,

Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών

Για την Μαίρη ήταν ο Γιώργος. Για την Μαργαρίτα ήταν ο Παναγιώτης. Για την Μαριάννα ήταν ο Κυριάκος. Για εκείνον ήταν ο Κώστας. Τόσα ονόματα, τόσες ταυτότητες… Ναυτικός στο επάγγελμα. Σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας είχε διαφορετικά ονόματα. Να ‘ναι καλά ο φίλος του ο Δημήτρης. Τι δουλειά έκανε αυτός ο Δημήτρης, κανείς δεν ήξερε. Ό,τι και να ζητούσες, το είχες. Ακόμα και 4 διαφορετικές ταυτότητες.

Ο Δημήτρης με τον Κώστα ήταν πολύ καλοί φίλοι. Ή τουλάχιστον καλοί συνεργάτες. Ο Κώστας πλήρωνε καλά και εμπιστευόταν τον Δημήτρη και ο Δημήτρης από την άλλη ήταν αποτελεσματικός και εχέμυθος.

Η αφοσιωμένη στην καριέρα της Μαίρη, έμενε Αθήνα και ήταν παντρεμένη 3 χρόνια με τον Γιώργο. Η ξένοιαστη Μαργαρίτα ήταν 6 χρόνια παντρεμένη στην Κρήτη με τον Παναγιώτη. Η πανέμορφη Μαριάννα ήταν παντρεμένη τον τελευταίο 1 χρόνο με τον Κυριάκο της. Πού να ήξεραν ότι μοιράζονταν τον ίδιο άντρα; Ο Κώστας, τα είχε οργανώσει όλα πολύ ωραία και επιτυχημένα. Έτσι, ξόδευε 1,5 μήνα σε ταξίδι και γυρνούσε εναλλάξ 1,5 μήνα σε διαφορετική γυναίκα κάθε φορά. Συνεπώς, όλες οι γυναίκες του ήξεραν πως λείπει σε ταξίδι 3 μήνες τουλάχιστον και δεν θα μπορεί να επικοινωνήσει.

Τα είχε ξεχωρίσει όλα τέλεια. Ξεχωριστά κινητά, ξεχωριστά πορτοφόλια με την εκάστοτε ταυτότητα και ξεχωριστή φωτογραφία από κάθε γάμο. Κάπως έτσι είχε καταφέρει να παίξει τον σωστό και τίμιο σύζυγο.

Ο Κώστας ήθελε να ζει την ζωή του ελεύθερος, αλλά σιχαινόταν την μοναξιά. Η ιδανική λύση για αυτόν ήταν να έχει μια γυναίκα δίπλα του, αλλά όχι συνέχεια. Για αυτό επέλεξε την δουλειά του ναυτικού. Είχε την ελευθερία να ζει την ζωή του όπως θέλει, αλλά πάντα θα γυρνούσε σε μια ζεστή αγκαλιά. Είχε τόσες διαφορετικές ζωές και είχε καταφέρει να τις ισορροπήσει τέλεια! Τα είχε όλα τόσο περιποιημένα και τέλεια οργανωμένα, που θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι όλη αυτή η απάτη του άρεσε. Ήταν απατεώνας και του άρεσε!

Η ερώτηση του αιώνα ήταν γιατί επέλεξε αυτή την απάτη και όχι κάποια άλλη. Και μετά από χρόνια, την ερώτηση την έθεσε ο Δημήτρης, όταν βρέθηκαν μια φορά για καφέ ώστε να τον βοηθήσει με την τρίτη ταυτότητά του για να παντρευτεί την Μαριάννα.

– Και δεν μου λες ρε συ Κώστα… έχεις μπει σε τόσο κόπο και έξοδα να κρατήσεις τρεις γάμους. Θα μπορούσες να έχεις μια γυναίκα και να περιφέρεσαι σε άλλες πόλεις να ζεις την ζωή σου, να ταξιδεύεις μόνος σου. Τι στο καλό σε έπιασε και έγινες απατεώνας απλά για να παντρευτείς; Τόσες κομπίνες και βρήκες την χειρότερη!
– Κοίτα Δημήτρη, είμαι ναυτικός. Μου αρέσει η περιπέτεια και καλά και τα ταξίδια, δεν λέω, αλλά πάντα θέλω να έχω ένα λιμάνι δίπλα μου. Δεν θέλω όμως το ίδιο λιμάνι μια ζωή. Και όλη αυτή η απάτη και η περιπέτεια για να την κρατήσω, με ενθουσιάζει. Με φτιάχνει!

Ήταν άνοιξη και ο Κώστας ετοιμαζόταν για ένα καινούριο ταξίδι. Θα έλειπε δυο μήνες περίπου στην Ισπανία και δεν θα μπορούσε να έχει τρόπο επικοινωνίας. Τότε ήταν η σειρά της Μαριάννας στη Χίο να τον αποχαιρετήσει. Λίγες μέρες πριν φύγει ο Κώστας, η μαμά της Μαριάννας αρρωσταίνει. Η Μαριάννα ενημερώνει τον Κώστα ότι έχουν έναν γνωστό γιατρό στην Αθήνα που δουλεύει στο Τζάνειο και θα την πάνε εκεί να την δει. Φυσικά, θα ανέβει και η Μαριάννα μαζί, ώστε να την προσέχει. Ο Κώστας νιώθει το αίμα του να παγώνει, τα κύτταρα του εγκεφάλου του πακετάρουν την βαλίτσα τους και εγκαταλείπουν ένα-ένα την μάχη χορεύοντας τον χορό του Ζαλόγγου. Στο Τζάνειο ήταν γιατρός η Μαίρη, η γυναίκα του Κώστα στην Αθήνα. Το πρόσωπο του κοκκίνιζε σιγά σιγά σαν καβούρι που σιγοβράζει στην κατσαρόλα.

– Καλό είναι να μην πας και εσύ μαζί. Ξέρεις, είσαι και ευαίσθητη. Αν δεν είναι καλά τα νέα, καλό είναι να είναι ο πατέρας σου εκεί, παρά εσύ.
– Τι λες Κυριάκο μου; του απαντάει η Μαριάννα. Ο πατέρας μου είναι 80 χρονών! Εντάξει, είπαμε, κρατιέται καλά, αλλά δεν μπορεί να είναι στο πόδι όλη την ώρα στο νοσοκομείο!

Τι Κυριάκο λες και εσύ τώρα κυρά μου, εδώ ο άνθρωπος έχει ξεχάσει και το αληθινό του όνομα! Όσο περνούσε η ώρα και συνειδητοποιούσε πως ήταν αναπόφευκτο αυτό το ταξίδι, άρχισε να εξερευνεί στο μυαλό του πιθανές λύσεις.

«Να γίνω αόρατος σούπερ ήρωας δεν προλαβαίνω, να την κάνω καλά την γριά δεν μπορώ, να ακυρώσω το ταξίδι δεν μπορώ, να ζητήσω από την Μαίρη να μην πάει λίγες μέρες στην δουλειά, εννοείται δεν μπορώ. Αυτή έχει να πάρει άδεια από τότε που παντρευτήκαμε. Τι μπορώ να κάνω; Μπορώ να πάω να πνιγώ! Αλλά πες ότι πνίγομαι, τι όνομα θα γράψουν στο τάφο; Κώστας; Κυριάκος; Γιώργος; Παναγιώτης; Και πού θα θαφτώ; Ποια θα είναι η χήρα μου; Πώς έγινε τώρα αυτό; Να της βρω καλό γιατρό αλλού; Μπορώ να ρωτήσω τον Δημήτρη αν ξέρει κάποιον… Αλλά για να ξέρει τον Δημήτρη, ποιος ξέρει τι γιατρός θα είναι και αυτός; Τι να κάνω ρε γαμώτο; Να βάλω έναν αόρατο τοίχο να τις χωρίζει μην πέσουν μούρη με μούρη; Αυτό είναι! Πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν το τζιμάνι; Θα βάλω τον αόρατο τοίχο “Δημήτρη”, να φροντίσει να μην βρεθούν ποτέ και να μην ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα!»

– Έλα Δημήτρη, ο Κώστας είμαι. Σου έχω δουλειά. Επείγουσα και σοβαρή!

Λίγες μέρες μετά, ο Κώστας φεύγει για το ταξίδι του, μην γνωρίζοντας τι θα βρει πίσω του όταν γυρίσει. Είχε πει στον Δημήτρη να τον ενημερώσει αμέσως μόλις τελειώσει το ταξίδι για να ηρεμήσει.

Μια βασανιστική εβδομάδα μετά, ο Κώστας δέχεται κλήση από τον Δημήτρη.

– Έλα ρε άνθρωπε και κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα εδώ και μια εβδομάδα! Λέγε! Τι έγινε;
– Όλα καλά, μην αγχώνεσαι. Την γνώρισα την Μαριάννα από την φωτογραφία και έμεινα μαζί της σχεδόν όλη μέρα μέχρι να πάρει εξιτήριο η μάνα της. Είπα ότι είχα την μάνα μου στο παθολογικό και ερχόμουν κάποιες ώρες μέσα στην ημέρα να μιλήσω με τους γιατρούς και να την δω. Η μάνα της στο καρδιολογικό ήταν, να ξέρεις. Καμία σχέση με την δικιά σου την γυναίκα.
– Πάλι καλά η δικιά μου είναι στο ορθοπεδικό. Νομίζω. Δεν είμαι και σίγουρος.
– Χα, καλός είσαι και του λόγου σου! Ούτε πού δουλεύει η γυναίκα σου δεν ξέρεις! Αλλά δικαιολογείσαι, τις έχεις και τρεις ανάθεμά σε!
– Ευχαριστώ Δημήτρη. Μόλις έρθω Αθήνα θα βρεθούμε να σε κεράσω. Όπου θες!

Το ταξίδι τελείωσε και ο Κώστας γύρισε Κρήτη, καθώς ήταν η σειρά της κρητικιάς γυναίκας του να τον χαρεί λίγο. Τελειώνοντας την βάρδια, ως τέλειος σύζυγος, παίρνει τα μπογαλάκια του και πάει Αθήνα στην Μαίρη, καθώς ήταν η σειρά της.

Η Μαίρη ξόδευε πολύ χρόνο στο νοσοκομείο. Επείγοντα, διπλές βάρδιες, προσπαθούσε να ανοίξει και δικό της ιατρείο, οπότε το γεγονός ότι ο Κώστας ή ο Γιώργος για εκείνη, έλειπε σε ταξίδια, την βόλευε.

Πρώτη δουλειά του Κώστα μόλις έφτασε Αθήνα, είναι να βγει με τον Δημήτρη να τον κεράσει και να τα πούνε όπως είχανε συμφωνήσει.
– Πάλι καλά που είχα και εσένα Δημήτρη, γιατί θα είχαν βρεθεί σε καμία καφετέρια στο νοσοκομείο ή και πουθενά αλλού. Δεν είναι να το ρισκάρεις.
– Ναι, σχετικά με αυτό… Άκου Κώστα, εγώ θα σταματήσω την δουλειά. Γνώρισα μια κοπέλα και θα την σταματήσω την δουλειά αυτήν. Δεν μένει στην Αθήνα, οπότε θα φύγω και από εδώ. Άρα πρέπει να βρεις άλλον αντί για μένα…
– Τι λες ρε Δημήτρη τώρα; Πώς έκατσε αυτό έτσι ξαφνικά;
– Έτσι ξαφνικά δεν γίνονται αυτά; Υπάρχει βέβαια ένα μικρό εμπόδιο που πρέπει να βγάλω από την μέση, αλλά μετά την έκανα. Φεύγω και αφήνω πίσω μου συντρίμμια.
– Συντρίμμια και δεν λες τίποτα. Και δεν μου λες, πώς την λένε την αιτία που θα χάσω τον κομπιναδόρο μου;
– Πρώτον, ο κομπιναδόρος είσαι εσύ, εγώ απλά σε βοηθάω. Δεύτερον, ξέρεις ότι εγώ δεν μοιράζομαι τέτοιες λεπτομέρειες…

Συνέχισαν το φαγητό τους μέχρι που χωρίστηκαν και πήγαν σπίτι τους. Ο Κώστας φτάνοντας σπίτι ήταν αγχωμένος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, να φάει, ούτε να χαλαρώσει στον καναπέ του. Πώς θα τα έβγαζε πέρα τώρα που ο Δημήτρης θα έφευγε; Αν γίνει πάλι κάτι όπως αυτό που έγινε με την Μαριάννα, τι θα κάνει; Θα την δέσει στο σπίτι στην Χίο να μην μπορεί να φύγει;

Το επόμενο πρωί δέχεται μήνυμα από την Μαριάννα στο κινητό που είχε για εκείνη.
«Κυριάκο μου, θα χρειαστεί να λείψω Θεσσαλονίκη για πέντε ημέρες περίπου με την μαμά. Ελπίζω να μην γυρίσεις Χίο έως τότε. Όταν πιάσεις λιμάνι και μπορέσεις να μιλήσεις στο τηλέφωνο, κάλεσέ με»
«Έχω καμία στη Θεσσαλονίκη;» ήταν η πρώτη σκέψη του Κώστα. Η Μαίρη του είχε ανακοινώσει τελευταία στιγμή πως θα έφευγε αύριο το πρωί και θα γυρνούσε μεθαύριο στο σπίτι γιατί είχε διπλές βάρδιες στο νοσοκομείο. Αυτό θα του έδινε τον χρόνο να κάτσει να οργανώσει τις κινήσεις του και την ζωή του, να δει πώς θα τα βγάλει πέρα χωρίς τον Δημήτρη.

Την επόμενη μέρα το πρωί, χτυπάει το κουδούνι από το σπίτι του Κώστα.
– Ο κύριος Παπασαρίδης Κώστας;
Ο Κώστας βλέπει δυο αστυνομικούς δυο μέτρα οπλισμένους. Πώς τον βρήκαν εδώ; Και τώρα τι τους λέει; Ναι, εγώ είμαι; Αφού υποτίθεται ότι είναι ο Γιώργος Πανουσιάδης εδώ στην Αθήνα.
– Όχι λάθος κάνετε. Πανουσιάδης Γεώργιος ονομάζομαι. Δεν τον ξέρω τον κύριο που λέτε.

Με αυτήν του την κουβέντα, ο Κώστας κάνει να κλείσει την πόρτα και ο ένας αστυνομικός βάζει το χέρι του απότομα πάνω στην πόρτα και την σπρώχνει προς τα πίσω με δύναμη. Η πόρτα ανοίγει τελείως και ο Κώστας σοκάρεται.
– Νομίζω ξέρουμε και οι δυο κύριε Παπασαρίδη ότι δεν υπάρχει ο Γιώργος Πανουσιάδης ή ο Παναγιώτης Μουρδούνιας στην Κρήτη, ούτε ο Κυριάκος Παντζής στην Χίο. Συλλαμβάνεστε κύριε Παπασαρίδη για το έγκλημα της δόλιας προσποίησης γάμου.
– Δόλια… τι; Τι λέτε ρε παιδιά; Αφήστε με να φύγω. Λάθος κάνετε.
– Αφού μπαίνεις στον κόπο να διαπράξεις το έγκλημα, μάθε τουλάχιστον και ποιο είναι. Όποιος εσκεµµένα και µε δόλο προκαλεί σε γυναίκα που δεν είναι παντρεµένη µαζί του την πίστη, ότι αυτή είναι νόµιµα παντρεµένη µαζί του και υπό το κράτος τέτοιας πίστης να συζεί ή να έρχεται σε συνουσία µαζί του, είναι ένοχος κακουργήµατος της δόλιας προσποίησης γάμους και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
Ο ένας αστυνομικός του περνάει χειροπέδες, ενώ ο άλλος τον κρατούσε και γελούσε.
– Τριάντα χρόνια αστυνομικός, δεν έχω δει τέτοια κομπίνα ρε αδερφέ! Εμείς εδώ μια γυναίκα έχουμε και τα βγάζουμε πέρα με το ζόρι. Εσύ ήθελες και τρεις;

Όσο οι αστυνομικοί του εξηγούσαν τα δικαιώματά του, εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι στο καλό συνέβη και τον συλλαμβάνουν Τετάρτη πρωί με τις πιζάμες και τις παντόφλες. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας, βλέπει την Μαργαρίτα από την Κρήτη, την Μαίρη που υποτίθεται δούλευε διπλές βάρδιες και τελευταία και καλύτερη την Μαριάννα, που υποτίθεται δεν ήταν Χίο, αλλά Θεσσαλονίκη! Μα τον Δία και τις χίλιες ερωμένες του! Ο Δημήτρης. Η Μαριάννα. Ο Δημήτρης και η Μαριάννα. Κρατιούνται χέρι-χέρι;

– Τι σκατά συμβαίνει εδώ; Δημήτρη εσύ μίλησες; Γιατί ρε μαλάκα; Τι ψέματα είπες; Μαζί τα κάναμε όλα. Ήταν συνεργός μου! Πιάστε τον! Έχω αποδείξεις. Τι πας να μου φας την γυναίκα ρε κερατά;
– Κυριάκο μου, ή μάλλον Κώστα μου, εσύ είσαι ο κερατάς! είπε η Μαριάννα.
Ο Δημήτρης ψιθυρίζει στον Κώστα «Νόμιζες θα σου έδινα ποτέ το πραγματικό μου όνομα; Σου είπα είχα ένα μικρό εμπόδιο να βγάλω από την μέση. Φιλική συμβουλή, εκεί που θα πας, μην σκύψεις αν πέσει το σαπούνι»

Ο Κώστας φυλακίσθηκε με την μέγιστη ποινή δέκα ετών. Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Μαριάννα αφού ο γάμος της ήταν άκυρος έτσι και αλλιώς. Ο γάμος της Μαίρης ακυρώθηκε επίσης και η Μαργαρίτα, που ήταν η πρώτη σύζυγός του, δεν χρειάστηκε να κάνει αίτηση διαζυγίου, αφού ο γαμπρός ήταν μια ψεύτικη ταυτότητα. Ο Κώστας ποτέ δεν έμαθε πώς έφτασε μέχρι εκεί η ιστορία του. Ο Κώστας δεν έμαθε ποτέ πώς από εκείνη την μέρα στο νοσοκομείο η Μαριάννα έκανε σχέση με τον Δημήτρη ή πιο συγκεκριμένα με τον Αριστείδη, που ήταν το πραγματικό του όνομα. Της τα είπε όλα και έτσι όταν ήταν όλα έτοιμα για την νέα ζωή τους στην Χίο, ταξίδεψαν Κρήτη και μετά Αθήνα ώστε να πουν την αλήθεια στις άλλες δυο γυναίκες του Κώστα. Έτσι, πήγαν όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα για να τον καταγγείλουν με την ύψιστη ευχαρίστηση και λύτρωση. Ωστόσο η πίκρα ότι έδωσαν έστω και μια ώρα από την ζωή τους στον άνθρωπο αυτό, υπερίσχυε. Ευτυχώς, η δικαίωση όταν τον είδαν να μπαίνει στο περιπολικό με τις πιζάμες και τις παντόφλες ουρλιάζοντας, ήταν αρκετή για να γλυκάνει αυτή την πίκρα.

Κάπου εδώ η συγγραφέας τελειώνει με το έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Αλλά δυστυχώς, η συγγραφέας αποφάσισε ο Κώστας να μην ζήσει ούτε καλά ούτε καλύτερα.

Αλεξάνδρα Καραφώτη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading