότε δεν είχε χαλάσει η γεύση του αίματός τους. Οι ανόητοι! Είχαν πιστέψει πως θα έπαιρναν ό,τι ήθελαν από εκείνη, χωρίς να τους φέρει αντίσταση. Πού να ήξεραν! Και ποτέ δεν έμαθαν: τους άφησε αναίσθητους, τους αφαίμαξε και στη συνέχεια τους παράτησε σε έναν διάδρομο, τσουβαλιάζοντάς τους, ενώ οι άλλοι επιβάτες κατέβαιναν και το προσωπικό ασχολιόταν μαζί τους.

Δεν άλλαξε κανέναν, ούτε στο πλοίο, ούτε στο τρένο. Δεν ενδιαφερόταν για αυτούς. Όχι τώρα. Ήθελε να φτάσει στο Μπραν, δίχως προβλήματα και ανούσιες καθυστερήσεις. Όταν έπεφτε η Τρανσυλβανία, τότε θα εξαπέλυε τα χιλιάδες τέκνα της στον υπόλοιπο κόσμο.

*

Άσυλο Νάνκο Φούνκε, Ολλανδία

«Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, αγαπητοί μου, ο Μαρτίν δεν είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους θα θέλατε να έχετε κάποια σχέση, τουλάχιστον επί του παρόντος. Μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνος και συχνά “χάνεται” από την πραγματικότητα και βλέπει πράγματα ή όντα που ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν. Ασχολείται με ίντριγκες και μυστικά που συμβαίνουν μονάχα στο ταραγμένο μυαλό του. Και εκτός αυτών» ολοκλήρωσε την ομιλία του ο δρ Έχπερτ Φούνκε, φυσώντας τον καπνό από την πίπα του, «εδώ κάνουμε μια προσπάθεια, που απαιτεί χρόνο. Χρόνια, για να είμαι ειλικρινής. Τα προβλήματα ψυχικής φύσεως δεν λύνονται σε μια μέρα. Ο Μαρτίν είναι από τους πιο απαιτητικούς ασθενείς που φιλοξενούμε εδώ. Οφείλουμε στους οικείους του, στο δικαστήριο, στα θύματά του, αλλά πάνω απ’ όλα στον ίδιο να τον βοηθήσουμε να ξεπεράσει τις παράλογες σκέψεις του και να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία μας».

Ήταν παχουλός και χωρίς μαλλιά στο στρογγυλό κεφάλι του. Είχε μικρά μάτια, κρυμμένα πίσω από γυαλιά, και μικρό μουστάκι από μαύρες τρίχες. Φορούσε λευκό πουκάμισο και μπλε γραβάτα, κάτω από την άσπρη ρόμπα του. Το παντελόνι του κουστουμιού του ήταν γκρι και τα παπούτσια του μαύρα και γυαλιστερά σαν καθαρή τζαμαρία. Επίσης, ήταν ευγενέστατος, καλοσυνάτος, χαμογελαστός και πολύ πρόθυμος να μιλάει για τα ίδια πράγματα μέχρι να βαρεθεί το ακροατήριό του. Είχαν γύρω στα είκοσι λεπτά εδώ μέσα, στο γραφείο του, από την στιγμή που τους δέχτηκε και, μετά τα τυπικά και αφού κάθισαν απέναντί του, εξηγούσε στους δύο κατασκόπους τι συνέβαινε με τον Μαρτίν, ξανά και ξανά. Παράλογες σκέψεις, παράνοια, επιθετικότητα, χρησιμοποιούμε κάθε ανθρωπίνως δυνατό μέσο, αποφεύγοντας τις ακρότητες (ακόμα και τις πιο κοινές, όπως να είναι τα παράθυρα σιδερόφραχτα), γιατί χρειάζεται βοήθεια, δεν γίνεται να τον αφήσουμε να βγει ακόμα στον έξω κόσμο… Ήταν λες και νόμιζε ότι οι επισκέπτες του είναι ανόητοι. Ακόμα και αν δεν είχε αυτό υπόψη του (ότι μιλούσε σε αδαείς και χωρίς πολύ μυαλό), ωστόσο αυτό καταλάβαιναν ο Βολφ και ο Ράινχελ, και δεν τους άρεσε να τους υποτιμούν.

Αλλά παρά την ευχάριστη διάθεση που απέπνεε ο γιατρός, οι κατάσκοποι πίστευαν ότι φορούσε ένα προσωπείο, μια μάσκα. Δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα από άσυλα ή από γιατρούς σαν τον Έχπερτ, όμως η συνολική εικόνα που σχημάτισαν για αυτόν δεν ήταν καλή. Από το γραφείο του (που ήταν πιο πολυτελές απ’ όσο πίστευαν ότι χρειάζεται), μέχρι κάποια μέλη του προσωπικού (που έδειχναν είτε βαριεστημένα είτε αγενέστατα είτε εντελώς στριφνά, με πρώτη και καλύτερη την γραμματέα του διευθυντή και ιδιοκτήτη) και τον τρόπο που μιλούσε. Ο Βολφ και ο Ράινχελ δεν είχαν προλάβει να ανταλλάξουν κουβέντα μεταξύ τους, από την στιγμή που ο φύλακας τούς έβαλε στο άσυλο, αλλά στο μυαλό του καθενός υπήρχε το ίδιο συμπέρασμα: ο δόκτωρ υποκρινόταν τον καλό. Πολύ χαμογελούσε, απέφευγε την οπτική επαφή, ασχολιόταν με την πένα ή την πίπα που κάπνιζε ή έλεγχε τα γυαλιά του και τα «καθάριζε»… Στις ερωτήσεις που του έκαναν, δε, απαντούσε, όμως με σαφή πρόθεση να τους αποθαρρύνει να δουν τον Μαρτίν. Βασικά, ήθελε να τους διώξει, αυτό κατάλαβαν. Ένιωθε άβολα που ήθελαν να επισκεφτούν τον συγκεκριμένο ασθενή.

Δεν είχαν καμιά πρόθεση να του κάνουν το χατίρι, κι ας είχε δώσει εντολή να τους φέρουν καφέ, τον οποίο αρνήθηκαν επανειλημμένως.
«Δρ Φούνκε» είπε ο Βολφ «αντιλαμβανόμαστε όσα μας λέτε και τις προειδοποιήσεις σας, αλλά επιμένουμε. Ήρθαμε εδώ για να δούμε ξανά τον Μαρτίν». Βέβαια, όπως και ο Ράινχελ, είχε κάποιες αμφιβολίες, αν όντως δηλαδή θέλανε να προχωρήσουν κι άλλο μέσα στο άσυλο, καθότι είχαν ακούσει μερικές άναρθρες κραυγές, σαν να κυκλοφορούσαν εκεί άγρια ζώα.

Ο γιατρός ένευσε και για μια στιγμή κοίταξε κάπου πίσω από τον Βολφ και τον Ράινχελ. Προς τον καναπέ, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, τη βιβλιοθήκη του και την πόρτα. Έπειτα, κοίταξε την πένα του και γύρισε ξανά προς τον Βολφ. «Κύριε Τζάκσον» είπε «και κύριε Μπρέιντεν, καταλαβαίνω ότι κάνατε μεγάλο ταξίδι από την Αγγλία, νομίζοντας ότι θα βρείτε τον φίλο σας να δουλεύει ακόμα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και πως θα βγαίνατε για να πιείτε και να φάτε, όπως παλιά, αλλά δυστυχώς ο Μαρτίν δεν είναι πια αυτός που ήταν. Αυτός που νομίζατε πως είναι. Παρεμπιπτόντως, γιατί, είπατε, ότι γίνατε φίλοι;»
Δεν είπαμε, σκέφτηκε ο Βολφ. Σάμπως μας άφησες να μιλήσουμε, πέραν από το να σου πούμε πώς μας λένε και ποιον θέλουμε να δούμε; «Γνωριστήκαμε σε μια εκδήλωση» είπε. «Είχε να κάνει με την διάδοση των μύθων ανά τους αιώνες».
Ο Ράινχελ το επιβεβαίωσε.

Ο Βολφ συνέχισε, σαν να έλεγε κάτι απόλυτα λογικό και αληθές. «Μας ενδιαφέρει η διάδοση των μύθων, ξέρετε».
«Αλήθεια;» Ο Έχπερτ μόρφασε και κατένευσε. Χαμογέλασε. «Τότε πρέπει να προσέχετε, αγαπητοί μου. Μπορεί να καταλήξετε και εσείς σαν τον Μαρτίν, αν αφεθείτε στις… αναζητήσεις σας».

Ο Ράινχελ συμμάζεψε τον εαυτό του, ώστε να μην ορμήσει στον άλλο, χαμογέλασε και είπε «Σας ευχαριστούμε για την συμβουλή, γιατρέ. Τώρα, θέλουμε να δούμε τον φίλο μας». Παλιομαλάκα, που θα μας πεις και τρελούς.
Ο Φούνκε ρώτησε «Επιμένετε, λοιπόν;»
«Ναι, γιατρέ».
«Δεν μπορώ να σας μεταπείσω;»
«Φοβάμαι πως όχι» απάντησε ο Βολφ. «Άλλωστε, γιατί να το προσπαθήσετε; Απλά, θα μιλήσουμε για λίγο με τον Μαρτίν και θα φύγουμε». Θα φύγουμε με τον Μαρτίν, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε.

Ο Φούνκε σοβάρεψε. Κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο. «Το ξέρετε ότι, αν το κρίνω απαραίτητο, μπορώ να σας απομακρύνω από το άσυλο αυτή τη στιγμή;» είπε. «Χωρίς να δείτε οποιονδήποτε άλλο, πέραν από εμένα και τους φύλακες που θα σας συνοδέψουν έξω;»

Ο Ράινχελ παρακάλεσε μέσα του να δοκιμάσει ο Φούνκε μια τέτοια μαλακία.
«Φύλακες;» ρώτησε ο Βολφ. «Εννοείτε πως έχετε κι άλλους εκτός από τον κύριο που περιπολεί έξω;»
«Φυσικά. Άλλωστε, ο κύριος αυτός δεν είναι φύλακας, αλλά ο επιστάτης. Οι φύλακες είναι πιο νέοι και ικανοί στην… σε δύσκολες περιπτώσεις, ας πούμε. Και βρίσκονται πάντα εντός των χώρων του ασύλου, εκτός από τις ώρες που οι ασθενείς περνάνε το χρόνο τους στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, αν χρειαστεί, αν το αποφασίσω εγώ, θα επέμβουν».
«Είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να το κάνετε αυτό» είπε ο Βολφ, με ψυχραιμία. «Αλλά θα σας κάνω μια ερώτηση, γιατρέ. Δεν θα ήταν προς όφελος του ασθενούς να δει μερικούς παλιούς γνωστούς του; Θέλω να πω, δεν θα πάθει κάτι, έτσι; Και όχι απλά δεν θα πάθει κάτι κακό, μα θα χαρεί κιόλας και θα νιώσει καλά. Αυτό δεν θέλετε και εσείς; Να είναι καλά οι ασθενείς σας;»

Ο Φούνκε συμφώνησε αμέσως και χαμογέλασε ξανά. «Έχετε δίκιο, κύριε Τζάκσον» είπε. «Αυτό θέλω. Αυτό θέλουμε. Όλοι οι εργαζόμενοι του ασύλου. Για αυτό έφτιαξα αυτό το μέρος». Άφησε την πένα του και σηκώθηκε. «Θα δώσω παραγγελία να σας συνοδέψουν μέχρι το σαλόνι αναψυχής, όπου θα σας φέρουν τον Μαρτίν, εφόσον βέβαια το επιθυμεί και ο ίδιος. Θα έχετε μισή ώρα στη διάθεσή σας, από τη στιγμή που θα καθίσετε μαζί με τον Μαρτίν».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ σηκώθηκαν και αυτοί. «Σας ευχαριστούμε» είπαν.
«Αλλά σας εφιστώ την προσοχή: αν αναστατώσετε τον ασθενή με οποιονδήποτε τρόπο, θα φύγετε και δεν θα σας επιτραπεί ποτέ ξανά η είσοδος σε αυτό το άσυλο».
«Το καταλαβαίνουμε» τον διαβεβαίωσε ο Βολφ.
«Επίσης, να έχετε κατά νου πως ο Μαρτίν είναι πολύ πιθανό να μην σας αναγνωρίσει. Υπάρχουν στιγμές που το μυαλό του δεν είναι εστιασμένο στην πραγματικότητα και ό,τι και να κάνετε δεν θα σας δώσει την παραμικρή σημασία. Ή και να σας απευθυνθεί, θα είναι για να προσθέσει και εσάς σε κάποια από τις εκατοντάδες παράλογες ιδέες του. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις, θα σας συμβούλευα να αποχωρήσετε άμεσα. Είμαι σίγουρος ότι έχετε μια συγκεκριμένη ιδέα για τον Μαρτίν, μια εικόνα που, και λόγω αυτών που σας είπα, και λόγω του πώς θα τον δείτε, ίσως απογοητευτείτε και, φεύγοντας από εδώ, δεν νομίζω να θέλετε να τον θυμάστε ως τον τρελό επικίνδυνο που ζει στον κόσμο του. Οπότε καλό θα ήταν να μην τον απασχολήσετε πολύ, ακόμα και αν είναι παρών ψυχικά και σωματικά. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»
«Φυσικά, γιατρέ». Ο Βολφ άπλωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Το ίδιο έκανε και ο Ράινχελ, ευχαριστώντας τον Θεό που τέλειωσε αυτή η συνάντηση, προτού ξεφύγουν τα πράγματα. Αν και δεν θα το γλιτώσουμε, σκέφτηκε. Σιγά μην αφήσουν τον Χόουνεχ να μας ακολουθήσει. Ήταν κάτι που έπρεπε να το εξετάσουν καλά με τον Βολφ. Πώς θα έβγαζαν τον Μαρτίν από το άσυλο; Νωρίτερα, είχαν υποσχεθεί ότι ο Μαρτίν θα πήγαινε στο Μπραν. Ειδικά ο Βολφ δεν είχε σκοπό να παρατήσει την αποστολή, όσο δύσκολη και αν αποδεικνυόταν. Αλλά τότε δεν είχαν έρθει εδώ, στο άσυλο. Αν ο Φούνκε αρνιόταν, πώς θα φυγάδευαν τον Χόουνεχ; Θα έπρεπε να καταφύγουν στη βία, και αυτό θα είχε σαν συνέπεια να τους κυνηγήσουν οι Αρχές. Και ούτε ήταν δίπλα ο σιδηροδρομικός σταθμός, για να φύγουν αμέσως.
Πριν συναντήσουν τον Φούνκε, ο Βολφ είχε προλάβει να πει στον Ράινχελ ένα πράγμα: Άσε εμένα να μιλήσω. Μην ανακατευτείς ιδιαίτερα. Ο επιλοχίας δεν ήξερε ακριβώς τι θα έκανε ο λοχαγός του, ωστόσο τον εμπιστευόταν και, για την ώρα, φαινόταν να έχει αποτέλεσμα η τακτική του. Όσον αφορά την συνέχεια… Αυτό θα το έκριναν σε λίγα λεπτά.

Ο Φούνκε πίεσε ένα διακόπτη κάτω από το γραφείο του και ακούστηκε ένας ήχος του κουδουνιού, παρόμοιος με αυτόν της πύλης. Η στριφνή ξανθιά γραμματέας εμφανίστηκε στην πόρτα. Στάθηκε με τα χέρια πίσω από την πλάτη, σαν στρατιώτης σε ημιανάπαυση, κοιτώντας με σοβαρότητα τον Φούνκε. «Μάλιστα, γιατρέ;» ρώτησε. Από το συντηρητικό ντύσιμο ως τον κότσο που κρεμόταν στο κεφάλι της και τη φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από χαλασμένο μουσικό όργανο, όλα πάνω της μαρτυρούσαν ότι αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους γνωστούς της.

Ο Φούνκε είπε στα αγγλικά «Δεσποινίς Μπλούμεντα. Ίμκε. Φέρε τον προϊστάμενο νοσηλευτή, να πάει τους κυρίους στην αίθουσα αναψυχής. Έπειτα, στείλε τον ίδιο και άλλους δύο να συνοδεύσουν τον Μαρτίν στην ίδια αίθουσα. Όταν τελειώσει η συνάντηση, τότε οι κύριοι θα αποχωρήσουν με συνοδεία».
«Μάλιστα, γιατρέ, όπως επιθυμείτε». Χαμογέλασε με προσποιητή χαρά προς τους δύο κατασκόπους. «Όποτε είστε έτοιμοι, κύριοι».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ αποχαιρέτισαν τον γιατρό, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε δουλειά και δεν θα τους ακολουθούσε, και βγήκαν από το γραφείο του.
«Περιμένετε εδώ, παρακαλώ» είπε η Μπλούμεντα και άνοιξε την πόρτα της γραμματείας. Κάτι είπε στην μητρική της γλώσσα και κάποιος της απάντησε. Ύστερα, γύρισε ξανά προς τους δύο άντρες. «Ελάτε, κύριοι». Τους έδειξε έναν σωματώδη ξανθό τύπο, που λεγόταν Γιούριαν φαν ντε Ζέιντε, ο οποίος ήταν προϊστάμενος νοσοκόμος. Αυτός θα τους πήγαινε στην αίθουσα αναψυχής και έπειτα μαζί με κάποιον άλλο θα έφερνε τον Μαρτίν Χόουνεχ.
«Ευχαριστούμε» είπε ο Βολφ στην Ίμκε.
«Τον γιατρό να ευχαριστείτε, που σας δέχτηκε τέτοια ώρα και που σας αφήνει να δείτε έναν ασθενή, ενώ έχει τελειώσει το επισκεπτήριο. Α, και παρακαλέστε τον Θεό να είναι ήρεμος ο Χόουνεχ». Χαμογέλασε με ειλικρινή ειρωνεία. Είπε ψιθυριστά «Πιστέψτε με, δεν θα θέλατε να τον δείτε όπως τον έχουμε δει κατά καιρούς εδώ. Καλό σας βράδυ». Και γύρισε να μπει στο γραφείο της, κλείνοντας την πόρτα, δίχως να περιμένει να μιλήσουν οι κατάσκοποι.
«Πάντα έτσι γλυκύτατη είναι η κυρία;» ρώτησε ο Ράινχελ με περιπαικτικό ύφος τον Γιούριαν.

Ο νοσοκόμος, που έδειχνε να έχει τόση ευχάριστη διάθεση όση είχε η Μπλούμεντα, ρώτησε με βαριά προφορά «Ναι. Πάντα. Έχετε κάποιο πρόβλημα;»
Όλοι πάτε γυρεύοντας εδώ μέσα; αναρωτήθηκε ο Ράινχελ. Όσο συνέχιζαν να συναντούν και να μιλάνε με άτομα που εργάζονταν στο άσυλο, τόσο περισσότερο ήθελε να τους φέρουν αντίρρηση για την απελευθέρωση του Μαρτίν.
«Όχι, κύριε Γιούριαν» απάντησε ο Βολφ. «Κανένα απολύτως πρόβλημα».
«Ωραία». Ο νοσοκόμος άρχισε να περπατάει και οι δύο κατάσκοποι τον ακολούθησαν.

Ο διάδρομος που διέσχιζαν ήταν καθαρός, με τους κυανούς τοίχους να είναι διακοσμημένοι με πίνακες ζωγραφικής που αναπαριστούσαν τοπία ή μικρά οικόσιτα ζώα και με λάμπες να φωτίζουν το χώρο. Σε μερικά σημεία, κοντά στον ένα ή τον άλλο τοίχο υπήρχαν βάζα με λουλούδια. Στην μέση περίπου του διαδρόμου, υπήρχαν κρεμασμένα κάτι λευκά ρούχα, σαν σακάκια με μακριά μανίκια. Οι πόρτες, που βρίσκονταν μόνο στην μια πλευρά του διαδρόμου, έξω από τις οποίες περνούσαν ήταν αριθμημένες• κάποιες είχαν και επιγραφές στα ολλανδικά. Άλλοι νοσοκόμοι και άλλες νοσοκόμες έβγαιναν από κάποια δωμάτια, από τα οποία ακούγονταν είτε συνομιλίες είτε φωνές. Κοιτούσαν για μια στιγμή τους ξένους με κουρασμένο ή βαριεστημένο ύφος και χωρίς να τους μιλάνε, πριν επιστρέψουν στα καθήκοντά τους.

Σταμάτησαν να περπατάνε έξω από την δέκατη έκτη πόρτα. Ο Γιούριαν την άνοιξε και αποκάλυψε έναν μεγάλο χώρο, με τραπέζια (τρία από τα οποία είχαν μια τράπουλα, ένα σκάκι και μια ντάμα), καρέκλες, καναπέ, άλλους πίνακες ζωγραφικής και τα αντίστοιχα σύνεργα (καβαλέτο, πινέλα κλπ), και μια μεγάλη και γεμάτη βιβλιοθήκη. Ένας από τους τοίχους ήταν βαμμένος (το βουκολικό τοπίο και οι άνθρωποι και τα ζώα είχαν φτιαχτεί με μπερδεμένη σειρά) ασημένιος πολυέλαιος, με πολλά μικρά φανάρια, κρεμόταν από το ταβάνι και προσέφερε άπλετο φως στο χώρο. Ένα ρολόι (πιο μικρό από του Φούνκε) ήταν στερεωμένο στη βιβλιοθήκη. Κάτι που έκανε εντύπωση στους κατασκόπους ήταν το ότι οι γωνίες των αντικειμένων (όπως των τραπεζιών ή των θυρών) ήταν στρογγυλεμένες. Ο Γιούριαν τους έδειξε ένα τραπέζι κοντά στο ένα από τα τρία παράθυρα. «Καθίστε εκεί» είπε «και περιμένετε». Έφυγε μόνο όταν τους είδε να κάθονται δίπλα-δίπλα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
«Άκουσες τι είπε εκείνη η Ίμκε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ράινχελ. «Για τον Μαρτίν;»
«Ναι» απάντησε ο Βολφ. «Αλλά δεδομένων όσων έκανε στους πέντε τύπους με τους μωβ μανδύες, δεν μου φαίνεται περίεργο».
«Σίγουρα, σίγουρα. Να σε ρωτήσω, πώς και δεν είπες στον Φούνκε ότι θα πάρουμε μαζί μας τον Μαρτίν; Πρέπει να το ξέρει. Θα το μάθει, έτσι κι αλλιώς».
«Ήθελα να δω πρώτα πώς θα πάει η συνάντηση με τον Φούνκε, αλλά και με τον Μαρτίν. Και είναι και το πώς θα είναι ο Μαρτίν. Αν δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, πού να τον πάμε; Πώς να τον εμπιστευτούμε; Πώς να ρισκάρουμε να τον πάρουμε κακήν κακώς από εδώ;»
«Ναι, κατάλαβα. Έχεις δίκιο». Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το τοπίο πέραν από τα όρια του ασύλου ήταν ακόμα σκοτεινό. «Αλλά αυτός ο Φούνκε μού φάνηκε ότι έλεγε πολλά απλά για να μας καθυστερήσει και να θελήσουμε εμείς οι ίδιοι να φύγουμε. Σαν να μην ήξερε όσα θα ήθελε να γνωρίζει για τον Μαρτίν και προσπαθούσε να μας δείξει ότι δεν έχει νόημα να τον συναντήσουμε».
«Μπορεί και να μην ξέρει πολλά. Αν ο Μαρτίν “κλείνεται” συχνά στον εαυτό του, αν λέει ασυναρτησίες ή οτιδήποτε τέτοιο, θα δυσκολεύει και το έργο των γιατρών, υποθέτω».
Ο Ράινχελ συμφώνησε. «Κάτι άλλο: πώς θα του απευθυνθούμε; Δεν θα μας αναγνωρίσει αμέσως, μέχρι να του πούμε για τον Φάμπιαν. Οπότε;…»
«Αυτό είναι προς όφελός μας. Το ότι δεν θα μας αναγνωρίσει αμέσως. Το ξέρουν και οι νοσοκόμοι που θα τον φέρουν, οπότε θα μας αφήσουν μαζί του και θα του εξηγήσουμε ποιοι ακριβώς είμαστε και τι θέλουμε. Θα τον χαιρετίσουμε με χαμόγελο σαν να βλέπουμε ξανά έναν παλιό καλό φίλο. Μέχρι να φύγουν οι νοσοκόμοι, οπότε και θα προσπαθήσουμε να τον προσανατολίσουμε».
«Καλώς». Ο επιλοχίας έτριψε τα χέρια του και αναστέναξε, ρίχνοντας κι άλλη ματιά στο χώρο. «Νιώθω άβολα εδώ μέσα» είπε.
«Και εγώ. Αλλά δεν έχουμε ξαναβρεθεί σε τέτοιο μέρος, άρα δεν είναι να απορείς».
«Και ελπίζω να μη με κλείσουν ποτέ σε άσυλο».
«Εννοείται». Ο Βολφ χαμογέλασε. «Μας ειρωνεύτηκε και ο Φούνκε για αυτό».
«Ναι, ο μαλάκας». Ρώτησε «Είδες πουθενά κάποιον που να μοιάζει με φύλακα;»
«Όχι. Ίσως τους έχουν σε κάποιον άλλο όροφο».
«Μμμ, ναι, ίσως».
Ο Βολφ σοβάρεψε πάλι. «Πώς να είναι τα πράγματα πίσω, στη Βουδαπέστη;» Κοίταξε τον Ράινχελ.
Εκείνος τον έπιασε από τον ώμο. «Είμαι σίγουρος ότι είναι καλά, Θίοντορ».

Ο Βολφ δεν απάντησε.
Γιατί τότε ήταν που άνοιξε η πόρτα και τέσσερις άντρες τους πλησίασαν. Οι τρεις φορούσαν άσπρες ρόμπες. Ο τέταρτος, όμως, ο πολύ πιο ψηλός και πολύ πιο γεροδεμένος, φορούσε ένα λευκό παντελόνι, πασούμια και το περίεργο ρούχο που είχαν δει στο διάδρομο, σαν σακάκι, που όμως ανάγκαζε τον άντρα να έχει τα χέρια τρόπον τινά σταυρωμένα και τις παλάμες στραμμένες προς τα πίσω. Τον κρατούσαν οι δύο, ενώ ο Γιούριαν προπορευόταν της συνοδείας.
Χριστέ μου, είναι πραγματικά τεράστιος άνθρωπος, σκέφτηκε ο Βολφ, έχοντας παγώσει στην θέση του, όπως και ο Ράινχελ.
«Κύριοι» είπε ο Γιούριαν όταν έφτασαν κοντά τους. Γύρισε και έδειξε τον γίγαντα. «Ο αγαπητός μας Μαρτίν».

Ο Μαρτίν είχε ύψος σίγουρα πάνω από δύο μέτρα, με τον θώρακά του να έχει αρκετό άνοιγμα από τον ένα ώμο ως τον άλλο ώστε να σταθεί σαν ασπίδα και να καλύψει τρεις ανθρώπους από τα πυρά του εχθρού. Έστεκε σε ένα σώμα που έφτανε και ίσως ξεπερνούσε τα εκατό κιλά. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα, ενώ η μύτη του εμφανώς σπασμένη από κάποιο παλιό χτύπημα. Τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν πάνω στους δύο κατασκόπους, αλλά το γενικότερο ύφος του έμοιαζε μάλλον απαθές. Τα πόδια του θύμιζαν κορμούς δέντρων, ενώ τα μπράτσα του, που φούσκωναν πάνω στο ύφασμα, είχαν πάχος διπλωμένου στρατιωτικού χιτωνίου.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ σηκώθηκαν. Κατάφεραν να χαμογελάσουν και να χαιρετίσουν τον Μαρτίν.
«Μαρτίν» είπε ο Γιούριαν με ήρεμη φωνή, κοιτώντας τον γίγαντα. «Έχουν έρθει οι φίλοι σου από την Αγγλία, για να σε επισκεφτούν. Δεν θα τους χαιρετίσεις;»

Ο Μαρτίν δεν αποκρίθηκε, παρά συνέχισε να κοιτάζει με φαινομενική αδιαφορία τους κατασκόπους.
«Τι έχουμε πει, Μαρτίν;» είπε ο Γιούριαν. «Είμαστε ευγενικοί με τους ανθρώπους που έρχονται να μας δουν, έτσι δεν είναι; Μαρτίν; Μαρτίν;» Έσφιξε το αριστερό μπράτσο του γίγαντα.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ο Μαρτίν χαμογέλασε και είπε «Γεια σας, φίλοι μου».
«Πώς είσαι, Μαρτίν;» ρώτησε ο Βολφ.
«Καλά είμαι».

Ο Ράινχελ ρώτησε τον Γιούριαν «Πώς θα χαιρετηθούμε, αν φοράει αυτό το πράγμα; Δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια του».
«Δεν επιτρέπεται να βγάλει τον μανδύα καταναγκασμού. Διαταγή του γιατρού Φούνκε» απάντησε εκείνος με απάθεια. Έπειτα, χαμογέλασε στον Ράινχελ. «Είναι για το δικό σας καλό, πιστέψτε με».
«Μανδύα καταναγκασμού; Τι είναι αυτό;»

Ο Γιούριαν χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ίσως το ξέρετε ως ζουρλομανδύα. Είναι ένα απαραίτητο και πιο ήπιο μέτρο ασφάλειας, ιδανικό για περιπτώσεις όπως του Μαρτίν». Με το που ανέφερε το όνομά του, χτύπησε ελαφρώς στην πλάτη τον γιγαντόσωμο άντρα. «Ο Μαρτίν συχνά γίνεται μη συνεργάσιμος, βίαιος και κάπως πρέπει να του δείξουμε ότι κάνει λάθος. Μέχρι να αρχίσουν να φέρνουν αποτέλεσμα οι θεραπείες του δόκτορος Φούνκε, αναγκαστικά χρησιμοποιούμε τον μανδύα καταναγκασμού».

Ο Ράινχελ είπε «Μοιάζει χειρότερο από χειροπέδες. Πρέπει να είναι ασφυκτικό, τελείως άβολο».
«Αυτός είναι ο σκοπός του. Εκτός από το να κρατάει ασφαλείς όλους τους γύρω του, φυσικά, αλλά και τον ίδιο».
«Και έχει αποτέλεσμα;»
«Αν δεν είχε αποτέλεσμα, αμφιβάλλω αν θα βλέπατε τον Μαρτίν, και ειδικά εκτός του προβλεπόμενου ωραρίου, που το προσωπικό είναι λιγότερο». Έκανε λίγο στην άκρη, δείχνοντας τον ασθενή. «Αλλά αν θέλετε, μπορείτε να τον αγκαλιάσετε» είπε. «Μην ανησυχείτε. Εκτός από τον μανδύα καταναγκασμού, ή ζουρλομανδύα, είμαστε και εμείς εδώ. Και εμάς ο Μαρτίν μας σέβεται. Σωστά, Μαρτίν; Εδώ, για κοίταξέ με». Σκούντηξε τον Χόουνεχ με τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού χεριού του.

Ο Μαρτίν γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του Γιούριαν. Άφησε και πάλι να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, όπου κοιτούσε τον νοσοκόμο. «Φυσικά και σας σέβομαι, προϊστάμενε» απάντησε τελικά. «Τώρα θα ήθελα να μιλήσω με τους φίλους μου, αν δεν έχετε αντίρρηση. Μόνοι».

Ο Γιούριαν έσφιξε τα χείλη. Αναστέναξε με απογοήτευση. Είπε «Μαρτίν, Μαρτίν… Πόσες φορές το έχουμε πει; Γιατί το ξεχνάς; Εδώ μέσα, όλοι οι ασθενείς, άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, ποτέ δεν είστε μόνοι. Θα είμαστε πάντα εμείς εδώ, να σας βλέπουμε, για…» Άφησε μισοτελειωμένη τη φράση.
«Για το δικό μας καλό. Και για το καλό των επισκεπτών. Και για το καλό του προσωπικού» είπε ο Μαρτίν. Γέλασε. «Το ξεχνάω μερικές φορές».
«Κακώς». Ο Γιούριαν καθάρισε τον λαιμό του. «Αλλά θα κάνουμε επανάληψη άλλη στιγμή. Προς το παρόν, θέλω να καθίσεις στην καρέκλα απέναντι από τους δύο κυρίους, να είσαι ήρεμος και να μιλήσεις με τους φίλους σου. Αν, όμως, αποφασίσεις κάποια στιγμή ότι δεν θέλεις άλλο, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, τότε φώναξέ μας. Θα είμαστε έξω από την πόρτα. Όλοι. Εντάξει, Μαρτίν;»
«Φυσικά, προϊστάμενε».
«Ωραία. Για να σε δω να κάθεσαι». Με το που κάθισε ο Μαρτίν, ο Γιούριαν τόνισε στους επισκέπτες ότι δεν πρέπει να καπνίσουν, τους χαιρέτισε και μαζί με τους άλλους δύο αποχώρισαν, κλείνοντας την πόρτα.

Πριν οι δύο κατάσκοποι πουν κάτι, ο Μαρτίν ρώτησε «Ποιοι είστε εσείς; Ή μάλλον, από πού είστε; Μην αρχίσετε πάλι τις αηδίες περί Αγγλίας. Δεν είστε Άγγλοι. Περισσότερο με Βέλγους ή Αυστριακούς ή Γερμανούς μοιάζετε. Το ίδιο και η προφορά σας, όσο κι αν την αλλάζετε».
Ο Βολφ και ο Ράινχελ αντάλλαξαν μια ματιά εντυπωσιασμού.
«Μην προσπαθήσετε να με εξαπατήσετε» συνέχισε ο Μαρτίν. «Αν καταλάβω ότι λέτε ψέματα, σηκώνομαι και επιστρέφω στο δωμάτιο».
«Πολύ καλά» είπε ο λοχαγός. Κοίταξε προς την πόρτα και το χώρο.
«Μην ανησυχείς. Νοσοκόμοι και φύλακες στέκονται έξω από την πόρτα».
«Φύλακες;» ρώτησε ο Ράινχελ. «Δεν είδαμε κανέναν…»
«Φυσικά και δεν είδατε. Τους ειδοποίησαν να κρυφτούν, όταν μαθεύτηκε η παρουσία σας. Έτσι κάνουν πάντα, όταν έχουμε επισκέπτες. Ο Φούνκε δεν θέλει να φαίνονται οι φύλακες, ούτε κάγκελα στα παράθυρα, γιατί διατυμπανίζει συνέχεια πόσο ανθρώπινες είναι οι συνθήκες στο άσυλο, πόσο απέχουν από τις φυλακές, κι άλλες τέτοιες βλακείες. Για αυτό και τους ζουρλομανδύες τους έχουν κρεμασμένους στους κεντρικούς διαδρόμους. Για να δείχνουν ότι δεν τους χρησιμοποιούν. Ψέματα, φυσικά. Και ζουρλομανδύες χρησιμοποιούν, και αλυσίδες στα κρεβάτια, και μπάνιο με κρύο νερό. Και τέσσερα κελιά απομόνωσης στο βρόμικο υπόγειο –είναι η δέκατη τρίτη πόρτα. Κανονική φυλακή είναι εδώ μέσα, ό,τι και να λέει ο Φούνκε».
«Ναι, κάτι καταλάβαμε» σχολίασε ο Ράινχελ. «Ότι κρύβει πράγματα, εννοώ».
«Από την λογοδιάρροια του, είμαι σίγουρος».
«Ναι».
«Σιγά που δεν θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να αναδείξει την περιουσία του. Είναι ο ιδιοκτήτης και διευθυντής και αρχίατρος και επιτηρητής… Όλα τα κάνει. Όλα όσα θέλει και δεν χρειάζεται να λερώσει τα χέρια του, δηλαδή. Ο αρχιμαλάκας».
Ο Ράινχελ γέλασε. «Τον συμπαθείς, βλέπω».
«Όσο ένας λυκάνθρωπος την ασημένια λεπίδα που κρατάει το πιθανό θύμα του. Το ίδιο ισχύει και για τους περισσότερους που εργάζονται εδώ. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, βέβαια, όπως ο Ράμακερ ή ο Μερς ή η Μίσε φαν Ενκ. Αλλά δεν θα δείτε κανέναν και καμία από τους καλούς και τις καλές. Έχουν άδεια σήμερα».
«Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε σκοπό να καθίσουμε εδώ» είπε ο Βολφ.
«Τέλος πάντων». Ο Μαρτίν κοίταξε τους δύο άνδρες. «Οπότε ποιοι είστε, από πού έρχεστε και τι θέλετε;»
«Πριν σου πούμε, Μαρτίν» είπε ο Βολφ «θέλουμε να μας υποσχεθείς κάτι».
«Κάτι για τη δική σας ασφάλεια;»
«Σωστά».
Ο Μαρτίν χαμογέλασε. «Τόσο πολύ σας τρομοκράτησαν, λοιπόν; Τι σας είπαν, για εκείνους τους πέντε αιρετικούς; Ή για τις φορές που χτύπησα νοσοκόμους, επειδή φέρονταν σαν ζώα σε γυναίκες ασθενείς;»
«Όχι, αυτό το τελευταίο δεν μας το είπαν… ξεκάθαρα» είπε ο Ράινχελ.
«Ή για τότε που ο Φούνκε έβαλε τους φύλακες να με ξυλοφορτώσουν, γιατί του επιτέθηκα, επειδή κορόιδεψε την μητέρα μου;»
«Μαρτίν» τον διέκοψε ο Βολφ. «Δεν ανησυχούμε για την σωματική μας ασφάλεια».
«Αλήθεια; Τότε για τι ανησυχείτε;»
Ο Ράινχελ είπε «Ανησυχούμε για τον Φάμπιαν. Τον ταγματάρχη Φάμπιαν Άσπελ. Σου είναι οικείο αυτό το όνομα, Μαρτίν;»
Ο Χόουνεχ παραξενεύτηκε και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι» απάντησε.
Ο Βολφ και ο Ράινχελ αντάλλαξαν μια ματιά. «Είσαι σίγουρος; Να στο επαναλάβω: Φάμπιαν Άσπελ. Κατάγεται από την Αυστρία, αλλά εργάζεται στη Βουδαπέστη. Ίσως όταν τον είχες γνωρίσει να είχε τον βαθμό του λοχαγού. Μήπως τώρα θυμήθηκες;»
«Όχι».
Οι δύο κατάσκοποι κοιτάχτηκαν ξανά. Είχαν παραιτημένο ύφος.
«Πολύ καλά» είπε ο Βολφ. «Τότε μάλλον κάναμε λάθος. Οπότε να μη σε απασχολούμε άλλο». Σηκώθηκε, όπως και ο Ράινχελ. «Πρέπει να γυρίσουμε στο πόστο μας και να δούμε τι θα κάνουμε με το Μπραν και τον Φάμπιαν, που αγνοείται…»
«Τι; Σταματήστε».
Περίμεναν όρθιοι.
Ο Μαρτίν τους κοίταξε. Χωρίς καμιά διάθεση για αστεία. Σχεδόν δεν ανέπνεε. «Για ποιο Μπραν μιλάτε; Για αυτό που βρίσκεται στην Τρανσυλβανία;»
«Ναι. Για αυτό ακριβώς».
«Και τι σχέση έχει ο Φάμπιαν με το Μπραν;»
«Άρα, ξέρεις τον Φάμπιαν» είπε ο Βολφ, συμπεραίνοντας πως καλά είχε κάνει που αποκάλυψε στον Ολλανδό το Μπραν και που το συνέδεσε με τον Φάμπιαν. Κίνητρο χρειαζόταν τελικά.
«Φυσικά και τον ξέρω. Απορώ γιατί με ρωτήσατε εξ αρχής. Είστε συνάδελφοί του. Κατάσκοποι. Πριν έρθετε, σίγουρα θα σας είχε δώσει κάποια περιγραφή μου. Και για να με βρήκατε, σημαίνει ότι συναντήσατε κάποιο από τα αδέρφια μου, πιθανώς τον Λάουγενς. Οπότε όλη αυτή η διαδικασία ήταν περιττή. Τώρα» ρώτησε «τι θα λέγατε να καθίσετε και να μου πείτε τι συμβαίνει με το Μπραν και τον Φάμπιαν;»
«Καλώς». Κάθισαν και ο Βολφ είπε «Είμαι ο λοχαγός Θίοντορ Βολφ και από δω ο επιλοχίας Τζόνας Ράινχελ, του τοπικού σταθμού του Evidenzbureau στην Βουδαπέστη. Είμαστε φίλοι και συνάδελφοι του Φάμπιαν, όπως σωστά υπέθεσες».
«Και χαιρόμαστε που σε γνωρίζουμε, Μαρτίν» είπε ο Ράινχελ. «Και επίσημα, εννοώ».
«Δική μου η χαρά, κύριοι. Και συγνώμη για ό,τι είπα. Αλλά με ανησυχήσατε. Πείτε μου τι έχει γίνει; Εν τάχει, όμως, γιατί είμαι σίγουρος ότι ο Φούνκε δεν μας έχει διαθέσει πάνω από μισή ώρα. Αναφέρατε το Μπραν της Τρανσυλβανίας. Μήπως εννοούσατε το Πουάνα Μπρασώφ; Μήπως εκεί είναι το πρόβλημα; Και μήπως αυτό το πρόβλημα είναι ο δράκος Μπαλαούρ; Ω, με κοιτάτε άναυδοι. Ελάτε τώρα, μη μου πείτε ότι περιμένατε πως δεν θα καταλάβαινα τι με θέλετε. Για έναν λόγο θα σας έλεγε ο Φάμπιαν να με βρείτε: γιατί ξέρω από μύθους».
«Σωστά. Αλλά για ποιον δράκο μιλάς;» ρώτησε ο Βολφ.
«Έναν από τους πολλούς που υποτίθεται ότι υπήρξαν ανά τους αιώνες. Έχει πολλά κεφάλια, ένα σωρό αγκάθια στο κορμί του και είναι τεράστιος. Σύμφωνα με τον μύθο, εννοώ».
«Δεν ξέρουμε τίποτα για κανένα δράκο, Μαρτίν» απάντησε ο Ράινχελ. «Και το πρόβλημα δεν είναι στο Πουάνα Μπρασώφ. Όχι ακόμα, δηλαδή. Αυτό ήδη φυλάσσεται. Το Μπραν είναι το κέντρο όλης της υπόθεσης».
«Μάλιστα. Λοιπόν, ποιος απ’ όλους τους άλλους μύθους της Τρανσυλβανίας αποδείχτηκε αληθής; Όχι η Ιλεάνα, αυτή σχετίζεται με την θάλασσα. Αυτή η δικέφαλη κίσσα, ο δαίμονας Μελάλο, ίσως, ή το σκουλήκι με τα επτά κεφάλια, ο Μπιτόσο; Ή οι στριγκόι, οι βρικόλακες; Ή ο πόντικας, ο Σκιλάλι, που τρυπώνει στο στόμα των τσιγγάνων, όταν κοιμούνται, και τους φέρνει υποθερμία, μέχρι που να παγώσει το αίμα τους και να πεθάνουν; Είναι κι άλλοι. Ποιος απ’ όλους βγήκε αληθινός;»
Έτσι, του ανέφεραν όσο πιο περιληπτικά μπορούσαν όσα ήξεραν, πότε συνέβησαν, τι, ποιοι πέθαναν ή αγνοούνταν, τι υποθέσεις έκαναν κλπ.
«Γαμώτο» μουρμούρισε ο Μαρτίν και δάγκωσε το κάτω χείλος του. Και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Είναι χειρότερο απ’ ό,τι νόμισα. Μα… αφού πήγα στην Τρανσυλβανία… πώς;…»
«Πήγες; Πότε;»
«Το ’90. Στο Πουάνα Μπρασώφ. Για αυτό σας το ανέφερα. Υποτίθεται ότι το στοίχειωνε ο δράκος Μπαλαούρ. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα, κανένας δράκος. Ή βρικόλακας ή οτιδήποτε άλλο από αυτά».
«Ίσως να μην υπάρχει κάποιο τέτοιο υπερφυσικό τέρας, Μαρτίν. Ακόμα δεν έχουμε επιβεβαιώσει τίποτα όσον αφορά το ποιόν των εχθρών μας» τόνισε ο Βολφ. «Ξέρω τι πίστευε ο Φάμπιαν και η Έμιλυ και ο αδερφός του Φάμπιαν, ο Αμερικάνος ομοσπονδιακός πιστολέρο, ο Κάρτερ, αλλά τυπικά δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για την ύπαρξη βρικολάκων στο Μπραν, όπως είπες και εσύ». Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, πήρε μια δυο βαθιές ανάσες, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε με απόγνωση τον Χόουνεχ και συνέχισε «Αλλά πέθαναν πολλοί και αγνοούνται πολλοί, μεταξύ αυτών και ο Φάμπιαν, του οποίου η σύζυγος και η κόρη έχουν μεγάλη αγωνία και τρομερό φόβο για το πού βρίσκεται. Οπότε, αν μπορείς να βοηθήσεις, Μαρτίν, θα το εκτιμούσαμε πολύ».

Ο Μαρτίν κοίταξε τους κατασκόπους.
«Ξέρουμε ότι δεν είσαι υποχρεωμένος να ρισκάρεις την ζωή σου» συμπλήρωσε ο Ράινχελ, με το ίδιος ύφος που είχε μιλήσει ο Βολφ. «Θα το καταλάβουμε αν αρνηθείς, αλλά… ειλικρινά… έχουμε φτάσει σε ένα τέλμα και… δεν… Απλά, αν θες, δώσε μας κάποιες συμβουλές. Δεν… δεν χρειάζεται να πας στο Μπραν…»
«Ναι!» πετάχτηκε ο Βολφ. «Ναι, δεν χρειάζεται. Απλά, πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…»
«Όχι». Ο Μαρτίν σηκώθηκε. «Όχι, θα πάω στο Μπραν. Κάποτε έδωσα μια υπόσχεση στον Φάμπιαν. Ότι αναζητώ τις αλήθειες αυτής της ζωής. Αυτά που ακόμα δεν ξέρουμε, αλλά που υπάρχουν. Του είχα πει ότι, αν επρόκειτο για ακίνδυνα πράγματα, θα τα καταγράψω σε κάποιο βιβλίο –ίσως. Αλλά…»
Ο Βολφ και ο Ράινχελ γούρλωσαν τα μάτια, όταν άρχισαν να ακούνε τον γνωστό ήχο υφάσματος που σκίζεται.
«… αν έβρισκα επικίνδυνα πράγματα…» έλεγε ο Μαρτίν. «… τότε αλίμονο τους!»

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των δύο κατασκόπων, ο μανδύας καταναγκασμού άνοιξε, το ύφασμα καταστράφηκε και αποκαλύφτηκε ο γυμνός θώρακας του Μαρτίν Χόουνεχ.
Έμειναν άφωνοι.
«Τι;» τους ρώτησε. «Τι πάθατε;»
«Εσύ… μπορούσες;…» άρχισε να λέει ο Βολφ.
«Α, για αυτό λες;» Ο Μαρτίν πέταξε από πάνω του το υπόλοιπο, χαλασμένο σακάκι, τσουβαλιάζοντάς το πάνω στο τραπέζι. «Ναι, ανέκαθεν μπορούσα να απελευθερωθώ από αυτό. Όπως μπορούσα να ξεφύγω από τους αστυνομικούς, πριν με συλλάβουν. Αλλά δεν έκανα τίποτα από αυτά».
«Γιατί;» ρώτησε ο Ράινχελ.
«Όσον αφορά τη σύλληψη, αν ξέφευγα, οι αστυνομικοί θα υποψιάζονταν ότι το έγκλημα το διέπραξαν περισσότερα του ενός άτομα. Και αυτό δεν το ήθελα. Γιατί μπορεί να έβρισκαν τον μπελά τους και οι φίλοι μου που με βοήθησαν να αντιμετωπίσω τους πέντε τύπους. Δεν ήταν απλοί τύποι αυτοί οι αιρετικοί. Έκαναν ανθρωποθυσίες και είχαν εκπαιδευτεί να σκοτώνουν όπως σκότωναν κάποτε οι Ασασίνοι: φανατικά και μυστικά, μακριά από το πεδίο της μάχης. Δεν χρειάζονταν όπλα, τους αρκούσαν τα χέρια τους».
«Οι φίλοι σου; Ήταν κι άλλοι μαζί σου εκείνο το βράδυ;» ρώτησε ο Βολφ.
«Ναι. Ο ερωτύλος Γιούρις Μπόντεμαν και ο αγχώδης Χενκ Χόπε. Ικανοί άντρες και οι δύο. Και πρόθυμοι να βοηθήσουν. Μαζί με αυτούς ψάχναμε για μύθους. Και μαζί με αυτούς θα πάω στο Μπραν».
«Τι;»
«Ναι. Είμαστε ομάδα. Ο ένας καλύπτει τον άλλο. Σε τέτοιες αποστολές, πάμε μαζί. Αλλιώς δεν πάει κανένας».
«Μα… θα έχεις ολόκληρο στρατό μαζί σου» είπε ο Ράινχελ. «Δεκάδες, εκατοντάδες στρατιώτες, έτοιμους να σκοτώσουν».
«Καλό αυτό. Θα τους χρειαστούμε και αυτούς. Αλλά μαζί μου θα έρθουν και ο Γιούρις με τον Χενκ».
«Αλλά γιατί;…»

Ο Μαρτίν σήκωσε το χέρι, αλλά μίλησε με ψυχραιμία. «Σκεφτείτε το ως εξής: ίσως χρειαστεί να διασκορπιστούμε. Εγώ θα ηγηθώ μιας μικρής ομάδας αντρών, ο Γιούρις μιας άλλης και ο Χενκ μιας τρίτης. Καλύτερα τρεις άνθρωποι που ξέρουν από μύθους, από τον μύθο των βρικολάκων εν προκειμένω, παρά ένας, έτσι δεν είναι;»
Ο Βολφ και ο Ράινχελ αλληλοκοιτάχτηκαν. «Ναι, υποθέτω…» είπε ο λοχαγός.
«Όμως» ρώτησε ο επιλοχίας «αυτοί, ο Γιούρις και ο Χενκ, είναι εδώ μέσα; Ή στη φυλακή; Ή σε άλλη χώρα;»
«Δεν νομίζω. Σίγουρα δεν είναι σε τούτο το άσυλο. Θα τους είχα δει ή θα είχα μάθει για αυτούς».
«Αλλά για τις άλλες περιπτώσεις… δεν είσαι σίγουρος;»
«Έχω να τους δω μερικούς μήνες. Δεν έχω νέα τους από την προηγούμενη εβδομάδα, που μου έστειλαν γράμμα. Φαντάζομαι ότι βρίσκονται ακόμα στο Άμστερνταμ, κυρίως γιατί δεν έχουν αρκετά λεφτά για να φύγουν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ωστόσο, θα τους ψάξω».
«Πότε; Βιαζόμαστε, Μαρτίν» είπε ο Βολφ. Και ψιθύρισε «Ήδη δεν ξέρουμε πώς θα καταφέρουμε να σε βγάλουμε από εδώ μέσα».
«Αυτό αφήστε το πάνω μου. Από εσάς, το μόνο που θέλω είναι να προετοιμάσετε το ταξίδι από το Άμστερνταμ ως το Μπραν. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ με τους άλλους δύο». Το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ή μόνο εγώ με έναν από αυτούς ή μόνο εγώ γενικά, ανάλογα αν και ποιον από τους δύο θα βρω. Πάντως, δεν θα αργήσω». Έκανε να κινηθεί προς την πόρτα, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν τον ακολουθούσαν, και σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος τους. «Λοιπόν; Έρχεστε;»

Ο Βολφ και ο Ράινχελ τον πλησίασαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν.
«Πρέπει να οργανωθούμε» είπε ο Βολφ. «Πώς θα διαχειριστούμε το προσωπικό;…»
«Σας είπα, Βολφ, εγώ αναλαμβάνω αυτούς τους μαλάκες».
«Περίμενε» είπε ο Ράινχελ «δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε πανικό. Έχουμε έρθει εδώ μυστικά, δεν ξέρουν καν ποιοι είμαστε, και αν εμπλακεί η αστυνομία…»

Αλλά τότε ο Γιούριαν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μαζί με τους άλλους δύο νοσοκόμους. Σταμάτησε στα μισά, αποσβολωμένος. «Μαρτίν;» είπε, κοιτώντας τον γυμνόστηθο γίγαντα. «Εσύ;… Πώς;…» Ύστερα, κοίταξε τους κατασκόπους. «Εσείς; Εσείς του βγάλατε τον μανδύα καταναγκασμού; Πώς τολμήσατε!» Γύρισε προς την πόρτα. «Φύλακες!» φώναξε.
«Σκατά» σχολίασε ο Βολφ. Κοίταξε τον Ράινχελ. Είχε κι αυτός το ίδιο ύφος, σαν να έλεγε: Θα γίνει χαμός. Αμφότεροι σκέφτονταν ότι θα έπρεπε να τρέξουν μες στο σκοτεινό Νιούερ-Άμστελ, ίσως και να έπεφταν και στο ποτάμι, για να ξεφύγουν. Ποιο τρένο και ποια άμαξα…

Δύο άλλοι μεγαλόσωμοι άντρες μπήκαν. Αυτοί φορούσαν πιο απλά ρούχα, καθημερινά, αλλά είχαν πηλήκιο στο κεφάλι, κλομπ στα χέρια και βλοσυρό ύφος.
Όλοι πάνε γυρεύοντας εδώ μέσα, τελικά, κατέληξε ο Ράινχελ.
«Μαρτίν» είπε ο Γιούριαν, σε ήπιο τόνο. «Μαρτίν. Ηρέμησε. Ξέρω πως έχεις αναστατωθεί από ό,τι σου έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά τώρα είμαστε εμείς εδώ, που μας ξέρεις και μας σέβεσαι, και…»
«Ω, σκάσε πια, φαν ντε Ζέιντε» του είπε ο Μαρτίν. «Ποτέ δεν σας σεβάστηκα. Όπως εσείς δεν σέβεστε κανέναν από τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους που υποτίθεται ότι φιλοξενούνται σε τούτο το μέρος».

Ο Γιούριαν δεν απάντησε αμέσως. «Ανάθεμά σας, καταραμένοι Άγγλοι» είπε προς τον Βολφ και τον Ράινχελ. «Δεν ξέρετε τι κάνατε».
«Αλλά εσύ» ψιθύρισε ο Μαρτίν «και εσύ» έδειξε τον άλλο νοσοκόμο «και εσύ» έδειξε τον τρίτο νοσοκόμο «και εσείς» έδειξε τους φύλακες «όλοι εσείς ξέρετε τι έκαναν οι κύριοι. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζετε. Γιατί τώρα είναι που θα μάθετε την αλήθεια».
«Αρκετά, Χόουνεχ» είπε ο Γιούριαν. «Στον τοίχο, όπως ξέρεις. Θα σε γυρίσουμε στο δωμάτιό σου, πριν πεις κάτι άλλο που θα αναγκάσει τον δόκτορα να σε τιμωρήσει περισσότερο».

Οι νοσοκόμοι, πλην του Γιούριαν, κινήθηκαν προς τον Μαρτίν. «Έλα, Μαρτίν» είπε ο ένας εξ αυτών, χαμογελώντας δήθεν φιλικά. «Εγώ σου είχα δώσει κρυφά και μπισκότα να φας, θυμάσαι;»
«Τα μπισκότα με σοκολάτα και ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα υπνωτικά, την παραλδεΰδη, λες;» ρώτησε ο Μαρτίν. «Που είναι γνωστό ότι τα φτιάχνετε στο μαγειρείο, για να μας έχετε σε καταστολή; Ναι, κάτι θυμάμαι. Όπως θυμάμαι και τις κουβέντες που κάνατε, νομίζοντας ότι είχα φάει δύο από αυτά εκείνο το βράδυ. “Πολύ καλή ιδέα αυτή του Φούνκε. Μας βγάζει από περιττό κόπο. Κοιμούνται σαν τα νεκρά σκυλιά, οι τρελοί. Και ευτυχώς, οι περισσότεροι από δαύτους, ξέρουν δεν ξέρουν, δεν έχει καμιά διαφορά, δέχονται το γλυκό και μας ευχαριστούν κιόλας”. Ναι, Ριτ. Θυμάμαι τις μαλακίες που έλεγες, Ριτ».
Ο Ριτ είπε «Παρανόησες, Μαρτίν».
Ο διπλανός του, που μαζί πλησίαζαν τον Χόουνεχ, γέλασε. «Καλό κι αυτό. Σωστό» είπε.
«Και τον κοροϊδεύετε και έρχεστε κοντά του, ενώ τον βλέπετε ότι έχει πρόθεση να σας αντιμετωπίσει. Μάλιστα. Λοιπόν, δεν θα σας το συνιστούσα αυτό, κύριοι» είπε ο Βολφ. «Σοβαρολογεί».
«Χόουνεχ, στον τοίχο. Τώρα!» είπε ο Γιούριαν. «Και εσείς οι Άγγλοι, απομακρυνθείτε. Αν δεν φωνάξουμε την αστυνομία να σας μαζέψει, θα είστε πολύ τυχεροί».

Οι δύο νοσοκόμοι έφτασαν δύο μέτρα μακριά από τον Μαρτίν, τη στιγμή που οι φύλακες έμπαιναν μέσα, για να πάνε προς τους κατασκόπους.
«Μείνετε πίσω» είπε ο Μαρτίν στον Βολφ και τον Ράινχελ, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τους νοσοκόμους, αλλά βλέποντας ταυτόχρονα και την πορεία που ακολουθούσαν οι φύλακες. «Είναι δικοί μου» γρύλισε.
«Έλα, Μαρτίν» είπε ο Ριτ. «Έλα, καλό μου. Φέρσου όπως αρμόζει σε έναν χαρούμενο τρελό και σου υπόσχομαι ότι…»
Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τη φράση του, γιατί ο Μαρτίν του άρπαξε το πρόσωπο με το αριστερό χέρι και τον πέταξε μισό μέτρο μακριά από τα πόδια του Γιούριαν. Ο άλλος νοσοκόμος, αντί να οπισθοχωρήσει, συνέχισε και άδραξε το δεξί χέρι του Μαρτίν, προσπαθώντας να το φέρει πίσω από την πλάτη του θεόρατου Ολλανδού. Όμως, ο Μαρτίν τον χτύπησε με το ελεύθερο χέρι του στο πλάι του κεφαλιού, ζαλίζοντάς τον και αναγκάζοντάς τον να τον αφήσει. Έτσι, τον έπιασε και με τα δύο χέρια, τον σήκωσε ψηλά και τον πέταξε πάνω στους φύλακες, που προχωρούσαν σε μία γραμμή. Οι τρεις άντρες βρέθηκαν να πέφτουν πρώτα πάνω στο τραπέζι με την ντάμα και τις καρέκλες, αναποδογυρίζοντάς τα όλα, και στο τέλος στο πάτωμα, να σφαδάζουν.

Ο Βολφ κοίταξε τον Ράινχελ. Ήταν ανήσυχοι, μα και ικανοποιημένοι. Ο Χόουνεχ σίγουρα ήξερε να παλεύει, οπότε ως προς αυτό θα βοηθούσε τον στρατό της Αυστροουγγαρίας με το πρόβλημα που είχε προκύψει στο Μπραν.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που οι δύο κατάσκοποι και ο Μαρτίν πρώτα άκουσαν τις φωνές του Γιούριαν και μετά τα βήματά του που απομακρύνονταν ταχέως. «Δόκτωρ Φούνκε» φώναζε, καθώς έτρεχε μακριά από την αίθουσα αναψυχής. «Δόκτωρ Φούνκε, γρήγορα! Ο Μαρτίν επιτέθηκε σε μέλη του προσωπικού! Δόκτωρ…»

Ο Μαρτίν γύρισε προς τους κατασκόπους. Χαμογέλασε. «Κύριοι, λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να σας ζητήσω μια μεγάλη χάρη. Πηγαίνετε στην κεντρική είσοδο/έξοδο και φυλάξτε την, για να μη βγει κανείς. Κανείς, το τονίζω. Δεν θέλουμε να μας φέρουν τους αστυνομικούς, έτσι δεν είναι; Είμαστε ήδη αρκετοί, για το… πάρτι».

Ο Βολφ με τον Ράινχελ συμφώνησαν. Και έφυγαν, προτού σκεφτούν περαιτέρω το ολοένα και χειρότερο μπλέξιμό τους. Πέρασαν μπροστά από τις πόρτες των άλλων δωματίων, απ’ όπου άκουγαν ακόμα περισσότερες φωνές απ’ ό,τι νωρίτερα. Νοσοκόμοι και νοσοκόμες, που δεν είχαν ακόμα συναντήσει τον Μαρτίν, συγκεντρώνονταν στον κεντρικό διάδρομο και κοιτούσαν παραξενεμένοι τους δύο αγνώστους να τρέχουν. Κάποιοι δοκίμασαν να τους ρωτήσουν τι είχε γίνει, αλλά δεν πρόλαβαν. Αφενός γιατί ούτε ο Βολφ ούτε ο Ράινχελ έδειχναν πρόθυμοι να σταματήσουν για να πιάσουν κουβέντα. Αφετέρου γιατί είδαν τον ελεύθερο από τα δεσμά του γίγαντα να βγαίνει από το χώρο αναψυχής και να τους πλησιάζει με σταθερό βηματισμό και ευχαριστημένο ύφος.
«Χόουνεχ, τι έγινε; Γιατί είσαι γυμνός; Πού είναι ο ζουρλομανδύας σου;» ρώτησε με αυταρχισμό μία εξ αυτών, η πιο μεγάλη σε ηλικία. «Και τι στην οργή έκανες;»
«Ό,τι έπρεπε να είχα κάνει τόσο καιρό, Άφκε Φλέιμπερχ» της απάντησε. «Κυρία προϊσταμένη σκύλα».

Η γυναίκα, που κανονικά ήταν η προϊσταμένη της πρωινής βάρδιας αλλά που σήμερα έκανε διπλή εργασία γιατί ήθελε να βγάλει λίγα παραπάνω λεφτά για να πάει με τον άντρα της στην Γαλλία, γούρλωσε τα μάτια. «Πώς τολμάς, άξεστε τρελέ!»
Ο Μαρτίν δεν της είπε κάτι άλλο, παρά συνέχισε να περπατάει.
Η Άφκε δεν του απευθύνθηκε. Αλλά είπε στους άντρες νοσοκόμους που ήταν εκεί κοντά «Τι κοιτάτε, βρε ηλίθιοι; Πιάστε τον!» Και προς τις γυναίκες «Εσείς ηρεμήστε τους άλλους ασθενείς».
Οι γυναίκες νοσοκόμοι υπάκουσαν.
Αλλά οι άντρες έμειναν για λίγο ακόμα στην θέση τους. Φοβούνταν τον τεράστιο άντρα, παρά το ότι όλοι τους κάποια στιγμή είχαν αναλάβει να τον συνοδέψουν στο δωμάτιό του ή στο γραφείο του Φούνκε ή στο υπόγειο, για να «σωφρονιστεί το ταραγμένο του μυαλό». Τώρα, όμως, δεν έμοιαζε με το απαθές, χαμένο στον κόσμο του μεγαλόσωμο παιδί που τον θεωρούσαν ως τότε. Τώρα, ήταν ένα αποφασισμένο θηρίο.
«Τι κοιτάτε, βρε ηλίθιοι;» επανέλαβε με το ουρλιαχτό της η Άφκε. «Πιάστε τον! Πιάστε τον, σταματήστε τον! ΤΩΡΑ!»

Οι νοσοκόμοι έκαναν να κινηθούν προς τον Μαρτίν.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο Φούνκε. «Σταματήστε. Όλοι σας» είπε. Πίσω του ακολουθούσε ο καταϊδρωμένος Γιούριαν και η γραμματέας, η Ίμκε Μπλούμεντα.
«Μα, γιατρέ…»
«Είπα κάτι, Άφκε».
Όλοι ακινητοποιήθηκαν.
Όλοι εκτός του Μαρτίν, που πλησίαζε τον γιατρό.
«Μαρτίν» είπε ο Φούνκε. Ήταν σοβαρός, αλλά με γαλήνιο βλέμμα. «Σε παρακαλώ, μπορείς να σταματήσεις, για να μιλήσουμε; Κανείς δεν θα σε πειράξει, σε διαβεβαιώνω».
«Κανείς δεν μπορεί να με πειράξει, Φούνκε» του απάντησε ο Μαρτίν. Αλλά σταμάτησε. «Ρώτα τους δύο νοσοκόμους και τους φύλακες, που ψυχαγωγήθηκαν πριν λίγο στην αίθουσα αναψυχής». Έδειξε τον προϊστάμενο νοσοκόμο. «Ρώτα τον Γιούριαν. Αλλά είμαι σίγουρος πως σου είπε τι έγινε».
Ο Φούνκε κατένευσε. «Γιατί, Μαρτίν; Γιατί φέρεσαι έτσι; Τι σου είπαν οι φίλοι σου, που σε αναστάτωσε τόσο πολύ;»
Ο Μαρτίν είπε «Ό,τι χρειαζόμουν για να ξυπνήσω, Φούνκε. Μου έδωσαν ένα λόγο για να φύγω από εδώ. Ήμουν σε καταστολή όλα αυτά τα χρόνια. Από επιλογή μου, αρχικά. Κυρίως. Γιατί ένιωθα ότι ο αγώνας μου, να ανακαλύψω αλήθειες που για αιώνες έμεναν κρυφές, αθέατες στον ανθρώπινο εγκέφαλο, φάνταζε ανόητος, ανούσιος. Ότι δεν υπήρχε κάτι να ανακαλύψω και πως παραμύθιαζα τον εαυτό μου. Γιατί όντως, δεν είχα βρει πολλές αποδείξεις για ό,τι έψαχνα. Αλλά, όπως ξέρεις καλά» τόνισε «εσύ φέρεις μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτόν τον αποπροσανατολισμό μου. Εσύ με έπεισες ότι δεν υπάρχει τίποτα να ανακαλύψω, με όλες τις ιδέες σου περί λανθασμένης αντίληψης, παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων. Και εγώ, σταδιακά, το πίστεψα. Ανάθεμά με, αλλά το πίστεψα. Σε πίστεψα. Τρία χρόνια τώρα… τόσες συνεδρίες… τόσες κατηχήσεις… ήταν αναμενόμενο, υποθέτω».
«Προσπαθούσα να σε βοηθήσω, Μαρτίν» είπε ο Φούνκε, σαν πατέρας προς τον γιο, και έκανε μια αόριστη κίνηση με τα χέρια του. «Να σε προφυλάξω από τους κινδύνους της παράνοιας που κατέτρωγε το μυαλό σου». Χαμογέλασε. «Για αυτό και επέτρεψα να συνάψεις σχέση με μια άλλη ασθενή. Ναι, ξέρω για την Φιν Τιμερχέντρικς, Μαρτίν. Ξέρω ότι έχετε κάποιου είδους ερωτικό δεσμό. Ξέρω ότι συνευρίσκεστε κάποια βράδια. Ξέρω. Και το επέτρεψα γιατί πίστευα ότι θα βοηθηθείς και εσύ και εκείνη, που έχει διαταραχθεί από υστερία». Ανασήκωσε τους ώμους. «Εκείνη σίγουρα είναι καλύτερα απ’ όταν μας ήρθε. Είμαι σίγουρος ότι το έχεις παρατηρήσει και εσύ. Αλλά εσύ, Μαρτίν; Πώς νιώθεις από αυτή τη σχέση;»

Ο Μαρτίν δεν αποκρίθηκε. Σκέφτηκε. Είχε υποθέσει ότι η σχέση του με την Φιν δεν θα έμενε κρυφή για πολύ καιρό. Αλίμονο, σε ένα τόσο κλειστό μέρος, με συγκεκριμένα άτομα να συνυπάρχουν, όπου όλοι, όλες και όλα ελέγχονταν… Δύο χρόνια τώρα κρατούσε αυτή η σχέση. Αν και τους είχαν σε διαφορετικούς ορόφους, αυτοί συναντιόντουσαν. Και ήταν αχαλίνωτη κάθε μία από αυτές τις φορές. Η Φιν, όσα προβλήματα και να αντιμετώπιζε εξαιτίας της διαταραχής, ήταν παθιασμένη κοπέλα και γλυκιά. Του μιλούσε σαν αυτός να ήταν ολόκληρος ο κόσμος της, η μοναδική αιτία που έμενε στην ζωή. Μετά την μητέρα και τους δύο φίλους του, αλλά και μετά τον Φάμπιαν, η Φιν ήταν ο άνθρωπος που του έδινε την πρέπουσα για κάθε άνθρωπο σημασία. Επίσης, ήταν ένας από τους λόγους που είχε αναβάλει την οποιαδήποτε απόπειρά του για να φύγει. Σκεφτόταν ότι, αν την άφηνε μόνη της, ίσως εκείνη κατέπεφτε ξανά.

Αλλά ο Φάμπιαν αγνοείται, είπε μέσα του. Στο Μπραν. Όπου υπάρχουν βρικόλακες. Τους οποίους εγώ δεν κατάφερα να βρω όταν έπρεπε. Χρειάζεται τη βοήθειά μου. Τώρα. Άλλωστε, η Φιν θα αντέξει. Πάει καλύτερα. Θα…
Τότε άκουσε τη φωνή της: «Μαρτίν».

Ο Μαρτίν γύρισε και είδε την αδύνατη ξανθιά κοπέλα, είκοσι δύο ετών, να στέκεται φορώντας το νυχτικό και το πανωφόρι της. Δίπλα της, ήταν μία άλλη νοσοκόμα, που την κρατούσε από το μπράτσο, για να μπορέσει να σταθεί, καθότι συχνά δυσκολευόταν να ισορροπήσει. «Φιν» της είπε. «Τι κάνεις;…» Αλλά μετά κατάλαβε. Ο Φούνκε. Αυτός είχε δώσει εντολή να τη φέρουν.
«Μ-μου είπαν ότι… ανα-αναστατώθηκες, Μαρτίν» είπε η Φιν. Τον κοιτούσε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της, έχοντας τα χέρια της τυλιγμένα, σαν να κρύωνε. Της ξέφευγαν μερικοί σπασμοί. Αλλά εκείνη κοιτούσε. Μόνο εκείνον. Όπως συνήθιζε, όταν ήταν μαζί με άλλους. Ένιωθε άβολα με τόσο κόσμο γύρω της, γιατί φοβόταν μην την πιάσει κάποια από τις κρίσεις που είχαν αναγκάσει τους γονείς της να την κλείσουν στο άσυλο… και να εξαφανιστούν, αφήνοντας ένα σεβαστό ποσό, για την περίθαλψή της. «Μαρτίν μου, τι σου συμβαίνει; Γιατί… γιατί δε φοράς πουκάμισο;»
«Πρέπει να φύγω, Φιν. Για λίγο, όμως».
«Τι; Να φύγεις;» Εκείνη κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι της. «Όχι, όχι, όχι, δεν… γ-γιατί; Τι έγινε… Μαρτίν; Ποιος διάολος;…» Έκλεισε τα μάτια της και μέτρησε μέχρι το δέκα, για να ηρεμήσει το ξέσπασμά της. Μπόρεσε να ψελλίσει «Ποιος… σε… διώχνει, Μαρτίν;»
«Κανείς, Φιν. Απλά… πρέπει να κάνω κάτι. Κάτι σημαντικό». Ο Μαρτίν την πλησίασε. (Δεν είδε την κίνηση του Φούνκε, που έδιωξε την νοσοκόμα από το πλευρό της Τιμερχέντρικς.) Αγκάλιασε από τους ώμους την πολύ κοντύτερή του και κατά οκτώ χρόνια νεώτερη του κοπέλα, η οποία σήκωσε το κεφάλι, για να τον βλέπει. Αλλά δε χρειαζόταν, γιατί έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της «Θα γυρίσω. Για εσένα και μόνο, Φιν. Για εσένα. Στο υπόσχομαι».
«Μα-μα… Μαρτίν…»
«Μην ανησυχείς, Φιν. Είσαι δυνατή. Είσαι σημαντική. Θα τα καταφέρεις. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν θα μου πάρει πάνω από μία ή δύο ημέρες. Ίσως τρεις». Κοίταξε τους άλλους, μην τυχόν και είχε πλησιάσει κάποιος, και την ρώτησε «Κρατάς μυστικό, Φιν;»
«Ναι, Μαρτίν μου. Το ξέρεις».
«Όντως, καλή μου. Άκου με, λοιπόν. Ένας καλός μου φίλος με χρειάζεται. Έχει μπλέξει σε μια κατάσταση που δεν ξέρει πώς να τη διαχειριστεί. Αλλά εγώ ξέρω. Και θέλω να τον βοηθήσω. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Νομίζω…»
«Ωραία».
«Αλλά δεν θα κινδυνέψεις, σωστά;»

Ο Μαρτίν κούνησε το κεφάλι του. «Ίσως λίγο» απάντησε. «Αλλά ξέρω τι πρέπει να κάνω, για να λυθεί το πρόβλημα».
«Όμως, δ-δεν… θέλω ν-να… να πάθεις… να… Ώχου, γαμώτο!» Μέτρησε πάλι ως το δέκα.
«Ησύχασε, Φιν μου. Ησύχασε. Θα έρθω πίσω, προτού καταλάβεις ότι λείπω. Στο υπόσχομαι».
«Είσαι σίγουρος; Και… ο γιατρός τι λέει για αυτό;»
«Θα συμφωνήσει, Φιν. Είναι ανάγκη να πάω».
«Μα δεν… δεν έχεις γίνει εντελώς… καλά. Πώς θα φ-φύγεις;»
«Είμαι αρκετά καλά, για να πάω. Εξάλλου, είναι κάτι που πρέπει να γίνει, Φιν. Πίστεψέ με».
«Και εγώ… εγώ…»
«Θα τα καταφέρεις μια χαρά, Φιν» της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Είσαι πολύ πιο ικανή απ’ ό,τι σε έχουν κάνει να πιστεύεις ότι είσαι».
Η Φιν δάκρυσε. Ξέσφιξε τα χέρια της και αγκάλιασε τον Μαρτίν. «Μόνο εσύ μου μιλάς έτσι» του είπε. «Πώς θα αντέξω δύο, τρεις μέρες χωρίς να σε ακούω;»
Ο Μαρτίν συγκράτησε τον εαυτό του. Για να μην κλάψει και να μην διαλύσει τον Φούνκε. «Πιστεύω σε εσένα, Φιν. Πιστεύω σε εσένα».

Φιλήθηκαν σαν ζευγάρι και μετά ο Μαρτίν είπε στην νοσοκόμα που είχε συνοδέψει την Φιν να την πάει στο δωμάτιό της.
Η νοσοκόμα αναζήτησε τον Φούνκε. «Κύριε διευθυντά;»
Ο Φούνκε δεν απάντησε αμέσως.
Ο Μαρτίν γύρισε προς το μέρος του. «Πες της το».
Ο Φούνκε έδωσε την εντολή και η Φιν με την νοσοκόμα αποχώρησαν, υπό το βλέμμα του Χόουνεχ. Τότε ο γιατρός είπε στον Μαρτίν «Τώρα θα επιστρέψεις στο δωμάτιό σου, Μαρτίν».
«Όντως, Φούνκε. Θα πάω στο δωμάτιό μου». Χωρίς να στραφεί, συνέχισε «Αλλά όχι τώρα. Και όταν πάω, θα είναι για να ετοιμαστώ και να φύγω».
«Μαρτίν, Μαρτίν…» Ο Φούνκε αναστέναξε. «Δεν έχεις να πας πουθενά. Μην ξεχνάς ότι έχεις καταδικαστεί. Έχεις ακόμα πολλά χρόνια…»
«Άκουσέ με καλά, Φούνκε». Ο Μαρτίν τον κοίταξε. «Θα πάμε μαζί στο γραφείο, όπου θα ετοιμάσεις το σχετικό χαρτί, για την προσωρινή έξοδό μου».
«Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να αρνηθώ».
«Αν δεν το κάνεις, τότε αύριο το άσυλο θα μείνει με λειψό προσωπικό και εσύ θα πρέπει να παραγγείλεις καινούρια έπιπλα για το γραφείο σου, την ώρα που οι συνάδελφοί σου στο νοσοκομείο θα προσπαθούν να σώσουν ό,τι μπορούν από εσένα».

Ο Φούνκε κούνησε το κεφάλι, απογοητευμένος. «Μαρτίν, νόμιζα ότι είχαμε κάνει πρόοδο. Ότι είχες αρχίσει να ξεπερνάς τις επιθετικές τάσεις σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, έκανα λάθος».
«Γιατρέ, γιατί δεν βάζετε τους νοσοκόμους να τον πιάσουν;» ρώτησε η γραμματέας. «Είναι πολλοί, θα τον…»
«Σιωπή, δεσποινίς Μπλούμεντα» τη διέταξε. «Μην ανακατεύεστε όταν είμαι εγώ παρών».
«Μάλιστα, κύριε διευθυντά. Συγνώμη».
«Μαρτίν, γιατί δυσκολεύεις την κατάσταση;» ρώτησε ο Φούνκε. «Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο δωμάτιό σου. Αύριο θα ξημερώσει μια νέα μέρα, θα δεις. Όλα θα επιστρέψουν ως είχαν…»
«Αρκετά!» Ο Χόουνεχ άρχισε να τον πλησιάζει, με απότομα βήματα, και το δάπεδο να τρίζει από κάτω του. «Σου είπα κάτι. Δεν έχω καιρό για τις μαλακίες σου. Βιάζομαι, π’ ανάθεμά σε».
«Πιάστε τον!» φώναξε η Άφκε. «Σταματήστε τον! Θα χτυπήσει τον κύριο διευθυντή».

Οι νοσοκόμοι -πλην του Γιούριαν και πάλι- κινήθηκαν προς το μέρος του.
Οι δύο πρώτοι έπεσαν, κρατώντας την κοιλιά και το μέτωπο.
«Σταματήστε!» φώναξε ο Φούνκε. «Σταματήστε! Όλοι».

Για ένα λεπτό, στο διάδρομο ακούγονταν μονάχα οι κραυγές μερικών ασθενών από τα δωμάτιά τους.
«Όλοι επιστρέψτε στα πόστα σας» είπε ο Φούνκε. «Όλοι. Όσοι δεν έχετε κάποια απασχόληση, βοηθείστε τους συναδέλφους σας που σας χρειάζονται. Περιθάλψτε και… και όσους τραυματίστηκαν. Τώρα!»
«Μα, γιατρέ…» έκανε να πει η Άφκε.
«Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα, δεσποινίς. Όλοι στις δουλειές σας. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με τον Μαρτίν. Κανείς. Αναλαμβάνω εγώ. Εμπρός, πηγαίνετε». Και όταν υπάκουσαν, είπε στον Χόουνεχ «Έλα μαζί μου, Μαρτίν. Θα σου δώσω το χαρτί που θέλεις».
Στο γραφείο, η διαδικασία δεν κράτησε πάνω από τρία λεπτά.

Πριν αποχωρήσει ο Μαρτίν, είπε στον Φούνκε «Θα γυρίσω το συντομότερο. Φρόντισε να μη μαθευτεί τίποτα. Ούτε για εμένα, ούτε για τους Άγγλους. Δεν ήταν ποτέ εδώ. Σβήστε και τα ονόματά τους από την λίστα επισκεπτών. Και, Φούνκε… μη μάθω ότι έπαθε κάτι η Φιν. Δεν θα με σταματήσει ολόκληρο τάγμα, αν την πειράξετε. Απλά, κάντε τη γαμημένη δουλειά σας. Κρατήστε την ζωντανή και σε καλή σωματική και ψυχική κατάσταση».
Ο Φούνκε άναψε ξανά την πίπα του. Συμφώνησε.
«Αντίο, Φούνκε. Εις το επανιδείν».

Πήγε να ανοίξει την πόρτα, αλλά ο γιατρός τον ρώτησε «Δεν ήσουν ποτέ ικανοποιημένος εδώ, έτσι δεν είναι, Μαρτίν; Εκτός από τις φορές που συνευρισκόσουν με την Φιν, εννοώ».
«Πώς θα μπορούσα να είμαι; Ξέρεις καλά, όσο κι αν δεν το παραδέχεσαι, ότι δεν έχω το πρόβλημα που με είχες πείσει ότι έχω. Κι όμως, εφαρμόζατε σε εμένα όλες τις… θεραπείες που εφαρμόζετε σε ανθρώπους που όντως έχουν πρόβλημα. Σκέψου τι επίδραση θα είχε σε έναν κατά τα άλλα υγιή άνθρωπο μια τέτοια αντιμετώπιση».
«Λυπάμαι, Μαρτίν. Αλήθεια. Αλλά σκέψου ότι αν δεν ήμουν εγώ και το Νάνκο Φούνκε, τώρα θα ήσουν στη φυλακή, Μαρτίν. Και εκεί τα πράγματα θα ήταν πολύ άσχημα. Δεν μπορείς καν να διανοηθείς…»
«Μπορώ, Φούνκε. Μπορώ. Πίστεψέ με, μου έχετε δώσει μια πολύ καλή ιδέα περί φυλακών». Έδειξε με το χέρι τον Φούνκε. «Κάνε ό,τι είπα και ευχαρίστησε τον Θεό που δεν πιστεύεις, για το ότι δεν μετράς άλλες απώλειες».
Ο Φούνκε είπε «Καλή τύχη, Μαρτίν».

Ο Μαρτίν αποχώρησε. Πήγε στο δωμάτιό του, όπου και άλλαξε ρούχα, απλά και μόνο για να βγει στο κρύο –δεν είχε σκοπό να μείνει με αυτά. Ύστερα, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση (παρά το ότι συναπαντήθηκε με μέλη του προσωπικού), έφτασε στην κεντρική πόρτα, όπου τον περίμεναν ο Βολφ με τον Ράινχελ.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο λοχαγός.
«Πάμε».

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, βρίσκονταν στο δρόμο, σε μια άμαξα, που τους πήγαινε στην Άουντεζέιτς Φουρμπουρχβάουλ. Στο πατρικό του. «Θα χρειαστώ μερικά χρήσιμα αντικείμενα» εξήγησε. «Από εκεί, θα πάω να βρω τον Γιούρις και τον Χενκ. Εσείς πηγαίνετε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Θα σας βρούμε εκεί. Σύμφωνα με το ρολόι στο γραφείο του Φούνκε, η ώρα ήταν οκτώ παρά είκοσι. Πλέον, οκτώ παρά τέταρτο, πάνω κάτω. Ψάξτε για μια αμαξοστοιχία που να φεύγει γύρω στις δέκα, δέκα και μισή».
«Καλώς» είπε ο Βολφ. «Απλά, να ξέρεις ότι εμείς δεν θα σας ακολουθήσουμε στο Μπραν. Πρέπει να γυρίσουμε στη Βουδαπέστη».
«Αλήθεια; Νόμιζα ότι θα ερχόσασταν».
«Πρέπει να γυρίσουμε, Μαρτίν. Συγνώμη. Αλλά μην ανησυχείς, θα βρεις στο Μπραν τον Μαξ Κάρτερ, τον Αμερικάνο ομοσπονδιακό πιστολέρο. Είναι αδερφός του Φάμπιαν, όπως σου είπαμε. Ξέρει για εσένα. Θα σε βοηθήσει. Θα σας βοηθήσει, αν έρθουν και οι φίλοι σου».
«Αμερικάνος αδερφός του Φάμπιαν; Δεν ρώτησα νωρίτερα…»
«Ναι, είναι μεγάλη ιστορία. Πρόσφατα το μάθαμε και εμείς».
«Κατάλαβα».
Και μετά, ο Ράινχελ ρώτησε τον Μαρτίν τι είχε γίνει και τι ήταν όλες αυτές οι φωνές που άκουγαν. «Και αλήθεια, έμεινε κανείς ζωντανός;»

*

Βουδαπέστη

Είχε γλιτώσει από τους ανακριτές, αλλά, όπως το έβλεπε, δεν θα γλίτωνε και την σύγκρουση με τους μπράβους του Τζούρτζου, οι οποίοι έκαναν νόημα σε μια κυρία, που είχε μαζί της και το κοριτσάκι της, να τους ανοίξει.

Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε. «Κυρία, μην το κάνεις» της είπε, όντας κρυμμένος πίσω από τον τοίχο. «Μην τους ανοίξεις».

Η νεαρή μαυρομάλλα γυναίκα με τη φαρδιά μαύρη φούστα ξεφώνησε, ενώ το κοριτσάκι την ρώτησε τι έπαθε. Γύρισε προς το μέρος του και τον γύρεψε στο μισοσκόταδο, λέγοντας «Ποιος είναι εκεί; Ποιος μίλησε;»
Θα με δουν, γαμώτο. Κι αυτό δεν είναι καν το χειρότερο. Αλλά τι άλλη λύση είχε; Ο επιλοχίας έβγαλε λίγο το κεφάλι και της είπε να επιστρέψει στο διαμέρισμα που έμενε. «Γρήγορα, φύγετε» τόνισε.
«Γιατί; Ποιος είστε, κύριε; Και τι;…»
Τέσσερις χτύποι στην τζαμαρία.
«Μαμά, οι κύριοι δείχνουν εμάς» είπε το κοριτσάκι με το ροζ μαντήλι στο κεφάλι.

Η γυναίκα γύρισε. Είδε τους άντρες να της χαμογελάνε και να της δείχνουν την πόρτα. Ο ένας από αυτούς έτριψε τα χέρια του, για να της δείξει ότι κρύωνε.
«Κυρία» είπε ο επιλοχίας. «Κυρία, κοιτάξτε με. Εμένα, τώρα… Ωραία. Ακούστε. Αυτοί οι άντρες είναι επικίνδυνοι. Αν τους ανοίξετε, μπορεί να βλάψουν εσάς και την κόρη σας». Η μισή πλευρά του κορμιού του ήταν στο σκοτάδι. Και εκεί το χέρι του είχε πιάσει την λαβή του όπλου του.
«Και εσείς πώς το ξέρετε, κύριε;» τον ρώτησε, πλησιάζοντάς τον. Έφτασε κοντά του και παρατήρησε όσο καλύτερα μπορούσε το πρόσωπό του. «Δεν σας ξέρω. Δεν μένετε εδώ. Θα μπορούσατε εσείς να είστε ο επικίνδυνος και αυτοί οι κύριοι από την πολιτοφυλακή και σας κυνηγάνε. Κάποιοι από αυτούς δε φοράνε στολή, αλλά είναι στην πολιτοφυλακή. Έτσι έχω ακούσει, δηλαδή. Θα μπορούσατε εσείς να έχετε κλέψει κάποιο καφενείο ή εστιατόριο. Απ’ ό,τι βλέπω, έχετε ιδιαίτερη προτίμηση στο φαγητό και το κουστούμι σας είναι τσαλακωμένο. Μπορεί να είστε άστεγος που κυκλοφορεί στους δρόμους και…»
«Δεν έχουμε χρόνο για αυτά, κυρία μου» της είπε. «Εξάλλου, αν ήμουν εγώ ο επικίνδυνος, δεν θα σας είχα βλάψει μέχρι τώρα; Τι λέτε για αυτό;»

Η γυναίκα δεν μίλησε. Φάνηκε να το συλλογίζεται. Κοίταξε μια τον επιλοχία και μια τους άλλους, που στέκονταν έξω.
Έλα, γύρνα στο διαμέρισμά σου, κυρά μου, είπε μέσα του ο επιλοχίας. Είχε αγχωθεί ξανά, για τρίτη φορά σήμερα. Νωρίτερα, είχε φτάσει κοντά στο να αντιπαρατεθεί με αυτούς τους άντρες, ενώ λίγες ώρες αργότερα είχε συναντήσει τους ανακριτές. Τους οποίους είχε βρει να τον περιμένουν μαζί με την γυναίκα του στο διαμέρισμά του. Αυτός είχε ασχοληθεί αρχικά με την ίδια την εγκυμονούσα σύζυγό του, η οποία του ζήτησε εξηγήσεις, αλλά αυτός της είπε μόνο όσα έκρινε πως πρέπει να ξέρει. Αυτή παραλίγο να τον «κάψει» με τις ερωτήσεις της (Εγώ σου είπα να φέρεις υλικά μαγειρικής, του είχε πει. Κι εσύ έφερες στρούντελ και τα λουλούδια; Γιατί;). Της είχε απαντήσει κατάλληλα (Αγάπη μου, μπερδεύτηκα, συγνώμη. Είναι και η βροχή και το κρύο… καταλαβαίνεις. Αλλά το στρούντελ είναι από το εστιατόριο που πηγαίνουμε και που ξέρω ότι σου αρέσει. Και τα λουλούδια στα έφερα σαν δώρο). Ξέμπλεξε εύκολα, καθότι η γυναίκα του ήταν κουρασμένη και φοβισμένη από την παρουσία των τριών ένστολων, που είχαν επιμείνει ότι θα περιμένουν τον άντρα της. Το πιο δύσκολο κομμάτι, λοιπόν, ήταν η «επίσημη» ανάκριση που ακολούθησε, κατά την οποία ο επιλοχίας έπρεπε να απαντήσει στις ερωτήσεις του απεσταλμένου του Evidenzbureau, ενώ ένας άντρας της Αυτοκρατορικής-Βασιλικής Χωροφυλακής και ένας της ντόπιας πολιτοφυλακής περίμεναν διαταγές (αν θα τον συλλάμβαναν ή όχι). Όσον αφορά τα όσα ήξερε για το Μπραν και την συμμετοχή των αξιωματικών και υπαξιωματικών στην υπόθεση, οι απαντήσεις του ικανοποίησαν τον ανακριτή του –έτσι κι αλλιώς, ο επιλοχίας είχε το πόστο του στην φύλαξη της θύρας του τοπικού σταθμού, οπότε δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με τις γραφειοκρατικές και άλλες υποθέσεις. Αναφορικά, όμως, με την άδειά του; Ήταν όντως άρρωστος; Γιατί δεν έμοιαζε να έχει πάθει κάτι. Ο επιλοχίας, και πάλι διατηρώντας την ψυχραιμία του, είχε πει ότι, αν το επιθυμούσαν, οι κύριοι μπορούσαν να μιλήσουν με τον γιατρό του, που τον είχε εξετάσει και είχε διαπιστώσει ότι κρυολόγησε και πως καλύτερα θα ήταν να παραμείνει στο σπίτι του. Εδώ ήταν που θα μπορούσε να πάει λάθος όλη η προσπάθεια, καθότι το όνομα του γιατρού που τους έδωσε τού ήταν παντελώς άγνωστο, μιας και ο Βολφ, που του τον σύστησε, του είχε πει πως θα τα κανόνιζε όλα ο ίδιος και πως ο επιλοχίας το μόνο που είχε να κάνει ήταν να επιμείνει στην ιστορία του, χωρίς να προδοθεί, χωρίς να διστάσει. Ο επιλοχίας ανησυχούσε, όμως, γιατί θα μπορούσαν να τον διατάξουν να τον εξετάσει ο γιατρός της υπηρεσίας, για να επιβεβαιώσει αν ισχύει η πάθηση ή όχι, αλλά δεν αναφέρθηκε καθόλου αυτή η περίπτωση.

Οι τρεις ένστολοι είχαν φύγει τελικά, δίχως να τον συλλάβουν ή να τον αναγκάσουν να επιστρέψει στην υπηρεσία του προτού το επιτρέψει ο γιατρός του. Και όχι, δεν θα αναζητούσαν τον γιατρό, δεν χρειαζόταν. Ούτως ή άλλως, του εκμυστηρεύτηκε με χαμόγελο ο συνάδελφος κατάσκοπος από τη Βιέννη (όταν οι άλλοι δύο είχαν βγει από το διαμέρισμα), τυπικό ήταν όλο αυτό. Του έδειξε και το έγγραφο που συμπλήρωσε. Δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι. Φρόντισε μόνο να συνέλθεις γρήγορα. (Θα συνέλθω. Ευχαριστώ, είχε απαντήσει και τους αποχαιρέτισε, για να δώσει κι άλλες εξηγήσεις στην γυναίκα του, να φάει και να ξεκουραστεί, μέχρι να αναγκαστεί να πάει ξανά στο διαμέρισμα των Βολφ και των Άσπελ.)

Όσα λίγα ακολούθησαν στο διαμέρισμα όπου έμεναν οι οικογένειες που έπρεπε να προστατέψει, είχαν να κάνουν με άσχετα θέματα, αν και μία από τις πρώτες κουβέντες που είχε με την κυρία Άσπελ και την κυρία Βολφ ήταν το αν υπήρχαν νεώτερα για τον Φάμπιαν ή τον Θίοντορ και τον Τζόνας. Όχι, τους είπε, δεν έχουμε άλλη ενημέρωση. Συγνώμη. Και η κυρία Ράινχελ; Ήξερε πού είναι ο άντρας της; Ναι, ξέρει. Του είχαν πει να πηγαίνει και να ελέγχει και εκείνη; Όχι, ο συνάδελφος δεν το έκρινε απαραίτητο. Όχι ακόμα, δηλαδή. Αυτό είχε παραξενέψει τις δύο γυναίκες, ωστόσο ενδόμυχα η Έμιλυ είχε την ελπίδα ότι αυτή η απόφαση του Ράινχελ πρέπει να σήμαινε πως σκόπευαν να συντομεύσουν τις διαδικασίες (να βρουν τον Μαρτίν, να τον στείλουν στο Μπραν, να σκοτωθούν τα τέρατα και να γυρίσουν όλοι πίσω, μαζί φυσικά με τον Φάμπιαν). Δεν άφησε τον εαυτό της να σκεφτεί οποιοδήποτε άλλο σενάριο, γιατί και εκείνη ήθελε να τελειώσει όλη αυτή η ιστορία και να ξαναδεί τον άντρα της.

Ο επιλοχίας είχε μείνει στο διαμέρισμα γύρω στις δύο ώρες, από τις επτά ως τις εννιά, οπότε και καληνύχτισε άπαντες και έφυγε. Όχι με άδεια χέρια, όμως, αφού η κυρία Βολφ του έδωσε ένα καλάθι με γλυκό Kaiserschmarrn (ελαφριά, καραμελωμένη τηγανίτα φτιαγμένη από γλυκό κουρκούτι με αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, αλάτι και γάλα, τηγανισμένη σε βούτυρο).

Αλλά, όπως και την πρώτη φορά, δε βγήκε αμέσως από την πολυκατοικία, γιατί οι ίδιοι τύποι ήταν απέξω και περίμεναν. Μόνο που αυτή τη φορά κοιτούσαν το εν λόγω κτίριο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλο.

Κι έτσι, βρέθηκε να παραμένει κρυμμένος και τώρα να προσπαθεί να μεταπείσει μία ένοικο, ώστε να μην κάνει την ανοησία που ήταν έτοιμη να διαπράξει.
«Κυρία μου, ακούστε με» της είπε. «Απλά, πηγαίνετε στο διαμέρισμά σας. Θα φύγουν. Δεν θα κάτσουν εκεί για πολύ ακόμα. Μένουν μόνο επειδή σας βλέπουν. Επιστρέψτε στο διαμέρισμά σας. Σκεφτείτε το κοριτσάκι σας, σας παρακαλώ».
«Μαμά, είναι καλός ο παχουλός κύριος» είπε η μικρή, κοιτώντας τον.

Κι άλλα χτυπήματα στην τζαμαρία.
«Κυρία. Σας παρακαλώ…» επέμεινε ο επιλοχίας. Το δάχτυλό του ήταν έτοιμο να οπλίσει. Το καλάθι το είχε αφήσει στο πάτωμα, δίπλα του. Σκέφτηκε κάτι και είπε «Κυρία. Κυρία. Ακούστε, πηγαίνετε στον τρίτο όροφο. Ρωτήστε για εμένα. Θα δείτε, θα σας επιβεβαιώσουν όσα σας λέω. Πηγαίνετε στο διαμέρισμα των…»
Τότε ήταν που η μικρή είπε «Μαμά, αυτοί οι κύριοι μαλώνουν έναν γεράκο».

Ο επιλοχίας και η γυναίκα κοίταξαν. Είδαν έξω από την πολυκατοικία τους δύο άντρες να έχουν στριμώξει έναν βαριά ντυμένο ηλικιωμένο και να του δείχνουν την πόρτα της πολυκατοικίας.
«Είναι ένοικος;» ρώτησε την γυναίκα. «Τον ξέρετε;»
«Ναι, μένει στον πρώτο όροφο. Λέγεται…»
«Δεν έχει σημασία τώρα». Ο επιλοχίας έπιασε την γυναίκα από τον ώμο. «Φύγετε» είπε με θυμό. «Πηγαίνετε στο διαμέρισμά σας. Τώρα!» Η γυναίκα έκανε να διαμαρτυρηθεί. «Τώρα, που να πάρει! Φύγετε!» επανέλαβε αυτός.
«Έλα, μαμά, πάμε. Αφού το λέει ο κύριος» είπε η μικρή, τραβολογώντας το πανωφόρι της μητέρας της.
Οι τύποι έσπρωξαν τον ηλικιωμένο.
«Ω, καλά, καλά, πάμε» είπε η γυναίκα χωρίς να δει την σκηνή. Μαζί με την κόρη της, ανέβηκαν τις σκάλες και σύντομα εξαφανίστηκαν από το βλέμμα του επιλοχία.
Άκουσε ένα κλειδί να γυρίζει.
Να πάρει η ευχή.
Όπλισε.
Πήρε βαθιές ανάσες. Πόσο καιρό είχε να βρεθεί σε συμπλοκή; Πέντε χρόνια; Όχι, έξι. Σίγουρα έξι. Αφού τον μετέθεσαν από τον στρατό στο Evidenzbureau, λόγω έλλειψης προσωπικού. Είχε κάνει λίγη εκπαίδευση, συμμετείχε και σε τέσσερις επιχειρήσεις αντικατασκοπείας και, με το που πήρε το βαθμό του επιλοχία, έκτοτε ο Ορμπάν τον έβαλε στο πόστο της φύλαξης της θύρας του σταθμού, όπου κυρίως καθόταν, έγραφε και άνοιγε ή έκλεινε την πόρτα. Εκείνη την εποχή ήταν που άρχισε και να παχαίνει. Είχε ηρεμήσει, όπως και η γυναίκα του. Όμως, μένοντας μακριά από το πεδίο της μάχης (έστω, των ασκήσεων για μάχη), υπήρχε η συνέπεια του να μην είναι πλέον τόσο ικανός όσο άλλοτε. Δεν είχε πια την ίδια κινητικότητα ή γρηγοράδα, ίσως να είχε επηρεαστεί και το σημάδι του με τα όπλα. Το ήξερε. Και η γυναίκα του το ήξερε. Κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που ανησύχησε όταν του ανέθεσαν αυτήν την αποστολή.
Αλλά τώρα δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις.

Άκουσε τον ηλικιωμένο να ξεφωνίζει και να πέφτει στο πάτωμα, ενώ η πόρτα σφράγιζε.
«Μην τον σπρώχνεις έτσι» είπε ένας από τους δύο μπράβους. «Μας βλέπουν απέξω».
«Σκοτίστηκα. Πάμε».
«Πώς τολμάτε, παλιόπαιδα;» έσκουξε ο ηλικιωμένος, έτοιμος να κλάψει. «Πώς μπορέσατε;… Εγώ… Δεν μπορώ να σηκωθώ…»
«Σκάσε, γέρο. Είσαι τυχερός που…»
«Μάλλον, εσείς είστε τυχεροί που είναι εδώ αυτός ο άνθρωπος».

Οι δύο μπράβοι είδαν έναν ευτραφή και κοντό άντρα να εμφανίζεται πίσω από έναν τοίχο. Στο χέρι του, κρατούσε ένα πιστόλι Γκάσερ, και το είχε στραμμένο προς αυτούς.
Ο επιλοχίας είπε «Αν δεν ήταν εδώ αυτός ο καλός κύριος, θα κάναμε μια πολύ διαφορετική συζήτηση».
«Με εσένα μιλούσε εκείνη η ηλίθια, λοιπόν» είπε ο ένας από τους δύο μπράβους.
«Αυτό είναι αξιοθαύμαστο. Αλλά ξέρεις τι λένε, ακόμα και ένα τυφλό κοτόπουλο μπορεί να βρει σιτάρι».
«Τι;»
«Έχεις λίγο μυαλό, απ’ ό,τι βλέπω».
«Ποιος είσαι εσύ, νεαρέ;» ρώτησε ο ηλικιωμένος. «Και τι το θες το πιστόλι;»
«Κύριε» είπε ο επιλοχίας «θα σας παρακαλούσα να μείνετε έξω από αυτή την συζήτηση».
«Δεν τον αναγνωρίζεις, γέρο; Δεν μένει εδώ;» ρώτησε ένας από τους μπράβους.
Ο ηλικιωμένος κοίταξε καλά-καλά τον επιλοχία.
«Γέρο; Ε, χούφταλο». Ο άλλος μπράβος κλότσησε στην πλάτη τον ηλικιωμένο. «Τον ξέρεις, ναι ή όχι;»
«Σταμάτα να με χτυπάς!» έσκουξε εκείνος και γύρισε προς τους δύο άντρες. «Φύγετε, παλιάνθρωποι, προτού καλέσω την πολιτοφυλακή!»
«Σκάσε και απάντα σε ό,τι σε ρωτάμε, γέρο. Αλλιώς θα σε θάψουν μια ώρα αρχύτερα».
«Δεν…»
«Μην τολμήσετε να τον αγγίξετε ξανά» είπε ο επιλοχίας. «Απομακρυνθείτε από κοντά του. Τώρα».

Οι μπράβοι αλληλοκοιτάχτηκαν.
Αυτός που είχε καταλάβει ότι η γυναίκα μιλούσε με τον επιλοχία είπε «Δεν θα πυροβολήσεις, χοντρέ. Όχι εδώ. Θα σε συλλάβουν και άντε μετά να εξηγήσεις…»
«Αλήθεια, εξυπνάκια Βλάχε;» Ο επιλοχίας χαμογέλασε. «Εγώ έχω δικαιολογία για ό,τι κάνω. Και μάρτυρα. Εσείς;» Δεν ένιωθε περισσότερη αυτοπεποίθηση απ’ όση έδειχνε σε αυτούς, γιατί η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει. Πλέον, έπρεπε να βρει άλλη λύση για να είναι ασφαλείς οι Βολφ και οι Άσπελ.

Ο τύπος δίστασε. Το ίδιο και ο άλλος. Τι προτιμούσαν, να αντιμετωπίσουν ξανά τον Τζούρτζου ή να πάνε στη φυλακή; Ή να τους σκοτώσει αυτός ο άντρας; Ο οποίος…
«Ώστε όντως ήρθαμε στο σωστό μέρος» είπε ένας από τους μπράβους, ο εξυπνάκιας. «Εδώ μένουν. Και εσύ τις φυλάς. Σε έβαλαν εκείνοι να τις φυλάς, όσο θα λείπουν, έτσι δεν είναι;»
«Φύγετε» είπε ο επιλοχίας. «Τώρα. Πριν κάνετε κάποια απερισκεψία».
Δεν απάντησαν.

Ο ηλικιωμένος κοιτούσε μια αυτόν και μια τους άλλους, χωρίς να μιλάει.
«Δεν θα το επαναλάβω» είπε ο επιλοχίας και πλησίασε. «Εφόσον έχετε καταλάβει ποιος είμαι, από πού έρχομαι, τότε ξέρετε ότι δεν θα τη γλιτώσετε. Φύγετε και μην επιστρέψετε».

Ο μπράβος που είχε κλοτσήσει τον ηλικιωμένο έκανε να βγάλει το δικό του όπλο, όμως ο άλλος τον σταμάτησε, πιάνοντάς του το χέρι. «Όχι εδώ» του είπε στην μητρική του γλώσσα. Και στον επιλοχία: «Θα τα ξαναπούμε, μαλάκα χοντρέ. Να είσαι σίγουρος για αυτό».
«Φύγετε».
«Ναι, φύγετε» είπε ο ηλικιωμένος. «Να πάτε στο διάβολο, π’ ανάθεμά σας!»
Οι μπράβοι γύρισαν και έφυγαν.

Όταν η πόρτα σφράγισε, ο επιλοχίας πλησίασε την τζαμαρία και έλεγξε έξω. Δεν τους είδε ανάμεσα στους περαστικούς, οπότε έβαλε το πιστόλι στην θήκη και πήγε κοντά στον ηλικιωμένο. Τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. «Σε ευχαριστώ, γιε μου» είπε εκείνος, σκουντώντας τον. «Σε ευχαριστώ και που με έσωσες από αυτούς τους αγροίκους. Τώρα, θα πάω στο διαμερισματάκι μου…»
«Ελάτε, κύριε, θα σας συνοδεύσω. Μόνο περιμένετε μια στιγμή, να πάρω κάτι που άφησα…» Έσπευσε, πήρε το καλάθι και γύρισε κοντά στον μεγαλύτερό του άντρα.
«Δε χρειάζεται, μη σε βάζω σε κόπο. Θα τα καταφέρω».
«Αν δεν το κάνω, μετά θα έχω τύψεις, κύριε» του είπε.
Ο ηλικιωμένος τον ευχαρίστησε ξανά και κίνησαν για τις σκάλες.

Ο επιλοχίας άφησε τον άντρα μέσα στο διαμέρισμά του και βγήκε, κλείνοντας την πόρτα. Αλλά δεν έφυγε από την πολυκατοικία. Όχι αμέσως, δηλαδή.
Πήγε ξανά στο διαμέρισμα των Βολφ. Πλέον, οι συγκυρίες είχαν αλλάξει. Έπρεπε να πάρει άμεσα τις δύο οικογένειες από εκεί.

*

Άμστερνταμ

Έφτασαν στην Άουντεζέιτς Φουρμπουρχβάουλ, όπου η άμαξα σταμάτησε. Ο Μαρτίν άνοιξε την πόρτα. «Περιμένετέ μας στο σταθμό» είπε. «Ή μόνο εμένα. Θα δούμε».
«Εντάξει» είπε ο Βολφ.
«Μαρτίν» είπε ο Ράινχελ. Κοιτούσε τον Χόουνεχ κατάματα. Ρώτησε με παραιτημένη φωνή «Πιστεύεις και εσύ ότι υπάρχουν βρικόλακες στο Μπραν, έτσι δεν είναι;»

Ο Χόουνεχ, που είχε ακούσει με προσοχή όσα συζήτησαν στο άσυλο και στη διαδρομή ως το σπίτι του, απάντησε χωρίς να το σκεφτεί περαιτέρω. «Ναι». Κι αυτό δεν είναι καν το χειρότερο, σκέφτηκε, χωρίς να αποκαλύψει στους άλλους ποια σκέψη τον φόβιζε.

Ο Ράινχελ κατένευσε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα χαμογέλασε. «Τότε χαίρομαι που θα είσαι με το μέρος μας».
«Και εγώ χαίρομαι που δεν απορρίψατε την παραγγελία που σας έδωσε ο Φάμπιαν. Θα μπορούσατε να πείτε όχι, αλλά δεν το κάνατε. Ή θα μπορούσατε να απευθυνθείτε σε κάποιον ανώτερό σας, ο οποίος, αν άκουγε γιατί θα με αναζητούσατε, σχεδόν σίγουρα θα σας έβαζε να κάνετε κάποια άλλη δουλειά. Ή θα μπορούσατε να απορρίψετε την ιδέα, όταν μάθατε ότι ήμουν κλεισμένος σε άσυλο». Κοίταξε και τους δύο τώρα. «Αλλά εσείς επιλέξατε να σεβαστείτε την επιθυμία του Φάμπιαν και το ένστικτό σας, και σας ευχαριστώ για αυτό».
«Και εμείς σε ευχαριστούμε, Μαρτίν» είπε ο Βολφ. «Δεν ξέρω πόσες φορές θα στο πούμε…»
«Δεν χρειάζεται, Θίοντορ». Κατέβηκε από την άμαξα. «Μην ξεχάσετε τα εισιτήρια. Ζητήστε, εκτός από τα δικά σας και το δικό μου, να κρατήσουν δύο επιπλέον, άρα για πέντε άτομα. Γιούρις Μπόντεμαν και Χενκ Χόπε, τα θυμάστε; Ωραία. Η αμαξοστοιχία θέλουμε να φύγει από δέκα το βράδυ και μετά».
«Εντάξει, Μαρτίν. Καλή τύχη με τους φίλους σου».

Ο Χόουνεχ τους χαιρέτισε και έκλεισε την πόρτα. Δεν περίμενε να απομακρυνθεί η άμαξα, παρά έψαξε τριγύρω για παρατηρητές -δεν υπήρχε κανείς-, γύρισε, βρήκε το σημείο στο πεζοδρόμιο που ήταν κούφιο, αφαίρεσε το κομμάτι, έβγαλε το κλειδί του σπιτιού, έβαλε ξανά το κομμάτι στην θέση του, σηκώθηκε, ξεκλείδωσε και μπήκε, κλείνοντας. Το μέρος μύριζε κλεισούρα και ήταν κρύο, σαν κουφάρι ζώου που το είχαν ξεθάψει από το χιόνι των Άλπεων. Παραθυρόφυλλα κλειστά. Δεν έβλεπε τίποτα. Αλλά δε χρειαζόταν. Ήξερε πού είναι το κάθε τι. Έτσι, άπλωσε το χέρι στα δεξιά του, βρήκε τον καλόγερο και ένα πανωφόρι που είχε αφήσει εκεί από τότε που τον είχαν μπαγλαρώσει. Τα σπίρτα, όπως το περίμενε, ήταν στην τσέπη του. Τα έβγαλε και άναψε ένα. Προχώρησε παράλληλα με τον τοίχο και άναψε την πρώτη εντοιχισμένη λάμπα. Πρόσωπα και τοπία πινάκων ζωγραφικής εμφανίστηκαν, καθώς επίσης και η τραπεζαρία, οι καρέκλες, ο καναπές. Ο Χόουνεχ είδε το ένα από τα κηροπήγια που είχε τοποθετήσει σε ένα κομοδίνο και άναψε τα σταυρωτά κεριά του. Έριξε μια ματιά σε όλο το χώρο. Αράχνες, σκόνη, τα λουλούδια ξεραμένα… Ό,τι έβλεπε ήταν λερωμένο. Το σαλόνι έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Έλειπε τρία χρόνια και προφανώς κανένας από τους δικούς του δεν είχε έρθει να συμμαζέψει, έστω και λίγο. Ή μπορεί να είχαν έρθει, αλλά να μην ασχολήθηκαν με την καθαριότητα. Μπορεί να είχαν έρθει για άλλο λόγο, όπως το να εκτιμήσουν πόσο θα κόστιζε αν το πουλούσαν, με το που πέθαινε η μητέρα τους και με το που ο Φούνκε αποφάσιζε ότι ο Μαρτίν δεν θα μπορούσε να βγει από το άσυλο.

Τα καθίκια, σκέφτηκε. Αλλά, δυστυχώς, δεν είχε χρόνο για να φροντίσει το πατρικό του. Έπρεπε να βιαστεί.

Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο που κάποτε είχε τέσσερα κρεβάτια, αλλά που ο Μαρτίν είχε πείσει την μητέρα του να αφαιρέσουν τα τρία από αυτά, γιατί ούτε ο Λάουγενς, ούτε η Τρίνκε, ούτε ο Γιους θα έρχονταν ποτέ ξανά, για να μείνουν εδώ. Είμαστε μόνο εσύ και εγώ πια, της είχε πει. Τότε δεν της είχε αναφέρει τίποτα για τον πατέρα του, γιατί ήξερε πως εκείνη, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, θα περίμενε τον Ίζακ Χόουνεχ να γυρίσει από τις θάλασσες που διέσχιζε με την πειρατική σκούνα του, τον Μαύρο Αχάτη του. Το κάθαρμα. Όπως ο πατέρας του, ο Μαρτίν είχε κάνει την θητεία του στο Ναυτικό και είχε μια ιδιαίτερη εκτίμηση για τα πολεμικά πλοία και για τους άνδρες που υπηρετούσαν σε αυτά. Το ότι ο Ίζακ, που, αντίθετα από τον γιο του, είχε το βαθμό του καπετάνιου, είχε πείσει τους ναύτες να αυτομολήσουν και να κλέψουν το καράβι, για να επιτίθενται σε όποιο πλοίο έβρισκαν και γενικά να έκαναν ό,τι ήθελαν, ήταν κάτι που ο Μαρτίν θα μπορούσε να ξεπεράσει, αν όμως ο πατέρας του δεν τους είχε παρατήσει, αδιαφορώντας για τον πόνο που είχε προκαλέσει στην Μαρλούς και τα παιδιά. Το ότι ερχόταν ενίοτε, κρυφά (για να μην τον συλλάβουν), με δώρα, δεν είχε βοηθήσει τον Μαρτίν ή τα αδέρφια του να τον συγχωρήσουν –και αυτό ήταν ίσως το μόνο θέμα στο οποίο συμφωνούσαν τα αδέρφια Χόουνεχ. Η μητέρα, από την άλλη, δεν του είχε κρατήσει κακία, παρά τον υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες και, όταν αυτός έφευγε, τον περίμενε πώς και πώς.

Ο πατέρας του δεν είχε εμφανιστεί τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Καθόλου. Ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που είχε λείψει. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει. Να τον συνέλαβαν, ίσως, για πειρατεία και να τον εκτέλεσαν. Ή να σάπιζε σε κάποια φυλακή, στο Κίνγκστον ή στο Νασάου ή στην Αβάνα ή στις Ανατολικές Ινδίες ή οπουδήποτε αλλού. Ή μπορεί να είχε πεθάνει στην θάλασσα και να τον είχε φάει κάποιος καρχαρίας. Η Μαρλούς, βέβαια, δεν το πίστευε, ό,τι και να της έλεγε ο Μαρτίν, ειδικά από την στιγμή που είχε αρχίσει να «χάνεται» σε έναν δικό της κόσμο, παρελθοντικό κυρίως, οπότε και ξεχνούσε εύκολα ή θυμόταν πράγματα που είχαν συμβεί κάποτε, δεν κοιμόταν ή είχε ανήσυχο ύπνο, είχε κακή διάθεση (εκτός από τις φορές που αναπολούσε κάτι από το παρελθόν), δεν είχε πολλή όρεξη, ενώ έκανε τα ούρα ή τα κόπρανα πριν καν σκεφτεί να πάει στην τουαλέτα. Αλλά, όσο κι αν της κατέτρωγε το μυαλό και το σώμα η πάθησή της, εκείνη είχε τον τρόπο να αφήνει στην άκρη κάθε έγνοια: απλά, μιλούσε για τον Ίζακ, σαν αυτός να ήταν παρών ή σαν να ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόρτα, για να του ανοίξουν.

Ήταν δύσκολο για τον Μαρτίν να διαχειριστεί και τη δουλειά, να ψάχνουν μαζί με τον Χενκ και τον Γιούρις για αλλόκοτα στοιχειά, να έχει και κάποιες εφήμερες σχέσεις (που δεν ευδοκιμούσαν, κυρίως γιατί δεν άρεσε στις κοπέλες που ασχολιόταν με παραφυσικά φαινόμενα), αλλά και να φροντίσει την μητέρα του -πολλές νύχτες δεν κοιμόταν καθόλου και πήγαινε στη βιβλιοθήκη με τα ίδια ρούχα-, αλλά το πάλευε. Δεν ήθελε να την πάει σε κάποιο ίδρυμα. Γιατί υπήρχαν και εκείνες οι στιγμές που η αδυνατισμένη Μαρλούς επανερχόταν στην πραγματικότητα και του μιλούσε και τον καμάρωνε. Ίδιος ο πατέρας σου, έλεγε, ψηλό ανάστημα, δυνατό κορμί, ευγενές πρόσωπο… Ο Μαρτίν δεν χαιρόταν που τον παρομοίαζε με τον Ίζακ, αλλά καταλάβαινε ότι εκείνη ήταν χαρούμενη και έτσι ήταν κι αυτός χαρούμενος.

Ο Μαρτίν άφησε το κηροπήγιο στην μικρή βιβλιοθήκη του. Αμέσως, όρμησε στην ντουλάπα, παραμέρισε τα άλλα ρούχα που είχε στοιβάξει και αποκάλυψε το ασημένιο μπαούλο που είχε κρύψει. Ήταν ένα μεγάλο, βαρύ «τρόπαιο», που συνήθως χρειάζονταν δύο άντρες για να το σηκώσουν –σίγουρα ο πατέρας του είχε βάλει τουλάχιστον δύο ναύτες του να το φέρουν στην επιφάνεια από την λίμνη που το είχαν βρει. Ο Μαρτίν σκέφτηκε ότι, αν είχαν έρθει όντως τα αδέρφια του στο σπίτι, πρέπει να είχαν πάει μόνο στο σαλόνι ή και στο δωμάτιο της μητέρας. Μπορεί, μετά που έκλεισαν την μητέρα σε ίδρυμα, να είχαν έρθει και ψάξει ανενόχλητοι για οτιδήποτε μεγάλης αξίας (γιατί ήξεραν ότι η Μαρλούς είχε κοσμήματα), αλλά ούτε καν ο Γιους (που είχε την κακή συνήθεια να κλέβει) δεν πρέπει να σκέφτηκε να ρίξουν μια ματιά και στο παλιό τους δωμάτιο. Αν το είχαν κάνει, σίγουρα θα είχαν πάρει το μπαούλο, ακόμα και αν δεν είχαν βρει το κλειδί. Ίσως είχε παίξει ρόλο ότι κατά βάθος φοβούνταν τον Μαρτίν, εξαιτίας της κορμοστασιάς του και επειδή ο Γιους και ο Λάουγενς είχαν βιώσει τον θυμό του, όταν ο μεν του είχε κλέψει ένα παιχνίδι και ο δε τον είχε βρίσει –αμφότεροι μετάνιωσαν ό,τι του είχαν κάνει, αλλά έζησαν για να πουν την ιστορία τους και στην Τρίνκε.

Το κλειδί για να το ξεκλειδώσει το είχε κρύψει σε ένα ζευγάρι παλιές, ουσιαστικά κατεστραμμένες μπότες ιππασίας, που είχε αγοράσει κάποτε ο πατέρας του και τις οποίες είχε πετάξει κάτω από το κρεβάτι του. Όταν σήκωσε το καπάκι, είδε όλα τα πράγματά του εκεί, όπως τα είχε αφήσει από την τελευταία φορά που είχαν βγει με τον Γιούρις και τον Χενκ προς αναζήτηση ενός τελωνίου, του Έρκλινγκ, που ταλάνιζε ένα χωριό στην Γερμανία –αλλά που τελικά αποδείχτηκε πως δεν ήταν κάτι πιο υπερφυσικό από έναν σκανταλιάρη κοντό γέρο ο οποίος φορούσε μια μάσκα λύκου και κρυβόταν τα βράδια πίσω από θάμνους ή τοίχους και τρόμαζε τα παιδιά, και που, μετά την τρομάρα που πήρε από την τριάδα των Ολλανδών, σίγουρα δεν θα έκανε ποτέ ξανά κάποια αντίστοιχη φάρσα.

Ο Μαρτίν έβγαλε τα περισσότερα από τα ιερά κειμήλια και φυλαχτά διαφόρων θρησκειών που είχε εκεί -έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για κάθε περίπτωση-, μέχρι που κράτησε στο χέρι του έναν ξύλινο σταυρό. Ένα φαινομενικά απλό κομμάτι κοκκινωπού ξύλου. Σε αντίθεση με την μητέρα του, δεν ένιωσε κάτι, μιας και ο ίδιος δεν ήταν χριστιανός, αλλά ήξερε ότι κάθε σύμβολο σαν αυτό έχει δύναμη απέναντι στα αντίστοιχα τέρατα. Οπότε έβαλε στην άκρη τον σταυρό. Έπειτα, βρήκε ένα μπουκαλάκι με αγιασμό και ακριβώς από κάτω, υπήρχαν διάφορα όπλα, αλλά εκείνος ξεχώρισε αυτά που θα χρειαζόταν για αυτή την αποστολή (ήτοι ένα σπαθί, ένα μικρότερο εγχειρίδιο, ένα σφυρί, τρεις σφήνες, δύο πιστόλια, είκοσι σφαίρες και ένας μικρός καθρέφτης). Επίσης, στον πάτο του σεντουκιού υπήρχε η «στολή» του (μαύρες δερμάτινες μπότες, μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, γιλέκο, μαντήλι, γάντια μαύρο καπέλο ναυτικού και ναυτικό καφέ, δερμάτινο πανωφόρι).

Ντύθηκε γρήγορα, νιώθοντας σαν να ετοιμαζόταν να πάει στον πόλεμο –κάτι που ίσχυε εν μέρει, όπως το σκεφτόταν. Σηκώθηκε, πήγε μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη που είχε η μητέρα του, τον καθάρισε λίγο και έκανε διάφορες κινήσεις, κυρίως σαν να πολεμούσε, για να διαπιστώσει αν του πήγαιναν ακόμα τα ρούχα, μιας και στο άσυλο είχαν κάνει «φιλότιμες» προσπάθειες να τον αδυνατίσουν. Όμως, ένιωθε σαν να μην είχε περάσει μια μέρα, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Αν και δεν το είχε σκεφτεί τότε, χαιρόταν που εκείνους τους αιρετικούς τους είχε αντιμετωπίσει φορώντας ένα απλό καθημερινό κουστούμι και όχι τη στολή του -δεν θα ήθελε να του την κατασχέσουν.
Μιας και βρέθηκε στην κλίνη, έψαξε τα συρτάρια όπου η μητέρα του άφηνε τα κοσμήματά της. Ήταν όλα εκεί, απ’ ό,τι καταλάβαινε. Αλλά δεν θα έπαιρνε όρκο. Κράτησε μια σημείωση στο μυαλό του, για όταν θα επέστρεφε -γιατί έπρεπε να είναι εκεί και θα φρόντιζε για αυτό.

Επέστρεψε στο δωμάτιο, όπου πήρε σε ένα σάκο τα όπλα του και μερικά επιπλέον ρούχα, σε περίπτωση που η αποστολή συνεχιζόταν περισσότερο από δύο ημέρες ή μήπως σκίζονταν αυτά που φορούσε.

Ο Μαρτίν κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Ήταν έτοιμος να φωνάξει από συνήθεια «Μητέρα, θα λείψω για λίγο καιρό. Πρέπει να πάω στην Τρανσυλβανία, μαζί με τον Χενκ και τον Γιούρις», αλλά σταμάτησε. Ήταν μόνος του. Η μητέρα του ήταν κλεισμένη σε ίδρυμα για ηλικιωμένους. Όμως, εκείνος πάντα την αποχαιρετούσε πριν πάει σε αναζήτηση υπερφυσικών όντων. Κυρίως, γιατί ποτέ δεν ήξερε με βεβαιότητα αν θα επιστρέψει ζωντανός κιόλας. Πώς θα έφευγε τώρα χωρίς να της πει έστω ένα αντίο και να ζητήσει την ευχή της;

Βιαζόμαστε, Μαρτίν, θυμήθηκε. Ο Φάμπιαν αγνοείται. Σε ένα μέρος όπου υπάρχουν βρικόλακες.
Συγνώμη, μητέρα, είπε μέσα του. Ελπίζω να καταφέρω να επανορθώσω. Για εσένα και για όλο τον κόσμο. Και… τρόπον τινά, για τον Φάμπιαν.

Ο Μαρτίν βγήκε, έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα και έκρυψε το κλειδί στην ίδια θέση. Ήξερε ότι και να έρχονταν ξανά τα αδέρφια του δεν θα το αναζητούσαν, γιατί ο Λάουγενς είχε ένα. Κάτι που ο Μαρτίν θα έπρεπε να διορθώσει. Δεν ήθελε να σκέφτεται ότι τα αδέρφια του μπορούσαν να έρθουν και να ψαχουλέψουν και να μαγαρίσουν το σπίτι, λες και ήταν δικό τους –δεν ήταν. Είχαν χάσει αυτό το δικαίωμα όταν έφυγε και ο τελευταίος, ο Γιους. Αλλά η Μαρλούς ήθελε να έρχονται όλα τα παιδιά της όποτε το επιθυμούσαν, οπότε τους το είχε επιτρέψει. Της αρκούσε που έχανε τον άντρα της για χρόνια• τουλάχιστον, ας είχε τα παιδιά της. Όμως, ο Μαρτίν δεν το έβλεπε έτσι. Όσο τον αντιπαθούσαν ο Λάουγενς, η Τρίνκε και ο Γιους, άλλο τόσο τους αντιπαθούσε και εκείνος. Τον ζήλευαν επειδή η μητέρα του είχε παραπάνω αδυναμία απ’ ό,τι στους ίδιους, αλλά και γιατί σταδιακά ο Μαρτίν γινόταν ολοένα πιο δυνατός σωματικά και πνευματικά από αυτούς, ενώ, απ’ όταν ενηλικιώθηκε και μετά, πήγαινε συχνά πυκνά ταξίδια, την στιγμή που τα αδέρφια του έμεναν μόνιμα στο Άμστερνταμ και στα περίχωρα. Όταν συνελήφθη και περίμενε να γίνει το δικαστήριο, τον επισκέφτηκαν και οι τρεις τους στη φυλακή. Και όλοι του είπαν το ίδιο πράγμα, Στα τσακίδια, τρελέ. Γιατί εκεί θα καταλήξεις, του είχε τονίσει ο Γιους, ο οποίος, όντας εργαζόμενος στο δημαρχείο, ήξερε εκ των έσω τι συζητιόταν για την υπόθεση και είχε πιέσει ώστε ο Μαρτίν να κλειστεί σε άσυλο. Γιατί καλύτερα να ταπεινώνεσαι, αδερφέ, κάθε μέρα για την υπόλοιπη ζωή σου, παρά να εκτελεστείς κάποια στιγμή.
Και θα τους άφηνε ο Μαρτίν να έρχονται στο σπίτι; Ποτέ πια, όπως είχε γράψει και ο κύριος Πόε στο Κοράκι.

Ο Μαρτίν αναζήτησε μια άμαξα, για να τον πάει στο Ντε Πάιπ, όπου θα έβρισκε τους άλλους δύο, και μαζί θα…
Εκείνη τη στιγμή, παραλίγο να του πέσει ο σάκος. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Γονάτισε.
Μια σκέψη τον στοίχειωσε.
Μητέρα.
Έσφιξε τα δόντια, άρπαξε το σάκο και άρχισε να περπατάει. Θυμόταν πού είναι το ιδιωτικό ίδρυμα. Δεν απείχε πολύ από το πατρικό του.
Πρέπει να βιαστώ.
Και αυτό έκανε.

Στο μεταξύ, ο Βολφ και ο Ράινχελ έφταναν στον σιδηροδρομικό σταθμό και έσπευδαν να αγοράσουν τα εισιτήρια.
«Τι θα κάνουμε, Θίοντορ;» ρώτησε ο επιλοχίας, πριν ανοίξουν την πόρτα. «Τι θα κάνουμε αν όντως υπάρχουν βρικόλακες στο Μπραν;»
«Για αυτό ήρθαμε εδώ, Τζόνας. Για να βρούμε έναν άνθρωπο που ξέρει από τέτοιες περιπτώσεις. Και ίσως φύγουμε με τρεις ανθρώπους, τους οποίους θα…» Ο Βολφ σταμάτησε να μιλάει και να περπατάει.

Ο Ράινχελ σταμάτησε και αυτός. Είδε την σοβαρή έκφραση του φίλου και συνάδελφού του. Ήταν τρομαγμένος, αλλά… Αλλά και αποφασισμένος. Για κάτι… «Τι; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.
«Θα… θα πάμε και εμείς στο Μπραν. Πρέπει. Το οφείλουμε στον Φάμπιαν. Και στους άλλους. Σε όλους».
«Εγώ; Και εσύ;»
«Ναι, Τζόνας».

Ο Ράινχελ το σκέφτηκε. «Αλλά… αλλά η γυναίκα και ο γιος σου; Οι Άσπελ; Δεν μπορούμε να αφήσουμε τον επιλοχία να τις προστατεύει επ’ αόριστον. Άλλο πράγμα τους υποσχεθήκαμε. Ότι θα βρίσκαμε τον Μαρτίν, θα τον στέλναμε στο Μπραν και μετά θα γυρίζαμε στη Βουδαπέστη».
«Το ξέρω, το ξέρω, όμως…» Ο Βολφ κόμπλαρε. Ο Ράινχελ είχε δίκιο, και το ήξερε.
«Θίοντορ, δεν γίνεται να πάμε».
«Και τι θα κάνει μόνος του ο Μαρτίν στο Μπραν;» είπε ο Βολφ, σχεδόν φωνάζοντας. «Αυτός και οι άλλοι δύο πώς θα φτάσουν στο Μπραν και πώς θα τους αφήσουν οι εκεί στρατιωτικοί να αναλάβουν την υπόθεση; Αν δεν έχουν υποστήριξη από το Evidenzbureau, στην καλύτερη θα τους κλείσουν σε κάποιο από τα σπίτια του χωριού. Δεν θα θέλουν κι άλλους ξένους. Ήδη έχουν τον Μαξ».
«Ίσως ξέρουν για τον Μαρτίν. Ίσως τους το είπε ο Φάμπιαν ή και ο ίδιος ο Μαξ. Ίσως δείξουν κατανόηση και επιτρέψουν να αναμειχθούν οι Ολλανδοί».

Ο Βολφ μίλησε εκνευρισμένος. «Θα βασιζόσουν σε αυτό, Τζόνας; Ε; Μην ξεχνάς ότι τα νευρά όλων είναι τεταμένα».
«Ναι, το ξέρω. Και το βλέπω και τώρα, Θίοντορ».
«Οπότε τι μου λες; Γιατί φέρνεις αντίρρηση;»
Ο Ράινχελ πήγε να απαντήσει, αλλά σταμάτησε. Κατάλαβε ότι τους κοιτούσαν. Διάφοροι άνθρωποι που περιτριγύριζαν μέσα στον σταθμό παρακολουθούσαν την κουβέντα τους. Ο Ράινχελ εστίασε την προσοχή του σε μια τριμελή οικογένεια (πατέρα, μητέρα και γιο), εκ των οποίων μόνο το παιδί κοιτούσε προς το μέρος των κατασκόπων.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Βολφ.
«Θα πάω εγώ, Θίοντορ» είπε ο Τζόνας. Γύρισε ξανά προς τον ανώτερό του. «Θα πάω εγώ στο Μπραν. Εσύ έχεις να σκεφτείς την σύζυγο και τον γιο σου. Θα σε χρειαστούν».
«Και εσύ έχεις την γυναίκα σου, Τζόνας».
«Θα αντέξει. Επίσης, ο Τζούρτζου δεν ξέρει για αυτήν. Είναι ασφαλής».
Ο Βολφ δεν μίλησε αμέσως. Το συλλογίστηκε, τρίβοντας και τα μάτια του. Στο τέλος, ένευσε. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε. Κοίταξε τον Ράινχελ.
Εκείνος χαμογέλασε. «Ναι. Ναι, είμαι σίγουρος, κύριε λοχαγέ».

Ήταν ένα μεγάλο πανδοχείο κάποτε, το οποίο αργότερα το μετέτρεψαν σε σπίτι για ηλικιωμένους άνδρες και ηλικιωμένες γυναίκες: με εξαίρεση τα έπιπλα που παρέμεινα τα ίδια, τα μόνα που άλλαξαν ήταν ο εξωτερικός περιφραγμένος χώρος/κήπος, το επιπλέον προσωπικό που προσελήφθη (έμμισθο ή εθελοντικό) και ο διαχωρισμός του κτιρίου (μία πλευρά για άνδρες και μία για γυναίκες). Ακόμα και η ονομασία, Το Σπίτι του Νικ φαν Έιλεν, ήταν η ίδια.
Αυτά θυμόταν να του λέει η Τρίνκε, τη δεύτερη από τις συνολικά τρεις φορές που είχε έρθει στο Νάνκο Φούνκε, να τον δει -και είχε προσθέσει ότι «είναι πολύ καλό για την μητέρα, εφόσον εσύ θα είσαι εδώ». Τώρα, καθώς άνοιγε την εξώπορτα και διέσχιζε τον κήπο, ο Μαρτίν σκέφτηκε πως, αν καθόταν και παρατηρούσε περισσότερο το μέρος, αν περπατούσε σε όλους τους χώρους κλπ, θα έβλεπε ότι είχε ελάχιστες διαφορές από το άσυλο. Πίστευε μέσα του πως είναι ίδια όλα αυτά τα σπίτια ή ιδρύματα ή όπως ήθελαν να τα αποκαλούν. Στη βάση τους, δεν είχαν ουσιώδεις διαφορές. Είχαν φτιαχτεί για να κρατούν ανθρώπους μακριά από την οικογένειά τους, η οποία δεν τους ήθελε.
Μόνο που στην περίπτωση της Μαρλούς αυτό δεν ίσχυε. Γιατί ο Μαρτίν ήθελε να έχει κοντά του την μητέρα του. Ήλπιζε μόνο να τη βρει ζωντανή, και τώρα, και όταν επέστρεφε από το Μπραν –αν επέστρεφε. Έτσι μόνο θα μπορούσε να αναζητήσει κάποια λύση (αναγκαστικά πρώτα) για τη δική του περίπτωση και έπειτα για τη δική της, ώστε να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη.

Δοκίμασε την κεντρική θύρα. Δεν άνοιγε. Χτύπησε πολλές φορές.
Μια γυναίκα με στολή νοσοκόμας και ζακέτα εμφανίστηκε. Άνοιξε μια πιθαμή. «Παρακαλώ;» ρώτησε.
«Γεια σας. Έχω έρθει για την Μαρλούς Χόουνεχ. Είμαι ο γιος της, ο Μαρτίν».

Η γυναίκα παραξενεύτηκε. «Μα ο κύριος Γιους μάς είχε πει ότι ο αδερφός του ο Μαρτίν είναι σε άσυλο για τρελούς».
«Ναι, ήμουν. Αλλά βγήκα. Θέλω να δω την μητέρα μου».
Η γυναίκα δίστασε. «Ξέρετε, δεν είναι ώρα επισκεπτηρίου».
Ο Μαρτίν είδε πίσω από την γυναίκα ανθρώπους να τρέχουν. «Τι συμβαίνει;»
Η νοσοκόμα προσπάθησε να χαμογελάσει. «Σε ένα μέρος σαν αυτό συχνά έχουμε προβληματάκια. Οι ηλικιωμένοι… ξέρετε…» Έκανε μια κίνηση με τα δάχτυλά της στο πλάι του κεφαλιού της και με την γλώσσα της.
«Οι ηλικιωμένοι τι;»

Η γυναίκα κατάλαβε ότι ο άνθρωπος απέναντί της δεν είχε διάθεση για αστεία. «Ξέρετε… παρουσιάζουν… περίεργη συμπεριφορά, δύσκολη συμπεριφορά πολλές φορές. Αλλά μη φοβάστε, η μητέρα σας δεν…»
Ο Μαρτίν ένιωσε κι άλλο σφίξιμο στην καρδιά του. Παραλίγο να πέσει πάλι, αλλά συγκρατήθηκε.
«Κύριε; Είστε καλά;»
«Ναι». Πριν προλάβει η γυναίκα να αντιδράσει, ο Μαρτίν την έκανε στην άκρη και μπήκε στον κεντρικό χώρο. «Πού είναι;»
«Κύριε! Πώς τολμάτε;…»
Ο Μαρτίν την κοίταξε τσαντισμένος. Ήταν πολύ ψηλότερος και πολύ πιο ογκώδης από αυτήν. «Είπα, πού είναι η Μαρλούς Χόουνεχ;» φώναξε και οι τοίχοι δονήθηκαν.

Η γυναίκα χλόμιασε.

Δύο τύποι με λευκή στολή εμφανίστηκαν. «Τι γίνεται εδώ; Ποιος είστε εσείς, κύριε;» ρώτησε ένας από αυτούς.
Πήραν την απάντησή τους και με τη σειρά τους απάντησαν στην ερώτηση του Μαρτίν, όταν κατάλαβαν ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα απέναντι στον θεόρατο Ολλανδό.
Έφτασε έξω από το δωμάτιο μητέρας του. Όλος ο διάδρομος γυναικών του πρώτου ορόφου ήταν γεμάτος με ηλικιωμένες που έμεναν εκεί και ανθρώπους από το προσωπικό. Μαζί με αυτούς, έξω από την κλειστή πόρτα στέκονταν τα αδέρφια του Μαρτίν, η μαυρομάλλα με τα κιτρινισμένα δόντια Τρίνκε, ο Λάουγενς και ο ψηλότερός τους, αλλά παχύς και με πεταχτά αυτιά Γιους. Όλοι γύρισαν και είδαν τον Μαρτίν να πλησιάζει. Οι πολύ, πολύ κοντύτερες και πιο αδύνατες ηλικιωμένες τον κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια. Κάποια μέλη του προσωπικού έκαναν να τον σταματήσουν, όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν τους συνέφερε και στάθηκαν μακριά του.
Τα αδέρφια του, ωστόσο, έμειναν στην θέση τους. Παραταγμένα μπροστά από την πόρτα όπου φιλοξενούνταν η Μαρλούς, εμποδίζοντάς τον να τη φτάσει. Τον παρακολούθησαν καθώς περπατούσε προς το μέρος τους. Ήταν αποσβολωμένοι.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μαρτίν. «Τι έχει η μητέρα;»
Κανείς δεν μίλησε.

«Είπα, τι συμβαίνει; Τι έχει η μητέρα;»
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» μπόρεσε να ρωτήσει ο Λάουγενς. «Σε έβγαλαν εκείνοι οι δύο;… Αλλά πώς; Πώς;»
«Σκάσε, Λάουγενς. Απάντησε σε ό,τι ρώτησα».
«Ο μαλάκας ο Έχπερτ σε άφησε να φύγεις;» ρώτησε ο Γιους. «Θα το μετανιώσει αυτό».
«Ποιος θα μετανιώσει τι θα το συζητήσουμε άλλη φορά, υπαλληλάκο. Τώρα, τι γίνεται εδώ;»
«Δεν ξέρουμε» είπε η Τρίνκε. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μιλούσαμε εγώ και ο Γιους ωραία και καλά με την μητέρα…»

Ο Μαρτίν κοίταξε τα μέλη του προσωπικού. «Αλήθεια; Νόμιζα ότι απαγορεύεται το επισκεπτήριο τέτοια ώρα».
Κανείς από αυτούς δεν μίλησε.
«Αν έχεις δύναμη, κάνεις ό,τι θες, τρελέ» είπε ο Γιους. «Και εγώ έχω πολλή δύναμη. Δουλεύω στο δημαρχείο, το ξέχασες; Αν θέλω, φωνάζω τώρα την αστυνομία και σε μπαγλαρώνει. Έτσι όπως είσαι ντυμένος κιόλας…»
Ο Μαρτίν στράφηκε προς το μέρος του. Απλά τον κοίταξε, αλλά ήταν αρκετό για να το βουλώσει ο Γιους και να γυρίσει το κεφάλι αλλού.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Μαρτίν την Τρίνκε. «Μιλούσατε με την μητέρα και;…»
«Τίποτα» απάντησε εκείνη με αδιαφορία. «Εκείνη έλεγε ασυναρτησίες και καταλάβαμε ότι εξακολουθεί να μην μας ακούει και να σκέφτεται τον πατέρα. Οπότε την χαιρετίσαμε, βγήκαμε έξω και έπειτα ακούσαμε ουρλιαχτά από το δωμάτιό της. Ειδοποιήσαμε τα μέλη του προσωπικού, ήρθαν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα. Και ακόμα δεν μπορούμε, δηλαδή».
«Αλήθεια;» Ο Μαρτίν είπε στα αδέρφια του «Κάντε στην άκρη». Όταν το έκαναν, πλησίασε την πόρτα. Άφησε το σάκο του. Άγγιξε το ξύλο μόνο για μια στιγμή, καθώς ένιωσε κάτι να τον απωθεί. Αλλά κατάλαβε ότι ήταν παγωμένο. «Μην μιλήσει κανένας» είπε. Έστρεψε το κεφάλι ελαφρώς προς τα κάτω, με το δεξί του αυτί να μένει λίγα εκατοστά μακριά από το ξύλο. Προσπάθησε να ακούσει. Του φάνηκε πως… πως είχε αέρα μέσα στο δωμάτιο. Αυτό που «έπιασε» το αυτί του ήταν ένας ήχος παρόμοιος με ριπή ανέμου που προκαλεί ένα τρίξιμο στα κλαδιά των δέντρων.
Τότε πρόσεξε ότι στο κενό ανάμεσα στο κάτω μέρος της πόρτας υπήρχε ένα πολύ αχνό σημάδι ομίχλης.
Κινδυνεύει, σκέφτηκε. Από κάτι δαιμονικό.

Ο Μαρτίν γύρισε. Ατένισε τα πρόσωπα όσων στέκονταν απέναντί του. Αναζήτησε σημάδια ενοχής. Κάποιον ή κάποια που είχε αναθεματίσει την Μαρλούς ή που γενικά είχε επικαλεστεί κάποιο δαιμόνιο για να τη βλάψει. Αναζήτησε κάποιον ή κάποια που θα ήθελε να πάθει η μητέρα του κάτι κακό.
Απέρριψε τις ηλικιωμένες, γιατί όλες έμοιαζαν ταλαιπωρημένες και έδειχναν φοβισμένες, αλλά όχι κακοπροαίρετες.
Ήταν έτοιμος να ψάξει στα πρόσωπα των ανθρώπων που εργάζονταν εδώ, αλλά εκείνη την στιγμή πρόσεξε κάτι άλλο. Ένα αντικείμενο που προεξείχε από μια τσέπη. Ένα περιδέραιο με ασπρόμαυρα αφρικανικά σύμβολα. Το φυλαχτό που είχε φέρει ο Ίζακ από το βρετανικό προτεκτοράτο της Ζανζιβάρης, για να την προστατεύει από δαιμόνια, αλλά και γιατί του φάνηκε όμορφο.

Η Μαρλούς δεν το αποχωριζόταν ποτέ, ούτε όταν ήθελε να πλύνει το σώμα της.
Και τώρα… αντί να κρέμεται στον λαιμό της… και να την κρατά ασφαλή…

Ο Μαρτίν όρμησε στον Γιους, προτού ο ευτραφής άντρας προλάβει να τρέξει. Τον άρπαξε από τον λαιμό και τον σήκωσε στον αέρα. Ο Γιους έβηξε και έπιασε τα χέρια του Μαρτίν, προσπαθώντας μάταια να απελευθερωθεί.
«Άφησέ με…» έκανε να πει ο μικρότερος αδερφός.

Οι ηλικιωμένες τρόμαξαν.
«Μα τι κάνεις; Άφησέ τον!» φώναξε η Τρίνκε.

Ο Λάουγενς είπε προς τον κοντινότερο νοσοκόμο «Τι κάθεστε; Σταματήστε τον!»
«Μην τολμήσει να με αγγίξει κανείς!» φώναξε ο Μαρτίν. «Αλλιώς θα τον διαλύσω».
Όλοι έμειναν ακίνητοι.
«Φωνάξτε… την…» έκανε να πει ο Γιους. «… την αστυνομία…»

Ο Μαρτίν κοίταξε τους άλλους. «Όχι! Ό,τι είπα πριν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις. Κάντε ό,τι σας λέω. Μην κουνηθεί κανένας. ΚΑΝΕΝΑΣ! ΚΑ-ΝΕ-ΝΑΣ!»
«Μα, κύριε, αφήστε τον άνθρωπο» είπε ένας νοσοκόμος. «Θα τον σκοτώσετε».
«Θα του άξιζε» είπε ο Μαρτίν, γυρνώντας ξανά προς τον Γιους. Τον τράνταξε πάνω στον κιτρινωπό τοίχο. «Παλιομαλάκα! Δεν έχεις καθόλου ηθική εσύ; Ε; Έκλεψες ακόμα και από την μητέρα μας; Από την μητέρα σου; Ε; Πώς τόλμησες!»
«Μα τι λες;» ρώτησε η Τρίνκε. «Τι έκλεψε; Ήμουν μαζί του. Δεν πήρε…»

Κρατώντας τον Γιους με το ένα χέρι, ο Μαρτίν έβγαλε το περιδέραιο από την τσέπη του και το έδειξε στην Τρίνκε και σε όλους τους άλλους. «Το βλέπετε; Αυτό της το είχε δώσει ο πατέρας και η μητέρα δεν το έβγαζε ποτέ. Και της το πήρε αυτός εδώ». Ο Μαρτίν έβαλε το περιδέραιο στην τσέπη του και έφερε τον Γιους κοντά στο πρόσωπό του. «Κάνε την προσευχή σου να μην είναι αργά» ψιθύρισε. «Αν έπαθε κάτι, δεν θα σε σκοτώσω μόνο, αλλά θα σκυλέψω το κουφάρι σου σε όλους τους δρόμους του γαμημένου Άμστερνταμ. Παρακάλα τον Θεό στον οποίο υποτίθεται ότι πιστεύεις να είναι ζωντανή η μητέρα. Μόνο αυτό σου λέω».
Ο Γιους δεν αποκρίθηκε. Αλλά είχε χάσει το χρώμα του και είχε ιδρώσει.
Ο Μαρτίν τον άφησε να πέσει με τον κώλο στο πάτωμα. Έδειξε τους άλλους. «Όπως είπα, μην κουνηθεί κανείς. Μόνο εγώ θα μπω στο δωμάτιο».
«Μα πώς θα μπεις, Μαρτίν;» ρώτησε η Τρίνκε, που ένιωθε σαν να εξηγούσε για τέταρτη συνεχόμενη φορά σε ένα από τα πέντε παιδιά της τι ζημιά είχε κάνει και γιατί το τιμωρούσε. «Αφού σου είπαμε ότι δεν ανοίγει».
«Ποτέ δεν καταλάβατε ένα πράγμα, Τρίνκε». Ο Μαρτίν έβγαλε το περιδέραιο. «Ποτέ δεν καταλάβατε ότι τούτα τα αντικείμενα έχουν πραγματική δύναμη. Ακόμα και ο σταυρός που φοράς έχει δύναμη. Αλλά μόνο αν πιστέψεις πραγματικά στην θεότητα που ανήκει».
Κανείς δεν του μίλησε.
Αλλά οι ηλικιωμένες που έμεναν στο Σπίτι του Νικ φαν Έιλεν κατένευσαν και σταυροκοπήθηκαν.
Έτσι, στράφηκε προς την πόρτα και ακούμπησε πάνω της το περιδέραιο. Αυτό που έγινε στη συνέχεια δύσκολα θα το παραδέχονταν οι εργαζόμενοι ή τα αδέρφια του Μαρτίν, αν τους ρωτούσε ποτέ κανείς.

Καπνός βγήκε από το σημείο που άγγιξαν οι χάντρες το ξύλο. Δεν πήρε φωτιά, όμως. Από το εσωτερικό του δωματίου, ακούστηκε μια κραυγή. Αλλά όχι γυναικεία. Ήταν κάτι ανάμεσα σε σύριγμα φιδιού και κρώξιμο πτηνού.

Ο Μαρτίν έπιασε το πόμολο, στήριξε τον αριστερό ώμο του στο ξύλο και έσπρωξε. Η πόρτα υποχώρησε και το σκοτεινό εσωτερικό του δωματίου αποκαλύφτηκε για λίγο. Κάποιοι από τους παρόντες είδαν την παράξενη ομίχλη που συνόδευε τον σκιώδη χώρο, αλλά τίποτα άλλο, γιατί ο Μαρτίν πέρασε μέσα και έκλεισε την θύρα.
Το ασπρόμαυρο πρόσωπο που υπήρχε στο περιδέραιο έβγαλε κίτρινο φως από τις μικρές πέτρες που είχε για μάτια.
Μια βρόμικη, αψιά μυρωδιά υπήρχε στο κρύο δωμάτιο.
Ένα χαιρέκακο χαμόγελο ακούστηκε από την γωνία του δωματίου, αριστερά και πίσω από τον Μαρτίν.

Δεν του έδωσε σημασία, γιατί τότε αντιλήφθηκε τους σιγανούς λυγμούς μιας γυναίκας. Έστρεψε το περιδέραιο προς το μέρος της. Το κίτρινο φως πέρασε από το κλειστό παράθυρο και το κομοδίνο και σταμάτησε στο κρεβάτι. Εκεί καθόταν μια σχεδόν αποστεωμένη ηλικιωμένη, με το νυχτικό της λερωμένο. Είχε το πρόσωπο κρυμμένο στις τρεμάμενες και γεμάτες φλέβες παλάμες της. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν απεριποίητα και έπεφταν στους ώμους της.
«Μητέρα» της είπε. «Μητέρα, εγώ είμαι. Ο Μαρτίν. Ο γιος σου». Την πλησίασε, αγνοώντας τα ακατανόητα λόγια του όντος που έστεκε λίγο πιο πίσω του.

Η γυναίκα δεν αποκρίθηκε, παρά συνέχισε να κλαίει.
Την πλησίασε. Στάθηκε ένα μέτρο μακριά της. Έσκυψε και της μίλησε με τρυφερότητα. «Μητέρα, κοίταξέ με. Σε παρακαλώ. Είμαι ο Μαρτίν». Άγγιξε το δεξί χέρι της, το οποίο έκλεισε απαλά στην γροθιά του. «Κοίταξέ με, μητέρα».

Η γυναίκα, χωρίς να αποκαλύψει το πρόσωπό της, ψέλλισε «Δεν έχω… δεν έχω… καλά παιδιά. Δεν έχω… παιδιά. Με… βασανίζουν… με αυτόν τον… τον…».
Ο δαίμονας γέλασε κι άλλο και πλησίασε, μιλώντας σε μια διάλεκτο που ο Ολλανδός δεν καταλάβαινε.
«Το λέει και αυτό το… τέρας» είπε η γυναίκα. «Τα παιδιά μου δεν με… δεν με… θέλουν… Δεν έχω…»
«Έχεις εμένα, μητέρα» είπε ο Μαρτίν και έστρεψε το περιδέραιο προς τον δαίμονα. Είδε μπροστά του ένα ον που έμοιαζε μια με νυχτερίδα και μια φίδι, ενώ μετά το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του ήταν ανθρώπινο. Ο Ποπομπάουα, σκέφτηκε ο Μαρτίν. Ένας δαίμονας που αλλάζει μορφές. Αλλά που σίγουρα δεν είναι ανίκητος.

Το τέρας οπισθοχώρησε στην γωνία του, ουρλιάζοντας.
«Μείνε μακριά, βδέλυγμα» του είπε ο Μαρτίν.
Ο Ποπομπάουα σύριξε, αλλά δεν μετακινήθηκε.
Ο Μαρτίν γύρισε πάλι προς την μητέρα του. Φώτισε το πρόσωπό της με το περιδέραιο. «Μητέρα. Μητέρα, απλά κοίταξέ με. Είσαι ασφαλής. Κανείς δεν θα σε πειράξει. Εγώ είμαι εδώ, μητέρα. Ο Μαρτίν είναι εδώ, για εσένα».
Παύση.
Έπειτα: «Ο Μαρτίν;» ρώτησε η γυναίκα. Κατέβασε σιγά-σιγά τα χέρια, αποκαλύπτοντας τα θολά μάτια της και το γερασμένο πρόσωπό της. Χρειάστηκε μια στιγμή, αλλά η Μαρλούς χαμογέλασε. «Μαρτίν μου!» είπε και άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε τον γιο της. «Μαρτίν μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»
Ο Μαρτίν την αγκάλιασε και αυτός. Το σώμα της ήταν παγωμένο, αλλά ζωντανό.
«Μου έλειψες, Μαρτίν μου. Αχ, γιατί με άφησες; Γιατί;»
«Έμπλεξα, μητέρα. Αλλά τώρα είμαι εδώ».

Ο δαίμονας χασκογέλασε και άρχισε να πλησιάζει ξανά.
«Κινδυνεύουμε, Μαρτίν» είπε η Μαρλούς. «Αυτό το τέρας… είναι τόσο κακό…»
«Μη φοβάσαι» της είπε ο Μαρτίν και σηκώθηκε. Έστρεψε το σώμα το δικό του και της Μαρλούς προς τον δαίμονα, κρατώντας στην αγκαλιά του την μητέρα του, ώστε να μη βλέπει το τέρας. Σήκωσε το περιδέραιο και το κίτρινο φως έπεσε πάνω στον Ποπομπάουα, ο οποίος προσπάθησε να καλυφτεί. Αλλά αυτή τη φορά, ο Μαρτίν κράτησε πάνω του το φυλαχτό και ανάγκασε το δαίμονα να ουρλιάξει. Μετά από λίγες στιγμές, ο Ποπομπάουα έτρεξε προς το παράθυρο, το οποίο άνοιξε μόνο του, και έγινε σκόνη στο νυχτερινό Άμστερνταμ, παίρνοντας μαζί του την ομίχλη, το κρύο και τη δυσωδία.
Τα κεριά στο κηροπήγιο που βρισκόταν στο χαμηλό κομοδίνο εμφάνισαν ξανά τις φλογίτσες τους, ενώ τα μάτια στο περιδέραιο έπαψαν να φωτίζουν.
Πώς είναι έτσι το δωμάτιο; αναρωτήθηκε, βλέποντας διάφορα σκουπίδια στο πάτωμα και την υγρασία στους τοίχους. Κάποιος πρέπει να βάλει μια τάξη εδώ. «Έλα, μητέρα, κάθισε» είπε ο Μαρτίν και την συνόδεψε στο κρεβάτι. Ύστερα, έκλεισε το παράθυρο και κάθισε και αυτός δίπλα της. «Αυτό είναι δικό σου» της είπε και πέρασε το περιδέραιο στον λαιμό της.

Αυτή ένευσε με χαμόγελο. Χάιδεψε το φυλαχτό και είπε «Ναι, μου το είχε φέρει ο πειρατής μου, ο καπετάνιος μου. Δεν ταιριάζει με τον σταυρό που μου έδωσαν κάποτε οι γονείς μου, αλλά θέλω να το φοράω. Μου θυμίζει τον Ίζακ μου». Τότε η Μαρλούς σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω της. Εστίασε το βλέμμα της στην πόρτα. «Είναι εδώ; Μήπως… ήρθε; Μήπως θέλετε να μου κάνετε έκπληξη;»
«Λυπάμαι, μητέρα. Δεν έχει έρθει».
«Ω. Δεν ήρθε».
«Μην ανησυχείς» της είπε και χάιδεψε τα μαλλιά της. «Θα έρθει κάποτε. Ξέρεις πώς είναι οι πειρατές, και δη οι καπετάνιοι. Θέλουν περιπέτειες. Αλλά κάποια στιγμή θα καταλάβει ότι η θέση του είναι δίπλα σου και θα έρθει».

Η Μαρλούς τον κοίταξε με ελπίδα. «Αλήθεια; Το πιστεύεις αυτό, Μαρτίν;»
«Ναι, μητέρα».

Η Μαρλούς χαμογέλασε. Αλλά δεν μίλησε αμέσως. Παρατήρησε τον γιο της. Χάιδεψε το πρόσωπό του. «Του μοιάζεις τόσο πολύ, καλέ μου Μαρτίν» είπε για άλλη μια φορά. «Ο Ίζακ μου είναι και αυτός ψηλός και δυνατός. Με ωραία γαλανά μάτια. Φοράει και αυτός πανωφόρι σαν αυτό που έχεις εσύ». Η Μαρλούς άρχισε να μιλάει για τα χρόνια που ήταν μια ενωμένη οικογένεια, όλα τα μέλη στο σπίτι. Εκείνη και ο Ίζακ πιο νέοι…

Ο Μαρτίν άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να τη διακόψει. Αυτό που έπρεπε να της ανακοινώσει θα την στενοχωρούσε. Για αυτό, άλλωστε, της είχε πει και ότι ο Ίζακ θα γυρνούσε κάποια στιγμή. Για να απαλύνει έστω και λίγο τον πόνο της, ακόμα και αν δεν πίστευε πραγματικά ότι ο πατέρας του θα επέστρεφε.
«Γιατί σιωπάς, καλέ μου;» τον ρώτησε η μητέρα του.
Και τότε της είπε ότι θα έφευγε. Ότι έπρεπε να ψάξει για έναν πολύ καλό φίλο του, που είχε μπλέξει με δυνάμεις του Διαβόλου.

Η μητέρα του φώναξε και άρχισε πάλι να κλαίει, αλλά την αγκάλιασε και της ζήτησε συγνώμη. Της έταξε ότι θα επιστρέψει για εκείνη. «Όμως, πρέπει να πάω, μητέρα. Πρέπει να σταματήσω τα τέρατα, πριν να είναι αργά».
Η μητέρα του μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό της, πριν συνεχίσει να ξεσπάει. «Ποιος είναι, Μαρτίν μου;» ρώτησε. «Ποιος κινδυνεύει; Ο Χενκ; Ο Γιούρις;»
«Όχι, μητέρα. Ένας φίλος από άλλη χώρα. Σου είχα μιλήσει για αυτόν…»
«Ο Αυστριακός; Ο… στρατιωτικός;»
«Ναι, μητέρα. Ο Φάμπιαν. Θυμάσαι που σου είχε πει για αυτόν, έτσι δεν είναι;»

Η Μαρλούς ένευσε. «Ναι, Μαρτίν μου. Ναι, θυμάμαι. Αυτά τα θυμάμαι. Τα παλιά τα θυμάμαι». Ρώτησε «Πόσο πολύ έχει μπλέξει;»
Ο Μαρτίν κατέβασε το κεφάλι. «Πολύ, μητέρα» απάντησε. «Πάρα πολύ. Δυστυχώς».
«Μαρτίν;»
Την κοίταξε.

Η Μαρλούς κάλυψε το στόμα της, αποσβολωμένη. «Ω Θεέ μου… Πιστεύεις ότι είναι νεκρός».
Ο Μαρτίν κατένευσε.
«Δηλαδή, είναι αργά;»
«Για τον Φάμπιαν, ναι. Δεν νομίζω ότι τα κατάφερε. Αλλά ίσως προλάβω να αποτρέψω τα τέρατα από το να προχωρήσουν». Τώρα που το παραδεχόταν φωναχτά ήταν που τον πονούσε πιο πολύ. Δεν το ήθελε, το απευχόταν με όλη του την ψυχή, όμως μέσα του ήξερε ότι ο Φάμπιαν δεν υπήρχε πια. Οι βρικόλακες δεν θα τον κρατούσαν αιχμάλωτο, όπως υπέθεταν ο Βολφ και ο Ράινχελ. Δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο. Ο σκοπός τους μπορούσε να επιτευχθεί και με τον Φάμπιαν νεκρό: οι άνθρωποι θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς να τους βρουν, με την ελπίδα ότι θα έβρισκαν τον ταγματάρχη ζωντανό. Όμως, οι βρικόλακες, αυτά τα καταραμένα πλάσματα που διψούσαν για αίμα, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουν ένα θήραμα να πάει χαμένο, δίχως να του ρουφήξουν όλο το αίμα. Κι εγώ με τους άλλους δύο δεν τα βρήκαμε όταν έπρεπε! Ανάθεμα! Δεν ψάχναμε για βρικόλακες, βέβαια, αλλά για άλλο τέρας. Όμως, γαμώτο, είχαμε φτάσει τόσο κοντά τους!
«Πολύ λυπάμαι για αυτό, Μαρτίν» είπε η Μαρλούς. «Τον είχες συμπαθήσει πολύ».
«Τον θεωρούσα φίλο μου. Έναν καλό φίλο».

Η Μαρλούς κούνησε το κεφάλι και έπιασε τα χέρια του γιου της. «Τότε πήγαινε, γιε μου. Πήγαινε να κάνεις το καθήκον σου. Έχεις την ευχή μου».
Ο Μαρτίν τη φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώ, μητέρα. Ευχαριστώ. Και μη φοβάσαι, θα γυρίσω. Εγώ δεν είμαι καπετάνιος πειρατικού πλοίου. Θα μπορέσω να επιστρέψω πιο γρήγορα από τον… από τον πατέρα».
Αποχαιρετίστηκαν και ο Μαρτίν βγήκε από το δωμάτιο.

«Είσαι καπετάνιος» ψέλλισε η Μαρλούς και ξάπλωσε. «Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». Έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε, έχοντας στη χούφτα της το περιδέραιο και τον σταυρό της.
«Αν πάθει κάτι» είπε ο Μαρτίν στο προσωπικό «το οτιδήποτε, θα έχετε να κάνετε μαζί μου. Θα σας κάνω να ευχηθείτε να μην είχατε γεννηθεί. Ευχαριστείστε τον Ύψιστο ή όπου αλλού πιστεύετε για το ότι σας αφήνω να ζήσετε τώρα. Αλλά δεν θα είμαι το ίδιο επιεικής μαζί σας, αν βρω την μητέρα μου σε παρόμοια ή χειρότερη κατάσταση. Θα καθαρίσετε το δωμάτιο, θα την κάνετε μπάνιο και θα φροντίσετε να τρέφεται σωστά. Δεν θα την στενοχωρείτε. Αν θελήσει να βγει για έναν περίπατο, θα την συνοδέψετε. Αν θελήσει να πάει στο θέατρο, αν αρρωστήσει, αν ζητήσει κάτι γενικά, εσείς θα φροντίσετε να το έχει».
«Μα και να γίνουν όλα αυτά… Αν πάθει κάτι λόγω ηλικίας; Ή λόγω άνοιας;» ρώτησε κάποιος.
«Τότε δεν έχετε τίποτα να φοβάστε, εφόσον βέβαια το επιβεβαιώσω και εγώ. Και όχι αν γίνουν. Θα γίνουν όλα αυτά».
«Ποιος νομίζεις ότι είσαι, Μαρτίν;» ρώτησε ο Λάουγενς. «Ε;»

Ο Μαρτίν τον κοίταξε. Και αυτόν και την Τρίνκε και τον Γιους. «Όσον αφορά εσάς» είπε «μακριά από την μητέρα. Και από το σπίτι. Μακριά. Μη διανοηθείτε να πλησιάσετε. Και μη διανοηθείτε να πάτε στην αστυνομία ή στο άσυλο ή στο δημαρχείο ή οπουδήποτε αλλού σκεφτείτε, για να μου προξενήσετε προβλήματα. Αν αδιαφορείτε για τα ανεγκέφαλα τομάρια σας, τότε σκεφτείτε τα παιδιά σας. Δεν θα θέλατε να μείνουν χωρίς γονείς, έτσι δεν είναι;»
«Πώς τολμάς!» είπε η Τρίνκε.
«Σκασμός! Εγώ μιλάω». Κοίταξε τον Λάουγενς. «Έχεις μαζί σου το κλειδί του πατρικού;»

Ο Λάουγενς κόμπιασε.
«Φέρ’ το. Τώρα».
«Μα…»
«Τώρα, Λάουγενς. Τώρα».
«Μην του το δώσεις, Λάουγενς» είπε ο Γιους. «Είναι και δικό μας σπίτι».
«Τίποτα δεν είναι δικό σας εκεί μέσα, σκουπίδι. Ούτε εδώ» έδειξε το δωμάτιο της Μαρλούς. Και προς τον Λάουγενς: «Το κλειδί. Δεν θα το ξαναπώ».
Τελικά, ο αδερφός του του το έδωσε.
«Υπάρχει άλλο;»
Τα αδέρφια του είπαν πως όχι.
«Καλώς». Ο Μαρτίν το έβαλε στην τσέπη του. «Τώρα, πάμε προς την έξοδο. Πρέπει να φύγω».
«Και εμείς γιατί να σε ακολουθήσουμε;…»
«Δεν θα σας αφήσω εδώ, Τρίνκε. Θα φύγετε και εσείς. Και δεν θα επιστρέψετε ξανά, παρά μόνο αν… αν πάθει κάτι η μητέρα. Ή μόνο αν σας δώσω εγώ την άδειά μου».
Κατάλαβαν ότι δεν είχε νόημα να του φέρουν άλλη αντίσταση. Οπότε για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τα τέσσερα αδέρφια Χόουνεχ περπάτησαν μαζί, αν και υπήρχε μίσος των τριών προς τον τέταρτο και από τον τέταρτο προς τους άλλους τρεις.
«Α, κάτι ακόμα». Ο Μαρτίν στράφηκε και άρπαξε τον Γιους από τον γιακά. «Μήπως έκλεψες κάτι από το σπίτι;» Ρώτησε τους άλλους «Ή κάποιος από εσάς; Πείτε τώρα».
Τον διαβεβαίωσαν ότι δεν είχαν πάρει τίποτα. «Βασικά, μια φορά πήγαμε, απλά για να δούμε σε τι κατάσταση είναι» σχολίασε ο Λάουγενς. «Αλλά δεν πειράξαμε τίποτα».
«Ναι, το αφήσατε να βρωμίζει, όσο σκεφτόσασταν πόσο θα έπιανε, αν το πουλήσετε. Τέλος πάντων». Άφησε τον Γιους. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Όπως είπα και πριν, μείνετε μακριά από το σπίτι και από την μητέρα».
Του το υποσχέθηκαν.
Ο Μαρτίν τους φόρτωσε σε μια άμαξα -και τους τρεις-, έδωσε οδηγίες στον οδηγό και, όταν την είδε να απομακρύνεται, έσπευσε να βρει κι αυτός μια άλλη.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ κάθονταν σε δύο καρέκλες μέσα στον Κεντρικό Σταθμό του Άμστερνταμ, έχοντας στα χέρια τους τρία εισιτήρια. Είχαν εξασφαλίσει και άλλα δύο, αλλά χωρίς να τα πληρώσουν –δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί το τρένο δεν θα ήταν γεμάτο, οπότε υπήρχαν περιθώρια κράτησης επιπλέον θέσεων.
Η ώρα ήταν εννιά. Το τρένο θα έφευγε στις δέκα και είκοσι, για Βερολίνο. Και από εκεί, και μετά από άλλες ενδιάμεσες στάσεις, θα έφτανε στη Βουδαπέστη, όπου ο Χόουνεχ, οι φίλοι του (αν έρχονταν) και ο Ράινχελ θα έπαιρναν άλλο τρένο, που θα τους περνούσε στην Τρανσυλβανία. Έκτοτε, η μετακίνησή τους μέχρι το Μπραν θα γινόταν με άμαξα.

Κάθονταν και περίμεναν. Χωρίς να σκέφτονται. Δίχως να ανταλλάσσουν κουβέντα. Ένιωθαν κουρασμένοι.
Έβλεπαν τον κόσμο που πηγαινοερχόταν ή που σταματούσε για να συζητήσει, άκουγαν τις φωνές τους, άκουσαν και δύο αμαξοστοιχίες που έφυγαν. Μύριζαν καπνό, άνθρακα, ίσως μπίρα. Ευτυχώς, το κρύο ήταν υποφερτό.
Περίμεναν. Αμίλητοι. Με μια σκιά που διψούσε για αίμα να περιφέρεται στο μυαλό του Βολφ και του Ράινχελ.

Ο Μαρτίν έφτασε στο Ντε Πάιπ, κατέβηκε από την άμαξα και έσπευσε να χτυπήσει την πόρτα της πολυκατοικίας, όπου έμενε ο αγχώδης, πρώην πεζικάριος Χενκ Χόπε. Έδωσε στον θυρωρό το όνομα του ενοίκου, λέγοντάς του ότι είναι φίλοι. Ο μεσήλικας ενοχλήθηκε από την ώρα της επίσκεψης -θεώρησε ότι είναι αργά-, αλλά και από το γεγονός ότι ο ξένος είχε μαζί του ένα σάκο -ίσως σκέφτηκε ότι είναι κάποιος άστεγος ή κλέφτης-, ωστόσο αποφάσισε να επιβεβαιώσει ότι ο Μαρτίν και ο Χενκ γνωρίζονταν, οπότε συνόδευσε τον γιγαντόσωμο Ολλανδό ως το διαμέρισμα του άλλου. Ο Μαρτίν του είπε ξανά και ξανά ότι είχε έρθει εδώ στο παρελθόν και ότι τον θυμόταν που άνοιγε την πόρτα, μα ο άλλος είπε πως πρώτη φορά έβλεπε τον Μαρτίν.

Ο Χενκ άνοιξε την πόρτα στο τέταρτο χτύπημα. Ήταν όπως τον θυμόταν ο Μαρτίν: κοντύτερος από 1,80, κοντά στα εβδομήντα πέντε κιλά, με γκριζαρισμένα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω και καφετιά μάτια, τα οποία έκρυβε πίσω από στρογγυλά γυαλιά μυωπίας. Όπως πάντα, ήταν φρεσκοξυρισμένος και το κουστούμι του ήταν περιποιημένο και καθαρό, με τη γραβάτα κολλαριστή και τα μαύρα παπούτσια του να αστράφτουν. Είχε ένα τσιγάρο που σιγόκαιγε στο στόμα του.
«Κύριε Χόπε, συγνώμη για την ενόχληση» είπε ο θυρωρός. «Ο κύριος ισχυρίζεται ότι είναι φίλος σας και θέλει να σας επισκεφθεί».
Ο Χόπε χαμογέλασε στον Μαρτίν. «Ναι, ναι, είναι φίλος μου». Ευχαρίστησε τον θυρωρό και, όταν αυτός έφυγε, αντάλλαξαν χειραψία και αγκαλιά με τον Μαρτίν. «Πόσο καιρό έχω να σε δω, παλιόφιλε…» σχολίασε.
«Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα θέλαμε, Χενκ».
«Πότε βγήκες από το Νάνκο Φούνκε;»
«Σήμερα, πριν λίγο».
«Μάλιστα. Έλα, έλα, πέρασε».

Ο Μαρτίν μπήκε στο διαμέρισμα. Όπως το περίμενε, ήταν φωτισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με λάμπες σε όλους τους τοίχους. Το χαλί φαινόταν το ίδιο ακριβό όπως πριν από τρία χρόνια που το είχε δει για τελευταία φορά. Τα έπιπλα, τα βιβλία, τα μαγειρικά σκεύη, οι πίνακες ζωγραφικής, όλα ήταν καθαρά. Πάνω στο τετράγωνο τραπέζι του καθιστικού υπήρχε ένα ανοιγμένο μπουκάλι κόκκινο κρασί και ένα μισογεμάτο γυάλινο ποτήρι.
«Δεν έχεις σαμπάνια;» ρώτησε τον Χενκ.
«Μου τελείωσε. Εσύ προτιμάς ακόμα την μπίρα;»
«Φυσικά, τι άλλο; Εγώ ήμουν ένας ταπεινός βοηθός βιβλιοθηκάριου στο πανεπιστήμιο, δεν έχω δικό μου μαγαζί όπως κάποιοι άλλοι».
«Ναι, βέβαια. Αλλά στο πανεπιστήμιο δεν συχνάζουν τα πλέον σημαίνοντα πρόσωπα, οι νέοι που θα φέρουν τις μεγάλες αλλαγές; Αντί για ωραία σαμπάνια, σας δίνουν… σου έδιναν μπίρα;»
Γέλασαν.

Ο Μαρτίν ρώτησε «Να σου πω, αυτός ο θυρωρός όντως δεν με θυμόταν;»
«Μάλλον. Και άλλοι έχουν εκφράσει την ίδια απορία». Ο Χενκ σκέφτηκε κάτι. «Εδώ που τα λέμε, και εμένα με κοιτάζει καμιά φορά με περιέργεια, σαν να μην με βλέπει κάθε μέρα, τις ίδιες ώρες πάνω κάτω».
«Κατάλαβα».

Ο Χενκ πήρε το ποτήρι και ήπιε. Έδειξε το σάκο που κρατούσε ο Μαρτίν. «Πας κάπου, Μαρτίν;»
«Ναι. Για αυτό ήρθα. Δεν το κατάλαβες από τα ρούχα;»
Ο Χόπε ένευσε. «Κάτι κατάλαβα, ναι».
«Θέλω να έρθεις μαζί μου, Χενκ. Όπως θέλω να έρθει και ο Γιούρις. Προέκυψε ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε».
Παλιότερα, όταν ανακοίνωνε ότι έχουν κάποια αποστολή να αναλάβουν, χαμογελούσε. Τώρα ήταν σοβαρός. Κι αυτό ήταν κάτι που δε διέφυγε της προσοχής του Χενκ, ο οποίος χάιδεψε τα μαλλιά του, σαν να είχαν ανακατωθεί από τον αέρα και ήθελε να τα επαναφέρει στην προηγούμενη κατάστασή τους. «Τι συμβαίνει, Μαρτίν; Τι είδους πρόβλημα πρέπει να λύσουμε;»
«Στριγκόι, Χενκ. Γαμημένοι βρικόλακες ρημάζουν το Μπραν της Τρανσυλβανίας».
«Τι; Στην Τρανσυλβανία; Μα πήγαμε;… Όχι, δεν είχαμε πάει στο Μπραν. Είχαμε φτάσει μέχρι το Πουάνα Μπρασώφ, για τον δράκο, τον Μπαλαούρ» Ρώτησε «Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να μου πεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Θυμάσαι έναν Αυστριακό που σας είχα αναφέρει, τον Φάμπιαν Άσπελ;»
«Νομίζω. Είχες πει ότι θα ήθελες εγώ και ο Γιούρις να τον συναντήσουμε κάποια στιγμή. Στρατιωτικός δεν είναι;»
«Ναι. Κατάσκοπος της Αυστροουγγαρίας και φίλος μου. Ήρθαν δύο συνάδελφοί του και με βρήκαν στο άσυλο. Μου είπαν ότι ο Φάμπιαν είχε πάει στο Μπραν, για να ερευνήσει την υπόθεση. Και τώρα αγνοείται. Όπως και άλλοι, στρατιωτικοί, αλλά και πολίτες, χωρικοί κυρίως».
«Να πάρει…» Ο Χενκ ήπιε το υπόλοιπο κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι. Μόρφασε όπως συνήθιζε όταν αγχωνόταν.
«Θέλουν τη βοήθειά μου. Αλλά εγώ χρειάζομαι εσάς, Χενκ. Εσένα και τον Γιούρις. Το ξέρεις αυτό».
«Δε χρειάζεται να πεις κάτι άλλο, Μαρτίν». Ο Χενκ τον κοίταξε και έσαξε τα γυαλιά του. «Εννοείται ότι θα έρθω μαζί σου. Περίμενε, δεν θα αργήσω».
«Ωραία. Ευχαριστώ, Χενκ».
«Ούτε να το συζητάς, Μαρτίν».

Ο Χόπε χρειάστηκε λιγότερο από πέντε λεπτά. Όταν εμφανίστηκε, κρατούσε στα χέρια του έναν παρόμοιο σάκο με αυτόν του Μαρτίν. Φορούσε ήδη τα πρασινωπά κυνηγετικά του ρούχα, που, σε συνδυασμό με τα γυαλιά και το ευγενές πρόσωπο που είχε, τον έκαναν να μοιάζει με πρωτάρη ηθοποιό που προσπαθεί να πείσει ότι κυνηγάει άγρια ζώα. Αλλά ο Μαρτίν ήξερε ότι ο Χενκ ήταν θαρραλέος. Κάποτε ίσως να μην ήταν. Όταν ήταν παιδιά και ακόμα ζούσαν με τον Γιούρις στο ορφανοτροφείο, τον πλεύριζαν συχνά άλλα αγόρια, για να τον γελοιοποιήσουν και να τον χτυπήσουν. Εκείνα τα χρόνια, ο σχετικά αδύνατος Χόπε ανταπέδιδε όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά πολλές φορές είχε χρειαστεί να τον βοηθήσει ο Γιούρις. Οι δασκάλες και οι δάσκαλοί του, που γενικά τον συμπαθούσαν γιατί ήταν επιμελής και ευγενικός μαθητής -αντίθετα από πολλά άλλα παιδιά-, άρχισαν να χάνουν την πίστη τους στον Χενκ όταν και αυτός «έγινε παλιόπαιδο» -παρότι δεν άλλαξε τη στάση του απέναντί τους ή με τα μαθήματα, ωστόσο δε δεχόταν να τον προσβάλει κανένας και αμέσως απαντούσε.
Από ένα συρτάρι, έβγαλε ένα πιστόλι, ένα μαχαίρι και έναν σταυρό, τα οποία έβαλε στον σάκο. Παρόμοια όπλα είχε κρύψει σε όλους τους χώρους του διαμερίσματος, γιατί κάποια από τα σπάνια αντικείμενα που του έφερναν στο μαγαζί τα φύλαγε εδώ.
«Έτοιμος;» ρώτησε ο Μαρτίν.
«Φυσικά».
«Ρούχα, όπλα;… Έχεις ό,τι χρειάζεσαι;»

Ο Χόπε ένευσε. «Ρούχα, όπλα, ένα ακόμα ζευγάρι γυαλιά, δύο φλασκιά κρασί για τις δύσκολες στιγμές… Ναι, έχω ό,τι χρειάζομαι».
«Κρασί για εσένα; Η μπίρα μου πού είναι; Ο ναργιλές του Γιούρις;»
Ο Χενκ χασκογέλασε. «Πάμε».
Έφυγαν από το διαμέρισμα. Πριν κατευθυνθούν προς την αποθήκη που είχε για σπίτι ο φίλος τους, πέρασαν από το μαγαζί του Χόπε, όπου κρέμασε στο χερούλι της κλειδωμένης πόρτας μια μικρή ταμπέλα με τη φράση Κλειστό μέχρι νεωτέρας, όπως ακριβώς έκαναν και παλιά.
«Πάμε να βρούμε τον καβαλάρη μας;» ρώτησε ο Χόπε, αναφερόμενος στην θητεία του Γιούρις Μπόντεμαν στο Ιππικό.
«Πάμε. Κι ας ελπίσουμε ότι θα έχει αρκετή διαύγεια, για να καταλάβει τι τον θέλουμε» σχολίασε ο Μαρτίν, αναφερόμενος στην τάση του Μπόντεμαν προς το «μεθύσι» που του προκαλούσε ο ναργιλές του.

Ξεκίνησαν να περπατάνε τα έξι τετράγωνα που έπρεπε να καλύψουν.
«Οπότε» είπε ο Χενκ «θα έχουμε και συνοδεία τους συναδέλφους του Φάμπιαν ως το Μπραν;»
«Όχι. Πρέπει να γυρίσουν στη Βουδαπέστη, στον σταθμό της Αντικατασκοπείας όπου εργάζονται».
«Αλλά θα;…»
«Ναι, Χενκ, θα διασφαλίσουν ότι δεν θα έχουμε προβλήματα με τις τοπικές Αρχές». Ο Μαρτίν πρόσθεσε «Επίσης, μου είπαν ότι στο Μπραν μας περιμένει κάποιος Μαξ Κάρτερ, ομοσπονδιακός πιστολέρο και αδερφός του Φάμπιαν».
«Ομοσπονδιακός πιστολέρο; Από την Αμερική, εννοείς; Είχα διαβάσει για αυτούς. Πάνε όπου τους χρειάζονται, σε όλη την Αμερική, λες και είναι μισθοφόροι».
«Ναι. Δεν ξέρω περισσότερα για αυτόν. Αλλά ξέρει για εμένα, ότι ο Φάμπιαν θέλει, ήθελε να πάω στο Μπραν, γιατί με θεωρούσε κατάλληλο για την αποστολή».
«Δεν έχει άδικο, είσαι ο κατάλληλος για την… Περίμενε». Ο Χενκ έριξε μια ματιά στον πανύψηλο Μαρτίν, καθώς προχωρούσαν. «Ήθελε; Θεωρούσε;» ρώτησε. «Είπες πως ο Φάμπιαν αγνοείται, όχι ότι είναι νεκρός».
«Έλα, Χενκ». Ο Μαρτίν ανταπέδωσε το βλέμμα στον φίλο του. «Και οι δύο ξέρουμε ότι κανένας βρικόλακας δεν θα άφηνε ζωντανό έναν άνθρωπο που έπιασε».
«Περίμενε, Μαρτίν. Τι σου είπαν οι συνάδελφοί του για αυτόν;»
«Ότι αγνοείται. Δεν ξέρουν κάτι άλλο για την μοίρα του Φάμπιαν. Απλά, υποθέτουν ότι ο Φάμπιαν κρατείται ζωντανός, για να πιεστούν οι Αρχές να επιτεθούν και να πέσουν σε παγίδα».
«Εντάξει, εντάξει. Βγάζει νόημα αυτό».
«Θα έβγαζε νόημα, Χενκ. Θα έβγαζε, αν είχαμε να κάνουμε με ανθρώπους και όχι με βρικόλακες».
Ο Χενκ αναστέναξε. «Ναι… Οπότε εσύ υποθέτεις ότι οι βρικόλακες τον έχουν σκοτώσει και τον έχουν μαζί τους, μόνο και μόνο για να πιέσουν τους στρατιωτικούς να κάνουν το λάθος να τους γυρέψουν».
«Δεν το υποθέτω. Το ξέρω».
«Θα μπορούσαν να τον έχουν ζωντανό, πάντως. Σκέψου το, Μαρτίν: αν είναι τόσο αδίστακτοι, γιατί να μην τον κρατήσουν εν ζωή, ούτως ώστε να βλέπει τους δικούς του να σκοτώνονται;»
«Γιατί θέλουν αίμα, Χενκ. Έλα τώρα, μην κάνεις τέτοιες ανόητες ερωτήσεις, σαν να είσαι αδαής».
Ο Χόπε ανασήκωσε τους ώμους. «Θα το δούμε τότε» είπε.
«Ναι. Θα το δούμε τότε».

Πριν η ώρα πάει εννιά και μισή, έφτασαν στην αποθήκη-σπίτι του Γιούρις Μπόντεμαν. Ήταν ένα παραμελημένο κτίσμα, στο κέντρο ενός αγροκτήματος που ο παλιός ιδιοκτήτης είχε προτιμήσει να το πουλήσει φθηνά στον φίλο των Μαρτίν και Χενκ και να πάρει τα ζωντανά και την οικογένειά του για να μείνουν αλλού. Απέξω, η αποθήκη έτσι σκοτεινή και με βρόμικους τοίχους, που μύριζε κοπριά και ήταν ήσυχη σαν τάφος, έμοιαζε αχρησιμοποίητη. Δύσκολα θα πίστευε κάποιος ότι κατοικείται. Εκτός αν αυτός ο κάποιος ήξερε τον Μπόντεμαν. Τότε δεν θα του φαινόταν περίεργο.
Ο Μαρτίν έδειξε την κόκκινη συρόμενη πόρτα. «Πάμε».
Ο Χενκ έμεινε στην θέση του.
«Τι έγινε;»
«Ξέρεις τι, ο Γιούρις μπορεί να μην είναι εδώ. Τα πρωινά και τα απογεύματα εργάζεται στο μαγαζί μου, σαν πωλητής και, όταν λείπω, κάνει και δουλειά γραμματέα…»
«Το θυμάμαι, Χενκ. Πάντα απορούσα πώς του έδωσες αυτή την θέση, δεδομένου ότι ο Γιούρις μετά βίας ξέρει γραφή και ανάγνωση».
«Δεν μπορούσα να τον αφήσω ξεκρέμαστο, Μαρτίν. Τέλος πάντων, άλλο θέλω να πω. Από πέρυσι, τα βράδια, ο Γιούρις δουλεύει ως πορτιέρης σε ένα πορνείο».
«Ο Γιούρις; Πορτιέρης;» ρώτησε έκπληκτος ο Μαρτίν. «Κατάφερε να τους πείσει να τον προσλάβουν; Μα αυτός είναι πιο αδύνατος από κλαρί. Αυτοί θέλουν πιο… πιο μεγαλόσωμους τύπους».
«Το ξέρω, το ξέρω, κι εγώ απόρησα. Αλλά το έχω επιβεβαιώσει, Μαρτίν. Τον έχω δει επί τω έργω». Χαμογέλασε. «Μια φορά, τον είδα να πετάει έξω έναν άντρα τρεις φορές πιο ογκώδη από τον ίδιο. Ο τύπος, μαζί με άλλους δύο που ήταν μαζί του, πήγε να χτυπήσει τον Γιούρις, ο οποίος, χωρίς καν να φτύσει το τσιγάρο από το στόμα του, τους άφησε ξερούς. Και επειδή ο ιδιοκτήτης είδε τα κορμιά να εμποδίζουν την είσοδο, του είπε να τα μετακινήσει. Και ο Γιούρις το έκανε: σταμάτησε τους πελάτες που ήθελαν να μπουν, μετακίνησε ένα-ένα τα πεσμένα σώματα και ύστερα επέστρεψε στο πόστο του».
«Κατάλαβα. Να υποθέσω ότι έχει και ερωμένες μέσα από το πορνείο;»
«Σίγουρα. Μου έχει προτείνει να έρχομαι και εγώ, και πως, επειδή είμαστε φίλοι, θα μου κάνουν καλύτερη τιμή και θα έχω… ειδική μεταχείριση. Και… είχε δίκιο, αν με εννοείς».
«Αιώνιος Γιούρις Μπόντεμαν». Ο Μαρτίν κοίταξε την αποθήκη. «Οπότε λες ότι λείπει».
«Αν δεν τον απέλυσαν. Ή αν δεν είναι άρρωστος –όχι ότι αρρωσταίνει και ποτέ αυτός. Ή αν δεν έχει καπνίσει υπερβολικά πολύ από τον ναργιλέ του. Ή αν δεν έχει πιει όλο το ρούμι που έχουν τα κοντινά μπαρ. Θυμάσαι ότι προτιμά το ρούμι;»
«Ναι, το θυμάμαι. Καλά, αφού ήρθαμε, ας ρίξουμε μια ματιά».
«Εντάξει».

Πλησίασαν την πόρτα και ο Μαρτίν χτύπησε το σκουριασμένο ρόπτρο και φώναξε «Γιούρις. Ο Μαρτίν είμαι. Είναι εδώ και ο Χενκ. Άνοιξε, σε παρακαλώ».
Και περίμεναν.
Κανείς δεν εμφανίστηκε.
«Γιούρις».
Τίποτα.
Ξαναχτύπησε ο Χενκ.
Μια αντρική φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό, αλλά όσα είπε ήταν ακατανόητα για τους δύο φίλους.

Πριν πουν κάτι, κάποιος άρχισε να σέρνει την πόρτα.
Χαμογέλασαν, έτοιμοι να χαιρετίσουν τον Μπόντεμαν.
Αλλά έμειναν παγωμένοι όταν εμπρός τους εμφανίστηκε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι. Ήταν μια νέα γυναίκα, πανέμορφη. Είχε σκουρόχρωμο δέρμα και μαύρα μάτια και μαλλιά. Και ήταν ντυμένη με ένα κατακόκκινο φόρεμα, το οποίο ήταν σκισμένο ώστε να φτάνει μέχρι λίγο πάνω από τα γόνατά της. Τα μανίκια ήταν επίσης σκισμένα, ώστε να αποκαλύπτονται τα χέρια της σε όλο το μήκος τους. Η γυναίκα δε φορούσε υποδήματα, πατούσε με γυμνά πέλματα στο χωμάτινο έδαφος. Μια ανεπαίσθητη οσμή χτύπησε τους δύο άντρες. Ανατρίχιασαν. Ένα ζεστό υγρό διέτρεξε το σώμα του καθενός. Ένιωσαν να ποθούν την γυναίκα τόσο πολύ, που τους φαινόταν ότι κρέμεται η ζωή τους από το να ξαπλώσουν με αυτήν. Και ήταν έτοιμοι να της χιμήξουν…
Η γυναίκα χαμογέλασε με έναν τρόπο που τους έκανε να νιώσουν άβολα. «Ποιοι είστε εσείς, όμορφοί μου κύριοι;» ψιθύρισε.

Ο Μαρτίν άρπαξε τον Χενκ, συγκρατώντας και τον εαυτό του. Μπόρεσαν και αντάλλαξαν μια ματιά. Η πρώτη σκέψη και των δύο ήταν πως ο Μπόντεμαν είχε φέρει στο σπίτι του μια πόρνη. Αλλά κάτι πάνω στην γυναίκα δεν… δεν ταίριαζε. Και το… το άρωμά της… Δεν ήξεραν τι συνέβαινε, όμως υπήρχε κάτι παράξενο στην γυναίκα.
«Ποιοι είστε;…» πήγε να πει πάλι αυτή.
«Είμαστε…» Ο Μαρτίν καθάρισε τον λαιμό του. «Είμαστε φίλοι του Γιούρις. Είναι εδώ;»
«Φυσικά και είναι εδώ ο αγαπημένος, ο λατρεμένος μου Γιούρις» απάντησε εκείνη.
«Μπορούμε να τον δούμε;»
«Ναι. Ναι, μπορείτε να τον δείτε». Η γυναίκα παραμέρισε και τους έδειξε το εσωτερικό. «Παρακαλώ, περάστε».
Μπήκαν στην αποθήκη με προσοχή, αποφεύγοντας να κοιτάξουν την τύπισσα. Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα και προπορεύτηκε, με το φανάρι. Τους έδειξε δυο ξύλινες καρέκλες κοντά σε ένα ξύλινο, βρόμικο τραπέζι. Ακούμπησε εκεί το φανάρι. Τους είπε να περιμένουν, μέχρι να φέρει τον Γιούρις, και επιτέλους εξαφανίστηκε κάπου μέσα στο σκοτάδι.
«Μαρτίν;» ρώτησε ο Χενκ.
«Ναι;»
«Ποια είναι αυτή;»
«Δεν ξέρω, Χενκ».
«Βλέπει μέσα στο πηχτό σκοτάδι; Χωρίς καθόλου φως;»
«Έτσι φαίνεται».
«Κάτι δεν μου πάει καλά με αυτήν την γυναίκα». Τώρα, που αυτή είχε φύγει, ένιωθε να καθαρίζει το μυαλό του. «Μαρτίν, το μύρισες και εσύ, έτσι; Αυτό το… το… το ερωτικό δηλητήριο;»
Ο Μαρτίν χαμογέλασε. «Ναι, Χενκ. Την ίδια σκέψη έκανα και εγώ. Μήπως τυχαίνει να την έχεις δει στο πορνείο όπου δουλεύει ο φίλος μας;»
«Όχι».
«Μήπως την έχεις ξαναδεί κάπου αλλού; Μήπως την έχει αναφέρει ο Γιούρις;»
«Όχι, δεν μου έχει μιλήσει για καμία από τις γυναίκες με τις οποίες συναναστρέφεται».
«Λοιπόν, ούτε εγώ την έχω ξαναδεί ή ακούσει για αυτήν. Υποθέτω ότι θα μάθουμε σε λίγο».
«Αχα, ναι».
Άκουσαν φωνές, της γυναίκας και του άντρα που είχε μιλήσει νωρίτερα. Βήματα άρχισαν να πλησιάζουν.
Ο Χενκ ψιθύρισε «Ξέρεις τι, Μαρτίν;»
«Τι, Χενκ;»
«Κάτι μου λέει ότι δεν θα μας αρέσει αυτό που θα μας πει ο Γιούρις».
«Το φοβάμαι και εγώ αυτό, Χενκ».

Τότε σταμάτησαν να συζητούν, γιατί από τις σκιές εμφανίστηκε η γυναίκα με το κόκκινο κοντό φόρεμα. Κρατούσε, ή μάλλον έσερνε, έναν άντρα με λερωμένο λευκό παντελόνι και σακάκι, αλλά χωρίς πουκάμισο από μέσα. Ήταν ένας ξανθομάλλης άντρας, ελαφρώς πιο ψηλός, αλλά πιο λεπτός από τον Χόπε. Στο στόμα του είχε ένα τσιγάρο και τα πρασινωπά μάτια του ήταν μισόκλειστα, νυσταγμένα, ενώ στον εκτεθειμένο θώρακά του μπορούσες να μετρήσεις τα κόκαλά του. Τα πόδια του, όπως και της γυναίκας, ήταν γυμνά. «Τι συμβαίνει επιτέλους, Φρίντα;» ρώτησε την γυναίκα. «Ποιοι μας διακόπτουν;»
«Σου είπα, καλέ μου. Έχουν έρθει οι φίλοι σου» απάντησε εκείνη. «Και είναι ωραίοι άντρες οι φίλοι σου».
«Τι; Εγώ δεν έχω ωραίους φίλους».
«Γεια σου, Γιούρις» είπε ο Μαρτίν, καθώς σηκωνόταν. Το ίδιο έκανε και ο Χενκ.
«Γνωστή φωνή…» Εκείνη τη στιγμή, ο Μπόντεμαν είδε τους δύο άντρες και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Χαμογέλασε. «Ω, που να με πάρει! Μαρτίν! Χενκ! Εσείς εδώ;» Δεν πρόλαβαν να του απαντήσουν, γιατί έσπευσε να τους αγκαλιάσει. «Πω, πω, τι κάνετε εδώ; Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, ρε παλιοκερατάδες!»
«Εμένα πριν λίγες ώρες με είδες…» σχολίασε ο Χενκ, μορφάζοντας. Την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί δεν μύριζε τόσο ιδρώτα, αλκοόλ, τόση τσιγαρίλα και… και αυτό το άλλο άρωμα, που ανέδιδε η γυναίκα.
«Αλλά όχι εδώ, αφεντικό». Κοίταξε τον Μαρτίν. «Πότε βγήκες εσύ; Μην μου πεις ότι σε άφησαν; Ρε τους το έσκασες από το τρελοκομείο;»
«Όχι, δε χρειάστηκε. Πώς είσαι, Γιούρις;»

Ο Γιούρις άπλωσε τα χέρια σαν να ετοιμαζόταν να πει μια ξεκαρδιστική ιστορία. «Καλύτερα από ποτέ, ψηλέ!» Έδειξε την γυναίκα. «Βλέπεις, νοικοκυρεύτηκα. Αυτή είναι η Φρίντα, παρεμπιπτόντως. Φρίντα, από δω ο Μαρτίν και ο Χενκ. Είναι οι καλύτεροι φίλοι μου».
«Αλλά όχι ωραίοι;» ρώτησε ο Μαρτίν, ενώ αυτός και ο Χόπε αντάλλασσαν χειραψία με την γυναίκα, γυρνώντας αμέσως μετά προς τον Γιούρις.
«Εντάξει, μωρέ, έχετε κι εσείς ελπίδες». Έδειξε τις καρέκλες. «Ελάτε, καθίστε. Έχετε φάει; Μήπως διψάτε; Ή προτιμάτε λίγο ναργιλέ; Έχω και ρούμι, αν διψάτε».
«Ευχαριστούμε, Γιούρις» είπε ο Χενκ «αλλά είμαστε εντάξει».
«Σίγουρα; Πείτε, ρε σεις. Μαρτίν, για πες εσύ, που είσαι και γομάρι. Πεινάς;»
«Γιούρις» είπε ο Μαρτίν με σοβαρότητα «δεν θα καθίσουμε. Σε ευχαριστούμε, αλλά επειγόμαστε. Έχουμε έρθει γιατί προέκυψε μια αποστολή».
Ο Γιούρις δεν μίλησε για μια στιγμή. Φάνηκε σχεδόν σαν μην ανέπνεε. Τελικά, είπε «Ναι, ναι, σίγουρα. Αποστολή. Προέκυψε. Σίγουρα». Κάπνισε το υπόλοιπο τσιγάρο του και το πέταξε κάπου παράμερα. Κάθισε σε μια άλλη καρέκλα, έβγαλε και άναψε άλλο τσιγάρο και κοίταξε τους δύο άντρες. «Λοιπόν, τι σόι αποστολή προέκυψε;»

Ο Μαρτίν δεν είπε κάτι και σταμάτησε τον Χόπε, που πήγε να απαντήσει. Στράφηκε προς τον Γιούρις «Πριν από αυτό, μήπως θες εσύ να μας πεις κάτι, παλιόφιλε; Μήπως πρέπει να ξέρουμε κάτι, πριν πούμε περισσότερα;»
«Εγώ; Τι να σας πω;» Χασκογέλασε. «Δεν έχω κάτι να σας πω, ρε παιδιά».
«Σίγουρα;»
«Ναι, ναι, θέλω να πω…» Ανασήκωσε τους ώμους. «Σαν τι να σας πω; Εσείς φέρνετε νέα για κάποια αποστολή. Εγώ απλά καθόμουν εδώ, άραζα, κάπνιζα, έπινα…»
«Εντάξει». Ο Μαρτίν γύρισε προς την κοπέλα. «Φρίντα, θες να μας πεις πώς γνωριστήκατε με τον Γιούρις;»

Εκείνη κοίταξε τον Μπόντεμαν, δείχνοντάς του τα όμορφα δόντια της. «Ναι, να σας πω».
«Ααα» πετάχτηκε εκείνος «α, για την Φρίντα με ρωτάτε». Γέλασε. «Μα πώς το ξέχασα, ο ηλίθιος!»
«Δεν πειράζει. Πες μας τώρα».
«Ακούστε να δείτε… Είναι πολύ αστεία ιστορία. Άσε με να τα πω εγώ, Φρίντα». Ο Γιούρις φύσηξε την μύτη του. «Ήμουν ένα βράδυ εδώ, στο κρεβάτι, και έπινα και κάπνιζα, ξέρετε τώρα εσείς πώς είναι αυτά, και δεν είχα παρέα, γιατί οι κυρίες που δουλεύουν στο πορνείο δεν επιτρέπεται να έρχονται εδώ, οπότε εγώ ήμουν αναστατωμένος, γιατί ήθελα μια γυναίκα να με συντροφέψει, αν με εννοείτε, και δεν ήξερα τι να κάνω…»
Τι μαλακία θα πεις, ρε συ Μπόντεμαν; σκέφτηκε ο Μαρτίν.
«… και, που λέτε, θυμήθηκα εκείνα τα λόγια που είχαμε διαβάσει, που είχε διαβάσει ο Χενκ, εννοώ, πριν από χρόνια από εκείνο το βιβλίο εκείνου του μελετητή δαιμόνων, πώς τον έλεγαν, να δεις;… Δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων. Και που λέτε, εγώ τα είχα ακούσει αυτά τα λόγια και τα κατέγραψα -όπως κάνω και στο μαγαζί με τους πελάτες που έχουν απαιτήσεις, ε αφεντικό;-, και, εφόσον καθόμουν και δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο εκείνο το βράδυ, τα θυμήθηκα και τα είπα φωναχτά…»
«Όχι» ψέλλισε ο Χόπε. «Όχι, δεν το έκανες».
«Και…» Ο Μπόντεμαν φούσκωσε τα μάγουλά του και έπειτα φύσηξε προς το πλάι. «Και… ιδού!» Έδειξε την Φρίντα. «Ήρθε στο όνειρό μου αυτή η υπέροχη νεαρή και με… μου κράτησε παρέα… πολύ καλή παρέα, η καλύτερη που είχα ποτέ μου, τολμώ να πω… και… εφόσον το ήθελε και η ίδια, δεν την πίεσα, σας το ορκίζομαι… ε, έμεινε μαζί μου. Εδώ. Μόνιμα». Χαμογέλασε. Τα κιτρινισμένα δόντια του φαίνονταν πραγματικά ταλαιπωρημένα. «Αυτή είναι… η… η ιστορία της γνωριμίας μου με την… Φρίντα μου». Άπλωσε το χέρι του και εκείνη το αγκάλιασε. «Της έδωσα αυτό το γερμανικό όνομα γιατί, όπως ίσως θυμάστε, η μάνα μου ήταν από εκεί. Ή τουλάχιστον αυτό μου είπαν στο ορφανοτροφείο».

Ο Μαρτίν και ο Χόπε αλληλοκοιτάχτηκαν. Και γύρισαν και προς την Φρίντα και προς τον Γιούρις. Αλλά δεν μίλησαν. Δεν ήξεραν τι να πουν.
«Ελάτε, μη μου πείτε ότι δεν ήταν ωραία ιστορία» τους είπε αυτός. «Και μη μου πείτε ότι δεν είστε χαρούμενοι που ο φίλος σας βρήκε τον έρωτα της ζωής του. Και τι γυναίκα βρήκα, ε; Είμαι σίγουρος ότι μυρίσατε και εσείς το υπέροχο άρωμά της, που προκαλεί όλα τα αντρικά ένστικτα».
«Είσαι ο καλύτερος εραστής, Γιούρις» του είπε η Φρίντα.
«Το ξέρω, αγαπητή μου. Έχω κάνει χρόνια εξάσκηση».
Ο Χόπε άνοιξε τον σάκο του και έβγαλε ένα φλασκί. «Συγνώμη, αλλά το χρειάζομαι» είπε και ήπιε.
«Δώσε το και σε εμένα» είπε ο Μαρτίν, που κατέβασε κι αυτός μια μεγάλη γουλιά.
«Γιατί το κάνετε αυτό;» ρώτησε ο Μπόντεμαν. «Αφού σας προσέφερα…»
«Δηλαδή» τον διέκοψε ο Μαρτίν «η… αυτή;…»
«Η Φρίντα. Φρίντα την λένε, Μαρτίν».
«Σωστά. Η Φρίντα, λοιπόν, ήρθε στον ύπνο σου, όταν είπες τα λόγια επίκλησης;»
«Ναι».
«Και ερωτοτροπήσατε;»
«Και λίγα λες, φίλε μου. Με ξετίναξε».
«Άρα, η Φρίντα είναι… μία Σουκούμπους;»
«Ναι».
«Δηλαδή, θες να μας πεις ότι όχι μόνο επικαλέστηκες μία Σουκούμπους, όχι μόνο συνουσιάστηκες μαζί της, αλλά της έδωσες και υλική υπόσταση; Την έφερες στον δικό μας κόσμο ολοκληρωτικά;»
«Ναι, σίγουρα».
Ο Χόπε ρώτησε «Έχεις καθόλου ιδέα πόσο λάθος είναι αυτό; Δε δίνουμε την άδειά μας σε τέτοια όντα, Γιούρις». Έδειξε τον εαυτό του, τον Μαρτίν και τον ίδιο τον Γιούρις. «Εμείς τα κυνηγάμε, Γιούρις! Για να τα εξαφανίσουμε».

Ο Γιούρις κούνησε το κεφάλι με ανυπομονησία. «Ναι, το ξέρω, Χενκ. Το ξέρω» είπε με ενόχληση. «Αλλά σας είπα, ήμουν μόνος. Και δεν μου αρέσει να είμαι μόνος μου. Γιατί καπνίζω πολύ περισσότερο απ’ ό,τι… απ’ ό,τι θέλω και σκέφτομαι… διάφορα».
«Σαν τι;»
«Διάφορα που δεν θέλω να σκέφτομαι, Χενκ. Για εμένα, για τους γονείς μου που δεν ξέρω καν ποιοι ή πώς είναι, για την μίζερη ζωή μου που δεν πάει πουθενά, για τη δουλειά μου στο μπουρδέλο, που πρέπει να κάνω παρέα με χαμένα κορμιά που μου θυμίζουν ότι και εγώ είμαι ένας από αυτούς… Για όλα αυτά τα γαμημένα σκατά, Χενκ».
Παύση. Για πρώτη φορά, ο Μαρτίν και ο Χόπε έβλεπαν τον Γιούρις να δακρύζει και να είναι έτοιμος ξεσπάσει σε λυγμούς, σαν παιδί. Έβαζε το τσιγάρο στο στόμα του και το έβγαζε, φυσώντας τον καπνό προς τα κάτω.

Η Φρίντα του χάιδευε το χέρι και του μιλούσε σαν να ήταν η μητέρα του, με γλυκύτητα, με στοργή. Δεν χαμογελούσε, παρά τον κοιτούσε αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο υπήρχε σε αυτή την αποθήκη.
Κι ο Γιούρις, που στο μεταξύ είχε στραφεί προς το μέρος της, κοιτώντας προς την κοιλιά και τα πόδια της, αλλά χωρίς καμία (φανερή, τουλάχιστον) ερωτική προθυμία. «Ξέρετε» είπε, κοιτώντας τους φίλους του, «δεν είμαστε όλοι τυχεροί σε τούτη την κωλοζωή. Δεν μπορούμε όλοι να έχουμε το μαγαζί και το διαμέρισμά μας».
«Γιούρις…»
«Τι είναι, Μαρτίν; Τι; Θα μου πεις για το τρελοκομείο; Εντάξει, συμφωνώ, μαλακία που σε βάλανε εκεί. Και μαλακία που εγώ και ο Χενκ δεχτήκαμε να πάρεις εσύ όλη την ευθύνη για εκείνους τους καριόληδες τους αιρετικούς. Συγνώμη για αυτό. Ξανά. Όμως, κι εσύ, πριν από όλα αυτά, ήσουν μια χαρά, με την καλή δουλειά, με την μητέρα σου, με το όμορφο σπίτι… Μην πας να μου κλαφτείς». Έκανε μια κίνηση, σαν να τους έδειχνε το χώρο γύρω του. «Κανείς σας δεν ζει σε τέτοιο αχούρι».
«Με ξέρεις καλά, Γιούρις» είπε ο Χόουνεχ. «Δεν κλαίγομαι. Ακόμα και τώρα που ξέρω ότι ένας καλός μου φίλος δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για τη δυστυχία του και που ένας άλλος καλός μου φίλος είναι νεκρός».
Ο Γιούρις τον ρώτησε «Τι; Τι; Ποιος φίλος σου είναι νεκρός, ρε συ; Εγώ και ο Χενκ σού μοιάζουμε για πτώματα; Με τίποτα! Εμείς ζούμε και κατακτούμε γυναίκες!»
Ο Χόπε τον κοίταξε απηυδισμένος, δείχνοντάς του την γυναίκα.
«Τι; Α, η Φρίντα;» Ο Γιούρις γέλασε. «Πάντα ίδιος ο Χόπε μας. Μην ανησυχείς, αφεντικό, η Φρίντα δεν παρεξηγείται. Έτσι δεν είναι, αγάπη;»
«Ναι, Γιούρις» του απάντησε εκείνη, χαμογελώντας του.
Ο Μαρτίν ρώτησε «Γιούρις, θυμάσαι τον Αυστριακό, τον Φάμπιαν Άσπελ; Σας είχα μιλήσει για αυτόν».
Ο Γιούρις έξυσε το κεφάλι του. Κοίταξε την Φρίντα με απορία και μετά τον Μαρτίν. «Εννοείς, εκείνον τον… εμ, τον στρατιωτικό;»
«Ναι, αυτόν εννοώ».
«Και τι, πέθανε;»
«Αυτό είναι το πιο πιθανό» απάντησε ο Χόπε.
«Τι εννοείτε, ρε μαλάκες; Πέθανε ή δεν πέθανε;»
«Από τα όσα ξέρουμε, τυπικά, αγνοείται» είπε ο Μαρτίν. «Αλλά εγώ έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι νεκρός».
«Γιατί;»
Ο Μαρτίν του είπε.
«Βρικόλακες, ε;» Ο Γιούρις σφύριξε. Έξυσε πάλι το κεφάλι του. «Γαμώτο».
«Οπότε καταλαβαίνεις τι πρέπει να κάνουμε, έτσι δεν είναι, Γιούρις;»
«Ναι, ναι, καταλαβαίνω, Μαρτίν. Καταλαβαίνω. Πρέπει να πάμε εκδρομή μέχρι το Μπραν. Λυπάμαι, Μαρτίν. Πραγματικά… Ω, γαμώτο».
«Τι;» ρώτησε ο Χόπε.
«Πήγα να πω ότι πραγματικά ελπίζω να είναι ζωντανός ο Άσπελ, αλλά… δεν νομίζω ότι εγώ θα ήθελα να είμαι ζωντανός αν με είχαν πιάσει βρικόλακες».
«Δυστυχώς, έτσι είναι».

Ο Γιούρις πέταξε το τσιγάρο του. Σηκώθηκε. «Θα έρθω και εγώ, εννοείται». Έτεινε το χέρι του προς την Φρίντα. Αυτή το πήρε στα χέρια της και σηκώθηκε και κόλλησε το σώμα της στο δικό του. «Αλλά θα έρθει και η Φρίντα μαζί».
«Τι;» ρώτησε ο Χενκ. «Δεν υπάρχει περίπτωση! Δεν μπορούμε να έχουμε μαζί μας ένα δαίμονα, τη στιγμή που πάμε να κυνηγήσουμε…» Σταμάτησε. Κοίταξε τους άλλους δύο. Και τη Φρίντα. Η ματιά του καρφώθηκε στον Χόουνεχ. «Μαρτίν; Σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι;»
Ο Μαρτίν ένευσε. «Νομίζω ότι όλοι μας σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα, Χενκ».
Ο Γιούρις παραξενεύτηκε. «Δεν μου λέτε και εμένα τι σκέφτεστε… τι σκεφτόμαστε, εννοώ, όλοι;»

Ο Μαρτίν κοίταξε την γυναίκα. «Η Φρίντα μπορεί να μας βοηθήσει, έτσι δεν είναι; Αν ισχύουν οι θεωρίες που έχουμε διαβάσει κατά καιρούς, ότι όλοι οι υπήκοοι του Σατανά (όπως και ο ίδιος) ήταν άγγελοι που εξέπεσαν, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλοι οι δαίμονες ξέρουν ο ένας για τον άλλο. Δυνάμεις, αδυναμίες, τοποθεσίες και ανθρώπους που διαφθείρουν έκαστος κλπ. Ειδικά, ο αιδεσιμότατος Αλεξάντερ Στρόντον είχε γράψει σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου Οι μάγισσες του Σάλεμ Βίλατζ ή Πώς να σκοτώσεις μια δούλη του Διαβόλου ότι “Όλοι οι δούλοι του Διαβόλου πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση της αποστολής που ανατίθεται στον καθένα, για να μπορέσει κάποιος να τον βοηθήσει, αν τυχόν ο άλλος δεν τα καταφέρνει. Και δεν μπορώ να φανταστώ πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ‘συνεργασίας’ μεταξύ δαιμόνων από μιας Σουκούμπους και ενός Ινκούμπους. Η Σουκούμπους, ως πανέμορφη μοιχαλίδα, διαφθείρει αμαρτωλούς άνδρες, παίρνοντας το σπέρμα τους, το οποίο το δίνει στον Ινκούμπους, ο οποίος, ως απολλώνιος ανήρ, θα το εμφυτεύσει σε μια αμαρτωλή γυνή, που θα κυοφορήσει και θα γεννήσει έναν καινούριο, άσχημο δαίμονα”. Και τα λοιπά, και τα λοιπά». Σταμάτησε για μια στιγμή, καθώς θυμήθηκε που είχε μιλήσει στον Φάμπιαν για αυτό το βιβλίο, κατά την πρώτη συνάντησή τους. Από την πρώτη στιγμή, είχαν συμπαθήσει ο ένας τον άλλο. Ήταν εκείνη η φορά που ο Μαρτίν του είχε υποσχεθεί ότι θα τιμωρούσε όποια πράγματα/όντα έβρισκε και ανακάλυπτε ότι είναι επικίνδυνα. Αλλά δεν το έκανα, συλλογίστηκε ξανά. Όχι πριν συμβούν όλα αυτά. Και τώρα είναι αργά για τον Φάμπιαν. Ο οποίος έχει οικογένεια… Σύζυγο και κόρη…
Αναθεμάτισε.

Ο Μαρτίν ολοκλήρωσε την σκέψη του: «Οπότε υποθέτω ότι, σαν πλάσμα της Κόλασης, η Φρίντα θα ξέρει μερικά πράγματα για τους βρικόλακες». Η Φρίντα τον κοίταξε και ο Μαρτίν ρώτησε «Ξέρεις τι γίνεται στο Μπραν. Ξέρεις ποιος ξεκίνησε όλο αυτό το Κακό, σωστά;»
«Για περίμενε, Μαρτίν». Ο Γιούρις την κοίταξε και αυτός. «Δίνεις το σπέρμα μου σε άλλον, Φρίντα;»
«Όχι από τότε που μένω μαζί σου, Γιούρις».
«Αλλά πριν; Όλες εκείνες τις ημέρες;…»
Η Φρίντα ένευσε. «Έτσι ήμουν φτιαγμένη να κάνω».
«Ω!» έκανε ο Γιούρις. Κοίταξε τους φίλους του. «Αυτό δεν το θυμόμουν».
«Δεν ήθελες να το θυμάσαι, εννοείς» του είπε ο Χόπε.
«Και δεν μου λες» ρώτησε ο Μπόντεμαν τη Φρίντα «σε ποια έδινε το σπέρμα μου ο άλλος; Ελπίζω να ήταν καμιά πλούσια. Να έβλεπα έναν λόρδο ή δούκα να κοιτούσε το υποτιθέμενο παιδί του που δεν θα του έμοιαζε…»
«Γιούρις» τον διέκοψε ο Μαρτίν. «Δεν έχουμε ώρα για αυτά».
«Σωστά, σωστά. Βρικόλακες στο Μπραν, αγνοείται ο Άσπελ. Θυμάμαι». Απευθύνθηκε στη Φρίντα. «Οπότε, αγάπη μου, ξέρεις ποιος ξεκίνησε αυτό το Κακό στην Τρανσυλβανία;»

Η Φρίντα στράφηκε προς το μέρος του. «Όχι ποιος, αλλά ποια» απάντησε. «Η Κόμισσα Ροντίκα Ντραγκίτσι».
«Ντραγκίτσι;» ρώτησε ο Χόπε. «Όπως λέμε, Ντράκουλ; Δράκουλα; Μιλάει για κάποια συγγενή του Βλαντ Δράκουλα;»
«Ναι» είπε ο Μαρτίν. «Μιλάει για κάποια συγγενή του Βλαντ του Παλουκωτή».
«Να πάρει… Πες μας τι άλλο ξέρεις, καλή μου».
«Όχι τώρα, Γιούρις». Ο Μαρτίν σηκώθηκε. «Εσύ και η Φρίντα ετοιμαστείτε. Πρέπει να φύγουμε. Μας περιμένουν οι συνάδελφοι του Φάμπιαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ό,τι είναι να μάθουμε θα το ακούσουμε στη διαδρομή». Κοίταξε τους άλλους τρεις. «Μας περιμένει μακρά πορεία. Και για κανέναν μας δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει επιστροφή στην πατρίδα».
Κανείς δεν απάντησε.

Το ζευγάρι έκανε να φύγει, αλλά ο Μαρτίν τους σταμάτησε. «Κάτι ακόμα» είπε. «Η Φρίντα πρέπει να φορέσει ένα μακρύ φόρεμα. Και καπέλο. Και πανωφόρι. Και παπούτσια».
«Γιατί; Τι έχει η Φρίντα μου; Πανέμορφη δεν είναι;»
«Ναι, Γιούρις» απάντησε ο Χόπε. «Είναι πανέμορφη η Φρίντα σου. Αλλά δεν θέλουμε να προκαλέσει υποψίες, Γιούρις. Θα πρέπει να πείθει ότι είναι άνθρωπος».
«Μα είναι άνθρωπος!»
«Γιούρις» ρώτησε ο Μαρτίν «έχει άλλα ρούχα η Φρίντα; Γυναικεία ρούχα; Σαν αυτά που φοράνε οι άλλες γυναίκες;»
«Εμ… Δεν… Δεν της… έχω πάρει… γιατί δεν είχα σκεφτεί ότι θα έβγαινε από εδώ… και δεν…» Έδειξε τον Χόπε. «Και δεν με πληρώνεις αρκετά καλά, για να μπορώ να πάρω δυο ρούχα στην γυναίκα μου!»
Ο Χενκ σχολίασε «Υπέροχα! Εγώ θα βρω τον μπελά μου τώρα».
«Δεν με πειράζει, αγαπημένε» είπε η Φρίντα στον Γιούρις. «Αυτό που μου έφερες μου αρέσει πολύ. Γιατί αρέσει σε εσένα».
«Ναι, αγάπη μου, πράγματι μου αρέσει πολύ, όμως το βρήκα πεταμένο στο δρόμο και… το πήρα και το έσκισα λιγάκι, γιατί ήταν πολύ πουριτανικό, αλλά θα ήθελα να έχεις και άλλα ρούχα».
Ο Μαρτίν αναθεμάτισε. Είπε «Ωραία, Γιούρις. Δώσε της ένα δικό σου παντελόνι και ένα παλτό. Και μπότες».
«Τι; Μα δεν της πάνε».
«Απλά, βρες ρούχα που να της πάνε, Γιούρις. Ρούχα που να καλύπτουν την γ… την ομορφιά της. Άντε, πηγαίνετε».
Ο Γιούρις και η Φρίντα εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι και επέστρεψαν μετά από επτά λεπτά. «Έτοιμοι» ανακοίνωσε ο Μπόντεμαν, που είχε στερεώσει στον ώμο του το σάκο με τα πράγματά τους. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, με εξαίρεση το πουκάμισό του που ήταν άσπρο. Από την άλλη, η Φρίντα έμοιαζε με ηθοποιό που είχε ντυθεί με αντρικά παλιόρουχα για τον ρόλο της, γιατί ο θίασος δεν έβγαζε αρκετά λεφτά. Της είχε δώσει ένα παντελόνι και μπότες του ιππικού (που μετά βίας της έκαναν) και ένα γκρι παλτό (τα μανίκια κάλυπταν ολόκληρα τα χέρια της), το οποίο κούμπωσε πάνω από το πουκάμισο. Για καπέλο, της είχε δώσει ένα σαν αυτό που φορούσε και ο ίδιος, ένα καπέλο που προτιμούσαν πολύ οι ψαράδες και τα παιδιά που έμεναν στις φτωχογειτονιές.
«Θα την κοιτάνε όλοι» σχολίασε ο Χενκ.
«Επειδή θα είναι η πιο όμορφη από όλες και γιατί οι άντρες θα με ζηλεύουν» του αντιγύρισε ο Γιούρις.
«Το κατάνα το πήρες, Γιούρις;» ρώτησε ο Μαρτίν. Θυμόταν ότι ο Μπόντεμαν είχε ως βασικό όπλο του ένα ιαπωνικό σπαθί σαμουράι που είχε προμηθευτεί προ ετών από το μαγαζί του Χόπε. Το είχε φέρει κάποιος ναυτικός, που είχε έρθει από μακροχρόνιο ταξίδι και χρειαζόταν λεφτά και αυτό ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο που κουβαλούσε.
«Φυσικά. Πώς θα πετσοκόψω τους βρικόλακες χωρίς το καλύτερο σπαθί που φτιάχτηκε ποτέ;»
«Τον σταυρό τον πήρες;»
«Ναι». Ο Γιούρις στραβοκοίταξε την Φρίντα. «Συγνώμη, αγαπητή μου, αλλά θα τον χρειαστώ».
Εκείνη, που εξαιτίας της είχε κρύψει κάθε φυλαχτό που κατείχε για να μην τη φέρνει σε δύσκολη θέση, χαμογέλασε και είπε «Καταλαβαίνω, αγαπημένε μου».
«Τα εξάσφαιρα τα πήρες;» ρώτησε ο Χενκ.
«Ναι».
«Ποια εξάσφαιρα;» ρώτησε ο Μαρτίν.
«Έχει δύο πιστόλια που πήρε από έναν πελάτη του πορνείου, ο οποίος ήθελε να τον ακολουθήσει στο διαμέρισμά του μια από τις γυναίκες. Ο ιδιοκτήτης είπε όχι, ο πελάτης τσαντίστηκε και ο Γιούρις παρενέβη».
«Τον πέταξα έξω τον αλήτη» είπε ο Γιούρις με περηφάνια. «Πήγε να βγάλει ένα από αυτά τα μαραφέτια, όμως τον αφόπλισα, κατάσχεσα τα παιχνίδια του, του έριξα μια κλοτσιά στον κώλο και τον διαολόστειλα. Αλλά είναι ωραία παιχνίδια, δε συμφωνείτε;» Άνοιξε τον σάκο και παραμέρισε άλλα πράγματα που είχε, για να τους δείξει τα πιστόλια.
«Όχι» τον σταμάτησε ο Χενκ.
«Τι όχι;»
«Ξέχασέ το, Γιούρις».
«Τι να ξεχάσω;»
«Δεν θα πάρεις μαζί σου τον ναργιλέ, Γιούρις» είπε ο Μαρτίν, που είχε δει κι αυτός τη συσκευή (τη φλάντζα, τη φιάλη, τη βαλβίδα εξαέρωσης, την εστία για τον καπνό και το κάρβουνο κλπ). «Βγάλε τον από τον σάκο και άφησέ τον».
«Α, ναι; Και ο Χόπε γιατί πήρε μαζί του το φλασκί; Αυτός γιατί να πίνει και εγώ να;…»
«Γιούρις, σε θέλουμε νηφάλιο. Όλοι πρέπει να είμαστε νηφάλιοι. Και όλοι ξέρουμε τι σε πιάνει όταν καπνίζεις από αυτό το πράγμα».
«Μα δεν θα χαθώ όπως παθαίνω πού και πού. Και εγώ θα έχω τη Φρίντα να με σταματάει, αν το παρακάνω. Εσείς δεν θα χρειαστεί να ασχοληθείτε».
«Γιούρις, αν θέλεις να συνεχίσεις να έχεις αυτόν τον ναργιλέ και να μην τον πυροβολήσω τώρα, κάνε ό,τι σου είπα. Βγάλε τον από τον σάκο και άφησέ τον. Τώρα» είπε ο Μαρτίν με αυστηρότητα. «Άντε, μην μας καθυστερείς».
«Έλα, καλέ μου» είπε η Φρίντα και χάιδεψε τα λαδωμένα μαλλιά του. «Άφησέ τον. Θα τον βρούμε εδώ, όταν γυρίσουμε. Και θα καπνίσουμε, και…» Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Οι άλλοι δεν το άκουσαν, αλλά, κρίνοντας από το διάπλατο χαμόγελο του φίλου τους, κατάλαβαν τι πρέπει να του είπε.
«Αν είναι έτσι, δεν έχω κανένα πρόβλημα». Ο Γιούρις ακούμπησε τον ναργιλέ στο τραπέζι και προχώρησε βιαστικά, άνοιξε τη συρόμενη πόρτα και γύρισε προς τους άλλους. «Άντε, τι περιμένετε; Έχουμε να κυνηγήσουμε μερικούς βρικόλακες. Πάμε, πρέπει να τελειώνουμε κάποια στιγμή, και να γυρίσουμε, και… Ε, ξέρετε. Και τα λοιπά, και τα λοιπά».
Ο Μαρτίν και ο Χενκ αναστέναξαν, αλλά τον ακολούθησαν. Η Φρίντα έκλεισε την πόρτα.

Δέκα λεπτά πριν την αποχώρηση του τρένου, ο Βολφ και ο Ράινχελ σηκώθηκαν από τις θέσεις τους όταν είδαν τον Μαρτίν να πλησιάζει.
«Ώστε τους βρήκε και τους έπεισε» σχολίασε ο Ράινχελ, βλέποντας την παρέα που ακολουθούσε τον πανύψηλο Ολλανδό. «Αλλά έχουν και… γυναίκα στην ομάδα τους; Γυναίκα είναι αυτή δίπλα στον αδύνατο τύπο;»
«Απ’ ό,τι φαίνεται». Ο Βολφ χαιρέτισε τον Μαρτίν, ο οποίος έκανε τις συστάσεις. Όπως και άλλοι άντρες εκεί γύρω, ο λοχαγός και ο επιλοχίας ένιωσαν έλξη για την Φρίντα, όμως ο Μαρτίν τους επανέφερε.
«Θα χρειαστούμε άλλο ένα εισιτήριο, κύριοι» τους είπε στο τέλος. «Για την Φρίντα».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ, που είχαν προσέξει ότι οι άντρες και (ειδικά) οι γυναίκες κοιτούσαν με περιέργεια την γυναίκα, ένευσαν, χωρίς να φέρουν αντιρρήσεις.
«Σίγουρα, σίγουρα» είπε ο Βολφ. «Πάω να το κανονίσω». Και απομακρύνθηκε.
Τότε ο Ράινχελ τους αποκάλυψε ότι θα τους συνοδεύσει ως το Μπραν. «Πρέπει να έχετε κάποιον από εμάς μαζί σας, για να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα έχετε πρόβλημα με τις Αρχές» εξήγησε.
«Ο Βολφ;»
«Θα γυρίσει στη Βουδαπέστη. Υπάρχει και εκεί πρόβλημα, αν και… αν και πιο συμβατικό από αυτό του Μπραν. Έχουμε και εκεί εχθρούς».
«Σχετίζεται με το Μπραν;» ρώτησε ο Χόπε.
«Κάποιες πτυχές του, ναι».
«Θα το λύσουμε και αυτό, μην ανησυχείς, φίλε» είπε ο Μπόντεμαν. «Από την στιγμή που ήρθαμε εμείς, όλα θα λυθούν. Και στο Μπραν, και στη Βουδαπέστη, και όπου αλλού θέλετε».
«Γιούρις» του είπε ο Χενκ. «Κράτα τον ενθουσιασμό σου για το Μπραν».
«Μα αφού βλέπω τον ψηλό να τυραννιέται, να μην τον παρηγορήσω;»
«Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, Γιούρις» είπε ο Ράινχελ. «Αλλά είμαι καλά».
Ο Γιούρις σήκωσε τα χέρια. «Όπως θες». Γύρισε προς την Φρίντα και άρχισαν να συζητάνε χαμηλόφωνα.
Ο Βολφ επέστρεψε. «Πάμε, μη φύγουν χωρίς εμάς».
«Όπως διατάξετε, λο…» πήγε να πει ο Γιούρις και να χαιρετίσει στρατιωτικά. Πρόσεξε, όμως, ότι οι άλλοι τον κοιτούσαν με σοβαρότητα και κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να πει την ιδιότητα του Αυστριακού. «Ό,τι πείτε, κύριε».
«Μήπως πρέπει να τον φιμώσουμε και να τον δέσουμε;» ρώτησε ο Χενκ τον Μαρτίν, καθώς περπατούσαν.
«Μπα, θα τραβήξουμε πολλή ανεπιθύμητη προσοχή πάνω μας. Ήδη η Φρίντα προκαλεί τους άντρες που περνάνε από κοντά της. Μην πω για τις γυναίκες που την κοιτάνε περίεργα, λόγω του ντυσίματός της».
«Καλά. Μόνο μην πεις ότι δεν το πρότεινα».
Έτσι, ανέβηκαν στο τρένο.

Τάκης Κομνηνός

Συνεχίζεται…

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Στο κείμενο αξιοποιούνται ιστορικά στοιχεία και πραγματικές τοποθεσίες, αλλά αυτό γίνεται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/author/anastkom/
Και εδώ όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/—/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: