,

Ψέματα και αστέρια

Η Μαρία καθόταν στην ξύλινη πολυθρόνα του σκηνοθέτη με το εκρού ύφασμα στην βεράντα του σπιτιού της, κρατώντας στην αγκαλιά την μικρή της κόρη.
Ήταν καλοκαίρι και αν και ήταν αργά το βράδυ εξακολουθούσε να κάνει ζέστη.Η μυρωδιά από το γιασεμί και την κόκκινη μπουκαμβίλια είχε πλημμυρίσει όλον τον τόπο. Τα δύο κορίτσια απολάμβαναν την θέα προς την θάλασσα κοιτώντας τα αστέρια. Είχε άπνοια απόψε και φαινόντουσαν τόσο καθαρά και κοντά στην γη, που όταν τα κοιτούσε κανείς θα νόμιζε ότι αν απλώσει το χέρι του θα τα έκλεινε μέσα στην χούφτα του.

Η Δήμητρα, η κόρη της, ήταν μόλις πέντε χρόνων και σε λίγους μήνες θα πήγαινε νηπιαγωγείο.
Η Μαρία ήταν για την μικρή και μάνα και πατέρας, αφού εκείνος είχε επιλέξει να την εγκαταλείψει όταν του είχε ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της.
Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος και ο Τάσος, μουσικός και αυτός, ήταν ένας από αυτούς.

Έτσι η Μαρία πήρε την μεγάλη απόφαση να φύγει από την Αθήνα και να επιστρέψει στο νησί της, την Νάξο, για να δώσει στο παιδί της μια καλύτερη ποιότητα ζωής .
Είχε ευτυχώς το σπίτι που της είχε αφήσει η γιαγιά της, της οποίας είχε και το όνομα, οπότε υπήρχε μια βάση για να ξεκινήσει την καινούρια της ζωή.

Η Μαρία ήταν καθηγήτρια πιάνου και ευτυχώς είχε βρει μια θέση στο ωδείο του νησιού. Για τους περισσότερους αυτή η δουλειά δεν ήταν και πολύ σπουδαία, αλλά για την ίδια ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να της είχε συμβεί, γιατί αυτό που επιδίωκε ήταν ένα ήσυχο περιβάλλον για το παιδί της.

Στην παρέα ήρθε και προστέθηκε και μια γάτα, η Περσεφόνη. Έτσι ήθελε να την ονομάσει η Δημητρούλα, γιατί της άρεσε πολύ η μυθολογία και κυρίως η ιστορία της θεάς Δήμητρας με τη κόρη της. Η γατούλα με το γκρι και λευκό τρίχωμα ήταν πια μεγάλη και το μόνο που την ευχαριστούσε ήταν να κάθεται στα πόδια της μικρής και να κοιμάται.
Έτσι ήταν μια ολοκληρωμένη οικογένεια χωρίς όμως την παρουσία ενός πατέρα.

Η Δήμητρα ήταν εκτός από όμορφη – και ποιο παιδί δεν είναι όμορφο – και πανέξυπνη. Τα τεράστια γαλάζια μάτια της, ίδιο χρώμα με αυτό της θάλασσας της Νάξου, θύμιζε πολύ τον Τάσο.

Στην πραγματικότητα ήταν ίδιος ο πατέρας της.
Της άρεσε να ρωτάει και να παίρνει απαντήσεις και τα μάτια της έλαμπαν όταν μάθαινε κάτι που την ενδιέφερε.
Ήδη γνώριζε πολλούς από τους αρχαίους μύθους όπως του Ηρακλή με τους δώδεκα άθλους, του Προμηθέα, της πριγκίπισσας που έγινε αμυγδαλιά, που ήταν και ο αγαπημένος της.
Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια η Μαρία και η Δήμητρα περνούσαν ατελείωτες ώρες στην θάλασσα και ειδικά σε αυτό το νησί ποια παραλία να πρωτοδιαλέξει κανείς και σε ποια γαλανά νερά να αντισταθεί;

Η μικρή έβλεπε άλλους μπαμπάδες με τα παιδιά τους να παίζουν στην άμμο.
– Εμένα μαμά ποτέ θα έρθει ο μπαμπάς;
Ρωτούσε πάλι η μικρή.
Είχε ξανακάνει την ίδια ερώτηση πριν καιρό και η Μαρία είχε προσπαθήσει να αποφύγει την απάντηση.
-Γιατί εγώ δεν έχω μπαμπά;
– Γιατί μικρή μου ο πατέρας σου λείπει μακριά.
– Γιατί είναι μακριά από μας;
– Γιατί η δουλειά του είναι πολύ δύσκολη και απαιτητική και πρέπει να είναι εκεί συνέχεια.
– Και πού δουλεύει ο μπαμπάς;
– Κοίτα αγάπη μου, ο πατέρας σου κάνει μια πολύ σπουδαία δουλειά που δεν την κάνει κανείς άλλος. Βλέπεις αυτά τα αστέρια στον ουρανό; Ε, ο πατέρας σου δουλεύει σε ένα μεγάλο γραφείο με τεράστια παράθυρα μακριά από το νησί μας, σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη ήπειρο που λέγεται Αμερική. Εκεί αυτό που πρέπει να κάνει είναι να παρατηρεί τον ουρανό με ένα τεράστιο μηχάνημα που λέγεται τηλεσκόπιο και κρατάει σημειώσεις σε ένα τετράδιο.
– Τι γράφει δηλαδή;
– Κοίτα, αν ένα αστέρι λάμπει περισσότερο ή λιγότερο για παράδειγμα. Ή αν έρχεται το φεγγάρι πιο κοντά στην γη και άλλα πολλά. Πολλές φορές τα ζωγραφίζει κιόλας, γιατί του αρέσει να χρησιμοποιεί χρώματα και πινέλα και να τα αποτυπώνει σε ένα χαρτί.
– Αααα, όπως κι εγώ στο σχολείο όταν μας βάζει η δασκάλα να ζωγραφίσουμε το σπίτι μας και την οικογένεια μας!
– Ακριβώς μικρή μου, συμφώνησε η μητέρα.
– Δηλαδή ο μπαμπάς δεν είναι μαζί μας γιατί δεν με αγαπάει;
Η Μαρία μετά βίας της έδωσε την κατάλληλη απάντηση.
– Όχι αγάπη μου, ίσα ίσα ο μπαμπάς σε λατρεύει.Μα πώς μπορεί να μην σε αγαπάει; Αφού είσαι τόσο αξιαγάπητη, τόσο γλυκιά και καλή!

Η μικρή κούνησε το κεφάλι της, έκλεισε για πολύ λίγο τα μάτια της και αμέσως τα άνοιξε και κοίταξε τον ουρανό.
Χαιρέτησε με το δεξί της χέρι τα αστέρια, έστειλε ένα φιλάκι μήπως το δει και ο πατέρας και κούρνιασε στην αγκαλιά της μητέρας.

Η Μαρία μετά βίας συγκράτησε τα δάκρυά της.
Τι να πει στο παιδί; Δεν ήταν έτοιμη να το αντιμετωπίσει όλο αυτό.

Οι αγωνίες της μικρής ήταν και δικές της και σε κάποια στιγμή θα έπρεπε να της πει την αλήθεια, που δεν θα αργούσε να έρθει.

Η επόμενη μέρα ξεκίνησε καλά, η Δημητρούλα δεν ήθελε να πάει για μπάνιο το πρωί και προτίμησε να καθίσει στο δωμάτιό της να παίξει με την γάτα.
Η Περσεφόνη όμως καθόταν σε μια γωνιά του δωματίου χωρίς να έχει όρεξη για παιχνίδια. Είχε να φάει μέρες αλλά δεν το είχε προσέξει καμιά τους.
‌Δεν πειράζει, σκέφτηκε η μικρή, θα ζωγραφίσω λίγο , όταν έρθει ο μπαμπάς να έχω να του δείξω πολλά και ωραία πράγματα.
Και άρχισε να ζωγραφίζει την γάτα που καθόταν στην γωνία.

Είχε ταλέντο η μικρή και με τα χρώματα τα πήγαινε καλά.

Το απόγευμα η Μαρία πήρε το κορίτσι και πήγαν για μπάνιο. Πέρασαν ένα υπέροχο απόγευμα, κολυμπώντας και φτιάχνοντας κάστρα στην άμμο. Μάλιστα η Μαρία είχε φροντίσει να έχει και φαγητό μαζί της γιατί η θάλασσα όπως είναι γνωστό ανοίγει στα παιδιά την όρεξη.
Κατά τις εξίμιση πήραν τον δρόμο του γυρισμού και περνώντας από το σπίτι του Γιωργάκη, ενός μικρού που έμενε σε μια μονοκατοικία λίγο πριν το σπίτι της Μαρίας, η μικρή άρχισε να φωνάζει το όνομά του.
Το ξανθό αγόρι βγήκε στον δρόμο, το ίδιο και η μητέρα του, η Μαρία άφησε για λίγο την μικρή να παίξει και εκείνη πήγε στο σπίτι να κάνει καμία δουλειά .
Όλα καλά μέχρι εδώ, όταν όμως μπήκε στο σπίτι η γατούλα δεν ήρθε να τριφτεί στα πόδια της.
Ανησύχησε και αμέσως άρχισε να την ψάχνει. Έψαξε σε όλο το σπίτι, στο δωμάτιο της μικρής, στην κουζίνα, παντού. Η γάτα είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, η καημένη είχε πάει κάτω από την σκάλα και εκεί κοιμήθηκε και δεν ξανάνοιξε τα μάτια της.

Η Μαρία σοκαρισμένη πήρε το ζώο και γρήγορα γρήγορα το έθαψε στο διπλανό χωράφι, να μην αντιληφθεί η μικρή τον ξαφνικό χαμό της.
Καθυστερημένα βέβαια πήρε την κόρη της από τον φίλο της και αφού έπιασε το χέρι της σφιχτά της είπε με την πιο γλυκιά φωνή της .
– Άκου μικρή μου, ξέρεις πόσο σε αγαπά η μαμά. Θέλω να θυμάσαι αυτό το χέρι που κρατάει σφιχτά το δικό σου όταν θα αισθάνεσαι μόνη. Θα είμαι κοντά σου και θα σε κρατάω πάντα ακόμη και αν δεν είμαι δίπλα σου.

Η μικρή απόρησε, τα είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια όταν καμιά φορά την έπιανε το παράπονο ή κάποιος φόβος για κάτι. Αλλά τώρα δεν υπήρχε λόγος.
– Γιατί καλέ μαμά μου το λες αυτό; Δεν θέλω κάτι τώρα, ούτε φοβάμαι, ούτε τίποτα. Τώρα αν θες να μου πάρεις κανένα παγωτό δεν θα πω όχι.

Δεν μπορούσε να της χαλάσει και χατήρι. Μια στάση στο ψιλικατζίδικο ήταν ότι έπρεπε. Όταν έφτασαν στο σπίτι η Δημητρούλα έτρεξε στο δωμάτιο της να βρει την γάτα. Μάταια!
-Ψψψψψψ, Περσεφόνη, πού είσαι καλέ;
Σιωπή! Ούτε γάτα,ούτε πουρπούρισμα, ούτε τίποτα.

-Μαμά, μαμά η γάτα που είναι; Την είδες πουθενά; Μα πού να πήγε;

Η Μαρία στεκόταν στο πλευρό της μικρής και αφού την έπιασε από τους ώμους την κοίταξε στα μάτια και της είπε με καθαρή φωνή.
– Κοίτα μικρή μου, καμιά φορά τα ζώα όταν είναι πια μεγάλα σε ηλικία, φεύγουν μακριά από τους ανθρώπους που τα φρόντιζαν μέχρι τώρα για να περάσουν τον υπόλοιπο καιρό που τους μένει μαζί με άλλα ζωάκια και όλα μαζί κάνουν μια μεγάλη παρέα και είναι ευτυχισμένα.Θέλουν την ησυχία τους και τίποτα άλλο για αυτό καλό είναι να μην την ενοχλήσουμε στην κατάσταση που είναι.
– Αααα, δηλαδή τώρα μένει σε ένα γηροκομείο για γάτες; ρώτησε η μικρή
– Ακριβώς! απάντησε η Μαρία
– Και μετά τι θα γίνει; Άμα η γάτα δεν μπορεί πια ούτε να φάει ούτε να πιει νερό;
– Τότε θα κοιμηθεί μια και καλή και δεν θα ανοίξει τα ματάκια της. Αλλά δεν πειράζει, θα πάει να βρει ένα αστέρι για να μείνει και από εκεί ψηλά θα σε βλέπει και θα χαίρεται που θα την θυμάσαι.
– Θα την βλέπει και ο μπαμπάς με το τηλε… πώς το είπες το μηχάνημα;
– Τηλεσκόπιο.
– Τέλεια! Έτσι η Περσεφόνη δεν θα αισθάνεται μόνη, θα έχει και εκεί κάποιον να την προσέχει.

Η Μαρία έμεινε άφωνη για το πώς δέχτηκε η ψυχή της κόρης της την απώλεια της γάτας.
– Αν θες μπορείς να ονομάσεις ένα αστέρι που θα σου αρέσει και θα σου την θυμίζει με το όνομά της.

Η μικρή κάθισε στην πολυθρόνα και έψαχνε με τα ματάκια της το αστέρι που θα της έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση. Μόλις το βρήκε φώναξε με την φωνούλα της.
– Μαμά τρέξε, το βρήκα το αστέρι, να αυτό εκεί δεξιά. Είναι μικρό αλλά πολύ φωτεινό.Αυτό θα ταιριάζει στην Περσεφόνη.

Η Μαρία συμφώνησε με την μικρή και τότε εκείνη είπε στην μάνα της.
– Δεν φέρνεις να φάμε και εκείνα τα παγωτά;

Τι σου είναι τα παιδιά τελικά! Γεμάτα αθωότητα και χαρά.

Από εκείνη την ημέρα η Δημητρούλα ζωγραφίζει γάτες και αστέρια, πολλά αστέρια και στην άκρη ένα τηλεσκόπιο με έναν ψηλό άντρα που το κρατάει.
Η οικογένεια τώρα είναι η μισή στο χαρτί και η άλλη μισή στο νησί.
Ίσως μια μέρα να έρθει και ο πατέρας και ποιος ξέρει και μια άλλη γάτα…

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading