,

Ο γιος μου… ωθ τον ουλανό!

Όμορφη νύχτα κι ετούτη. Μόλις ξύπνησα. Έβρεχε ασταμάτητα. Πόσο μου αρέσει αυτός ο ήχος. Έριχνε όμως και κάτι αστραπές. Ο γιός μου, ο Μιχαλάκης μου, ήρθε και κούρνιασε στο πλευρό μου. Να κι ένας λόγος να μου αρέσουν ακόμα και τα μπουμπουνητά! Τον αγκάλιασα. Τον φίλησα στο μέτωπο. Μού ζουληξε τα μάγουλα. Με φίλησε στη μύτη. Μύριζε παιδί. Μυρίζει παιδί.

Ο Στέλιος σηκώθηκε και μπήκε κατευθείαν στο μπάνιο. Με γρήγορες κινήσεις ετοιμάστηκε και πέρασε αμέσως στην κουζίνα. Φώναξε στον Μιχαλάκη να σηκωθεί. Είχαν αργήσει. Του είχε υποσχεθεί, απο μέρες, ότι εκείνο το Σάββατο θα τον πήγαινε στις αγαπημένες του κούνιες. Πόσο του άρεσε να τον κουνάει. Να τον κουνάει ψηλά. «Πιο πθηλά, μπαμπά. Ωθ τον ουλανόόό!» σα να τον άκουσε μια στιγμή, να φωνάζει μεσ’τα γέλια.

Έπειτα απλώθηκε ησυχία στον χώρο. Τού φάνηκε παράξενο. Αφουγκράστηκε. Τίποτα! «Ακόμα να σηκωθεί;» αναρωτήθηκε τότε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα να κοιτάξει. Πουθενά ο Μιχαλάκης. Στην τουαλέτα, επίσης. Θορυβήθηκε ο Στέλιος. «Μιχαλάκη; Μιχαλάκη πού είσαι αγόρι μου;» σχεδόν ούρλιαξε.

Τότε άκουσε ήχους απο την κουζίνα. Έτρεξε έντρομος. Ο μονάκριβος του γιος προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί απο τη χάρτινη σακούλα. Κοίταξε τον πατέρα του και τού χαμογέλασε μειλίχια. Ξεφύσησε. Το μέτωπο του είχε ιδρώσει. Πήρε δυό ανάσες για να ηρεμήσει. Έπειτα του χαμογέλασε κι εκείνος και ξεκίνησε να φτιάχνει το πρωινό. Δεν το μάλωνε το μικρούλι του. Ήταν ιδιαίτερο παιδί. Είχαν ιδιαίτερη σχέση. «Φρυγανισμένες φετούλες με μέλι, έχει σήμερα το μενού!» τού ανακοίνωσε με τόνο φωνής, σα να ανακοίνωνε τους νικητές ενός διαγωνισμού. Ξετρελαινόταν ο Μιχαλάκης του για «φετούες με μέι». Πόσο του άρεσε να τον βλέπει να μαζεύει, με τα μικροσκοπικά του δαχτυλάκια, ένα – ένα τα ψυχούλα και να τα βάζει στο στόμα του.

Βρισκόμαστε στο λεωφορείο. Κρατώ τον Μιχαλάκη στην αγκαλιά μου και μόλις βρω ένα κάθισμα κενό τον αποθέτω. Δε θέλω να πιάνει όπου βρει. Αυτοί οι δημόσιοι χώροι είναι γεμάτοι μικρόβια. Ο γιός μου θέλει να κάθεται δίπλα στο παράθυρο. Πόσο του αρέσει να παρατηρεί το τοπίο που τρέχει πλάι μας. Δεν τον ενοχλώ ποτέ. Μόνο του χαϊδεύω τα ξανθά του μαλλιά και πότε πότε σκύβω και τα φιλώ.

«Το εισιτήριο σας παρακαλώ» άκουσε μια φωνή πλάι του. Ήταν ο ελεγκτής. Εκείνος του τα έδωσε αμέσως. Ο υπάλληλος των αστικών γραμμών σουφρωσε τα φρύδια του. «Γιατί μού δίνετε δύο εισιτήρια;» τον ρώτησε με απορία. Σαστησε με αυτή την ερώτηση του, ο Στέλιος. «Μα, ένα εγώ κι ένα ο γιος μου. Δε τον βλέπετε;» αποκρίθηκε τότε με ένταση, εμφανώς ενοχλημένος. Ο ελεγκτής κοντοστάθηκε δυό στιγμές κι έπειτα του χαμογέλασε μετρημένα. «Μα και βέβαια κύριε μου. Ζητώ συγγνώμη. Πόσο χρονών είναι;»

«Πέντε».

«Να ξέρετε ότι δεν χρειάζεται να ακυρώνετε εισιτήριο και για το παιδάκι, λόγω ηλικίας. Αυτό εννοούσα.» του εξήγησε τότε. Ο Στέλιος έγνεψε καταφατικά.

Μέχρι να φτάσουμε στις κούνιες έπρεπε να σταματήσουμε σε, τουλάχιστον, είκοσι στάσεις. Μεγάλη διαδρομή. Δυστυχώς όμως, γίνεται ατελείωτη όταν έχεις εκείνες τις ξεδιάντροπες γριές να σε κοιτάζουν επίμονα. Πότε εμένα, πότε τον Μιχαλάκη μου. Πραγματικά προσπαθώ πολύ για να μη χάσω την υπομονή μου αλλά και αυτή η ρημάδα η αγένεια έχει τα όρια της.

Ο Στέλιος στράφηκε τότε προς την ηλικιωμένη, η οποία τον κοιτούσε από το περιστατικό με τον ελεγκτή. Μάλιστα του φάνηκε να κουνάει το κεφάλι της αποδοκιμαστικά, ενώ κοιτούσε τον Μιχαλάκη. Τότε ήταν που θύμωσε δίχως προηγούμενο. «Τι θες μωρή παλιόγρια; Σε ενόχλησε ο γιος μου;» ούρλιαξε ο Στέλιος, ενώ ένα μούδιασμα απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος του. Η ηλικιωμένη γυναίκα απέστρεψε αμέσως το βλέμμα της και κάρφωσε τον νεαρό, που στεκόταν μπροστά της, σα να του ζητούσε νοερά βοήθεια. Ο Στέλιος πέρασε το βλέμμα του από τους λιγοστούς επιβάτες προς αναζήτηση υποστηρικτών. Όμως όλοι απέστρεφαν τη ματιά τους τάχα ότι δεν είχαν αντιληφθεί το περιστατικό.

Και να’μαστε στις αγαπημένες κούνιες του γιου μου. Ερχόμασταν σχεδόν καθημερινά, όταν ζούσαμε σε αυτή την περιοχή. Το παλιό μας σπίτι ήταν μόλις πέντε λεπτά απο’δω. Ο Μιχαλάκης μου, μού δείχνει την κούνια ενθουσιασμένος και δίνει μια σπρωξιά προς εκείνη την κατεύθυνση. «Βρε σιγά, θα πέσεις απ’τα χέρια μου” Πάντα το ίδιο πράγμα κάνει. Τον έχω μάθει πλέον τον μικρό μου σαματά.

Ο Στέλιος περπάτησε προς την κούνια, που του υπέδειξε ο Μιχαλάκης έχοντας το χεράκι του προτεταμένο. Ένιωσε τα βλέμματα να συγκεντρώνονται ξανά πάνω του. «Άντε πάλι όλοι οι αγενείς» ψέλλισε, προσπαθώντας να μη δημιουργήσει λόγο για έναν ακόμα καβγά. Η διασκέδαση του γιου του προείχε.

Τον τοποθέητσε πάνω στο αιωρούμενο καρεκλάκι, γεμάτο με αφιερώσεις και υποσχέσεις μιας ζωής. Κατέβασε την αλυσίδα ασφαλείας. Έπειτα έβαλε τα χεράκια του πάνω της και έκλεισε τα δαχτυλάκια του, με τις χούφτες του. «Να κρατάς καλά την αλυσίδα. Εντάξει;» Ο μικρός του χάρισε ένα χαμόγελο κατάφασης. Τα ξανθά του μαλλιά έλαμψαν στην αντανάκλαση του ήλιου. Έσκυψε και τα φίλησε.

Η διασκέδαση ξεκινά. «Πιο πθηλά μπαμπά! Πιο πθηλά. Ωθ τον ουλαρόοο…!» φωνάζει ο Μιχαλάκης που το διασκεδάζει με την καρδιά του. Ο χαρούμενος πατέρας τον ρωτά συνεχώς αν θέλει κι άλλο. «Πιο πθηλά μπαμπά! Πιο πθηλά. Ωθ τον ουλανόοο…!»

«Υπάρχει άραγε πιο γλυκιά στιγμή;» αναρωτιέται ο Στέλιος. «Μα και βέβαια υπάρχει. Το πρωινό του φιλί. Τα ψίχουλα που μαζεύει με τα δαχτυλάκια του. Το κούρνιασμα του όταν μπουμπουνίζει» Πόσο το διασκεδάζουν οι δυό τους. «Πόσο αγαπάς τον μπαμπά;» μα πριν προλάβει να δεχτεί την πιο όμορφη κουβέντα του κόσμου, νιώθει παρουσία απο πίσω του.

Κι εκεί που διασκεδάζουμε, να σου ένας ενοχλητικός, να με παρατηρεί απο την κορυφή ως τα νύχια. «Δεν θέλω να σας ενοχλήσω κύριε αλλά…» Πραγματικά ξεχείλησα απο θυμό. «Τι “αλλά” ρε; Με ενοχλείς και μάλιστα πολύ» Κοίτα να δεις που μαζεύονται κι άλλοι ενοχλητικοί γύρω μου. «Πιο πθηλά μπαμπά! Πιο πθηλά. Ωθ τον ουλανόοο!“ φωνάζει ο γιος μου και αυτοί δε μάς αφήνουν να χαρούμε τη στιγμή. «Φίλε, καλύτερα να φύγεις απο τις κούνιες. Τρομάζεις τα παιδιά μας» μου λέει ένας μαλάκας απ’την ομήγυρη και είναι ικανή η κουβέντα αυτή να με βγάλει εκτός εαυτού.

«Γιατί; Γιατί επιτέλους;» φωνάζει φώναξε ο Στέλιος σε αλώφρονα, πια, κατάσταση. «Ο δικός μου γιος σας ενόχλησε τώρα. Επειδή είναι ιδιαίτερος;»

«Πιο πθηλά μπαμπά! Πιο πθηλά. Ωθ τον ουλανόοο!»

«Ορίστε, τον ακούτε;» τους ρώτησε, δείχνοντας τους την κούνια που αιωρείται. Όλοι εμειναν σιωπηλοί. Τότε ξεπρόβαλλαν, απ’το πλήθος, δύο ψηλοί άντρες, ακολοθυθούμενοι απο μια γυναίκα και οι τρεις με την ίδια λευκή ενδυμασία. Σύγκορμος έμεινε ο Στέλιος. Στράφηκε προς την κούνια. Διαπίστωσε πως ήταν κενή. «Μα πού πήγε ο Μιχαλάκης μου;» αναρρωτήθηκε

Είναι καλό παιδί ο γιος μου. Ιδιαίτερο. Κάθε πρωί μού ζουλάει τα μάγουλα και μού φιλάει τη μύτη. Μαζεύει, με τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια του, τα ψίχουλα και τα βάζει στο στόμα του. Όταν μπουμπουνίζει κουρνιάζει στο πλευρό μου.

Περίεργο αυτό το δωμάτιο. Άδειο. Δε με ενοχλεί τίποτα, όμως, όσο είναι δίπλα μου αυτός… ο γιος μου.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading