,

Αντάξιός της!

Τον είχε βάλει στο μάτι. Από την πρώτη φορά που τον είδε στην Τρίτη Δημοτικού στο προαύλιο του σχολείου. Η ίδια πήγαινε στην Πρώτη ακόμα. Δεν της έδινε καμία σημασία. Μέχρι που εκείνος πήγε Γυμνάσιο και τους χώρισε ένα μισοδιαλυμένο συρματόπλεγμα. Όλο τους έφευγε η μπάλα στα διαλείμματα και όλο εκείνη τους την έδινε. Η Βασιλική τότε ήταν ένα ατσούμπαλο, χονδρούλικο κοριτσάκι, με το πρόσωπό της κεντημένο από σπυριά και ένα χαμόγελο από θεόστραβα δόντια. Η καταγωγή της, απ΄ τις πιο πλούσιες οικογένειες του τόπου και τα αψεγάδιαστα πλουμιστά ρούχα που φορούσε, μάλλον την ξεχωρίζανε και την κάνανε να φαίνεται σαν κλόουν, παρά σαν τα υπόλοιπα παιδιά. Ο Δημητρός πανύψηλος για την ηλικία του, παρά τα μόνιμα λερωμένα και σκισμένα του ρούχα, φάνταζε ανίκητος!

Είχε μείνει αποσβολωμένη να τον κοιτάζει, ενώ το βρώμικο τόπι κυλούσε προς το ζωηρόχρωμο φόρεμά της. Και τότε, ο έρωτάς της, άνοιξε το στόμα του και της μίλησε:

«Άντε μωρή ψωροσαμπρέλα, τι χαζεύεις, πέτα το!»

Αυτό ήταν. Για την υπόλοιπη χρονιά, ευτυχώς σκάρτος μήνας είχε μείνει, όλο το σχολείο, δημοτικό και γυμνάσιο, την φώναζαν έτσι! Και όποτε το άκουγε ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί ενώ ο 13χρονος “νονός” της κάγχαζε περήφανος! Κρυβόταν να μην την δουν, έβαζε τα κλάματα, ήθελε να του χυμήξει, να τον αναγκάσει να το μετανιώσει, μα δεν μπορούσε. Δεν ήθελε να καταλάβουν τίποτα οι δικοί της, ήταν δυνατή αυτή, θα έβρισκε την άκρη και ας μούσκευε το μαξιλάρι της με δάκρυα κάθε βράδυ! Πώς της το έκανε αυτό, εκείνη τον θαύμαζε και αυτός της κατέστρεψε τη ζωή! Της φαινόταν πως ακόμα και οι καμαριέρες στο σπίτι την κοροϊδεύανε στα κρυφά, το είχαν μάθει οι φαρμακόγλωσσες και μόλις έκλειναν την πόρτα, χαζογελάγαν με την ψωροφαντασμένη σαμπρέλα!

Κάθε καλοκαίρι φεύγανε από το χωριό για διακοπές με την μάνα της. Βρήκε την ευκαιρία να ενδώσει στις πιέσεις που δεχόταν όλα τα χρόνια που την τράβαγανε τα πράσινα μάτια του Δημητρού. Βλέπεις η μητέρα της ποτέ δεν την ήθελε την επαρχία, μα υπάκουγε στον άνδρα της. Πάντα όμως έδινε κίνητρα στην Βασιλική να τα μαζέψουν και να πάνε να μείνουν στο σπίτι τους, στην μεγάλη πόλη. Καλύτερα σχολεία, αριστοκρατικές παρέες και αργότερα σίγουρα σωστές γνωριμίες! Η μικρή είπε διστακτικά το ναι, το πετσί της δεν άντεχε άλλη καζούρα! Μια και καλή φύγανε, την πρώτη βδομάδα στους παππούδες στην πρωτεύουσα, ενώ παράλληλα οι εργάτες καθαρίζανε την βίλα τους στο διπλανό τετράγωνο!

Κάπως έτσι περάσανε τα χρόνια. Ο πατέρας τους πολύ συχνά, έπαιρνε το αμάξι για να τους δει αλλά και η μάνα της, τής έστελνε τον σοφέρ και πεταγόταν στο χωριό. Η Βασιλική μόνο δεν ξαναπάτησε. Αφέθηκε στους διαφορετικούς ρυθμούς της ξελογιάστρας Αθήνας. Από τις εξόδους της μέχρι τους συμμαθητές της, όλα ήταν καινούργια για εκείνην. Δε δυσκολεύτηκε σχεδόν καθόλου να προσαρμοστεί, όπως νόμιζε. Δεν είχε βλέπεις καταλάβει εγκαίρως την επιρροή που είχε η οικογένεια της μητέρας της, το όνομά που έφερε. Εκεί δεν ήταν η κόρη του τσιφλικά, αλλά η εγγονή του δικαστικού. Έγινε το επίκεντρο της προσοχής και αυτό είχε πολύ θετική επίδραση πάνω της. Κυριολεκτικά άνθισε! Της άρεσε να περπατά στο δρόμο πάντα με συνοδεία, να την χαιρετάνε αλλά πιο πολύ να διακρίνει την λαχτάρα στα μάτια των αρσενικών και τη ζήλια στων υπολοίπων! Ανακάλυψε πως είχε και ταλέντο στην ζωγραφική. Ο πρώτος της πίνακας ήταν φυσικά ο παππούς και η γιαγιά της. Μετά οι γονείς της και ύστερα με τα πινέλα του μυαλού της έπλαθε το πρόσωπο του Δημητρού στο νου της. Μπορεί να είχε περάσει μια πενταετία, αλλά δεν τον είχε ξεχάσει. Η μάνα της ήθελε να πάνε στο εξωτερικό να σπουδάσει την τέχνη που αγαπούσε. Αλλά τα σχέδιά τους διακόπηκαν από τον απότομο χαμό της. Μόνο το πορτρέτο πια έστεκε σαν φάντασμα στην διπλή κρεβατοκάμαρα, να της θυμίζει  την λατρεμένη της μητέρα. Ξαφνικά δεν άντεχε να τριγυρνά στο θεόρατο οίκημα, τα μάζεψε σε μια νύχτα και γύρισε πίσω στον πατέρα της. Εκεί αυτός ήταν ο άρχοντας του σπιτιού! Μες στο μυαλό της μπορούσε να ζει η ψευδαίσθηση πως απλώς η μάνα της παρέμεινε στην Αθήνα. Έστησε το καβαλέτο της στο μπαλκόνι και προσπάθησε να βρει παρηγοριά.

Έμαθε πως ο Δημητρός είχε κληρονομήσει το τσαγκάρικο του πατέρα του και δούλευε ασταμάτητα. Έσκαγε από περιέργεια να τον δει. Εδώ δεν ήταν πόλη, κυκλοφορούσε όποτε ήθελε μόνη της. Χτένισε πολλές φορές, να γυαλίσουν, τα μακριά μαλλιά της, έβαλε τα λιγότερο φανταχτερά της ρούχα και ένα απόγευμα πριν κλείσει, τυχαία δήθεν, πέρασε απ’ έξω. Έλιωσε μόλις τον είδε, ηλιοκαμένο, γεροδεμένο, ήδη φανταζόταν τα δυνατά του χέρια να σφίγγουν το κορμί της! Μάζεψε μαζί με τα σάλια της, όσο κουράγιο είχε και πήγε να τον χαιρετίσει. Της απάντησε πως αν έχει παπούτσια καλύτερα να τα φέρει αύριο, σήμερα κλείνει δε θα προλάβει να τα φτιάξει! Σοκαρίστηκε, δεν πρέπει να την γνώρισε καν. Δεν ήθελε να δειχθεί, εντάξει, αποκρίθηκε. Του άφησε τα μοσχομυριστά κουλούρια που φρόντισε να έχει μαζί της. Βλοσυρός και κουρασμένος πήρε το καλοτυλιγμένο πεσκέσι και δεν της είπε κουβέντα.

Αυτό το σκηνικό, να πηγαίνει στο σχόλασμα και να του αφήνει καλούδια, συνεχίστηκε βδομάδες, μήνες. Ακόμα και να ήθελε να μην καταλάβει ο Δημητρός ποια ήταν, δε θα τον άφηναν τα κουτσομπολιά. Όντας όμως και εκείνος πληγωμένος από τη ζωή, είχε κλειστεί οριστικά στο καβούκι του. Έχασε τον πατέρα του και τον αδελφό του πριν λίγα χρόνια όταν αναποδογύρισε το κάρο τους. Μάνα δεν είχε γνωρίσει, πέθανε στην γέννα του. Με το ζόρι μίλαγε ακόμα και στους συγχωριανούς του. Είχε εξελιχθεί σε προκομμένο και περιβόητο μάστορα, η φήμη του είχε ξεπεράσει τα όρια του χωριού. Αμίλητος όμως, δεν τον φωνάζανε τυχαία “βουνό”! Η Βασιλική δεν είχε αφήσει παπούτσι άφτιαχτο ή αγυάλιστο, απ’ όλο το υπηρετικό προσωπικό της αγροικίας! Ο μπαμπάς της είχε καταλάβει και γελούσε. Βλέπεις αυτόν ποτέ δεν τον ένοιαζαν οι πολυτέλειες, η περιουσία του έφθανε να ταΐσει ένα στρατό από Δημητρούς. Είχε μεγαλώσει στα ίδια χωράφια με τον μακαρίτη τον πατέρα του νέου, υπήρξαν φίλοι κολλητοί. Αλλά γνωρίζοντας την μοναξιά που είχε πλακώσει την ψυχή του τσαγκάρη, αμφέβαλε αν ποτέ θα έδινε την σημασία που άξιζε στην πεισματάρα κόρη του.

Δεν την πτοούσε όμως τίποτα. Ευλαβικά, μέρα παρά μέρα πήγαινε από μια μερίδα φαγητό και φρέσκο ζυμωτό ψωμί στον ακούραστο μάστορα. Δυο μήνες περάσανε έτσι. Με τυπικές κουβέντες και ένα ξερό ευχαριστώ. Μετά αποφάσισε να παίξει λίγο, μια ολόκληρη βδομάδα να μην εμφανιστεί ούτε στο τσαγκάρικο, ούτε να ξεμυτίσει απ’ το σπίτι. Όταν ξαναπήγε, Τρίτη ήταν, την ρώτησε αμέσως, είσαι καλά; Είχε αρχίσει να κερδίζει την παρτίδα! Ο λιγομίλητος και αυστηρός άνδρας ενδιαφερόταν για εκείνη, όσο και να ήθελε να το κρύψει.

Συνέχισε το βιολί της για άλλους δυο μήνες, ώσπου έφθασε ο χειμώνας. Ο Δημητρός απέκτησε έναν επίμονο βήχα, της φαινόταν όλο και πιο χλωμός.  Η έννοια της γι’ αυτόν και η αγάπη της, νικήσανε επιτέλους την σκληρότητά του. Της άνοιξε ολάκερο το μισοπόρτι του μαγαζιού του, την μέρα που το κρύωμά του δεν τον άφησε να δουλέψει. Απ’ την σκάλα την οδήγησε πάνω, σπίτι του. Τον περιποιήθηκε ανελλιπώς για μια βδομάδα. Μήνυσε αμέσως στον πατέρα της που έστειλε γιατρό και διέγνωσε άτυπη πνευμονία. Έπρεπε να νοσηλευτεί, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε. Τότε ανέλαβε δράση η Βασιλική, έγινε η αποκλειστική του νοσοκόμα. Του αγόρασε τα φάρμακα και φρόντισε να του τα δίνει η ίδια, όσο πικρά και να ήταν, τα έλιωνε με το κουταλάκι, πήγαινε πρωί-απόγευμα. Αυτό ήταν, μαζί με το κλειδί της θύρας, πήρε και της καρδιάς του! Μόλις συνήλθε λίγο, σενιαρίστηκε, ήταν ντόμπρο παλικάρι και πήγε να την ζητήσει. Αν ζούσε η μακαρίτισσα η πεθερά του, δε θα τολμούσε. Όμως ήξερε, ο πατέρας της ήταν ένας από αυτούς. Είχε ξεκινήσει πάμφτωχος, μα η αξιοσύνη και η εξυπνάδα του τον είχαν ανταμείψει. Άσε που δε θα χάλαγε χατίρι στην μοναχοκόρη του.

Σαν μαθεύτηκαν τα νέα, ο παππούς έφθασε ανταριασμένος στο χωριό, είχε άλλα σχέδια και κυρίως άλλον πλούσιο γαμπρό, έτοιμο για την εγγόνα του. Βλέποντάς την όμως να λάμπει έτσι, μπορεί να μην άλλαξε μέσα του γνώμη για τον Δημητρό – δεν ήταν αντάξιός της – αλλά έκανε πίσω.

Τρικούβερτο γλέντι στήθηκε στην πλατεία. Αν και ο γαμπρός δεν είχε αναρρώσει πλήρως, δεν μπορούσαν να περιμένουν, στεκόταν βράχος δίπλα του η Βασιλική. Του είχε μείνει ένας απλός ξερόβηχας και δεν είχε ακόμα ανακτήσει όλη την ενέργειά του. Το μαγαζί τ΄ άνοιγε μόνο τα πρωινά για λίγο καιρό ακόμα, αφού θα τα παράταγε. Μπορεί να ήθελε να χαρεί και την παρουσία, επίσημη πια, της γυναίκας του! Τον κανάκευε και τον φρόντιζε σαν μωρό! Ποτέ του δεν τον είχαν φερθεί έτσι, σχεδόν τον κακομάθαινε, ένιωθε περηφάνια, ευγνωμοσύνη και τόση μα τόση αγάπη που του είχε λείψει.

Μετά τον γάμο θα μένανε στο πατρικό της. Θα μάθαινε κι αυτός σιγά σιγά στην χλιδή, στους υπηρέτες, στη ζόρικη δουλειά τού να είσαι αφεντικό! Μόλις έβρισκε όλες του τις δυνάμεις, θα άρχιζε να πηγαίνει και στα χωράφια με τον πεθερό του, θα μάθαινε τα κατατόπια, θα βοηθούσε παντού για να ανταποδώσει την συμπαράσταση και την ανοικτή αγκαλιά που βρήκε στην νέα του οικογένεια.

Όμως ο καιρός περνούσε και ο Δημητρός έβγαινε μόνο μέχρι τον κήπο, άντε την πλατεία. Μια φορά μόνο τόλμησε να ανέβει σε άλογο να πάει στα κτήματα και γύρισε το απόγευμα σπίτι ξέπνοος. Γερός οργανισμός σα βράχος και αργούσε τόσο πολύ να επανέλθει! Ο γιατρός τους είχε πει ότι καμιά φορά συμβαίνει. Αφού οι εξετάσεις αίματος βγαίνανε φυσιολογικές, ας του δίνανε και άλλον χρόνο. Με τις βιταμίνες και προσοχή, λίγο λίγο θα υποχωρούσε ο λήθαργος και οι στιγμιαίες ναυτίες.

Η Βασιλική δεν βαρυγκωμούσε ποτέ, κανάκευε τον κούκλο της μες το σπίτι, μόνο για τον εαυτό της τον είχε, όπως ακριβώς ήθελε. Τι την νοιάζανε τα κτήματα; Είχε τον πατέρα της και τόσα παραπαίδια γι’ αυτές τις δουλειές. Οι μέρες και οι νύχτες τους ανήκανε.

Μέρα την μέρα, βελτιώθηκε αρκετά ο Δημητρός και διστακτικά αρχίσανε τις βόλτες. Δεν πρόλαβαν να χαρούν, ένα βράδυ έπεσε σε κώμα. Στείλανε να φέρουν τον γιατρό, ενώ ετοίμαζε τα πράγματά του. Η ξεροκεφαλιά και η τυφλή εμπιστοσύνη που της είχε, δε θα την εμπόδιζε τώρα να τον πάει στην κλινική. Δεν προλάβανε να βγουν απ’ την πόρτα. Αναπνευστική ανεπάρκεια ήταν η διάγνωση. Δεν άφησε κανέναν να τον αγγίξει. Μόνη της τον έπλυνε με τα δάκρυά της, τον σκούπισε φιλώντας τον με τα χείλη της, τον χάιδεψε παντού με τα χέρια της, τον έντυσε με το καινούργιο του κουστούμι, η ίδια ξανάβαλε λευκά και τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία.

Δε βγήκε από το σπίτι, παρά μόνο να πάει στο μνήμα, για σαράντα μέρες. Τόσες ακριβώς είχαν κλείσει και παντρεμένοι, πριν την αφήσει χήρα. Την τεσσαρακοστή πρώτη άνοιξε την βεράντα της, εισέπνευσε καθαρό αέρα, είδε την μπουμπουκιασμένη βερυκοκιά και έβγαλε τα σύνεργά της να την ζωγραφίσει. Ο πατέρας της αναθάρρησε μόλις αντίκρισε την κόρη του. Ήταν στο άνθος της ηλικίας της, έπρεπε να ρουφά τη ζωή, να βρει άλλον άνδρα. Στην πόλη την περιμένανε ήδη, του είχε μηνύσει ο πεθερός του!

Μετά από τόσο καιρό, ο πρώτος της πίνακας ήταν αυτό το δένδρο. Ήξερε καλά την χρήση που έχουν τα κουκούτσια του. Το πουγκί με την σκόνη τους, το ‘χε δεμένο κατάσαρκα πριν ξαναφύγει οριστικά πια, για την πρωτεύουσα! Είχε πάρει την απόφαση από τα έντεκά της χρόνια, δε θα άφηνε κανέναν να την κοροϊδέψει ποτέ πια. Όλα εδώ πληρώνονται, το φρόντισε με τα χεράκια της.

Και επιτέλους, είχε δίκιο ο παππούς της, ο επόμενος έπρεπε να είναι αντάξιός της. Αλλά και να μην ήταν, πάνω της έφερε την λύση!

Μαρίτσα Καρά

2 απαντήσεις στο “Αντάξιός της!”

Απάντηση σε angeligeorgiastorytellerΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading