Κάρτσαγκ, Ουγγαρία

Η ώρα κόντευε έντεκα, κι αυτό ο Κάρτερ το καταλάβαινε περισσότερο από εμπειρία, αφού δεν είχε μαζί του ρολόι. Έκανε τσουχτερό κρύο, με τον αέρα να ραπίζει το πρόσωπό του, αλλά το σκοτάδι δεν ήταν πηχτό. Το φεγγάρι και τα αστέρια φαίνονταν ολοκάθαρα στο μαύρο φόντο του ουρανού. Ο Κάρτερ είχε αναγκαστεί να κουμπώσει το δερμάτινο πανωφόρι του ως το λαιμό, ενώ είχε φορέσει και το πράσινο μαντήλι του, ώστε να καλύπτει το στόμα, τα μάγουλα και την μύτη του. Έμοιαζε με ληστή, πλέον, σαν αυτούς που έβλεπε κανείς σε τοιχοκολλημένες αφίσες -ή μπροστά του, με τα όπλα τους να τον απειλούν- σε πόλεις της Άγριας Δύσης. Το ήξερε ότι δεν ήταν καλή ιδέα σε περίπτωση που συναπαντιόταν με πολιτοφύλακες ή άλλους στρατιωτικούς -είχε μάθει εν τάχει από τους συναδέλφους του Φάμπιαν για το διαχωρισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Αυστροουγγαρίας-, γιατί φορούσε και το καουμπόικο καπέλο του, συν ότι κυκλοφορούσε νύχτα, αλλά δεν θα ρίσκαρε να ξεπαγιάσει. Άλλωστε, ο Ράινχελ του είχε πει ότι δεν θα έβρισκε κάποιο σημείο ελέγχου πριν από το Άρταντ, που ήταν η τελευταία ουγγρική πόλη πριν περάσει τα σύνορα με τα Εδάφη του Στέμματος του Σαιντ Στεφάν, όπως αποκαλούσαν στα επίσημα έγγραφα την Τρανσυλβανία –κι αυτό έπρεπε να το θυμάται, γιατί έτσι τόνιζε την επισημότητα της παρουσίας του στην Αυτοκρατορία.

«Στο Τσέγκλεντ, στο Αμπόνι, στο Κάρτσαγκ και στο Ζόλνοκ, ας πούμε, υπάρχει πολιτοφυλακή, αλλά δεν θα περάσεις μέσα από αυτές τις πόλεις» είχε πει ο Βολφ, καθώς περίμεναν τον σταβλίτη να τους φέρει ένα δυναμικό άλογο, που θα άντεχε στις μεγάλες αποστάσεις και στο ψύχος. Βρίσκονταν σε μια φάρμα έξω από το νότιο προάστιο της πλευράς της Πέστης, το Φερεντσβάρος, όπου υπήρχαν μύλοι, το σφαγείο και η Μεγάλη Αγορά. Ο ιδιοκτήτης της φάρμας νοίκιαζε ή πουλούσε άλογα προς οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο (αμαξάδες, αγρότες κλπ). Οι συνάδελφοι του Φάμπιαν είπαν στον τύπο ότι ήθελαν ένα άτι για ταξίδι. Παρουσίασαν τον Κάρτερ ως φίλο τους από το εξωτερικό, που ήθελε να γυρίσει τα εδάφη της Ουγγαρίας. Ο ιδιοκτήτης, ένας γεροδεμένος άντρας με βρόμικα ρούχα, χαμογέλασε κάτω από το παχουλό μουστάκι του και συμφώνησε, χωρίς άλλες ερωτήσεις, να τους φέρει ένα από τα καλύτερα ζώα του. Έτσι, όσο περίμεναν καπνίζοντας έξω από τον τεράστιο στάβλο, με την κοπριά να μυρίζει τόσο έντονα όσο αν ήταν και οι ίδιοι μέσα στον κλειστό χώρο, ο Βολφ και ο Ράινχελ του έδωσαν μερικές πληροφορίες που ίσως χρειαζόταν. «Η διαδρομή που θα ακολουθήσεις είναι έτσι σχεδιασμένη, για να έχεις τις απολύτως απαραίτητες συναντήσεις με άλλους» συνέχισε ο Βολφ. «Από τα λεγόμενά σου για την υπηρεσία σου, έχεις κάνει πολλά και πολυήμερα ταξίδια, σε ανοιχτές πεδιάδες, βουνά, κοντά σε ποτάμια. Δηλαδή, μπορεί να έχεις περάσει καιρό μακριά από πόλεις ή χωριά. Σωστά;»

«Σωστά» απάντησε ο Κάρτερ, τραβώντας μία ακόμα ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπόγο με τρόφιμα που αγόρασε νωρίτερα από ένα εστιατόριο, όταν έφυγαν από το νοσοκομείο, και το παγούρι με το νερό του. «Και ναι, ξέρω και από νυχτερινές διαδρομές, με κρύο ή με ζέστη».

«Ωραία. Οπότε ξέρεις τι να περιμένεις. Μπορεί να μην είσαι στην Αμερική, αλλά είμαι σίγουρος πως περίπου ό,τι ισχύει εκεί ισχύει και εδώ».

«Ναι» είπε ο πιστολέρο, έχοντας στο μυαλό του τις διαδρομές με τα τρένα και την περιήγηση στις ευρωπαϊκές πόλεις που βρέθηκε. «Απ’ όσα έχω δει μέχρι τώρα, ναι, έτσι είναι. Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή».

«Εντάξει, προφανώς θα υπάρχουν διαφορές» είπε ο Ράινχελ, κουνώντας το χέρι του σαν να μην υπήρχε λόγος ανησυχίας. «Αλλά όχι σημαντικές. Το μόνο πρόβλημα που ίσως προκύψει έχει να κάνει με τις Αρχές. Βέβαια, υπάρχουν και οι περιφερόμενοι τσιγγάνοι. Μικρά καραβάνια, συνήθως. Δύο τρεις οικογένειες, αλλά με πολλά παιδιά. Να τους αποφεύγεις, όσο μπορείς. Δεν είναι όλοι τους επικίνδυνοι, όμως δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ποιον να εμπιστευτείς».

«Έχουν όπλα;» ρώτησε ο Κάρτερ.

Ο Ράινχελ ανασήκωσε τους ώμους του. «Συνήθως, έχουν μαχαίρια, τσεκούρια ή σπαθιά. Μερικοί μπορεί να έχουν κάνα παμπάλαιο μουσκέτο, που μπορεί και να ανατιναχτεί στη μούρη σου αν δοκιμάσεις να ρίξεις. Σπάνια, θα βρεις κάποιον τσιγγάνο με σύγχρονο, αξιόπιστο πυροβόλο όπλο».

«Αλλά δε χρειάζεται να το ρισκάρεις κιόλας» είπε ο Βολφ. «Κράτα τις αποστάσεις σου. Από όλους όσους δε σχετίζονται με την αποστολή σου».

«Καλώς. Κάτι άλλο;»

Τότε του εξήγησαν τις διαφορές των πολιτοφυλάκων με άλλους στρατιωτικούς. «Οι πολιτοφύλακες είναι οι αστυνομικοί και όλοι οι άλλοι είναι στρατιώτες» κατέληξε ο Βολφ, αφού ο Ράινχελ είχε περιγράψει τις στολές και τα όπλα που έφεραν οι μεν και οι δε. «Πολιτοφύλακες βρίσκεις κυρίως σε πόλεις, αλλά μπορεί να έχουν στη δικαιοδοσία τους και κοντινά χωριά. Το αυτό συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση: η πολιτοφυλακή του Μπρασώφ έχει στη δικαιοδοσία της και το Μπραν. Αυτοί αναλαμβάνουν εγκλήματα παντός είδους, από κλοπές μέχρι δολοφονίες. Σε περιόδους πολέμου, συμβάλλουν κι αυτοί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, πέραν από την περιφρούρηση των πόλεων».

«Κατάλαβα».

«Όλοι οι άλλοι στρατιωτικοί που τυχόν συναντήσεις είναι… απλοί στρατιώτες. Υπάρχουν διάσπαρτες και διαφορετικές μεταξύ τους μονάδες στην Αυτοκρατορία, ξέρεις, πεζικό, ιππικό, πυροβολικό κλπ. Αν ακολουθήσεις πιστά τη διαδρομή που σου έχουμε σημειώσει, τότε θα συναντήσεις πεζικάριους ή ουσάρους –αυτοί είναι ειδική μονάδα. Τους λες ποιος είσαι και τους δείχνεις τα χαρτιά, αν σε σταματήσουν, που πιθανώς θα το κάνουν, ειδικά στο Άρταντ, όσον αφορά την Ουγγαρία. Όταν περάσεις στην άλλη πλευρά, στα Εδάφη του Στέμματος του Σαιντ Στεφάν, θα έχεις πάλι έλεγχο στο Μπορς και έκτοτε σε κάθε σημείο που υπάρχει στρατόπεδο. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, γιατί θα έπρεπε να σου βρούμε άλλη διαδρομή, η οποία θα ήταν πιθανώς πιο δύσβατη, με περιοχές που δεν τις ξέρουμε καλά και, εφόσον μπορούμε, τις αποφεύγουμε».

Ο Ράινχελ είπε «Στο Άρταντ θα έχεις την ευκαιρία να αποδείξεις αν μπορείς να πεις ψέματα και να πείσεις τους στρατιωτικούς. Όμως, εκείνοι δεν θα σου δώσουν μεγάλη σημασία, γιατί φεύγεις από την “κυρίως” Ουγγαρία, και τους ενδιαφέρει περισσότερο ποιος έρχεται, κατάλαβες; Μπορεί η Τρανσυλβανία να ανήκει στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, αλλά δεν τους νοιάζει ιδιαίτερα ποιος θέλει να πάει στην άλλη πλευρά αυτών των συνόρων, ειδικά από τη στιγμή που δεν έχουμε αυξημένη επιφυλακή».

«Εντάξει. Άρα, να υποθέσω ότι με το που περάσω στα Εδάφη του Σαιντ Στεφάν θα έχω να κάνω με πιο απαιτητικούς ελέγχους;»

«Ναι. Γιατί έχουν ενημερωθεί ότι κάτι συμβαίνει κοντά στο Μπρασώφ και υπάρχει μεγαλύτερη κινητικότητα. Όσο πλησιάζεις στον προορισμό σου, τόσο πιο επιτακτικοί θα γίνονται οι έλεγχοι». Ο Βολφ πήρε δύο μεγάλες ρουφηξιές από το τσιγάρο του, έχοντας καρφωμένα τα μάτια του στον Κάρτερ. «Πιθανώς, να σε ζορίσουν, Μαξ». Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει με τον Ράινχελ νωρίτερα στο νοσοκομείο, ότι τα χαρτιά θα αρκούσαν για να πειστούν οι στρατιωτικοί να αφήσουν τον Κάρτερ ήσυχο, ήταν φανερό πως ακόμα ανησυχούσε.

«Καταλαβαίνω, λοχαγέ» τον διαβεβαίωσε ο Κάρτερ, με σοβαρότητα. «Αλλά θα φτάσω στο Μπραν. Δεν έχεις κανένα λόγο να φοβάσαι για το αντίθετο. Από τη στιγμή που μου δώσατε τα έγγραφα, έχω ό,τι χρειάζομαι για να τα καταφέρω».

«Το ελπίζουμε και το ευχόμαστε, Μαξ. Με όλη μας την καρδιά» είπε ο Ράινχελ και τότε εμφανίστηκε ο σταβλίτης με το μεγάλο, ζεμένο άσπρο άλογο που θα τους χρέωνε, καθώς και με λίγη τροφή, νερό και ένα μικρό μαχαίρι με ξύλινη λαβή –αυτά τα έδωσε δωρεάν. Τον ρώτησαν γιατί έδινε και μαχαίρι και είπε πως «είναι επικίνδυνα εκεί έξω». Όσον αφορά το ίδιο το άλογο, το μόνο που είπε στον Κάρτερ ήταν ότι «είναι λίγο ζόρικο. Κάνει τα δικά του, ξέρετε. Αλλά θα το καλμάρεις, αρχηγέ μου».

Τον συνόδεψαν μέχρι λίγο παρακάτω, στον κεντρικό δρόμο που θα διέσχιζε. Σταμάτησαν στην άκρη, εκεί που οι δρόμοι από τούβλα έδιναν την θέση τους στους χωματόδρομους –λίγο χώμα είχε έρθει και στην πλευρά των σπιτιών. Τα χαμηλά σπίτια και οι λιγοστές πολυκατοικίες γύρω τους ήταν υποφωτισμένα, με εσωτερικές λάμπες λαδιού ή κηροπήγια. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω, καθώς οι περισσότεροι που δεν είχαν κάποια δουλειά ή είχαν επιστρέψει στο σπίτι ή μπεκρόπιναν σε κάποιο μπαρ ή καφέ ή έτρωγαν σε κάποιο εστιατόριο.

Κανείς δεν τους έδωσε περισσότερη σημασία από μια ματιά.

Πίσω τους, η Βουδαπέστη, γεμάτη σπίτια, μαγαζιά, φώτα του δρόμου και άμαξες. Εκεί θα γύριζαν ο Βολφ και ο Ράινχελ.

Μπροστά τους, ένα ανοιχτό, σκοτεινό τοπίο, γεμάτο δάση και ποτάμια και άγρια ζώα. Εκεί θα κατευθυνόταν ο Κάρτερ.

Κοίταξε τους άλλους δύο. «Κύριοι» είπε «νομίζω πως εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας. Τουλάχιστον, προσωρινά». Ρώτησε «Ή μήπως αλλάξατε γνώμη και θέλετε να έρθετε μαζί μου;»

«Μακάρι να μπορούσαμε» σχολίασε ο Ράινχελ, ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Αλλά οι διαταγές είναι οριστικές και εμείς στρατιωτικοί που πρέπει να τις τηρήσουμε».

«Προσπάθησε να θυμάσαι όσα σου είπαμε» είπε ο Βολφ σαν πατέρας που νουθετεί τα παιδιά του να έχουν υπομονή, γιατί αυτός πρέπει να φύγει για δουλειά σε άλλη, μακρινή πόλη, κι αυτά πρέπει να μείνουν πίσω με την μητέρα τους. «Βασικά, πρόσεχε. Τα πάντα και τους πάντες». Κούνησε κυκλικά τα χέρια του, γύρω από την βαριά ντυμένη μέση του. «Και μην τραβήξεις όπλο, παρά μόνο όταν φτάσεις στο Μπραν ή κάπου εκεί κοντά, που θα έχουν πρόβλημα –κι αφού το συζητήσεις με τον Φάμπιαν. Προσπάθησε να μη φαίνονται γενικά».

«Ξέρω τι να κάνω, λοχαγέ. Δεν είμαι πρωτάρης».

Ο Βολφ απλά ένευσε και κοίταξε αναστενάζοντας πίσω από τον πολύ ψηλότερό του Κάρτερ. Προς το σκοτάδι. Σκέφτηκε να ρωτήσει για το τι έκρυβαν αυτός και η Έμιλυ, αλλά το μετάνιωσε και δεν το έκανε. Θα απευθυνόταν στην ίδια την κυρία Άσπελ κάποια άλλη στιγμή.

«Μαξ» είπε ο Ράινχελ. Είχε κι αυτός σοβαρό ύφος, αλλά διαφορετικό από του ανωτέρου του. Υπήρχε μια θλίψη στα μάτια του, ανάλογη με αυτή των γυναικών Άσπελ, της Έμιλυ και της Ορέλια, που είχε δει ο Κάρτερ πριν λίγο, όταν τις αποχαιρετούσε. «Φέρε πίσω τον Φάμπιαν, εντάξει;»

«Αυτό σκοπεύω να κάνω, Ράινχελ».

Ένευσε και ο επιλοχίας, χωρίς να πει κάτι.

«Μόνο θα χρειαστώ μια ακόμα βοήθεια από εσάς».

«Τι θέλεις;» ρώτησε ο Βολφ.

Ο Κάρτερ έβγαλε τις σημειώσεις της Έμιλυ. «Έχετε πένα ή μολύβι;»

Είχε ο Ράινχελ και ο Κάρτερ ζήτησε μερικές ακόμα φράσεις στα ουγγρικά.

«Πάντως, αν δεις ότι σε πιέζουν πολύ, πες ότι δεν ξέρεις καλά την γλώσσα τους» του τόνισε ο Βολφ, δείχνοντάς του την αντίστοιχη πρόταση που είχε σημειώσει ο Κάρτερ.

«Ναι, μάλλον αυτό θα κάνω».

Έπειτα, για μερικά δευτερόλεπτα, έμειναν ακίνητοι και αμίλητοι, ο καθένας βυθισμένος στο δικό του σκεπτικό. Οι δύο συνάδελφοι του Φάμπιαν είχαν ουσιαστικά τις ίδιες ιδέες –Γιατί να μην πάμε και εμείς, ρε γαμώτο; και Ελπίζω να πετύχει. και Θεέ μου, κάνε να πάνε όλα καλά-, ενώ ο Κάρτερ συλλογιζόταν μόνο τη στιγμή που θα συναντιόταν επιτέλους με τον Φάμπιαν και θα γνώριζε από κοντά, για πρώτη φορά, έναν αληθινό συγγενή του εξ αίματος και θα μπορούσε πλέον να αφήσει μια για πάντα καταχωνιασμένα τα μέλη της οικογένειας Κάρτερ, που είχε μετανιώσει που μεγάλωσε κοντά τους.

«Εντάξει» είπε ο Βολφ κάποτε «δεν έχει νόημα να καθυστερούμε άλλο». Ήρθε κοντά στον ψηλόλιγνο Αμερικανό γίγαντα και άπλωσε το χέρι του, με τον Κάρτερ να κάνει το ίδιο. «Καλό κατευόδιο, πιστολέρο».

«Ευχαριστώ, λοχαγέ».

Έπειτα, ο Ράινχελ αντάλλαξε χειραψία με τον Κάρτερ. «Καλή τύχη, Μαξ. Να προσέχεις».

«Ευχαριστώ, Ράινχελ. Θα προσέχω». Ύστερα, ανέβηκε στο άλογο, το οποίο σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και χλιμίντρισε, με την ανάσα του να βγαίνει σε άυλα συννεφάκια. Το πανωφόρι του Κάρτερ ανέμισε και οι συνάδελφοι του Φάμπιαν ένιωσαν ότι είχαν πάρει τη σωστή απόφαση.

«Κύριοι» τους είπε. «Εις το επανιδείν». Και γύρισε και κάλπασε προς το σκοτάδι.

Και ο Βολφ με τον Ράινχελ έμειναν να κοιτάζουν προς την κατεύθυνσή του, γιατί νόμιζαν ότι δίπλα στον Κάρτερ ίππευε και κάποιος άλλος, που δεν είχε ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Ένα φάντασμα –ή μάλλον δύο, ένα άλογο και ο καβαλάρης του. Αλλά αποφάσισαν ότι επρόκειτο για ένα παιχνίδισμα του μυαλού, σε συνδυασμό με την ανησυχία τους και τα καιρικά φαινόμενα. Οπότε στράφηκαν προς την πόλη και ο πολιτισμός τους καλοδέχτηκε.

Κι έτσι, ο Κάρτερ συνέχιζε ακάθεκτος. Πότε διέταζε το άτι του να επιταχύνει, πότε να κόβει ταχύτητα, κάτι που στην αρχή το ενοχλούσε και αντιδρούσε με απότομα τινάγματα και κουνώντας το κεφάλι του σαν να φταρνιζόταν, αλλά τελικά δέχτηκε ότι έπρεπε να ακολουθήσει τις οδηγίες του αναβάτη του. Όταν περνούσαν κοντά σε κάποια πόλη, αλλά όχι από μέσα της, πήγαιναν αργά, σημειωτόν, για να μην τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και δώσουν αφορμή σε κανέναν να τους εμποδίσει. Στην υπόλοιπη διαδρομή, ή που αύξαναν το ρυθμό ή που σταματούσαν για λίγα λεπτά, για ξεκούραση, φαΐ και νερό –βασικά, ο Κάρτερ τάιζε το άλογο, γιατί ο ίδιος δεν πεινούσε ιδιαίτερα. Ο Κάρτερ το λυπόταν το ζώο, γιατί ο ίδιος ήταν ντυμένος κατάλληλα για την εξόρμησή τους, ενώ αυτό όχι τόσο. Γι’ αυτό και του χάιδευε τη μουσούδα και τα πλαϊνά της κοιλιάς του, για να του δίνει θάρρος και να του λέει έμμεσα (και άμεσα, με λόγια) πως ήξερε ότι ταλαιπωρούνταν, αλλά πως ο σκοπός τους ήταν καλός και το ταξίδι αναγκαίο. Το άλογο χλιμίντριζε ελαφρώς και τον κοίταζε όταν τον είχε μπροστά του, ενώ μια δυο φορές έβαλε τη μύτη του στο πρόσωπό του και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο του πιστολέρο, δείχνοντάς του ότι πλέον τον εμπιστεύεται και τον συμπαθεί –ο Κάρτερ δεν το ήξερε με σιγουριά, αλλά υποπτευόταν τι συμπεριφορές θα είχε λάβει το άλογο στο στάβλο, για να ημερέψει· είχε γνώση του πώς φέρονταν στα ζώα πολλοί εκπαιδευτές, και δη σε αυτά που ήταν ατίθασα. Οπότε ήταν λογικό επακόλουθο το ζωντανό να εκτιμήσει τη φροντίδα και τα λόγια του και να μη φέρνει αντίρρηση στις προσταγές του.

Είχαν περάσει κοντά από πολλές πόλεις (Μόνορ, Πίλις, Αλμπέρτισα, Τσέγκλεντ, Άμπονι, Ζόλνοκ, Τεντροκσετμικλός…), χωρίς κανένα περιστατικό, δίχως καν την υποψία παρουσίας πολιτοφυλακής ή άλλου στρατιωτικού Σώματος στα περίχωρα, όπως ακριβώς του είχαν υποσχεθεί οι συνάδελφοι του Φάμπιαν, ενώ η δασική περιοχή έμοιαζε απειλητική, κυρίως λόγω της νύχτας, αλλά τελικά αποδεικνυόταν πιο έρημη και από εγκαταλελειμμένο, ετοιμόρροπο σπίτι. Κάποιες στιγμές, του φάνηκε πως διέκρινε κάπου στο βάθος αριστερά του ή δεξιά του μικρές εστίες φωτιάς και θυμόταν τα περί καραβανιών τσιγγάνων, όμως και πάλι δεν συνάντησε κανέναν. Ωστόσο, διέταζε το άλογο να πάει πιο γρήγορα αυτές τις φορές, για παν ενδεχόμενο.

Κάπως έτσι, έφτασε κοντά στο Κάρτσαγκ, μια ακόμα πόλη, από την οποία θα περνούσε έξω «από τα τείχη της». Αλλά τότε ήταν που το άλογό του άρχισε να επιβραδύνει και ο Κάρτερ κατάλαβε πως έπρεπε να κάνουν στάση, καθότι υπολόγιζε ότι είχαν διανύσει πάνω από εβδομήντα μίλια από την τελευταία φορά που ξεκουράστηκαν.

 

*

 

Πρεσβυτέριο Μπόρλεϊ, Αγγλία

Όταν η Κόμισσα Ροντίκα Ντραγκίτσι άνοιξε τα μάτια της στον πραγματικό κόσμο, ένιωσε αμέσως τον Μπάρλοου να γυρίζει προς τη μεριά της και κατάλαβε πως δεν κοιμόταν. Της έπιασε απαλά το πρόσωπό της και τη ρώτησε «Είσαι καλά, αγαπητή μου;»

«Ναι, φυσικά» του χαμογέλασε εκείνη.

Ο Μπάρλοου στράφηκε, πήρε ένα κηροπήγιο με αναμμένο κερί και το έφερε κοντά στην Ροντίκα. Την περιεργάστηκε με παραξενεμένο βλέμμα. «Είσαι σίγουρη; Κάποιες στιγμές τιναζόσουν σαν να σε ράπιζαν με μαστίγιο. Ανησύχησα».

Πού να ήξερες, ανίδεε συγγραφέα, σκέφτηκε η Ροντίκα. «Είμαι καλά. Μπορεί… μπορεί να έβλεπα εφιάλτη. Δεν θυμάμαι. Ό,τι και να ήταν, όμως, πέρασε. Τώρα είμαι καλά». Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σβέρκο του σαρανταπεντάρη συγγραφέα με τα ξανθά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. «Είμαι μαζί σου. Αγαπημένε μου Τζον». Και τον φίλησε, παρότι δεν τον ήθελε, γιατί αφενός δεν ήταν ο Ίλιε και αφετέρου ο Μπάρλοου γερνούσε και το δέρμα του κρέμαγε, ενώ από τις φορές που είχε πιει από το αίμα του εκείνος γινόταν πιο αδύνατος και αδύναμος. Δεν της ήταν καθόλου ευχάριστη η επαφή τους, αλλά σε αυτόν όφειλε την «αφύπνισή της» και το ότι η ζωή της είχε αποκτήσει νόημα μετά από αιώνες και, επίσης, αυτός την έφερε στην Αγγλία. Το αντάλλαγμα που του προσέφερε ήταν το ελάχιστο δυνατό και αυτό την ικανοποιούσε ακόμα περισσότερο: το ότι αυτός, παρά τα όσα είχε κάνει για εκείνη, «χανόταν» εξαιτίας της και δεν επρόκειτο να του προσφέρει την αιώνια ζωή ενός βαμπίρ.

Ο Μπάρλοου, χωρίς να ξεκολλήσει από πάνω της, άφησε ξανά το κηροπήγιο στην θέση του, έβγαλε και πέταξε το σκουφί που φορούσε στον ύπνο και ανέβασε πρώτα το δικό του νυχτικό και μετά το δικό της. Άρχισε να πασπατεύει το κατάλευκο σώμα της, ενώ έτριβε τον ανδρισμό του πρώτα γύρω από το αιδοίο της, για να ανοίξει περισσότερο τα πόδια της, και μετά, με τη βοήθεια του δεξιού του χεριού, μπήκε μέσα της, ριγώντας και γεμίζοντας σάλια τα μάγουλα και το μέτωπό της. Τα βογκητά που έβγαιναν από το λαρύγγι του ήταν αξιοθρήνητα για την Ροντίκα -της θύμιζαν γουρουνίσιο στρίγκλισμα-, η οποία χάραζε την πλάτη του για πολλοστή φορά, ματώνοντάς τη λίγο και παίρνοντας το αίμα του στο στόμα της. Ο Μπάρλοου δεν την κοίταζε κατάματα αυτές τις στιγμές, αλλιώς θα είχε δει τα σκοτεινά μάτια της και τους μυτερούς κυνόδοντές της, και θα είχε τρομοκρατηθεί. Αλλά η Ροντίκα δεν άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί και επανέφερε την εμφάνισή της σε ανθρώπινη μορφή. Δεν ήταν ακόμα η ώρα να ξεφορτωθεί τον συγγραφέα.

Το σμίξιμό τους δεν κράτησε πάνω από τρία λεπτά και η κορύφωσή του ήταν ικανοποιητική μονάχα για τον Μπάρλοου, ο οποίος έκανε λες και νικούσε κάποιον εχθρικό στρατό. Το οποίο, υπέθετε εκείνη, μάλλον ίσχυε: ο Μπάρλοου πάλευε να κερδίσει τον χρόνο, που του έπαιρνε τη ζωτικότητα από το σώμα του. Κι όχι μόνο το χρόνο, αλλά κι εμένα, σκέφτηκε με κακία. Απλά, δεν το ξέρει.

Η Ροντίκα τον άφησε να πέσει ξεθεωμένος στο μαξιλάρι του, όπου και αποκοιμήθηκε σε δευτερόλεπτα. Ούτε καν έσιαξε το νυχτικό του, παρά έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ροχαλίζει.

Εκείνη σηκώθηκε και το νυχτικό της κατέβηκε ως τους αστραγάλους της. Περπάτησε στο καλυμμένο με χαλί πάτωμα, έκανε τον γύρο του κρεβατιού, άνοιξε την πόρτα, βγήκε στον υποφωτισμένο από τα στερεωμένα κηροπήγια στους τοίχους διάδρομο, την έκλεισε και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Σύμφωνα με τον Μπάρλοου, όλοι οι χώροι είχαν εικόνες αγίων, πριν αναλάβει αυτός το κτίριο και τις αφαιρέσει, για να βάλει στην θέση τους τις προσωπογραφίες ανθρώπων όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Κάρολος Ντίκενς και η Μαίρη Σέλεϊ, καθώς και άλλους πίνακες ζωγραφικής (με τοπία της υπαίθρου, με παλιά κάστρα κ.ά.). Πέρασε έξω από άλλες κλειστές πόρτες, τα δωμάτια των οποίων δεν φιλοξενούσαν κανέναν όλα αυτά τα χρόνια που είχε αγοράσει το Πρεσβυτέριο ο Μπάρλοου. Από αυτά που της είχε πει, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, ο αιδεσιμότατος Χένρι Μπουλ και η σύζυγός του Κάρολαϊν Φόιστερ έμειναν εδώ από το 1862 έως το 1884. Απέκτησαν δεκατέσσερα παιδιά, οπότε ήταν κατανοητό γιατί ανακαίνισαν το παλιό πρυτανείο και κατέληξαν να φτιάξουν στην θέση του ένα πολύ μεγαλύτερο κτίσμα. Πού να ήξεραν ότι θα τους έβρισκε το κακό πριν καν φύγει ο αιώνας. Η Ροντίκα είχε ρωτήσει τον συγγραφέα τι τους συνέβη. «Κάποια αρρώστια, απ’ ό,τι έμαθα» της απάντησε. «Μάλλον, φυματίωση. Τα παιδιά τους, όσα επέζησαν, έφυγαν από το Πρεσβυτέριο».

Μια αρρώστια τότε, μια αρρώστια και τώρα, είχε συλλογιστεί με μια δόση ειρωνείας η Ροντίκα όταν έμαθε για τους Μπουλ. Είναι καταραμένο το μέρος. Στοιχειωμένο. Βέβαια, σε καμιά περίπτωση η ίδια δεν έβλεπε τη φύση της ως ασθένεια, αλλά ήταν σίγουρη πως οι άνθρωποι έτσι θα την αντιμετώπιζαν όταν θα μάθαιναν για αυτήν.

Όταν κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε στον κεντρικό διάδρομο του ισογείου, η Ροντίκα έγινε ξανά η Κόμισσα, με την όψη του προσώπου της να αλλάζει: τα ανθρώπινα μάτια χάθηκαν στο σκοτάδι, ενώ τα δόντια της έγιναν σκυλίσια. Στράφηκε και, αντί να πάει κατευθείαν στο υπόγειο (ή αντί να βγει έξω ή αντί να καθίσει κοντά στο τζάκι, όπως συνήθιζαν ενίοτε με τον Μπάρλοου), πήγε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του μοναδικού υπηρέτη που είχε απομείνει σε τούτο το μέρος και μπήκε. Το δωμάτιο δε φωτιζόταν καθόλου, αλλά η Κόμισσα έβλεπε τα πάντα. Κουρτίνες που κάλυπταν το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε εκεί, το μονό κρεβάτι με τα κλινοσκεπάσματα τακτικά στρωμένα, το ξύλινο κομοδίνο με τα δύο συρτάρια και το σβηστό κερί, μια δίφυλλη ντουλάπα, μια ξύλινη καρέκλα… Αλλά πουθενά ο υπηρέτης, πράγμα περίεργο, γιατί τέτοια ώρα πού θα μπορούσε να πάει;

Η Κόμισσα γύρισε την στιγμή που ο άντρας ριχνόταν εναντίον της. Είχε μυρίσει το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, αλλά και τον ιδρώτα που είχε μουσκέψει τα μαλλιά και το νυχτικό του. Ο άντρας κρυβόταν πίσω από την πόρτα, πριν της επιτεθεί. Εκείνη, σκεπτόμενη πως ο αξιοθρήνητος αυτός θνητός την υποπτευόταν από καιρό, από τότε που την γνώρισε, αναρωτήθηκε αν αυτός ξαγρυπνούσε κάθε βράδυ περιμένοντάς την.

Ο υπηρέτης κράδαινε στο δεξί του χέρι ένα κουζινομάχαιρο, ένα από εκείνα τα καλά, τα ασημένια, που δεν ήταν μυτερά, που όμως είχαν μια σειρά καλά τροχισμένα δοντάκια. Αυτά τα μαχαίρια, και τα αντίστοιχα πιρούνια και κουτάλια, τα φυλούσαν για εξαιρετικές περιπτώσεις καλεσμένων. «Πέθανε, δαίμονα!» της φώναξε. «Πέθανε…»

Δεν αποτέλειωσε τη φράση του, γιατί η Κόμισσα άρπαξε σχεδόν ταυτόχρονα το χέρι και τον λαιμό του. Έσφιξε τον καρπό του και το δέρμα υποχώρησε και το κόκαλο έσπασε και τα δάχτυλα μούδιασαν και άνοιξαν και το μαχαίρι έπεσε με έναν υπόκωφο κρότο στο χαλί που κάλυπτε το δάπεδο. Ο μαυρομάλλης άντρας, που δεν ήταν πάνω από σαράντα χρονών, γούρλωσε τα μάτια και άνοιξε το στόμα, για να ουρλιάξει από πόνο, αλλά δεν το μπόρεσε και βγήκε μονάχα ένα άηχο βήξιμο.

Η Κόμισσα άφησε το άχρηστο χέρι του να κρεμάσει πλάι στο σώμα του. «Ανίδεο θήραμα» του είπε με τη συριστική, όμοια με φιδιού, φωνή της. «Νόμιζες πως θα σκότωνες εμένα. Εμένα. Ένα ανώτερο ον». Του χαμογέλασε και ο άντρας τρόμαξε στην θέα των κάτασπρων λεπίδων που ξεπρόβαλλαν μπροστά του.

Ο άντρας παρακάλεσε τον Θεό να λυπηθεί την ψυχή του.

Εκείνη έφυγε για το υπόγειο και την καταπακτή που υπήρχε εκεί, κρατώντας τον υπηρέτη, σέρνοντάς τον σαν σακί με άχρηστα πράγματα που ήθελε να ξεφορτωθεί.

Πριν καν κατέβουν όλες τις σκάλες, με το φως να χάνεται από πάνω τους, καθώς βυθίζονταν σε μια επίγεια κόλαση, ο άντρας μύρισε την αποφορά των πτωμάτων και μετά άκουσε τα παιδικά γρυλίσματα. Οι προσευχές του έγιναν αμέσως πιο έντονες, ενώ πλέον έκλαιγε κιόλας.

«Ελάτε, παιδιά μου» είπε η Κόμισσα, αφήνοντάς τον να πέσει. «Η μαμά σάς έφερε φρέσκο κρέας».

Αυτά την περικύκλωσαν, κοιτώντας την με παρόμοια με αυτήν αβυσσαλέα μάτια. Και μετά, είδαν τον υπηρέτη. Και άρχισαν να μπήγουν τα δόντια τους σε διάφορα σημεία του σώματός του και να καταπίνουν το αίμα που έβγαινε από τις πληγές.

Η Κόμισσα, βλέποντας την πεντάχρονη Μίνα Σαντγουέι και τα εξάχρονα Εμίλια Μπέρταντ και Μάικλ Κέρινγκτον να απορροφούν την ζωή και τη δύναμη του υπηρέτη, θυμήθηκε τα άλλα τέκνα της, την Ρεβέκκα, τον Νικολάι, το Βασίλι και την Έλενα. Κι εκείνα, τον πρώτο καιρό, όταν ακόμα ανακάλυπταν την νέα τους φύση μένοντας μέρα και νύχτα στο κάστρο της, περίμεναν πώς και πώς να τους φέρει κάποιο θήραμα, κάποιον άτυχο διαβάτη ή μια οικογένεια τσιγγάνων, για να βυθίσουν τα δόντια τους στη σάρκα και να γευτούν το πολυπόθητο αίμα. Δεν γρύλιζαν και οι τέσσερις, παρά μόνο η Έλενα, ο οργανισμός της οποίας δεν είχε αντιδράσει όπως περίμενε η Κόμισσα, δεν είχε δεχτεί εντελώς την αλλαγή, κι αντί να γίνει ένας ανώτερος βρικόλακας, κατάντησε ένα σχεδόν αξιολύπητο ζώο, όπως και τούτα τα μικρά που θα έμεναν για πάντα έτσι, μικρά και αιμοβόρα.

Η Ρεβέκκα ήταν η πρώτη που, μετά τις αρχικές τέσσερις νύχτες, άρχισε να συγκρατείται και να μην ορμάει σαν άγριο θηρίο, παρά φερόταν σαν αριστοκράτισσα, ξέσκιζε ένα σημείο του λαιμού του θύματος, έμπηγε τα δόντια της σε αυτό, αλλά χωρίς ορμή. Η αγαπημένη της Ρεβέκκα έβλεπε την Κόμισσα που καθόταν στην θέση της, στην κορυφή της τραπεζαρίας, γαλήνια και πανέμορφη, και αποφάσισε ότι ήθελε να της μοιάσει. Ήθελε να την πλησιάσει κι άλλο, πολύ περισσότερο από τους άλλους τρεις. Κι αυτό έκανε: παρόλο που είχε μπροστά της ένα υποψήφιο φοβισμένο θύμα, το προσέγγιζε σιγά-σιγά, το καθήλωνε στην αγκαλιά της και το σκότωνε με ένα φιλί, ενώ οι άλλοι τρεις απλά έπεφταν πάνω του σαν λύκοι που έχουν περικυκλώσει ένα ελάφι. Σταδιακά, ο Νικολάι και ο Βασίλι κατάφεραν να φέρονται σαν τη Ρεβέκκα, αλλά τους πήρε μήνες για να το πετύχουν, αποδεικνύοντας στην Κόμισσα την υποψία της πως, αν υπήρχε ένα έμβιο ον ικανό να προσεγγίσει τη σκοτεινή θεοποίηση ήταν η γυναίκα και όχι ο άντρας.

Σιμπίου, Κλουζ Ναπόκα και Σφίντου Γκεόργκε. Οι τρεις πόλεις της Τρανσυλβανίας από τις οποίες είχε αρπάξει τους υποτακτικούς της σε τρεις διαφορετικές νύχτες. Ο λόγος, προφανής: δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Όχι τότε και όχι εφόσον μπορούσε να το αποφύγει. Επέλεξε αυτές επειδή ήταν σχετικά κοντά στο Μπραν και δύσκολα οι Ούγγροι θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι οι εξαφανίσεις συνδέονται μεταξύ τους. Κατά σειρά, πήγε σε μια πόλη ανατολικά, μετά πάλι ανατολικά αλλά πιο βόρεια και έπειτα κατέβηκε προς τα δυτικά. Με εξαίρεση τον Νικολάι, που στην Κλουζ Ναπόκα είχε αρχίσει να γίνεται περιζήτητος υποψήφιος σύζυγος για πολλές νέες, η Ρεβέκκα στο Σιμπίου και ο Βασίλι με την Έλενα στο Σφίντου Γκεόργκε μαράζωναν δίπλα σε οικογένειες που είτε δεν νοιάζονταν (στην περίπτωση των δύο αδερφών), είτε δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο (στην περίπτωση της Ρεβέκκα). Ουσιαστικά, η Κόμισσα τους είχε σώσει. Όλους τους. Γιατί και ο Νικολάι, αργά ή γρήγορα, θα μετατρεπόταν σε ένα ξεδιάντροπο αδηφάγο, ανθρωπόμορφο τέρας, που θα κατέστρεφε αθώες κοπέλες. Η Ρεβέκκα δεν είχε άδικο ως προς αυτό. Οι άντρες ήταν αναπόφευκτο να φέρονται με άθλιο τρόπο προς τις γυναίκες ή και προς τα παιδιά τους. Η ίδια η Κόμισσα, όταν ακόμα ήταν η Ροντίκα Ντραγκίτσι, μια νέα σύζυγος ενός κόμη -με άλλα λόγια, όταν ήταν ένα κατώτερο ον-, βίωνε έναν αδιάκοπο πνευματικό και σωματικό όλεθρο δίπλα στον άντρα της. Την κακομεταχειριζόταν, ειδικά όταν έπινε. Στο κρεβάτι, έσκιζε τα ρούχα της, μη δίνοντας σημασία στις διαμαρτυρίες της -γιατί εκείνη όχι απλά δεν ήθελε να συνευρίσκονται, ούτε καν να παντρευτούν· αλλά δεν της έπεφτε λόγος, δεν θα αποφάσιζε εκείνη ποιον θα υπηρετούσε-, άνοιγε τα πόδια της και έσπρωχνε τον ανδρισμό του μέσα της –όταν κατάφερνε να έχει στύση, δηλαδή. Πολλές φορές, τη χτυπούσε, για να σταματήσει τα κλάματά της και να την κάνει υπάκουη. Ήταν ένας σατράπης της οικογένειας των Ντράκουλ, που υπερηφανευόταν για τον συγγενή του, τον Βλαντ τον Τρίτο, γνωστό και ως Τσέπες, δηλαδή Παλουκωτή. Τον άνθρωπο που είχε μείνει στην Ιστορία για τις αδιανόητες βαναυσότητες που έπραττε εις βάρος των αιχμαλώτων του: τους κάρφωνε ζωντανούς σε παλούκια, σε κοινή θέα, και τους άφηνε να πεθάνουν, με τα όρνεα να παίρνουν κι αυτά το μερίδιό τους. Δεν ήταν περίεργο, λοιπόν, που κι αυτός ο άθλιος «σύζυγος» φερόταν τοιουτοτρόπως προς την Ροντίκα.

Από την άλλη, υπήρχε ο Ίλιε Στάνκου. Ο στρατιώτης της. Ο άντρας που της έδωσε ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Πόσο πολύ λαχταρούσε να την αγγίξει… Ήταν τρυφερός μαζί της. Γενναίος που αυτός, ένας απλός σωματοφύλακας, τολμούσε να κοιτάξει με αγάπη μια κόμισσα. Αλλά το έκανε. Την λάτρεψε. Της μιλούσε με θέρμη, σαν να ήταν αγία κι αυτός ένας πιστός της που ένιωθε δέος εμπρός της. Με κάθε ευκαιρία, ξέκλεβαν κάποια στιγμή, για να είναι μαζί, μακριά από τους συγγενείς της Ροντίκα. Εκείνη, μια κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά, ψηλή συγκριτικά με άλλες γυναίκες της εποχής της, και αυτός, ένας μαυρομάλλης άντρας με δυνατό κορμί, γαλάζια μάτια και μεγάλο μουστάκι (όπως συνηθιζόταν τότε). Το σμίξιμό τους ήταν η αποθέωση του έρωτα και για τους δύο. Ο Ίλιε θα παρέμενε αιωνίως ο αγαπημένος της σύντροφος.

Και, τέλος, κάτι λιγότερο από τρεις αιώνες μετά, το 1887, ήρθε στην ζωή της και ο τριανταπεντάρης, με ξανθά μαλλιά, τότε Τζον Μπάρλοου, συγγραφέας από το Λίβερπουλ, ιδιοκτήτης/εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Weird Literature, ο οποίος έψαχνε για μύθους της Ανατολικής Ευρώπης, ως υλικό για τις ιστορίες φαντασίας του, έχοντας πλήρη άγνοια του πού και με ποια έμπλεκε. Ήταν (και παρέμενε) ένα ανόητο πλάσμα, που ήθελε να μοιράζει τρόμο και δέος στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του, απομυζώντας τους λεφτά. Ο Μπάρλοου ζούσε σε έναν δικό του κόσμο, τον οποίο γνώριζε στο κοινό του. Αλλά είχε δώσει στην Κόμισσα την ιδέα που χρειαζόταν, για να αρχίσει το έργο της. Ο Μπάρλοου είχε μείνει μαζί της στο κάστρο της και ήταν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να φύγει από αυτό ζωντανός -και δεν ήξερε πόσο τυχερός ήταν, γιατί τα τέκνα της Κόμισσας, την ύπαρξη των οποίων εκείνος αγνοούσε, ήθελαν να γευτούν το αίμα του-, αλλά με ένα βρικόλακα να τον συνοδεύει. Και τώρα, δέκα χρόνια μετά, κοιμόταν εξίσου ανίδεος όπως τότε.

Η Κόμισσα άφησε τα μικρά να αποτελειώσουν τον υπηρέτη και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε ένα φύλλο από τη γραφομηχανή του Μπάρλοου, καθώς και ένα μολύβι, και κατέβηκε στο δωμάτιο του υπηρέτη. Εκεί έγραψε ένα σημείωμα, με το οποίο υποτίθεται ότι ο υπηρέτης δήλωνε πως εγκαταλείπει το Πρεσβυτέριο, γιατί «φοβάμαι την κυρία». Άφησε το χαρτί στο κομοδίνο και γύρισε κοντά στον συγγραφέα. Πέταξε το μολύβι στο γραφείο και ξάπλωσε.

Μία ή δύο μέρες ακόμα. Ίσως τρεις. Αυτό ήταν το υπόλοιπο της ανούσιας ζωής του Τζον Μπάρλοου. Αν δεν είχε κανένα ενδιαφέρον νέο για εκείνη, θα τον παρέδιδε στα παιδιά.

 

*

 

Βουδαπέστη

Είχε φύγει, λοιπόν. Πήγαινε να βρει τον αδερφό του και ανώτερό τους, ώστε να γνωριστούν και να συνδράμει και αυτός στις προσπάθειες του αποσπάσματος, να τελειώσει το μαρτύριο που βίωνε το Μπραν σε πρώτο βαθμό και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία σε μεγαλύτερο. Αυτός, ένας Αμερικάνος που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου, ντυμένος ακριβώς όπως θα ήταν στη χώρα του, κι όχι σαν ένας οποιοσδήποτε επισκέπτης. Αυτός πήγαινε, ο Μαξ Κάρτερ. Όχι εκείνοι, που ήταν πολύ πιο άμεσα εμπλεκόμενοι και τους αφορούσε η υπόθεση και επαγγελματικά και προσωπικά. Λόγω μιας αναθεματισμένης εντολής.

Την ίδια ώρα που ο Κάρτερ και το άλογό του ξαπόσταιναν έξω από το Κάρτσαγκ, ο Βολφ και ο Ράινχελ κάθονταν στο καφέ-μπαρ Τέλι Πόχαρ της οδού Βοροσμάρτι τερ. Ήταν ένα σχετικά μικρό μέρος, με φθηνά ποτά, που συνήθως ασφυκτιούσε από κόσμο, όπως τώρα. Η διακόσμηση του περιελάμβανε πίνακες ζωγραφικής στους κίτρινους τοίχους, που έδειχναν ακόμα μικρότερα μαγαζιά σαν αυτό, με πέντε έξι πελάτες καθισμένους σε τραπέζια και μια δυο σερβιτόρες με φαρδιά μέση και μακριά φορέματα με βαθύ ντεκολτέ -οι ζωγράφοι, προφανώς, ήθελαν να τονίσουν τα γεμάτα στήθη των γυναικών- να κυκλοφορούν χαμογελαστές κρατώντας μεγάλα ποτήρια μπίρας ή μπουκάλια κρασιού, καρέκλες και τραπέζια από ξύλο και χωρίς τραπεζομάντιλα, έναν τεράστιο καθρέφτη πίσω από τη μπάρα (όπου δούλευαν τρία άτομα), στο ταβάνι έναν στρογγυλό πολυέλαιο με αμέτρητα κεριά (από τα οποία άναβαν μονάχα καμιά τριανταριά, ίσα-ίσα να μπορείς να βλέπεις πού πας ανάμεσα στις σχεδόν σκιερές φιγούρες που σε περιτριγύριζαν) και έναν ψηλό και με τετράγωνο κορμό πορτιέρη που χαμογελούσε σε όποιον ήθελε να μπει και φαινόταν έμπιστος (δηλαδή, σε όποιον είχε λεφτά να πληρώσει ό,τι πάρει). Το δάπεδο ήταν στρωμένο με χαλί που είχε σχήματα σαν κίτρινα κλαδιά με κίτρινα φρούτα –δεν έμοιαζαν με λεμόνια, αλλά μάλλον με μήλα. Υπήρχε και μια ορχήστρα από τρεις γκριζομάλληδες μεσήλικες και τρεις πιτσιρικάδες με μακριά μαλλιά, όλοι με μουστάκι (οι μεγάλοι είχαν πιο παχύ) και ντυμένοι με άσπρο πουκάμισο, κόκκινο γιλέκο, φαρδύ σκούρο παντελόνι και μαύρες μπότες, που έπαιζαν (πολύ καλά, είναι η αλήθεια) τσιγγάνικη μουσική τα βιολιά τους, τις βιόλες και ένα μικρό πιάνο.

Είχαν επιλέξει αυτό το μέρος γιατί δεν ήταν πολύ μακριά από τον τοπικό σταθμό του Evidenzbureau, αλλά ούτε πολύ κοντά ώστε να συναντήσουν κάποιον συνάδελφό τους. Επίσης, εδώ μέσα, με όλον αυτό το χαμό που γινόταν, ήταν απίθανο να ακούσει κάποιος κάτι που δεν θα ήθελαν να μάθει. Ακόμα, τους άρεσε που ο ιδιοκτήτης είχε φροντίσει να τιμάται δεόντως ο τίτλος του μαγαζιού –Τέλι Πόχαρ σήμαινε Γεμάτο Ποτήρι– και τους έφερναν ψηλά και χοντρά γυάλινα ποτήρια, όπου η αφρισμένη μπίρα σχεδόν ξεχείλιζε. Είχαν τελειώσει τη βάρδιά τους και οπότε είπαν να πιουν ένα δυο ποτήρια πριν χωρίσουν, για να πάνε σπίτι.

Από τη στιγμή που άφησαν τον Κάρτερ και μέχρι τώρα, με εξαίρεση τον Ορμπάν που τσαντίστηκε με τα νεώτερα και τους τα έψαλλε ξανά, δεν είχε συμβεί κάτι άλλο. Τα μόνα που είχαν μάθει ήταν τα εξής: το απόσπασμα του Δέκατου Πέμπτου είχε έρθει αντιμέτωπο με «κάποιες σκιώδεις, μαυροντυμένες μορφές με χλομό δέρμα και μάτια σα σφαίρες» που επιτέθηκαν σε ανυποψίαστους περαστικούς και μονάχα ένας τους επέζησε· ο αντιστράτηγος Ζαλάν μίλησε για μια «Κόμισσα που είναι βαμπίρ και έχει δικό της λημέρι γεμάτο άλλα βαμπίρ»· και ο Φάμπιαν θα ξεκινούσε να ανακρίνει ξεσπιτωμένους κατοίκους του Μπραν που είχαν καταλύσει στο Μπρασώφ. Στο τηλεγράφημα, τους ανέφερε και ότι «έχετε κάνει πολύ καλή δουλειά, λοχαγέ Βολφ και επιλοχία Ράινχελ, και επικροτώ όποια επαγγελματική πρωτοβουλία παίρνετε», το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει διάφορα πράγματα για κάποιον άλλο (όπως, πχ, για τον Ούγγρο λοχαγό που χειριζόταν τον τηλέγραφο και διάβαζε ό,τι έφτανε στον σταθμό και ό,τι έφευγε από αυτόν και μετά το μετέφερε στον Ούγγρο ανώτερό του, τον Ορμπάν), αλλά για τον Βολφ και τον Ράινχελ σήμαινε ότι ο Φάμπιαν περίμενε με ανυπομονησία τον «καθηγητή Τζον Χίθροου» -άλλωστε, κατ’ ουσίαν δεν είχαν πάρει άλλη πρωτοβουλία. Υπήρχε και μια σημείωση για το ότι μάλλον θα είχε καλή συνεργασία με τις τοπικές Αρχές, «αλλά αυτό θα το διαπιστώσω αργότερα» τόνιζε. Το κείμενο ολοκληρωνόταν, φυσικά, με την επιθυμία του να μεταφέρουν την αγάπη του στην Έμιλυ και την Ορέλια και να τον ενημερώσουν για την πορεία της υγείας της κόρης του.

Απάντησαν στο μήνυμά του, με κωδικοποίηση για ό,τι αφορούσε τον Κάρτερ (το ότι είχε φύγει για το Μπραν, δηλαδή) και όλα τα υπόλοιπα με απλό, καθημερινό λόγο (Ευχαριστούμε, κύριε ταγματάρχη. Η σύζυγος και η κόρη σας είναι καλά. Μάλιστα, η υγεία της μικρής Ορέλια παρουσιάζει ταχεία βελτίωση. Αναμένουμε νεώτερα από την αποστολή. Διατάξτε.)

Ο Ορμπάν δεν τους είχε ενοχλήσει πέραν από το τυπικό («Βλέπετε τι γίνεται, έτσι; Το πράγμα ολοένα και χειροτερεύει και εμείς τρέχουμε και δε φτάνουμε να το σταματήσουμε. Να θυμάστε, κύριοι, τι σας είπα. Εσείς θα πέσετε πρώτοι»). Για τα περί βρικολάκων, δεν μίλησε καθόλου. Μπορεί, όμως, να είχε απορίες σχετικά με τα υπονοούμενα του Φάμπιαν, αλλά επίσης δεν τα σχολίασε καθόλου. Ο λοχαγός και ο επιλοχίας δεν ήξεραν αν αυτό ήταν καλό ή όχι. Αλλά δεν σκοτίστηκαν περισσότερο και απλά περίμεναν να έρθει η ώρα να φύγουν. Από τη στιγμή που είχαν μάθει για τις εγκληματικές παρασπονδίες του διοικητή του σταθμού, ο χώρος εργασίας τους μετατράπηκε σε ένα είδος φυλακής για αυτούς και δεν ήθελαν να είναι εκεί, αν δεν ήταν υποχρεωμένοι.

Τώρα, έπιναν, κάπνιζαν και χαλάρωναν, και ο πανζουρλισμός που γινόταν σε τούτο το καφέ-μπαρ και το αλκοόλ τούς βοηθούσαν πολύ. Παρατηρούσαν τους άλλους θαμώνες που είτε χόρευαν και έπιναν, είτε στέκονταν όρθιοι και μιλούσαν και έπιναν, είτε κάθονταν σε ένα τραπέζι και έπιναν (όπως έκαναν ο Βολφ με τον Ράινχελ). Οι σερβιτόρες, που ελάχιστα θύμιζαν αυτές στους πίνακες -καθότι ήταν ντυμένες χωρίς να τονίζεται το μπούστο τους· η κάθε μία φορούσε άσπρη πουκαμίσα με μακριά κόκκινη φούστα και ποδιά-, κυκλοφορούσαν με δίσκους ανά χείρας, ιδρωμένες και όσο γινόταν πιο διακριτικά, αποφεύγοντας να ενοχλήσουν τους πελάτες.

Οι δύο κατάσκοποι είχαν βγάλει τα πανωφόρια που συνήθως φορούσαν και τα είχαν αφήσει σε μια καρέκλα δίπλα τους. Δεν ανησυχούσαν μη φανούν τα πιστόλια τους, γιατί είχαν ακόμα το σακάκι του ο καθένας.

Κάποια στιγμή, ο Βολφ χαμογέλασε, αλλά με θλίψη, και ο Ράινχελ τον ρώτησε «Τι έγινε, κύριε λοχαγέ; Τι σκέφτηκες;»

«Το Μπραν, τι άλλο; Ένα χωριουδάκι στην μέση του πουθενά. Μετατράπηκε σε σφαγείο και πλέον έχει γίνει το επίκεντρο ολόκληρης στρατιωτικής και κατασκοπικής επιχείρησης. Τρεις υπηρεσίες Ασφαλείας και Άμυνας έχουν αναμειχθεί». Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. «Ένα μέρος φαινομενικά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον». Κοίταξε προς τον ψηλότερό του επιλοχία. «Με εξαίρεση το κάστρο».

«Με εξαίρεση το κάστρο, όντως. Λες να είναι αυτό τελικά που πρέπει να μας νοιάζει;»

«Μπορεί, δεν ξέρω. Εκεί υποτίθεται ότι ζούσε η “δαιμόνισσα” που ανέφερε εκείνος ο λοχαγός των Ούγγρων μισθοφόρων το 1600-κάτι».

«Το 1604».

«Ναι, τότε».

«Αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει πάνω από διακόσια χρόνια. Μου φαίνεται λίγο δύσκολο να επέζησε. Εκτός αν είναι βρικόλακας».

«Σωστά, σωστά» ύψωσε το ποτήρι ο Βολφ και το κατέβασε ξανά στο τραπέζι. «Βέβαια, έχουμε και τις μαρτυρίες των κατοίκων που έφυγαν. Που, απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι μιλάνε για βρικόλακες. Δεν μας έφταναν οι άλλοι πιθανοί εχθροί, πρέπει να έχουμε στο σβέρκο μας και γαμημένους βρικόλακες». Κάπνισε όσο τσιγάρο έμενε, πέταξε τη γόπα στο σταχτοδοχείο και άναψε άλλο.

Ο Ράινχελ δεν απάντησε. Καταλάβαινε γιατί μιλούσε έτσι ο ανώτερός του. Τρεις μέρες τώρα, μόνο κακά μαντάτα έφταναν από εκείνο το χωριό της Τρανσυλβανίας. Καταστροφές και νεκροί και αγνοούμενοι. Και ουδείς ύποπτος -πέραν των υποτιθέμενων βρικολάκων, δηλαδή, που κι αυτοί ήταν άφαντοι- υπό κράτηση ή έστω νεκρός. Δεν είχαν τίποτα το ουσιώδες στα χέρια τους και οι εξελίξεις έτρεχαν σαν πλούσια κοριτσόπουλα που παίζουν ανέμελα στην εξοχή. Ως προς αυτό, ο Ορμπάν είχε δίκιο που τους κατσάδιαζε, αν και αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν το δικό του κεφάλι και κανενός άλλου. Ο Ράινχελ (όπως και ο Βολφ με τον Φάμπιαν) ήταν σίγουρος ότι ο Ορμπάν δεν έδινε δεκάρα για τους νεκρούς/αγνοούμενους κατοίκους του Μπραν (και τους αντίστοιχους πολιτοφύλακες), ούτε για τους συγγενείς τους, που σίγουρα θα αγωνιούσαν για τους δικούς τους ανθρώπους.

«Ελπίζω ο Φάμπιαν να βρει την άκρη και να ξεκάνει τα καθίκια» είπε ο Βολφ. Έσφιξε τα χείλη του και ανάπνευσε με φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας, σαν να πνιγόταν κάτω από νερό και μόλις που πρόλαβε να βγει στην επιφάνεια. «Πόσο θα ήθελα να είμαι και εγώ εκεί, να τους στείλω στην κόλαση».

«Ναι, το καταλαβαίνω. Κι εγώ το ίδιο θέλω. Αλλά έπρεπε να σεβαστούμε τη διαταγή του Φάμπιαν». Αποτέλειωσε το δικό του τσιγάρο, αλλά δεν άναψε άλλο. Έξυσε το κεφάλι του και τα κοντά ξανθά μαλλιά του. Αποφάσισε να αλλάξει θέμα –δεν έβγαινε τίποτα το καλό αν έξυναν συνέχεια τις ίδιες πληγές. «Πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;» ρώτησε.

Ο Βολφ ανασήκωσε τους ώμους του και απάντησε «Τα ίδια, όπως τα ξέρεις. Η γυναίκα μου πηγαίνει σε σπίτια και διδάσκει αγγλικά σε παιδιά εύπορων οικογενειών, και ανησυχεί για εμένα. Η κόρη μου πάει στο σχολείο τα πρωινά και μετά διαβάζει με την μητέρα της –γιατί, αν περίμενε από εμένα, όλο παρατηρήσεις θα της έκανε ο δάσκαλος της».

«Ως προς αυτό, είμαι σίγουρος. Κι εγώ, όταν κάνουμε παιδάκι με την γυναίκα μου, θα απέχω από την μάθησή του. Για το δικό του καλό».

Χαμογέλασαν. Και οι δύο σκέφτηκαν ότι θα επέστρεφαν σε λίγο στην οικογένειά τους, μακριά από τις έγνοιες του Evidenzbureau.

Τότε, όμως, ο Ράινχελ θυμήθηκε κάτι που είχε πει ο Φάμπιαν σχετικά με τη δική του οικογένεια. «Ο κύριος ταγματάρχης μάς ζήτησε μια χάρη. Να προσέχουμε την Έμιλυ και την Ορέλια» είπε. «Πώς θα το καταφέρουμε αυτό; Ο μαλάκας μάς έχει στο στόχαστρο».

Ο Βολφ κατάλαβε ότι ο επιλοχίας αναφερόταν στον Ορμπάν. Δεν είχαν να ανησυχούν για πολλούς μαλάκες, τουλάχιστον όχι εδώ, στη Βουδαπέστη. Υπήρχε και ο Τζούρτζου, βέβαια, που ξεπερνούσε τον Ορμπάν σε κακία και μοχθηρία, αλλά αυτός δεν είχε φανεί καθόλου τις τελευταίες μέρες –πράγμα όχι και τόσο περίεργο για αυτούς. «Θα πρέπει ένας από τους δύο να είναι μαζί τους» απάντησε. «Θα πρέπει να βρούμε μια δικαιολογία». Ρούφηξε μια τζούρα από το τσιγάρο. Αλλά τι θα γίνει με τις οικογένειές μας; Τι θα πω στην γυναίκα μου; αναρωτήθηκε.

«Δύσκολο» είπε ο Ράινχελ. «Είμαστε μόνο δύο. Άλλωστε, δεν νομίζω ο Φάμπιαν να εννοούσε ακριβώς αυτό, να είναι, δηλαδή, κάποιος από εμάς μαζί τους, για ώρες, μέχρι να τον αλλάξει ο άλλος. Απλά… να τις έχουμε κατά νου. Μια φορά την ημέρα, ας πούμε, να πηγαίνουμε και να ελέγχουμε αν χρειάζονται κάτι κλπ. Κάπως έτσι το σκέφτομαι».

«Πιο εύκολο αυτό, σίγουρα». Ανασήκωσε τους ώμους. «Κι ίσως δεν χρειαστεί να τους γινόμαστε βάρος για πολύ καιρό, έτσι; Μπορεί να ξεμπερδέψουμε με αυτή την υπόθεση γρήγορα, ίσως σε δύο ή τρεις μέρες. Θα έρθει πίσω ο Φάμπιαν, σώος και ασφαλής, μαζί με τον πιστολέρο, συν τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους, όλοι θριαμβευτές, και θα επανέλθουμε στην καθημερινότητά μας». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την μπίρα του, αποτελειώνοντάς την. Σήκωσε το ποτήρι και το έδειξε σε μια σερβιτόρα, κάνοντάς της νόημα ότι ήθελε να το γεμίσει.

Εκείνη, μια νεαρή ξανθιά με γαλανά μάτια και μια ελιά στο δεξί της μάγουλο, ελίχθηκε με χάρη, ήρθε χαμογελώντας και το πήρε. «Θα επιστρέψω σε λίγο, κύριε» είπε με φανερό άγχος.

«Δε βιάζομαι, δεσποινίς» της είπε ο Βολφ. Έδειξε με το κεφάλι προς την μπάρα. «Έχετε κόσμο σήμερα, έτσι;»

Του ένευσε. «Ναι, πάρα πολύ. Και σήμερα. Αλλά δεν παραπονιέμαι, γιατί όσο περισσότερο κόσμο έχουμε, τόσο περισσότερα θα αποκομίσω, για να πληρώσω τον σπιτονοικοκύρη μου, γιατί αλλιώς θα μας πετάξει έξω. Το μωρό μου δε φταίει σε τίποτα».

«Καταλαβαίνω. Εύχομαι να τα καταφέρεις».

«Ευχαριστώ, κύριε». Η κοπέλα αποχώρισε.

Ο Ράινχελ έσκυψε πάνω από το τραπέζι και είπε με πονηρό ύφος «Είσαι παντρεμένος, κύριε λοχαγέ».

«Το θυμάμαι». Ο Βολφ τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Και κάτι άλλο: σεβασμός στον ανώτερο, στραβάδι».

«Είπα μήπως το ξέχασες».

«Προτιμάς να σε αναφέρω στον μαλάκα;»

«Όχι, κύριε».

«Τότε μην το συνεχίζεις».

«Ναι, κύριε».

Ο λοχαγός χαμογέλασε. «Πάνε αυτές οι εποχές για εμάς, Ράινχελ». Σήκωσε το χέρι και έδειξε τη βέρα του. «Τη φορέσαμε τη χειροπέδη μας».

Ο Ράινχελ συμφώνησε. Αυτομάτως, το μυαλό του πήγε στην ημέρα που είχε συναντήσει για πρώτη φορά την μέλλουσα σύζυγό του: ούτε τρία χρόνια νωρίτερα, σε ένα καφέ της Βουδαπέστης κοντά στο διαμέρισμά του, ενώ εκείνος απολάμβανε τον πρώτο πρωινό του kleiner Schwarzer. Εκείνη, μια όμορφη μαυρομάλλα με μακρύ λευκό φόρεμα και καπέλο, συνοδευόταν από την μητέρα της. Κάθισαν σε ένα τραπέζι μακριά από τον Ράινχελ, ο οποίος δεν πήρε καθόλου τα μάτια του από την κοπέλα. Κι αυτή δεν άργησε να τον δει με τα υπέροχα πρασινωπά μάτια της. Ένα χαμόγελο πρόλαβαν να ανταλλάξουν, προτού η μητέρα της την δει, δει και αυτόν και σηκωθεί, μαζί με την κόρη της, έρθουν και σταθούν κοντά του και του πει «Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά πρόσεξα πώς κοιτάτε την κόρη μου. Είναι άτιμο, ξέρετε, αν δεν έχετε καλές προθέσεις. Οπότε σας ερωτώ: μήπως σκοπεύετε να την παντρευτείτε;» «Βασικά, ναι, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν» της απάντησε. Δεν είχε πει εντελώς αλήθεια, μιας και ο γάμος τού φαινόταν κάτι που έπρεπε να συμβεί αφού πρώτα ήταν σίγουροι και οι δύο ότι το θέλουν, αλλά εντέλει η Ιστορία έδειξε ότι είχε αγνές προθέσεις για την κοπέλα.

«Αλλά δεν θα διαμαρτυρηθούμε. Τουλάχιστον, όχι εγώ» συνέχισε ο Βολφ. «Όχι, καθόλου, επιλοχία. Δεν έχω το παραμικρό παράπονο». Το σκέφτηκε μια στιγμή. «Εντάξει, μπορεί να έχω κάνα δυο, κάτι φωνές, κάτι βλέμματα “περίεργα”… Αλλά δεν θα πω κακό λόγο για την κυρία Βολφ».

«Επειδή κι αυτή ανέχεται τα δικά σου καμώματα;» τον πείραξε ο Ράινχελ.

«Κάτι είπα πριν. Στραβάδι».

«Ναι, ναι, το θυμάμαι». Ο Ράινχελ στριφογύρισε το ποτήρι του στη χούφτα του. «Οπότε πού καταλήγουμε με την περίπτωση των κυριών Άσπελ;»

«Ας ξεκινήσουμε όπως πρότεινες. Μια φορά την ημέρα, ένας από εμάς ή και οι δύο, θα πηγαίνουμε να βλέπουμε τι κάνουν, μη χρειάζονται κάτι. Αυτό. Κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα τραβήξει πολύ αυτή η κατάσταση. Εννοώ…»

«Κατάλαβα τι εννοείς». Σκέφτηκε, Αυτό για το οποίο μιλάμε όλοι μας. Να τελειώσει η υπόθεση του Μπραν, ει δυνατόν αναίμακτα –με εξαίρεση τους ενόχους, δηλαδή, που τους περιμένει μόνο ο θάνατος. «Προτείνω να πάει ένας από τους δυο μας αύριο το πρωί, για να δούμε πότε σκοπεύουν να δώσουν εξιτήριο στην μικρή».

«Καλώς. Αφού προσφέρθηκες, δέχομαι να πας εσύ».

«Τι; Απλά, είπα…»

«Εντάξει, μην επιμένεις, δε φέρνω αντίρρηση. Πήγαινε».

«Γιατί; Επειδή μένω πιο κοντά στο νοσοκομείο;»

«Όχι, επειδή το λέω εγώ. Στραβάδι».

«Γίνεσαι λίγο Ορμπάν ώρες-ώρες, το ξέρεις;»

Ο Βολφ σήκωσε το χέρι του. «Άλλη μια τέτοια βλακεία και θα κάνω εμετό. Πάνω σου. Και θα ήταν κρίμα. Είναι ωραία η μπίρα».

Ο Ράινχελ γέλασε. «Μιας και το ανέφερες, σαν πολύ δεν πίνεις; Είπαμε, μέχρι δύο ποτήρια. Εσύ πας για το τρίτο. Θα πέσεις ξερός όταν πας σπίτι».

«Αυτό θέλω, να κοιμηθώ, να ηρεμήσω, να…»

Τότε ο Βολφ πρόσεξε πως η ξανθιά σερβιτόρα είχε μπλεξίματα. Ένας γκριζομάλλης με εξίσου γκρι κουστούμι και καπέλο φορεμένο στραβά την έπιασε από την μέση και κόλλησε το σώμα του πίσω της. Εκείνη προσπάθησε να του ξεφύγει, φωνάζοντάς του, αλλά δε χρησιμοποιούσε τα χέρια του, για να μην πέσει το σχεδόν ξεχειλισμένο ποτήρι –δεν το είχε σε δίσκο. Όμως, αντί να του ξεφύγει, παγιδεύτηκε ακόμα περισσότερο, αφού άλλοι τρεις γκριζομάλληδες με κουστούμι (γνωστοί του τύπου, αν έκρινε κανείς από το πώς συνομιλούσε μαζί τους από πριν και πώς ήταν ντυμένοι) άρχισαν να την χαϊδολογάνε, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν, πάντα προσπαθώντας να περισώσει την μπίρα –που, όμως, χυνόταν σιγά-σιγά.

Ο Ράινχελ πρόσεξε το ύφος του συναδέλφου του και γύρισε να δει τι τον είχε τσαντίσει. Δίχως να στραφεί, είπε «Είναι τέσσερις κι είμαστε δύο. Αδικία».

«Ναι. Για εκείνους». Ο Βολφ σηκώθηκε και ο Ράινχελ, αφού αποτέλειωσε τη δική του μπίρα, τον ακολούθησε.

Άρπαξαν πρώτα αυτούς που τους είχαν γυρισμένη την πλάτη. Τους έπιασαν από τον λαιμό και από το ένα χέρι και τους τράβηξαν και τους πέταξαν τον ένα αριστερά και τον άλλο δεξιά.

«Αρκετά!» φώναξε ο Βολφ.

Οι άλλοι δύο τον κοίταξαν. Άφησαν την κοπέλα, η οποία κοιτούσε προς τα κάτω, σφίγγοντας τα χείλη της, φανερά πληγωμένη. Ο κόσμος γύρω τους είχε σταματήσει να χορεύει και τους κοιτούσε.

«Τι ανακατεύεστε;» είπε αυτός που ρίχτηκε πρώτος στη σερβιτόρα. «Τραβάτε από δω, μη βρείτε τον μπελά σας».

«Από ποιον να βρούμε τον μπελά μας; Από εσάς;» ρώτησε ο Ράινχελ. «Θα πρέπει να μάθετε να κρατάτε κλειστό το στόμα και κοντά τα χέρια. Για το καλό σας».

Οι δύο τύποι που είχαν πέσει πάνω σε άλλους θαμώνες επέστρεψαν φουρκισμένοι και δοκίμασαν την τύχη τους, υψώνοντας τις γροθιές τους εναντίον του Βολφ και του Ράινχελ, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να γονατίσουν μια στιγμή αργότερα με πόνους στην κοιλιά.

Οι άλλοι δύο οπισθοχώρησαν, σηκώνοντας τα χέρια. «Εντάξει, εντάξει, θα φύγουμε εμείς. Μη μας χτυπήσετε, σας παρακαλώ».

«Μην κουνηθείτε» είπε ο Βολφ. «Για να επανορθώσετε για την ατιμία που διαπράξατε, αποζημιώστε την κοπέλα. Και ζητήστε της συγνώμη. Και μετά, μπορείτε να φύγετε».

Οι τέσσερις τύποι αλληλοκοιτάχτηκαν και έπειτα, ένας-ένας, υπάκουσαν στην εντολή του Βολφ, δίνοντας από ένα γερό φιλοδώρημα στην σερβιτόρα και απολογήθηκαν, δίχως να την κοιτάζουν κατάματα.

Και μετά, έφυγαν.

Ή αυτό θα έκαναν, αν ο Ράινχελ, ψηλότερος από όλους τους, δεν τους σταματούσε. Τους κοίταξε με τη σειρά, από τα αριστερά προς τα δεξιά. «Αν φερθείτε ξανά έτσι, αλίμονο σας» τους είπε.

«Δεν θα το κάνουμε» είπε ένας από αυτούς και οι άλλοι ένευσαν, για να τον επιβεβαιώσουν.

«Ωραία. Δρόμο τώρα» είπε ο Βολφ και έγιναν καπνός. Έπειτα, πλησίασε την κοπέλα. «Είσαι καλά;»

«Ναι. Σας ευχαριστώ. Συμβαίνουν κι αυτά πού και πού».

«Κι αυτός έξω από μαγαζί; Τι παριστάνει; Ποιον φυλάει;» ρώτησε ο Ράινχελ, εννοώντας τον πορτιέρη. «Δεν πρέπει να παρεμβαίνει;»

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, εκτός αν ξεφύγουν τα πράγματα».

«Δηλαδή; Τι πρέπει να γίνει; Να σας βιάσουν;»

«Όχι. Να τους χτυπήσουμε εμείς. Αυτό απαγορεύεται. Όποιος πελάτης είναι μέσα στο μαγαζί, έχει δικαίωμα να μας πει ή να μας κάνει… ό,τι θέλει. Εμείς πρέπει να… να το υπομείνουμε και σε καμία περίπτωση να μην αντισταθούμε».

Ο Βολφ και ο Ράινχελ αντάλλαξαν μια ματιά.

Η κοπέλα είπε «Με συγχωρείτε, χύθηκε πολλή από την μπίρα σας. Θα σας φέρω άλλη».

«Όχι, δε χρειάζεται» τη σταμάτησε ο λοχαγός και έβγαλε χρήματα και την πλήρωσε. «Είναι κερασμένη από εμένα».

«Μα τι λέτε; Δεν πρέπει…»

«Μπορεί, αλλά αυτό θέλω εγώ. Απόλαυσέ την, γιατί με τέτοιον χαμό που γίνεται, χρειάζεσαι λίγο αλκοόλ».

Η κοπέλα τον ευχαρίστησε ξανά.

«Σε κάνα δυο βράδια, θα έρθουμε και πάλι» είπε ο Ράινχελ, καθώς έσκυψε προς το μέρος της. «Ίσως τότε να κεράσεις εσύ».

«Ναι, ναι, φυσικά!» είπε εκείνη ευδιάθετη. Αυτό ήθελε ο επιλοχίας. Να της φτιάξει έστω και λίγο την όρεξη για ζωή.

Ο Βολφ και ο Ράινχελ την καληνύχτισαν και βγήκαν έξω. Στάθηκαν για λίγο δίπλα στον πορτιέρη, καθώς αυτός κάπνιζε. Τον παρατήρησαν, ενώ αυτός δεν τους κοιτούσε.

«Αρκετά για σήμερα;» ρώτησε ο Ράινχελ τον Βολφ.

Εκείνος ένευσε. «Αρκετά. Για σήμερα». Αλλά θα επιστρέψουμε και θα πούμε δυο κουβέντες με το αφεντικό και τον γορίλα του, σκέφτηκε.

Έφυγαν μες στην νυχτερινή Βουδαπέστη.

 

Ο Τζούρτζου είχε σκοπό να πάει στην αγαπημένη του 8η Συνοικία της Βουδαπέστης και στον παλιό στάβλο που υπήρχε επί της οδού Φούτο (κοντά στην Νάγκαρουτ). Ήταν ένα κτίσμα από πέτρα και με ξύλινη στέγη, που απέπνεε θλίψη και παρακμή. Τον προηγούμενο αιώνα, φιλοξενούσε άλογα προορισμένα για τις στρατιωτικές μονάδες, αλλά κάπου στα 1850, από την στιγμή που στη συγκεκριμένη Συνοικία άρχισαν να αυξάνονται οι παρανομίες και η φτώχια, η Κυβέρνηση το εγκατέλειψε. Αργότερα και μέχρι το 1893, το χρησιμοποιούσαν πόρνες, ως καταφύγιο από το κρύο ή και για να εξυπηρετήσουν κάποιον πελάτη. Και θα συνέχιζαν, αν δεν είχε φθάσει στην πόλη ο Χάραλαμπ Τζούρτζου με τους μπράβους του -αυτοί, βέβαια, ήρθαν το ’92, αλλά ανακάλυψαν τον χώρο ένα χρόνο μετά-, που τους έδιωξαν με χτυπήματα και απειλές. Οι πόρνες θα έβαζαν τους μαστροπούς τους και τους δικούς τους μπράβους να παλέψουν με τους Βλάχους, όμως, όταν έμαθαν ότι ήταν υπάλληλοι πρεσβείας, απλά παράτησαν το κτίριο, γιατί δεν ήθελαν άλλα μπλεξίματα –και, άλλωστε, δεν πίστευαν ότι θα κέρδιζαν κάτι πέραν ίσως από το να μπουν φυλακή λόγω της φήμης τους. Έτσι, ο παλιός στάβλος και νυν αδήλωτο πορνείο πέρασε κατά μία έννοια στην ιδιοκτησία του Τζούρτζου. Και τον συνέφερε, γιατί δεν πλήρωνε κανένα φόρο για αυτό και κανείς πιθανός «σοβαρός» εχθρός (ήτοι οι Αρχές) δεν ήξερε ότι πήγαινε εκεί. Εκτός από τον Φάμπιαν Άσπελ, Αυστριακό ταγματάρχη, αποσπασμένο στον σταθμό του Evidenzbureau στη Βουδαπέστη –και των δύο συναδέλφων του, φυσικά. Ο οποίος είχε τη φαεινή ιδέα να πει στον Τζούρτζου ότι γνώριζε για τις ανήθικες πράξεις του –γιατί το μόνο που είχε αλλάξει από τότε που το κυρίεψε ήταν η ηλικία και το φύλο των δικών του ερωμένων, ή μάλλον των δικών του εραστών.

Πριν πάει εκεί, όμως, αυτό το βράδυ, το δεύτερο κατά σειρά όπου δεν θα είχε να ανησυχεί για τον Άσπελ, ο Τζούρτζου πέρασε με την άμαξά του από το νοσοκομείο, για να μάθει νεώτερα. Ο μπράβος του τον ενημέρωσε εν τάχει ότι ο αδερφός του Άσπελ είχε φύγει μαζί με τους κατασκόπους και δεν επέστρεψαν. Ήξερε αν θα γύριζαν κάποια στιγμή; Όχι. «Αλλά ο γιατρός μας είπε ότι έμαθε από μια νοσοκόμα πως ο Αμερικάνος αποχαιρέτισε τις κυράτσες του Άσπελ. Σαν να μην επρόκειτο να συναντηθούν ξανά» κατέληξε ο μπράβος.

«Ενδιαφέρον. Μπορεί να έφυγε για την Αμερική, αφού ο Άσπελ λείπει. Κάτι άλλο;»

«Ναι. Αύριο ή μεθαύριο, η μικρή θα πάρει εξιτήριο».

«Αυτό είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Εσύ μένεις εδώ, όμως. Με το που φύγουν, θέλω να τις ακολουθήσεις. Υποθέτω ότι αυτό δεν θα γίνει πριν από το πρωί, στις δέκα ή κάπου εκεί. Αφού πάω στην πρεσβεία, η άμαξα θα έρθει και θα μείνει εδώ, για να την έχεις εύκαιρη. Αν και φαντάζομαι ότι απλά θα γυρίσουν στο διαμέρισμά τους, αλλά ας είμαστε σίγουροι». Χαμογέλασε. «Και αν όντως πάνε εκεί, θα τις έχουμε στο χέρι. Χωρίς μάρτυρες ή άλλα εμπόδια». Βασικά, και να υπάρξουν μάρτυρες, θα τους σκοτώσουμε, σκέφτηκε. Κανείς δεν θα με εμποδίσει να εξαφανίσω τους Άσπελ. Κανείς. Ο Φάμπιαν Άσπελ δεν θα αφήσει απογόνους σε τούτο τον γαμημένο κόσμο. Ούτε καν ένα αρρωστιάρικο μπαστάρδι. Θα μπορούσε να αφήσει την γυναίκα, την συγγραφέα, να ζήσει; Σε καμία περίπτωση. Πέραν του προφανούς (ότι την έχει αγγίξει αυτός, την έχει γαμήσει κιόλας), είναι και μάρτυρας. Θα την περιλάβουμε δεόντως. Εγώ θα δώσω το τελικό χτύπημα. Οι δικοί μου, όμως… Ω ναι, αυτοί θα περάσουν καλά μαζί της.

Ο μπράβος ρώτησε «Κύριε, μήπως θα μπορούσε κάποιος να με αλλάξει; Νιώθω κουρασμένος».

Ο Τζούρτζου κούνησε το χέρι του. «Αυτό κανονίστε το μεταξύ σας. Πάντως, κάποιος από εσάς θα μείνει εδώ».

Τελικά, έμεινε ο ίδιος μπράβος, με την υπόσχεση το πρωί που θα έφερνε ο άλλος την άμαξα θα αναλάμβανε και να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο νοσοκομείο, ενώ ο πρώτος θα κοιμόταν στην άμαξα.

«Πάμε τώρα στον αγαπημένο μου γαμηστρώνα» διέταξε ο Τζούρτζου και έφυγαν για την 8η Συνοικία.

 

*

 

Μπρασώφ

Λίγο πριν φτάσει ο Κάρτερ στο Κάρτσαγκ και προτού τελειώσει η βάρδια των Βολφ και Ράινχελ, ο Φάμπιαν, ο Σούκε και τρεις ορειβάτες τυφεκιοφόροι διέσχιζαν μια μικρή, περιφραγμένη με ξύλινα παλούκια και σχοινί αυλή και χτυπούσαν το ρόπτρο μιας ακόμα μονοκατοικίας φτιαγμένης με άσπρη πέτρα, που δεν θα περιελάμβανε πάνω από μια κουζίνα, δύο ή τρία δωμάτια, μια αποθήκη και μια εξωτερική τουαλέτα κάπου στην πίσω μεριά του χαμηλού κτιρίου –οι δύο υπαξιωματικοί της πολιτοφυλακής που τους βοηθούσαν να βρουν το εκάστοτε σπίτι παρέμειναν έξω, να φυλάνε τα άλογα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε δώσει ο αντιστράτηγος Ζαλάν, το σπίτι ανήκε στον Μάριους Στόιτσα. Μαζί του έμενε η σύζυγός του Νατάλια -τα τρία τους παιδιά (η Κοντρούτα, η Ολύμπια και ο Γιόσιφ) είχαν ενηλικιωθεί και είχαν φύγει. Όμως, εδώ είχαν βρει καταφύγιο ο αδερφός του Μάριους, ο Αουγκουστίν Στόιτσα και η γυναίκα του, η Τσετσίλια, οι οποίοι είχαν έρθει από το Μπραν στις 27 Φεβρουαρίου, όπως είχαν έρθει και οι Κοβάτσι (σύζυγοι και εγγόνια), οι Κοσοβέι (σύζυγοι), οι Νικολέσκου (παιδιά), οι Μαρτινέσκου (δύο αγόρια) και όλοι οι άλλοι που είχαν μέχρι τώρα συναντήσει και μιλήσει.

Και τι βγάλαμε; αναρωτιόταν ο Φάμπιαν, μετά από την έκτη παρόμοια, δακρύβρεχτη ιστορία που είχαν ακούσει. Όλα ξεκίνησαν με τα «φοβερά» γαβγίσματα των σκυλιών μια κρύα νύχτα. Αργότερα, έμαθαν πως λείπουν οι δύο Μπενγκέσκου, η Μαριάννα και η Μαγκνταλένα και έπειτα οι τρεις Μολντοβάνου (Νάντρου, Ροζάλια και Αρσένιε). Ακολούθησε η τρομαχτική εμπειρία της μικρής Λία Τσομπάνου με έναν θηλυκό βρικόλακα που ήθελε να μπει στο δωμάτιό της. Ύστερα, υπέστησαν επίθεση τα μέλη του αποσπάσματος της περιπόλου που είχαν φτιάξει οι Τσομπάνου με τους σωματοφύλακές τους και μαζί με άλλους κατοίκους -ενδιαφέρουσα πληροφορία το ότι οι σωματοφύλακες είναι πρώην ουσάροι· πού είναι;-, όπου χάθηκαν οι δύο ντόπιοι (ο Ιονάταν Φερέσκου και ο Βαντίμ Πιτσούρκα). Υπήρξαν και κάποιες προστριβές μεταξύ των κατοίκων, κυρίως ο ιερέας, ο Στεφάν Οσμοκέσκου, με τους άρρενες Τσομπάνου, τον Ντράχοσλαβ και τον Βέλκαν για το τι έπρεπε να κάνουν -ο παπάς ήθελε να καλέσουν αμέσως τις Αρχές, ενώ οι άλλοι όχι-, αλλά τα βρήκαν και αποφάσισαν να διώξουν όλους και όλες όσοι και όσες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και να καθυστερήσουν τους βρικόλακες, δηλαδή τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Έτσι κι έγινε –αν και, στο μεταξύ, ήρθαν στο Μπρασώφ οι δύο Βλαντιμιρέσκου, για να ενημερώσουν την πολιτοφυλακή. Γονείς ετοίμασαν και αποχαιρέτισαν τα παιδιά τους, αλλά και τους γηραιούς συγγενείς τους, οι οποίοι έφυγαν άρον-άρον, αφήνοντας πίσω τους τους σχετικά νέους δικούς τους ανθρώπους, και έκτοτε δεν είχαν νεώτερα από αυτούς. Και ποιοι φταίνε για όλα, είπαμε; Μα φυσικά κάτι βρικόλακες και μια Κόμισσα, που είναι η αρχηγός τους, και ζει στο κάστρο του Μπραν εδώ και αιώνες και είναι σίγουρα η υπαίτια για τις εξαφανίσεις ανθρώπων που συνέβαιναν κατά καιρούς. Όλοι έλεγαν την ίδια ιστορία. Με ελάχιστες αλλαγές, κυρίως στα ονόματα και στις ηλικίες των κατοίκων του χωριού. Ο Φάμπιαν, όμως, είχε διάφορες απορίες, τις οποίες κανείς δεν είχε απαντήσει: «Ποια ακριβώς είναι αυτή Κόμισσα και οι υπήκοοί της; Πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια; Κλεισμένοι στο κάστρο, εντάξει. Επιτίθονταν σε περαστικούς, εντάξει. Τους σκότωναν, σωστά; Και έπιναν το αίμα τους, ναι; Και τους έκαναν δικούς τους, βρικόλακες, έχω δίκιο; Ωραία, άρα, αν υποθέσουμε ότι αυτή η ιστορία τραβάει πολλά χρόνια, αιώνες ολόκληρους, τότε σε εκείνο το κάστρο πρέπει να ζουν εκατοντάδες βρικόλακες –αλλά χωράνε όλοι; Και γιατί επέλεξαν το 1897 για να εφορμήσουν στο Μπραν, ενώ μέχρι πρότινος κρατούσαν σχετικά κρυμμένη την παρουσία τους;» Δύσκολες ερωτήσεις, που προξενούσαν αμηχανία και ανάγκαζαν τους ανακρινόμενους να κατεβάσουν το κεφάλι και να σιωπήσουν. Δεν του άρεσε του Φάμπιαν να φέρνει τους ανθρώπους σε τέτοια θέση, ειδικά τους κατοίκους της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, γιατί καταλάβαινε ότι είχαν ξεσπιτωθεί και ταλαιπωρηθεί, ενώ ήταν φανερό ότι τους έλειπαν οι συγγενείς τους και αγωνιούσαν για αυτούς –δεν ήξερε για ποιους ήταν χειρότερο, για τους ενήλικες ή για τα ανήλικα παιδιά; Αυτό που ήθελε ήταν να καταλάβει γιατί είχαν συμβεί (και συνέχιζαν να συμβαίνουν) όλα αυτά. Ποιοι ήταν οι κακοί; Τι ήθελαν; Και γιατί κάποιοι κάτοικοι είχαν μείνει πίσω, ενώ θα μπορούσαν όλοι να έρθουν εδώ και να βρουν ασφάλεια από τις Αρχές;

Ενήλικος Ανακρινόμενος από το Μπραν: Ξέραμε ότι θα μας κυνηγήσει όπου κι αν πάμε.

  Φάμπιαν: Η Κόμισσα;

  Ναι.

  Γιατί; Γιατί εσάς;

  Για κάτι που έγινε πριν καν γεννηθεί ο προ-προπάππους μου. Κάποιο έγκλημα, αλλά όχι από αυτά που γυρεύετε εσείς.

  Όπως τι, δηλαδή;

  Όπως ένα έγκλημα πάθους ανάμεσα σε δύο παράνομους εραστές.

  Μάλιστα. Και ρωτάω ξανά: γιατί να κυνηγήσει εσάς; Δε φταίτε για ό,τι έγινε τότε.

  (Σιωπή.)

Δεν υπήρχαν ξεκάθαρες απαντήσεις. Κι αυτό εκνεύριζε και τον Φάμπιαν και τον Σούκε. Μόνο ότι οι υπαίτιοι είναι βρικόλακες, ζουν στο κάστρο του χωριού και πως θα γυρέψουν όσους κατοίκους επέζησαν.

Ενήλικος Ανακρινόμενος από το Μπραν: Έχετε νέα από τους δικούς μας;

  Φάμπιαν: Σήμερα έφτασα από τη Βουδαπέστη. Δεν με έχουν ενημερώσει ακόμα ενδελεχώς. Όταν θα έχουμε νεώτερα, θα σας ενημερώσουμε, μην ανησυχείτε.

  Αν έχετε.

  Θα έχουμε.

Του άρεσε να τους λέει ψέματα; Όχι. Αλλά ήταν αναγκαίο. Δεν έπρεπε να προκαλέσουν επιπλέον εσωτερικά προβλήματα στις Αρχές, γιατί έπρεπε κάθε διαθέσιμος άνδρας με στρατιωτική στολή να είναι προσηλωμένος στην υπόθεση. Όμως, Ο Φάμπιαν δεν ήθελε από τους χωριανούς να χάσουν την πίστη τους και να αποκαρδιωθούν. Όπως και ο ίδιος θα ήθελε να ελπίζει, έτσι προσδοκούσε ότι θα έκαναν κι εκείνοι. Γενικά, προσπαθούσε να ισορροπήσει την κατάσταση μεταξύ της προστασίας της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, της διαρροής πληροφοριών προς άλλες χώρες (γιατί θα γινόταν και αυτό κάποια στιγμή, αλλά, ει δυνατόν, όχι τώρα, όχι πριν περατώσουν την υπόθεση) και της σωματικής και πνευματικής ακεραιότητας των πολιτών. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά υπήρχε και η ζωή των στρατιωτικών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος, αλλά αυτή ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Αν δεν ήθελε να ρισκάρει το τομάρι του, δεν θα διάλεγε αυτό το επάγγελμα –τόσο απλά.

Ο Σούκε τον κοίταξε. Ήταν κουρασμένος, έτριβε συχνά τα γαλάζια μάτια του και έβγαζε το κράνος του για να ξύσει τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του. «Έχω αρχίσει να πείθομαι ότι ο αντιστράτηγος είχε δίκιο, κύριε ταγματάρχη» είπε, ενόσω περίμεναν από τους Στόιτσα να τους ανοίξουν την πόρτα. «Δεν νομίζω ότι θα βγάλουμε κάτι καινούριο».

«Μετά από εδώ, θα επιστρέψουμε στην πολιτοφυλακή» υποσχέθηκε ο Φάμπιαν, που κι αυτός νύσταζε και ένιωθε το σώμα του να μουδιάζει. Είχε να κοιμηθεί «φυσιολογικά» από το βράδυ της προ-προηγούμενης ημέρας, 2 Μαρτίου. Δεν ήταν πλέον νεαρός, που μπορεί να στέκεται όρθιος στη σκοπιά μέρα και νύχτα. «Θα τα πούμε και με έναν δύο κατοίκους αύριο το πρωί και τέλος, θα πάμε στο Μπραν».

«Εκεί είναι όλη η ουσία, κύριε» είπε ο Σούκε, καθώς άκουγε κάποιον να πλησιάζει από την άλλη πλευρά της πόρτας.

«Ναι, όντως».

Τότε ακούστηκε μια αντρική φωνή: «Ποιος είναι;»

«Είστε ο κύριος Μάριους Στόιτσα;» ρώτησε ο Φάμπιαν.

«Ναι».

«Κύριε Στόιτσα, λέγομαι Φάμπιαν Άσπελ. Είμαι ταγματάρχης του στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Έχω έρθει στο Μπρασώφ από την Βουδαπέστη, για την υπόθεση του Μπραν. Μπορείτε να ανοίξετε την πόρτα, σας παρακαλώ;»

«Ναι, φυσικά». Ο άντρας ξεκλείδωσε και άνοιξε. Δεν ήταν πάνω από σαράντα χρονών και φορούσε ήδη το νυχτικό και τα πασούμια του. Στο χέρι του κρατούσε ένα κερί που έφεγγε.

«Μας συγχωρείτε για την ενόχληση, κύριε Στόιτσα» είπε ο Φάμπιαν, χαμογελώντας εγκάρδια. Έδειξε την ταυτότητά του, όπως απαιτούσε η διαδικασία, ενώ σύστησε και τον Σούκε και τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε με τον κύριο Αουγκουστίν Στόιτσα και την σύζυγό του. Βρίσκονται εδώ, σωστά;»

Ο άντρας δεν απάντησε αμέσως. Είχε μισόκλειστα τα μάτια του, σαν να υπολόγιζε κάτι, αν και ο Φάμπιαν θα έπαιρνε όρκο ότι μάλλον του είχαν διακόψει τον ύπνο. Επίσης, μιας και στέκονταν ούτε δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλο, ο Φάμπιαν μύριζε στην αναπνοή του άντρα βότκα. «Ναι, ναι, εδώ είναι» είπε, τελικά.

«Μπορούμε να τους μιλήσουμε;»

«Δεν ξέρω. Ετοιμαζόμασταν να κοιμηθούμε, ξέρετε».

«Ναι, το καταλαβαίνω, κύριε, και λυπάμαι που πρέπει να γίνει τώρα. Απλά, επείγει να τους ρωτήσουμε ένα δυο πράγματα. Δεν θα πάρει πολύ, σας το υπόσχομαι».

Ο Στόιτσα αναστέναξε, χασμουρήθηκε και τους είπε να περάσουν. Διέσχισαν ένα μισοσκότεινο διάδρομο και κατέληξαν σε ένα σαλόνι σχεδόν τόσο μικρό όσο ένα κελί φυλακής, αλλά πολύ προτιμότερο. Εκεί ο Στόιτσα άναψε τα κεριά σε τρία κηροπήγια, τα οποία, όμως, ήταν αμφίβολο αν θα επαρκούσαν για να ζεσταθούν οι παρευρισκόμενοι. Ο χώρος περιελάμβανε τρία χαμηλά ξύλινα σκαμπό και ένα αντίστοιχης ποιότητας τραπέζι. Υπήρχαν, επίσης, μία φωτογραφία του Στόιτσα, της γυναίκας του και των τριών παιδιών τους (δύο κοριτσιών και ενός πιο μικρού αγοριού), ενώ στους τοίχους ήταν κρεμασμένα μάλλινα μαντήλια και κασκόλ διαφόρων χρωμάτων, καθώς και ένα χρυσό περιδέραιο σε σχήμα σταυρού. Ο άντρας κοίταξε τους στρατιωτικούς, χασμουρήθηκε ξανά και είπε «Δυστυχώς, δεν έχουμε καθίσματα για όλους σας».

«Δεν πειράζει, κύριε» είπε ο Φάμπιαν. «Μπορούμε να σταθούμε εδώ».

Ο Στόιτσα ένευσε και χάθηκε στο διάδρομο.

Ο Φάμπιαν είπε στους στρατιώτες να πάνε λίγο παραπίσω, έξω από το σαλόνι, για να μην είναι ασφυκτικά εκεί μέσα –κι αυτοί το έπραξαν, μένοντας σε στάση ημιανάπαυσης, όπως και τις προηγούμενες φορές. Αλλά μετά σκέφτηκε τους πολιτοφύλακες που περίμεναν στο κρύο και είπε σε έναν ορειβάτη τυφεκιοφόρο «Πες στους υπαξιωματικούς να δέσουν τα άλογα στους πασσάλους και έπειτα μπορούν να φύγουν. Απλά, εσύ να στέκεσαι κοντά στην πόρτα και να ρίχνεις μια ματιά πού και πού, μην τα κλέψει κανένας». Ο Φάμπιαν δεν είχε άλλο λόγο να τους έχουν μαζί τους, αφού δεν περίμεναν να συλλάβουν κάποιον από τους Στόιτσα.

«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη» είπε ο στρατιώτης, χαιρέτισε και έφυγε.

Ο Σούκε σχολίασε «Καλή ιδέα, κύριε. Θα ξεπάγιαζαν».

«Ναι. Ευτυχώς, να λες, που θυμάμαι τη διαδρομή προς το κτίριο της πολιτοφυλακής».

«Κι εγώ τη θυμάμαι, κύριε. Νομίζω, δηλαδή».

Ο Φάμπιαν ένευσε.

Τότε ήρθε το ηλικιωμένο ζευγάρι, χωρίς να τους συνοδεύει ο Μάριους. Αμφότεροι, είχαν άσπρα μαλλιά, σακουλιασμένο δέρμα, κρατούσαν μαγκούρα και φορούσαν το νυχτικό και τα πασούμια τους. Κοίταξαν πρώτα τους στρατιώτες -ακόμα και αυτόν που έστεκε παραπίσω, κοντά στην πόρτα- και μετά τους δύο αξιωματικούς.

«Κύριε. Κυρία» τους χαιρέτισε ο Φάμπιαν και επανέλαβε τις συστάσεις και τον λόγο που τους ενοχλούσαν, ζητώντας τους συγνώμη. «Θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο πιο σύντομοι γίνεται» υποσχέθηκε.

«Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε» είπε ο Αουγκουστίν, όταν κάθισαν δίπλα-δίπλα με την γυναίκα του.

«Για τις ψυχές των αγαπημένων μας» είπε εκείνη και ρούφηξε την μύτη της. Έβγαλε ένα μαύρο μαντήλι από την τσέπη του νυχτικού της, το οποίο φαινόταν πολυχρησιμοποιημένο. Δεν κοιτούσε τον Φάμπιαν και τον Σούκε, αλλά το χαλί κάτω από τα πόδια τους.

«Σας ευχαριστώ!» τους είπε. Και ξεκίνησε τις ίδιες ερωτήσεις που είχε κάνει σε όσους κατοίκους του Μπραν είχαν βρει μέχρι τώρα.

 

*

 

Κάστρο του Μπραν

Ξημερώματα 5ης Μαρτίου 1897

Η Ρεβέκκα βρήκε τους άλλους βρικόλακες στην μεγάλη τραπεζαρία, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν πέσει πάνω στα νέα τους θύματα, τις δύο οικογένειες των τσιγγάνων. Οι άτυχοι περιπλανώμενοι ήταν πεσμένοι στο πέτρινο πάτωμα, βογκούσαν και έκλαιγαν, καθώς δεκάδες μικρά καρφιά είχαν μπηχτεί στη σάρκα τους και απομυζούσαν το αίμα τους. Η μόνη που δεν συμμετείχε ήταν η Ροζάλια, η οποία, με το που είδε την Ρεβέκκα, σηκώθηκε από την θέση που δικαιωματικά ανήκε στην αγαπημένη της ερωμένη και όρμησε να την αγκαλιάσει, αφήνοντας την μία εκ των συζύγων, η οποία γονάτισε και συνέχιζε να χύνει δάκρυα για όσα φοβερά συνέβαιναν στην ίδια και τους δικούς της –δεν προσπάθησε να φύγει, γιατί ενδόμυχα το θεωρούσε μάταιο.

Ρεβέκκα και Ροζάλια φιλήθηκαν για λίγο, πριν η πρώτη απομακρύνει την άλλη. «Αρκετά» είπε. Αυτό που ήθελε ήταν αίμα. Από φιλιά, ήταν ικανοποιημένη –για απόψε.

Η Ροζάλια έκανε πίσω, λέγοντας «Σου κράτησα ένα θήραμα και για εσένα. Δυστυχώς, την άλλη γυναίκα την πήραν. Αλλά έμεινε αυτή». Χαμογέλασε, δείχνοντας την πεσμένη γυναίκα. «Αν και ούτε εγώ έχω τραφεί. Σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να πιούμε μαζί. Θέλεις να τη μοιραστούμε;»

Η Ρεβέκκα δεν απάντησε, παρά πήγε και άρπαξε την γυναίκα με τα βρόμικα ρούχα και τα πολλά βραχιόλια στα χέρια της, που κουδούνιζαν. Εκείνη είχε κατεβασμένο το κεφάλι, με τα μαύρα της μαλλιά να καλύπτουν το πρόσωπό της. Η Ρεβέκκα τα παραμέρισε και αγνάντεψε την όψη της γυναίκας. Σκέφτηκε ότι ήταν όμορφη και όχι πάνω από τριάντα πέντε χρονών. Είχε μαυρισμένο δέρμα, γερά μπράτσα και μεγάλα στήθη. Φορούσε μακριά κόκκινη φούστα και άσπρη φαρδιά πουκαμίσα, πολύ πιο φαρδιά από ό,τι χρειαζόταν. Το μόνο που της έλειπε ήταν τα χρήματα για να διατηρείται καθαρή από την κορφή ως τα νύχια –τώρα ήταν γεμάτη χώματα. Τα χρήματα, συλλογίστηκε. Αυτή η αξιοθρήνητη ανθρώπινη εφεύρεση, που δημιουργεί ευτυχισμένους και δυστυχισμένους. Θυμόταν που, όταν ήταν ακόμα μια κοπέλα στο Σιμπίου, ζούσε φτωχικά, δίχως πολλά παιχνίδια για παιδί ή χωρίς να έχει πάει καθόλου στο σχολείο. Το καλύβι στο οποίο ζούσαν με τους γονείς και τις αδερφές της ήταν πιο κρύο από το εξωτερικό περιβάλλον τις νύχτες του χειμώνα, αναγκάζοντας την οικογένεια να κοιμούνται όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι. Πράγμα που δεν ήταν απαραίτητα κακό, αλλά η Ρεβέκκα δεν ήθελε να την αγγίζει ο πατέρας της, ούτε την ίδια, ούτε τις αδερφές της, ούτε την μητέρα της. Ήταν κι αυτός σαν τους άλλους, εκείνους τους νεαρούς που την κοιτούσαν λαίμαργα, σαν πεινασμένα σκυλιά, ή σαν εκείνους που ένα βράδυ της είχαν επιτεθεί και που σίγουρα θα της είχαν βγάλει τα ρούχα και που θα της είχαν πάρει την παρθενιά, αν δεν επενέβαινε η Κόμισσα, που τους σκότωσε και μετά πήρε μαζί της την μικρή Ρεβέκκα στους αιθέρες, μέχρι το κάστρο, όπου και την άλλαξε, κάνοντάς την ένα ανώτερο ον.

«Μην ανησυχείς, καλή μου» είπε τώρα η Ρεβέκκα. Χάιδεψε τα μαλλιά της γυναίκας και έπιασε το πιγούνι της και σήκωσε το κεφάλι της, για να ειδωθούν οι ματιές τους.

Εκείνη έκλεισε τα βλέφαρά της.

«Άνοιξε τα μάτια σου. Δεν πρέπει να με φοβάσαι».

Η γυναίκα, που καταλάβαινε την γλώσσα (αν και δεν ήταν αυτή με την οποία την είχαν μεγαλώσει), είπε «Είστε… είστε τέρατα».

«Όχι. Αυτό θέλουν να πιστέψεις. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Πώς σε λένε;»

«Ρα… Ραλούκα. Ποιοι… ποιοι το λένε;»

«Άνοιξε τα μάτια σου, Ραλούκα. Δες η ίδια».

Η Ραλούκα έκλαψε.

Η Ρεβέκκα πέρασε το δεξί της χέρι γύρω από τους ώμους της άλλης. «Δες και μάθε, Ραλούκα. Μάθε ποιοι σου στερούσαν όλα τα μεγαλεία που αξίζεις».

Η Ραλούκα κοίταξε. Είδε τους άντρες της ζωής της να έχουν χαθεί κάτω από δεκάδες αδύνατα και χλομά σώματα. Άκουγε τις φωνές τους, μα και τα γεμάτα ικανοποίηση γρυλίσματα των άλλων.

«Είμαστε πλάσματα προερχόμενα από μια θεά, που μας προσέφερε την αιώνια ζωή» είπε η Ρεβέκκα. «Εσύ δεν θα γίνεις σαν αυτούς» έδειξε τον Νικολάι, τον Βασίλι και τους άλλους βρικόλακες. «Αλλά σαν εμένα. Ανώτερη όλων αυτών. Θα ζεις στο σκοτάδι. Αιώνια. Νέα. Πανέμορφη. Πανίσχυρη. Δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά άντρας που θα μπορέσει να σε υποτάξει και να κάνεις ό,τι θέλει. Θα είσαι εσύ πάνω από όλους τους. Θα πετάς στους ουρανούς».

Η γυναίκα δεν μίλησε. Αλλά ούτε κοίταξε την Ρεβέκκα.

«Πες μου, Ραλούκα, όλα αυτά τα χρόνια δεν ήσουν αυτή που σε υποχρέωνε ο άντρας σου να κάνεις ό,τι ήθελε; Να καθαρίζεις, να ταΐζεις τα παιδιά. Να ετοιμάζεις το φαγητό. Να είσαι δούλα του υποτιθέμενου έρωτά του. Να μένεις πίσω, ενώ αυτός πήγαινε όπου ήθελε».

Η Ραλούκα μειδίασε. Και ένευσε.

«Πιστεύεις στον Θεό;»

Νεύμα.

«Πόσες φορές ήταν εκεί για εσένα; Για τις επιθυμίες σου; Να σωθεί κάποιος δικός σου, να έχετε αξιοπρεπές φαγητό…; Ποτέ, έτσι δεν είναι;»

Η Ραλούκα κούνησε το κεφάλι δεξιά και αριστερά. «Ποτέ» απάντησε με πικρία.

«Ήμουν σίγουρη». Η Ρεβέκκα αναστέναξε, δήθεν απογοητευμένη. «Δεν ζούσες για σένα, καλή μου Ραλούκα, αλλά για αυτόν, τον άντρα σου, και τους απογόνους του, που ο καθένας από αυτούς αργότερα θα βρει μια άλλη άτυχη γυναίκα και θα την υποχρεώσει να κάνει ό,τι θέλει». Η Ρεβέκκα ήρθε πίσω από την Ραλούκα και τώρα την έπιασε και με τα δύο χέρια από τους ώμους. Έφερε το πρόσωπό της δίπλα στο αριστερό αυτί της γυναίκας και ψιθύρισε «Θες να ζήσεις; Για εσένα; Σαν ένα ανώτερο ον;» Χάιδεψε το σώμα της γυναίκας, τρίβοντας το ρούχο της, προκαλώντας της μια ηλεκτρική εκκένωση που έφτανε ως την καρδιά. «Θα το ήθελες;»

Η Ραλούκα δεν απάντησε, αλλά δεν είχε σημασία. Έγειρε το κεφάλι της προς τη δεξιά πλευρά, σαν να ήξερε τι ήθελε να κάνει η Ρεβέκκα. Εξέθεσε τον λαιμό της για τα σκυλόδοντα του βρικόλακα που την παραπλανούσε.

Όσο η Ρεβέκκα και η Ροζάλια έπιναν από εκείνη, δεν έκλεισε τα μάτια της, παρά έβλεπε τους δικούς της να μεταμορφώνονται σε τέρατα, γινόμενη και η ίδια ένα εξ αυτών.

Όταν τέλειωσαν την ανόσια οινοποσία τους, χορτασμένοι, με δεκαπέντε νέα μέλη στην «οικογένειά τους», οι βρικόλακες συγκεντρώθηκαν γύρω από την αρχηγό τους, τη Ρεβέκκα, που τους είπε για όσα επιθυμούσε η Κόμισσα από εκείνους.

Η Ραλούκα δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό ότι είχε πλανηθεί και πλέον δεν είχε καθόλου δική της βούληση. Ένιωθε να διαχέεται στο σώμα της απίστευτη δύναμη, οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί. Έβλεπε και άκουγε και μύριζε χίλιες φορές καλύτερα από πριν. Η Ρεβέκκα είχε δίκιο για ό,τι της είπε: ήταν πολύ πιο ισχυρή από δεκάδες άντρες πια, ενώ ήξερε ότι τους άλλους, τον σύζυγο και τους γιους της, μπορούσε να τους κάνει ό,τι θέλει –πάντα, με βάση τις επιθυμίες της Ρεβέκκα και της Κόμισσας.

 

*

 

Μπορς, Τρανσυλβανία

Είδε τους στρατιώτες και τον υπαξιωματικό τους να βγαίνουν εμπρός, εμποδίζοντάς τον, και να του κάνουν σήμα να σταματήσει με το άλογό του και ο Κάρτερ, που το περίμενε, είχε βγάλει το μαντήλι από το πρόσωπό του και υπάκουσε.

Δεύτερος έλεγχος, σκέφτηκε. Όπως μου τα είπαν. Ο Βολφ, αναφερόμενος στους ελέγχους των Αρχών προς τους πολίτες που ήθελαν να πάνε από μια περιοχή σε μια άλλη, είχε πει «Περίπου ό,τι ισχύει εκεί (στην Αμερική, δηλαδή) ισχύει και εδώ (στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία)» και ο Κάρτερ θα συμφωνούσε μαζί του. Έξω από το Άρταντ, είχε συναντήσει το πρώτο σημείο ελέγχου των στρατιωτικών. Επρόκειτο για έναν ξύλινο φράχτη με μια μεγάλη πόρτα να χωρίζει τη μία πλευρά (την «κυρίως Ουγγαρία») με την άλλη (την Τρανσυλβανία). Ένα μικρό κιόσκι με λάμπες να ρίχνουν φως τριγύρω και με τέσσερις οπλισμένους άντρες να στέκονται εκεί, από την πλευρά που ερχόταν ο Κάρτερ, ενώ γύρω στα είκοσι μέτρα στα αριστερά υπήρχε ένα άλλο περιφραγμένο μέρος σαν μικρό χωριό –ένα στρατόπεδο. Οι άντρες είχαν σταθεί απέναντί του, οι τρεις με τα όπλα στον ώμο και ο ένας, ο υπαξιωματικός, με τα χέρια στην ζώνη. Ακόμα και από απόσταση τριάντα μέτρων ή και παραπάνω, ήταν φανερό ότι έκαναν αγγαρεία: το κεφάλι ψηλά, αλλά τα μάτια μισόκλειστα από την νύστα, κρατούσαν το λουρί των όπλων χαλαρά, σαν να τους ήταν πιο βαριά απ’ ό,τι μπορούσαν να τα σηκώσουν, και είχαν ριγμένους ώμους. Ο Κάρτερ είχε σταματήσει κοντά στον υπαξιωματικό και, έχοντας απομνημονεύσει τις φράσεις («Ονομάζομαι Τζον Χίθροου. Είμαι Άγγλος πρώην στρατιωτικός και νυν καθηγητής πανεπιστημίου του Λονδίνου. Είμαι εδώ ως ειδικός σύμβουλος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, γνωστός του ταγματάρχη Φάμπιαν Άσπελ, του σταθμού του Evidenzbureau στη Βουδαπέστη, και πηγαίνω στο Μπραν, για να παραδώσω στο απόσπασμα ένα σημαντικό έγγραφο, αλλά και να παράσχω την γνώμη μου για την υπόθεση που απασχολεί τις Αρχές»), είπε ποιος είναι και γιατί πάει στο Μπραν και έβγαλε τα διαπιστευτήριά του και τα έδωσε στον υπαξιωματικό. Ο τύπος τα είχε μελετήσει στα γρήγορα και του τα έδωσε πίσω, δίνοντας εντολή να του ανοίξουν την πόρτα και να τον αφήσουν να περάσει και ευχόμενος καλό κατευόδιο. Ο Κάρτερ τον είχε ευχαριστήσει και συνέχισε, με τη σκέψη ότι κάπως έτσι θα γινόταν ένας τυπικός έλεγχος στις ΗΠΑ, εφόσον δεν υπήρχε ενημέρωση για κάποιον φυγάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή για επικείμενο πόλεμο.

Τώρα, εδώ, στο δεύτερο σημείο ελέγχου, περίμενε ότι δεν θα ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Είχε περάσει στην «άλλη πλευρά», όπου οι εντολές ήταν λίγο έως πολύ διαφορετικές.

Αυτή τη φορά, ο υπαξιωματικός είχε κι αυτός στον ώμο του ένα πυροβόλο, ενώ οι δύο από τους τρεις φαντάρους αποσπάστηκαν από τους άλλους και ήρθαν πίσω από τον Κάρτερ, με τα όπλα έτοιμα να βάλλουν. Γενικά, όλοι τους έμοιαζαν να έχουν πολύ περισσότερη όρεξη για νυχτερινή σκοπιά από τους συναδέλφους τους στο Άρταντ. Ακόμα και η πρασινωπή στολή τους ήταν σε καλύτερη κατάσταση, σχεδόν κολλαριστή.

Ο υπαξιωματικός ρώτησε τον Κάρτερ ποιος είναι και τι θέλει, με φωνή πολύ πιο δυνατή και αποφασιστική από του προηγούμενου. Ο Αμερικάνος τού είπε τα ίδια που είχε πει και στον προηγούμενο, βγάζοντας ξανά τα χαρτιά του, δίνοντάς τα απλόχερα στον Ούγγρο. Εκείνος τα μελέτησε λίγο παραπάνω από τον άλλο, με την επίσης διαφορά ότι έριχνε κλεφτές ματιές προς τον Κάρτερ. Ο πιστολέρο όφειλε να παραδεχτεί ότι είχε άγχος, αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει. Παρέμεινε αμίλητος, σοβαρός, όπως υπέθετε ότι θα έδειχνε ένας καθηγητής πανεπιστημίου σε μια αντίστοιχη περίσταση.

«Θες πεις κάτι άλλο;» ρώτησε σε σπαστά αγγλικά ο Ούγγρος, όταν τέλειωσε την ανάγνωση.

«Όχι, κύριε. Δεν θέλω να σας ενοχλήσω περισσότερο» απάντησε ο Κάρτερ.

Ο υπαξιωματικός, που δεν του είχε επιστρέψει ακόμα τα χαρτιά, ρώτησε «Είστε φίλοι; Εσύ και ο Άσπελ;»

«Ναι».

«Μοιάζετε. Εσύ και ο Άσπελ».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Εγώ έχω δει αυτόν. Χθες. Μοιάζετε. Πολύ».

«Υποθέτω ότι μπορεί να μοιάζουμε».

«Είχε ένα λόγο που σε κάλεσε και εσύ πας στο Μπραν; Επειδή εσύ φίλος;»

«Ναι. Γνωριστήκαμε στο Λονδίνο, πριν από χρόνια, στα πλαίσια μιας ενημέρωσης για τα δακτυλικά αποτυπώματα, όπου συμμετείχα και εγώ, και με κάλεσε στη Βουδαπέστη, για φιλοξενία, αλλά όταν έφτασα, οι συνάδελφοί του μου είπαν ότι κάτι συνέβαινε στο Μπραν και πως ο ταγματάρχης Άσπελ θα ήθελε να πάω εκεί. Προφανώς, θεώρησε ότι οι γνώσεις μου θα ήταν χρήσιμες στις Αρχές της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, όσον αφορά το πρόβλημα που αντιμετωπίζετε».

Ο Ούγγρος ένευσε, αν και ο Κάρτερ δεν θα έπαιρνε όρκο ότι κατάλαβε πολλά. Ωστόσο, του το αναγνώριζε, δεν έδειχνε χαμένος, παρά διατηρούσε σταθερό το υπηρεσιακό του ύφος. Το ίδιο ίσχυε και για τους φαντάρους. Γεγονός το οποίο, αν και ο Κάρτερ καταλάβαινε ότι είναι χρήσιμο για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας και των ίδιων των στρατιωτικών, στην προκειμένη περίπτωση ήταν περισσότερο πρόβλημα, παρά λύση. Με άλλα λόγια, τον καθυστερούσαν και δεν ήθελε να ξεφύγουν τα πράγματα, να αναγκαστεί, δηλαδή, να καταφύγει σε βία, για να προελάσει ως το Μπραν.

«Γιατί ήρθες με άλογο; Γιατί όχι τρένο;»

«Μου αρέσει η ιππασία».

«Η ιππασία;»

«Ναι».

«Το ξέρεις ότι μπορεί;…» Ο Ούγγρος προσπάθησε να θυμηθεί την λέξη που έψαχνε, αλλά δεν τα κατάφερε, οπότε έτριψε με τα χέρια του τα μπράτσα του.

Ο Κάρτερ παραλίγο να βάλει τα γέλια. Απάντησε «Το ξέρω. Αλλά δεν ανησυχώ. Έχω συνηθίσει να ιππεύω με τέτοιον καιρό».

Ο υπαξιωματικός δεν μίλησε για λίγο και ο Κάρτερ σκέφτηκε ότι ο άλλος είτε προσπαθούσε να καταλάβει όλες τις λέξεις που του είπε, είτε του φαινόταν περίεργη η απάντηση. «Καλά» είπε εντέλει και έδωσε τα χαρτιά στον Αμερικάνο. «Καλά. Εσύ συνέχισε. Γεια».

«Σας ευχαριστώ» είπε ο Κάρτερ και προχώρησε με το άλογό του. Και χαμογέλασε.

 

*

 

Βουδαπέστη

Γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, τρεις άντρες της πολιτοφυλακής έφτασαν στην πολυκατοικία της οδού Γκρέγκους, στο Φόβαρος. Είχαν λάβει κλήση για μια πολύ έντονη και άσχημη μυρωδιά που υπήρχε εκεί και εντοπιζόταν κυρίως έξω από ένα συγκεκριμένο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Ήταν η πρώτη από τις συνολικά τέσσερις κλήσεις που θα λάμβανε η πολιτοφυλακή της Βουδαπέστης αυτή την ημέρα, από διαφορετικά σημεία της πόλης. Όπως και στα άλλα που θα ακολουθούσαν, έτσι και σε αυτό οι ένστολοι οδηγήθηκαν από τους ενοίκους στο διαμέρισμα αναφοράς, χτύπησαν την πόρτα αναγγέλλοντας ποιοι είναι, δεν πήραν απάντηση και αναγκάστηκαν να την ανοίξουν με τη βία. Η μπόχα έγινε αμέσως χειρότερη και εκείνοι, αναγνωρίζοντας τι σήμαινε, τράβηξαν τα πιστόλια τους πριν καν δουν το κρεμασμένο πτώμα –το εξακρίβωσαν ότι ο πεσμένος άντρας είναι νεκρός. Ερεύνησαν και τον υπόλοιπο χώρο, βρήκαν κρυμμένα πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά, αλλά τίποτα άλλο άξιο λόγου, οπότε έβαλαν ξανά τα όπλα στις θήκες τους και ένας από αυτούς πήγε να ειδοποιήσει το τμήμα. Οι άλλοι δύο έμειναν να φυλάνε το διαμέρισμα.

Τα πτώματα θα αναγνωρίζονταν τελικά (επρόκειτο για τους Κέλεμεν Γιακόμπ, Πάτακι Άκος, Γιούχαζ Άρπαντ και Πάστορ Ίμρε) ως Ούγγροι πρώην ουσάροι, που τα ίχνη τους χάθηκαν μετά που έφυγαν. Όσον αφορά τα όπλα και τα πυρομαχικά, αποδείχτηκε ότι ήταν κλεμμένα από τον ουγγρικό στρατό.

Κανείς δε φαινόταν να ξέρει τίποτα για το παρελθόν των νεκρών, αλλά το ότι είχαν υπάρξει άντρες ταγμένοι στην υπηρεσία του Βασιλιά της Ουγγαρίας (και μάλιστα, όλοι τους στο ίδιο τάγμα), το υλικό που είχαν παράνομα στην κατοχή τους και το ότι είχαν σκοτωθεί σαν να είχαν πνιγεί με σχοινί, αλλά είχαν πάνω τους σημάδια από χτυπήματα, προκάλεσαν υποψίες και έκαναν τα διάφορα τμήματα της πολιτοφυλακής να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά και με τον σταθμό του Evidenzbureau. Θα μιλούσαν με τον ίδιο τον Ορμπάν, ο οποίος φρόντισε ώστε να μην αναζητήσουν περαιτέρω στοιχεία από την μονάδα τους και να μην αποταθούν στην πολιτοφυλακή του Μπρασώφ ή στον Κοινό Στρατό, δίνοντας υπόσχεση ότι θα τους ενημέρωνε ο ίδιος. Αλλά ο Ορμπάν θα κρατούσε για λίγο κρυφή την πληροφορία, μέχρι να σκεφτεί αν θα του ήταν χρήσιμη ή όχι. Άλλωστε, ήξερε πάνω από δύο μέρες τώρα για αυτούς, ότι είχαν περάσει τα σύνορα.

Όσον αφορά τους στρατιώτες στα σύνορα που εκείνο το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου είχαν κάνει παρατυπία, μη σημειώνοντας τα ονόματα των πρώην ουσάρων, αυτοί, έχοντας παραδεχτεί από τις 2 Μαρτίου το «λάθος τους», τιμωρήθηκαν με διπλές βάρδιες επί σειρά ημερών και με στέρηση εξόδου –για αρχή, όπως τους τόνισε ο διοικητής τους.

 

*

 

Μπρασώφ

Στις επτά και μισή το πρωί, ο Φάμπιαν και ο Σούκε ήταν ξανά στο πόδι και έπαιρναν το πρωινό τους στο μαγειρείο του κτιρίου της πολιτοφυλακής. Κοντά τους ήταν κι άλλοι από το απόσπασμα, αλλά και μερικοί πολιτοφύλακες, κυρίως υπαξιωματικοί, που ήθελαν απλά ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Ο χώρος αποτελούνταν από το «εστιατόριο» (εκεί που κάθονταν όσοι ήθελαν να φάνε) και την κουζίνα και ήταν αρκετά μεγάλος για να χωράει παραπάνω από τους μισούς ένστολους που υπηρετούσαν εδώ. Ήταν καθαρός, σε γενικές γραμμές, χωρίς σκουπίδια, αλλά όχι τόσο ζεστός, ενώ μύριζε από τα φαγητά και τα ροφήματα που έφτιαχναν οι μάγειροι και που τα άφηναν πάνω σε δύο μεγάλα τραπέζια και ο καθένας έπαιρνε ό,τι ήθελε: τσάι, καφέ ή γάλα σε τσίγκινα ποτήρια, και μαρμελάδα, κομμάτια φρέσκο ψωμί και Goulash (παραδοσιακή βοδινή σούπα ή στιφάδο μαγειρεμένο με πολλά κρεμμύδια, ουγγρική πάπρικα, ντομάτες και γλυκές πιπεριές) σε ένα μικρό σιδερένιο δίσκο. Λάμπες πετρελαίου ήταν στερεωμένες στους τοίχους και τώρα ήταν ακόμα αναμμένες. Στον αέρα, επίσης, πλανιόταν και ο καπνός των τσιγάρων που κάπνιζαν σχεδόν όλοι όσοι ήταν εκεί.

Από τη στιγμή που σηκώθηκαν (κοιμούνταν σε διπλανά ράντζα), δεν είπαν σχεδόν τίποτα μεταξύ τους. Ήταν και οι δύο αρκετά ξεκούραστοι για να συνεχίσουν τη δουλειά τους, αλλά δε χρειαζόταν να μιλήσουν για αυτή πριν καν χαράξει ή, κυρίως, όσο έτρωγαν. Θα είχαν την ευκαιρία να τα πούνε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Τώρα, καθώς είχαν καθίσει σε ένα από τα τραπέζια της πρώτης σειράς (αυτά προορίζονταν για τους αξιωματικούς), μπορούσαν να προσηλωθούν στον καφέ και το φαγητό τους, που αμφότερα άχνιζαν μπροστά τους, μη δίνοντας σημασία στο τι έλεγαν οι άλλοι στρατιωτικοί.

Ο Φάμπιαν δεν ήξερε τι σκεφτόταν ο Σούκε, αλλά πίστευε ότι θα γυρνούσαν από το μυαλό του οι λέξεις «Μπραν», «νεκροί ή εξαφανισμένοι συγγενείς (παιδιά ή/και γονείς)», «βρικόλακες» και «Κόμισσα» -ή το ήλπιζε, γιατί κι αυτός τις σκεφτόταν. Τις είχαν ακούσει πολλάκις την προηγούμενη μέρα. Όλοι, από τον Ζαλάν ως το τελευταίο ζεύγος χωριανών με το οποίο είχαν συνομιλήσει, αυτές ανέφεραν, άμεσα ή έμμεσα. Ήταν δύσκολο να τις ξεχάσεις, ειδικά αν έρχονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα πιστεύω σου. Κάθε φορά που άκουγε την ίδια ιστορία και οι άνθρωποι ανέφεραν τους υπαίτιους, ο Σούκε έριχνε τους ώμους του και δεν κοιτούσε τόσο πολύ αυτούς που μιλούσαν. Απογοητευόταν, γιατί θεωρούσε ότι έκαναν ό,τι κάνουν συχνά και οι γάτες: «κυνηγούσαν την ουρά τους». Ότι έχαναν χρόνο με ανοησίες. Πως, αντί να προσηλώνονται στον σκοπό τους, εκείνοι ασχολούνταν με δεισιδαιμονίες ανόητων χωρικών.

Δεν τον κατηγορούσε. Όχι. Ο Φάμπιαν καταλάβαινε τον λοχαγό. Κι ο ίδιος δεν είχε πειστεί ότι οι εχθροί τους θα ήταν υπερφυσικά όντα. Αλλά, όφειλε να το παραδεχτεί, το να βλέπει και να ακούει όλους  αυτούς τους ανθρώπους να μιλάνε για τα βαμπίρ με τον τρόμο χαραγμένο στο πρόσωπο και στα λόγια τους… Το να του λένε πώς φοβούνταν, ειδικά για τους δικούς τους που είχαν μείνει πίσω, για να τους κερδίσουν λίγο χρόνο… Δεν ήξερε τι να πει για όλα αυτά. Να ήταν τόσο παραπλανημένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Καθώς έτρωγε τη σούπα του με το κουτάλι και έπινε από τον μέτριο τούρκικο καφέ του, συνειδητοποιούσε ότι ναι, του ήταν δύσκολο να δεχτεί ότι θα κυνηγούσαν χίμαιρες και όχι υπαρκτά όντα, αλλά πως επίσης ναι, κάπως πειθόταν ότι… ότι τα βαμπίρ ίσως να μην ήταν προϊόντα φαντασίας. Δεν έφταιγε απλά το ότι ήταν στην Τρανσυλβανία -είχε βρεθεί κι άλλη φορά, άλλωστε, σε τούτα τα μέρη και τότε κυνηγούσαν έναν απολύτως υπαρκτό άνθρωπο, ένα δραπέτη με σάρκα και οστά-, αλλά το γεγονός πως στο δικό του το μυαλό όλες οι μαρτυρίες ανακατεύονταν με τις ιστορίες που είχε γράψει και του είχε διαβάσει η Έμιλυ, μα και με τα λεγόμενα του φίλου του, του Μαρτίν. Ακόμα, ήταν και τα λόγια του πατέρα του περί φαντασμάτων, που συνδυάζονταν με τις υπόλοιπες σκέψεις, όπως είχαν αναμειχθεί τα υλικά και είχε προκύψει αυτό το φαγητό που απολάμβανε. Το Goulash ήταν εκεί και ο Φάμπιαν το γευόταν. Δεν θα αμφέβαλλε ποτέ για αυτό. Μήπως έπρεπε να αποδεχτεί πως συμβαίνει το ίδιο και με την Κόμισσα και τους υπηκόους της; Ότι υπήρχαν και σκότωναν και μεταμόρφωναν ανθρώπους σε βρικόλακες; Και τι σημασία είχε γιατί ξεκίνησαν τον πόλεμό τους τώρα κι όχι τους προηγούμενους αιώνες; Τι τον ενδιέφερε τον Φάμπιαν; Αυτό που τον απασχολούσε είναι οι εξαφανίσεις και οι δολοφονίες των χωρικών και των πολιτοφυλάκων και τα κατεστραμμένα σπίτια του Μπραν. Τον ενδιέφερε να δώσουν ένα τέλος στη δράση των εχθρών, όποιοι κι αν ήταν, όσοι κι αν ήταν, ό,τι κι αν ήταν. Οι παλιές έχθρες και οι παράνομοι έρωτες του 15ου ή του 16ου ή 17ου ή οποιουδήποτε προηγούμενου αιώνα δεν ήταν πρωταρχικής σημασίας. Τι άλλαζε αν ήταν άνθρωποι ή βαμπίρ; Πάλι δεν θα έπρεπε να τους εξοντώσουν;

Δεν είναι το ίδιο, σκεφτόταν. Οι άνθρωποι ματώνουν. Τους σκοτώνεις εύκολα. Τους τραυματίζεις ακόμα ευκολότερα. Με τους βρικόλακες… μάλλον είναι διαφορετικά τα πράγματα.

Αλλά πώς; Πώς διαφέρουν;

Δεν ήξερε. Δεν είχε συγκρατήσει λεπτομέρειες από τις ιστορίες της Έμιλυ, ενώ ο Μαρτίν και ο Αλεξάντερ Άσπελ δεν είχαν αναφερθεί σε αυτά τα τέρατα. Τα μόνα που θυμόταν ο Φάμπιαν ήταν αυτό που είχε πει ο Ζαλάν (και το οποίο επιβεβαίωσαν οι χωρικοί), ότι οι βρικόλακες πίνουν ανθρώπινο αίμα –και μεταμορφώνουν άλλους ανθρώπους, και τη μαρτυρία των στρατιωτών που του είχε πει ο Κέρσεν, ότι αυτοί που αντιμετώπισαν εκείνο το βράδυ είχαν «κάτασπρα χέρια, χλομό πρόσωπο και μάτια σαν σφαίρες και μαύρα μαλλιά». Αλλά άλλες λεπτομέρειες, όπως το πώς σκοτώνονταν, δεν τις ήξερε.

Όμως, μπορούμε να μάθουμε. Μπορούμε να ρωτήσουμε τους επόμενους κατοίκους του Μπραν που θα συναντήσουμε, σωστά; Λογικά, θα ξέρουν.

Οπότε… δέχομαι ότι οι βρικόλακες υπάρχουν;

Πριν το συλλογιστεί άλλο, είδε κάποιον πολιτοφύλακα να έρχεται προς το μέρος του. Του ήταν αμυδρά γνωστός, όπως και οι περισσότεροι εδώ μέσα, αλλά δεν είχαν γνωριστεί. Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, με πρόσωπο συνεσταλμένο, αλλά και κάπως κουρασμένο. Είχε ανοιχτόχρωμα μάτια και το κράνος του το είχε παραμάσχαλα. Στάθηκε προσοχή και ζήτησε άδεια να μιλήσει.

«Ανάπαυση» του είπε ο Φάμπιαν και του έδειξε μια άδεια θέση στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο Σούκε στράφηκε και αυτός προς τον πολιτοφύλακα.

«Είμαι ο δεκανέας Σέκερες, κύριε ταγματάρχη» συστήθηκε ο άντρας. «Είμαι ένας από αυτούς που πήγαν στο Μπραν. Απλά εγώ γύρισα στο Μπρασώφ, για να μεταφέρω ένα γράμμα του λοχαγού Χέγκεντους». Ο Σέκερες κοίταξε τους άλλους γύρω του.

Ο Φάμπιαν έκανε το ίδιο. Πρόσεξε πως οι συνάδελφοι του δεκανέα τον κοιτούσαν για μια στιγμή και μετά γυρνούσαν αλλού. Κάποιοι σηκώθηκαν και έφυγαν, χωρίς να έχουν τελειώσει το γεύμα τους. Ο Φάμπιαν είπε «Τι θέλεις, δεκανέα;»

Ο Σέκερες έφερε όσο πιο κοντά μπορούσε την καρέκλα του και έσκυψε μπροστά. «Κύριε ταγματάρχη, έχασα αγαπημένους φίλους και συναδέλφους μου. Αν δεν είχα φύγει, θα ήμουν κι εγώ ανάμεσα στους νεκρούς».

Ή χειρότερα, σκέφτηκε ο Φάμπιαν. Μπορεί να είχες γίνει βρικόλακας. Αυτό τον έκανε να συλλογιστεί κάτι ακόμα: ανάμεσα στους αγνοούμενους ήταν και πολιτοφύλακες. Είχαν πάει δεκαπέντε, ο ένας (ο Σέκερες) έφυγε, έμειναν δεκατέσσερις. Από αυτούς, βρέθηκαν μόνο οι έξι, νεκροί, σε άσχημη κατάσταση. Άρα, οι υπόλοιποι οκτώ πιάστηκαν από τους επιτιθέμενους. Από τα βαμπίρ. Οπότε έγιναν κι αυτοί βαμπίρ. Ο Φάμπιαν αναρωτήθηκε αν, όντας βρικόλακας κάποιος ένστολος, διατηρούσε στη μνήμη του τις γνώσεις του. Αν παρέμενε ικανός να χρησιμοποιήσει πυροβόλα όπλα ή σπαθί ή ό,τι άλλο είχε εκπαιδευτεί να χρησιμοποιεί. Δεν ήξερε. Αλλά ήλπιζε να μην ίσχυε κάτι τέτοιο. Αν είχαν όντως να κάνουν με βρικόλακες, τι χειρότερο από το να υπήρχαν ανάμεσά τους μάχιμοι άνδρες;

«Κύριε» τον διέκοψε ο Σέκερες «οι συγγενείς των πολιτοφυλάκων δεν ξέρουν τι απέγιναν. Ζουν με την αγωνία τους. Νομίζω πως δεν είναι σωστό αυτό».

Ο Φάμπιαν ένευσε. «Καταλαβαίνω, δεκανέα Σέκερες. Λυπάμαι πολύ που έχασες τους συναδέλφους σου. Ήρθαμε εδώ για να τιμήσουμε όλους όσοι χάθηκαν στο Μπραν». Κι όχι μόνο, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε. «Θα τιμωρήσουμε όποιους έβλαψαν πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και οι άνδρες που έπεσαν στο καθήκον θα έχουν την τιμή που τους πρέπει, στο εγγυώμαι. Αλλά, προς το παρόν, πρέπει να κρατήσουμε τις γνώσεις μας για εμάς».

«Τι;» Ο Σέκερες πρώτα έκλεισε τα μάτια και μετά έριξε το κεφάλι. Κάλυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του.

«Ξέρω ότι θέλεις να βοηθήσεις τους συγγενείς των φίλων σου, Σέκερες. Κι εγώ, στη θέση σου, αυτό θα ήθελα. Και αυτό θέλω, όντας ο υπεύθυνος αξιωματικός για αυτή την υπόθεση. Αλλά πρέπει να καταλάβεις κάτι: τι θα γίνει αν μαθευτεί τι συνέβη στους πολιτοφύλακες; Σκέψου το λίγο. Έχουμε ήδη ένα μεγάλο πρόβλημα στο Μπραν, το οποίο πρέπει να λύσουμε. Αν πούμε σε όλους τι έχει γίνει εκεί πέρα, θα ακολουθήσει μια σειρά πολύ κακών γεγονότων: οι συγγενείς των πολιτοφυλάκων και των κατοίκων του Μπραν θα ζητήσουν να πέσουν κεφάλια (πράγμα που θα γίνει, αλλά αργότερα) και θα θέλουν τις σωρούς των νεκρών, τις οποίες δεν έχουμε. Φαντάσου τι σαματά θα κάνουν αν μάθουν κάτι τέτοιο –και με το δίκιο τους, ναι. Έπειτα, ο Τύπος θα λυσσάξει». Ο Φάμπιαν έβγαλε την εφημερίδα που είχε αγοράσει χθες και την ακούμπησε διπλωμένη στο τραπέζι, μπροστά από τον Σέκερες. «Αναπόφευκτα, τα νέα θα φτάσουν και στα αυτιά πιθανών εχθρών μας. Θα γίνει και αυτό, δεν τρέφω αυταπάτες. Αλλά ας μην γίνει πριν ξεμπερδέψουμε με τα καθάρματα εκεί πέρα, Σέκερες».

Ο Σέκερες αποκάλυψε το πρόσωπό του. Φαινόταν έτοιμος να κλάψει. Γιατί θυμόταν την συνάντηση με την σύζυγο του συναδέλφου του, του Φαραγκόου, η οποία ήθελε να ξέρει τι είχε απογίνει ο άντρας της. Και το παιδί που τον κοιτούσε… Και εκείνο το άλλο που είχαν ο Φαραγκόου και η γυναίκα του, το κατάκοιτο… «Ναι, αλλά…» είπε, αλλά έχανε τα λόγια του. «Δεν…» Σταμάτησε. Σκέφτηκε τον Ζαλάν και τον Κέρσεν. Αμφότεροι, τον είχαν αποπάρει όταν τους ζήτησε να κάνουν κάτι για τους συναδέλφους του και τους συγγενείς τους. Έτσι, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα έκανε αυτός ό,τι έπρεπε. Όταν έμαθε για το απόσπασμα από τη Βουδαπέστη, είχε ελπίσει ότι ίσως αυτοί να έκαναν κάτι διαφορετικό, κάτι ουσιώδες. Το σωστό, κατά την γνώμη του. Και τώρα, ο διοικητής του αποσπάσματος τού έλεγε ότι δεν γινόταν να κάνουν τα δέοντα. Όχι ακόμα. Ήταν σαν τους άλλους δύο, λοιπόν; Κάτι μέσα του έλεγε πως όχι, ότι διέφερε. Ίσως να έφταιγε ο τρόπος που του μιλούσε, που δεν ήταν απότομος, αλλά ανθρώπινος; Ίσως. Αλλά του αρκούσε του Σέκερες αυτό, για να μην κάνει όσα είχε πει και στον Χενρίκ ότι θα έκανε;

«Σέκερες».

Ο Σέκερες κοίταξε τον Φάμπιαν.

«Σου ξαναλέω, οι φίλοι σου θα τιμηθούν δεόντως. Όμως, πρέπει να μας ανησυχεί και η πιθανότητα να υποστούμε επίθεση από εχθρούς που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν την παρούσα κατάσταση που αντιμετωπίζουμε. Σαν στρατιωτικοί, οφείλουμε να περιορίσουμε το κακό που θα πάθουν οι πολίτες και τα εδάφη μας. Δεν θα συνέφερε κανέναν αν είχαμε κι άλλα μέτωπα να διαχειριστούμε. Σε δύο, τρεις μέρες, το πολύ, θα έχουμε τελειώσει με τους μπάσταρδους. Μετά, θα ακολουθηθούν όλες οι πρέπουσες διαδικασίες: τιμητικές τελετές και απόδοση ευθυνών προς κάθε υπεύθυνο αξιωματικό, ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά στην ιεραρχία βρίσκεται. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, έτσι δεν είναι;» Ο Φάμπιαν είχε υποθέσει ότι ο Σέκερες ήταν απογοητευμένος με τη διαχείριση της υπόθεσης από τους ανωτέρους του. Ειδικά, από τον Ζαλάν, ίσως και από τον Κέρσεν. Πίστευε πως πλέον ο Σέκερες θα σκεφτόταν ότι και ο ίδιος ο Φάμπιαν θα τους ακολουθούσε στο γκρεμό. Όχι ότι αυτά θα του απάλυναν τον πόνο του, αλλά θα του αποδείκνυαν ότι θα αποδιδόταν δικαιοσύνη. Ίσως το έβλεπε έτσι.

«Δεκανέα» είπε ο Σούκε, που κι αυτός φαινόταν να συμπάσχει με τον Σέκερες, παρά το ότι δεν είχε γνωρίσει τους νεκρούς/εξαφανισμένους πολιτοφύλακες, «θα τα πιάσουμε τα καθίκια. Θα τα περιλάβουμε για τα καλά. Το έχουμε πάρει όλοι πατριωτικά. Δεν θα τους λυπηθούμε».

Ο Σέκερες ένευσε. «Μάλιστα, κύριε» είπε. Έπιασε το κράνος του. «Θα με συγχωρήσετε. Πρέπει να γυρίσω στην υπηρεσία μου».

«Ναι, φυσικά» είπε ο Φάμπιαν. «Καλή σου μέρα, δεκανέα».

«Καλή σου μέρα» είπε και ο Σούκε.

Ο Σέκερες βάρεσε προσοχή και έφυγε.

«Κύριε, επιτρέπετε;» ρώτησε ο λοχαγός.

«Ναι».

«Θέλω να φύγουμε αμέσως για το Μπραν. Ας μη χάσουμε άλλο χρόνο εδώ πέρα. Θέλω να βρούμε τους μπάσταρδους που προκάλεσαν τόσο κακό και να τους σκοτώσουμε».

«Θα το κάνουμε, λοχαγέ. Αλλά πρώτα θα επισκεφτούμε κάνα δυο σπίτια. Όχι παραπάνω. Ας τελειώσουμε με το φαγητό μας τώρα και μετά πάμε να ενημερώσουμε τον αντιστράτηγο».

 

*

 

Βουδαπέστη

Στις δέκα και πέντε το πρωί, η Έμιλυ και η Ορέλια είδαν τον γιατρό Μολνάρ να μπαίνει στο δωμάτιο. Χαμογελούσε και είχε τα χέρια «δεμένα» πίσω, στην πλάτη του. «Καλημέρα, κυρία Άσπελ και δεσποινίς Ορέλια!» είπε.

«Καλημέρα, γιατρέ!» του είπαν.

«Πώς νιώθει σήμερα η ασθενής μας;» Ο Μολνάρ ήρθε δίπλα στο κρεβάτι και ακούμπησε με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού το μέτωπο της Ορέλια.

«Νιώθω καλά» απάντησε η μικρή. Η μητέρα της της είχε πει να περιμένουν να τους το πει ο ίδιος ο γιατρός, αλλά η Ορέλια δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Σήμερα θα βγω, γιατρέ;»

«Βρε Ορέλια…» είπε η Έμιλυ, αλλά χαμογελούσε.

«Εξαρτάται, Ορέλια» είπε ο Μολνάρ. «Θέλεις να βγεις;»

Η μικρή κούνησε το κεφάλι της. «Ναι, ναι, το θέλω. Μου λείπει το διαμέρισμά μας και το δωμάτιό μου και οι κούκλες μου. Και θέλω να κάνω έκπληξη και στον μπαμπά, όταν γυρίσει».

«Καταλαβαίνω. Μάλλον, δεν σου αρέσει η παρέα μας εδώ».

«Όχι! Όχι, μου αρέσει, αλήθεια. Απλά…»

«Αστειεύομαι, καλή μου». Ο Μολνάρ χάιδεψε τα μαλλιά της και εξέτασε ταυτόχρονα τα μάτια της. Έπειτα, πήρε το στηθοσκόπιο και ακροάστηκε την καρδιά της. «Βήξε λίγο, σε παρακαλώ».

Η Ορέλια το έκανε.

Ακόμα και η Έμιλυ, που δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις, κατάλαβε ότι η πνευμονία είχε υποχωρήσει σημαντικά, αν δεν είχε εντελώς θεραπευτεί.

«Τέλεια» σχολίασε ο Μολνάρ. «Νομίζω ότι μπορούμε να σας δώσουμε εξιτήριο. Θα σας το φέρει αργότερα μια νοσοκόμα, υπογεγραμμένο από εμένα».

«Θα μας δώσετε οδηγίες, γιατρέ;» ρώτησε η Έμιλυ. «Να της φτιάχνω ζωμούς και τσάι;

«Ναι, και ζεστά λουτρά, σίγουρα. Γαργάρες. Και ξεκούραση, ξεκούραση, ξεκούραση. Όχι παιχνίδια εκτός διαμερίσματος, όχι βόλτες κλπ. Και, για ό,τι άλλο χρειαστείτε, θα είμαι διαθέσιμος. Αν, ω μη γένοιτο, προσέξετε ότι επανέρχονται τα συμπτώματα, ελάτε άμεσα εδώ».

«Μάλιστα, γιατρέ. Σας ευχαριστούμε για όλα!»

Ο Μολνάρ έφυγε και η Έμιλυ ήρθε, έσκυψε και φίλησε την Ορέλια στο μέτωπο. «Είσαι χαρούμενη που θα φύγουμε;» την ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση. Όμως, της άρεσε να ακούει την κόρη της να εκφράζει την χαρά της.

«Ναι, μαμά. Είμαι πολύ χαρούμενη».

«Κι εγώ, ψυχή μου. Και εγώ». Αναστέναξε και κάθισε στην θέση της. «Θες να διαβάσουμε λίγο;»

Η Ορέλια ήθελε.

 

Η ώρα ήταν δέκα και είκοσι όταν μπράβος του Τζούρτζου (αυτός που είχε αλλάξει τον προηγούμενο) που στεκόταν έξω από τον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, είδε τον γνωστό τους γιατρό να βγαίνει και να τον πλησιάζει.

«Θα βγει σήμερα» ανακοίνωσε. «Το άκουσε που το συζητούσε ο Μολνάρ με μια νοσοκόμα».

«Αλήθεια; Ενδιαφέρον. Ξέρεις τι ώρα;»

«Στις δώδεκα. Με θέλετε κάτι άλλο;»

«Τι, βιάζεσαι;» Πριν απαντήσει ο γιατρός, ο μπράβος τον γράπωσε από την ιατρική του ρόμπα και τον κόλλησε στον μαντρότοιχο. «Μη ξεχνάς ότι ο κύριος Τζούρτζου σε βοήθησε. Του χρωστάς. Αν σου πει “φάε σκατά αλόγου”, τα βάζεις στη σούπα σου και τα τρως. Αν σου πει “πέθανε”, παίρνεις το νυστέρι που έχεις για να ανοίγεις τους ασθενείς και κόβεις τον λαιμό σου. Το ’πιασες;»

Ο γιατρός δεν χρωστούσε τόσα πολλά στον Χάραλαμπ Τζούρτζου όσα άφηνε να εννοηθεί ο άλλος, αλλά η απειλή ήταν ξεκάθαρη και έτσι απλά ένευσε και ζήτησε συγνώμη.

Ο μπράβος τον έσπρωξε προς το νοσοκομείο. «Τράβα από δω, μη σε βλέπω». Έπειτα, πήγε να ξυπνήσει τον άλλο, που κοιμόταν στην άμαξα, για να τον στείλει στην πρεσβεία. Το αφεντικό τους σίγουρα θα ήθελε να ξέρει τα νέα.

 

*

 

Ντέβα

Ο Κάρτερ αναγκάστηκε για τέταρτη φορά από τότε που έφυγε από τη Βουδαπέστη να σταματήσει μπροστά από ένστολους άντρες της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και να τους παραδώσει τα χαρτιά του, εξηγώντας από την αρχή ποιος είναι, πού πηγαίνει και γιατί. Ήξερε πλέον τι ήθελαν να ακούσουν και τους τα έλεγε αργά και καθαρά, πρώτα στα ουγγρικά και, αν έβλεπε ότι υπήρχε κάποιος που καταλάβαινε και αγγλικά τους έδινε περαιτέρω λεπτομέρειες. Μέχρι τώρα, μόνο στο Μπραντ, όπου συνάντησε ένα άλλο τάγμα, δεν ήξερε κανείς τους να μιλάει αγγλικά και, παρά το ότι τον κοιτούσαν καχύποπτα, δεν τον εμπόδισαν να συνεχίσει.

Μετά την Οραντέα, είχε κάνει μια στάση έξω από το Μπεϊούς, μια πολύ μικρή πόλη, απ’ όσο μπόρεσε να καταλάβει βλέποντάς την από απόσταση. Εκεί υπήρχε ένα ποτάμι, στην όχθη του οποίου μπόρεσαν να ξεκουραστούν αυτός και το άλογό του. Ήπιαν μπόλικο κρύο νερό, έφαγαν λίγο και ο Κάρτερ, αφού έδεσε το άτι σε ένα δέντρο, ξάπλωσε σε ένα άλλο, έβαλε το καπέλο πάνω από το πρόσωπό του και έκλεισε τα μάτια του, με τον ύπνο να τον γαληνεύει για δύο ώρες περίπου.

Ο συγκεκριμένος νεαρός υπαξιωματικός των πεζικάριων -ο Κάρτερ υπέθετε ότι το infanterie, που του ανέφερε και ήταν το μόνο που κατάλαβε ο Κάρτερ, θα ήταν η ουγγρική εκδοχή του infantry– ήταν πιο ευχάριστος τύπος από τους προηγούμενους. Χαμογελούσε κάτω από το μουστάκι του και έδειχνε εντυπωσιασμένος που γνώριζε κάποιον ξένο από τη Δυτική Ευρώπη, ενώ οι άλλοι ήταν πιο τυπικοί και απόμακροι. Ο Κάρτερ, με τη σειρά του, του είπε ότι χαιρόταν που επισκεπτόταν την περιοχή.

«Σας αρέσει η Τρανσυλβανία;» ρώτησε με τη βαριά του προφορά (ίδια με των προηγούμενων συναδέλφων του) ο Ούγγρος, που ζήτημα ήταν αν είχε κλείσει τα είκοσι πέντε.

«Ναι, είναι πανέμορφη». Ο Κάρτερ δεν του έλεγε ψέματα, όντως του άρεσε το τοπίο. Του θύμιζε πολύ την πατρίδα του, όταν περνούσε μέσα από δάση και βουνά της Βόρειας Καρολίνας, του Νιου Χάμσαϊρ και της Μινεσότα. Όπως και όλο το ταξίδι που έκανε από τότε που έφυγε από τη Βουδαπέστη. Διέσχιζε με ένα άλογο μια τεράστια έκταση μιας μεγάλης χώρας -εντάξει, μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας-, πηγαίνοντας σε ένα συγκεκριμένο μέρος, για μια αποστολή που (σε μεγάλο βαθμό) ενέπιπτε στις γνώσεις και την εμπειρία του ως ομοσπονδιακού πιστολέρο. Συν το ότι θα συναντούσε τον Φάμπιαν, τον αδερφό του… Όλα αυτά τον έκαναν να νιώθει εξαιρετικά.

«Γιατί ταξιδεύετε με άλογο; Κάνει κρύο».

Ο Κάρτερ μπορούσε να πιστέψει πως ο εν λόγω Ούγγρος ρωτούσε από ενδιαφέρον και όχι με καχυποψία, όπως αυτός στο Μπορς. «Το βαρέθηκα το τρένο. Τόσες ώρες, κλεισμένος σε ένα βαγόνι… Προτιμώ τα άλογα, όπως είχα συνηθίσει στο στρατό. Είμαι παλαιών αρχών σε αυτό το θέμα».

«Κύριε Χίθροου, είπατε ότι είστε στρατιώτης, μιλώ σωστά;»

Ο Κάρτερ ένευσε. «Ήμουν. Παλιά».

«Είπατε ότι πολεμήσατε στην Αφρική».

«Ναι. Στην πόλη Χαρτούμ».

Ο Ούγγρος έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του, όπως έκανε όλη αυτή την ώρα όταν προσπαθούσε να σκεφτεί πώς να εκφραστεί στα αγγλικά. «Ήσαστε százados; Αμ… λοχαγός;»

«Ναι, ακριβώς. Στο Βασιλικό Σώμα Τυφεκιοφόρων, Εξηκοστό Σύνταγμα Πεζικού».

«Πώς ήταν εκεί, κύριε λοχαγέ; Στην Αφρική;»

Ο Κάρτερ δεν τον διόρθωσε, παρά κοίταξε αλλού, αναστενάζοντας, σαν να έλεγε Δύσκολες εποχές. Ευτυχώς που πέρασαν. Βασικά, ήλπιζε να περνάει αυτό το μήνυμα στον άλλο. Είπε «Το ότι έφυγα ζωντανός από εκεί, είναι θαύμα. Πολλή ζέστη, καθόλου καλό φαγητό, συνεχείς μάχες. Και αρρώστιες». Έδειξε τον εαυτό του, αγγίζοντας με το δείκτη του αριστερού του χεριού το πανωφόρι του. «Αρρώστησα και εγώ. Γι’ αυτό με έστειλαν πίσω, στην πατρίδα».

Ο Ούγγρος υπαξιωματικός, όπως και οι φαντάροι του, κοιτούσαν τον Κάρτερ με ενδιαφέρον, σαν να ήταν αγγελιαφόρος του Θεού και τους έλεγε ότι είχε δει μπροστά του τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ήταν προσηλωμένοι σε αυτόν.

Να πω κι άλλα ή θα το παρακάνω; αναρωτήθηκε ο Κάρτερ. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε λίγο άσχημα που τους έλεγε τόσα ψέματα. Ήταν καλόβολοι άνθρωποι, ή έτσι έδειχναν, αν και ήξερε πως, σε περίπτωση που τον θεωρούσαν ύποπτο, θα τον αντιμετώπιζαν εντελώς διαφορετικά. «Δεν θα ήθελα να το ξαναζήσω όλο αυτό που μου συνέβη εκεί κάτω» είπε.

Κάτι σχολίασε ένας φαντάρος και ο υπαξιωματικός έδειξε απορημένος.

«Όλα καλά;» ρώτησε ο Κάρτερ.

«Ναι. Απλά ο στρατιώτης λέει ότι μοιάζετε με τον őrnagy. Τον… ταγματάρχη Άσπελ! Τον είδε χθες, λέει».

Ο Κάρτερ κατένευσε. «Ναι, μου το έχουν ξαναπεί αυτό».

Ο υπαξιωματικός είπε «Συγνώμη, σας καθυστερώ» και του επέστρεψε τα χαρτιά. «Απλά, είμαι εδώ κάθε μέρα. Δε βλέπω πολλούς… εμ… utazók… Ξέρετε… Ταξιδιώτη. Ναι, δε βλέπω πολλούς ταξιδιώτη από μακριά».

«Καταλαβαίνω. Δεν έχω πρόβλημα, κύριε» τον διαβεβαίωσε ο Κάρτερ. Όσο μπορούσε, προσπαθούσε να σκέφτεται και να χρησιμοποιεί αυτές που θεωρούσε ως τις πιο «απλές» λέξεις και φράσεις, κι επίσης να μην μιλάει πολύ, ούτως ώστε να μην μπερδεύει τους στρατιωτικούς περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν.

«Καλή συνέχεια, κύριε λοχαγέ».

«Ευχαριστώ. Επίσης!»

Ο Κάρτερ έδωσε εντολή και το άλογό του προχώρησε στο δύσβατο μονοπάτι.

 

*

 

Μπρασώφ

Ο Φάμπιαν, ο Σούκε και τρεις ακόμα ορειβάτες τυφεκιοφόροι περίμεναν έξω από το σπίτι της Τάρα Μπούνεα, όπου, σύμφωνα με την λίστα της πολιτοφυλακής, έμεναν πλέον η ηλικιωμένη Ιούλια Τσομπάνου και οι δύο εγγονές της, Αντελίνα και Λία Τσομπάνου. Οι μικρές ήταν κόρες του Βέλκαν και της Εμιλιάνα Τσομπάνου, οι οποίοι δεν είχαν έρθει. Η Τάρα ήταν η μητέρα της Εμιλιάνα. Εξ’ όσων τους είπε ένας παχουλός και όχι ιδιαίτερα συμπαθής συνταγματάρχης, ο Μίκλος, η κυρία Μπούνεα είχε χάσει πρόσφατα τον σύζυγό της, ενώ οι Τσομπάνου ήταν γνωστή οικογένεια όχι μόνο στο Μπραν, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Τρανσυλβανίας, αφενός γιατί ήταν από τις πιο παλιές και αφετέρου γιατί ήταν από τις πιο πλούσιες, με τον σύζυγο της κυρίας Ιούλια, τον Ντράχοσλαβ Τσομπάνου, να έχει συνδιαλλαγές με μικρά και μεγάλα εστιατόρια και μπαρ, αφού τους πουλούσε κρεατικά, γάλα και φρούτα από τα κτήματά του στο Μπραν. Ο Φάμπιαν είχε ρωτήσει αν ο γηραιότερος Τσομπάνου είχε έρθει και αυτός, αλλά ο Μίκλος απάντησε πως είχαν έρθει μόνο γυναίκες από την οικογένεια. «Σκληρός τύπος αυτός ο Τσομπάνου. Αποφασιστικός και αλαζόνας» είχε σχολιάσει ο αγχωμένος Μίκλος. «Τώρα, φαντάζομαι, θα του τα κατάστρεψαν όλα και οι κυρίες θα έμειναν χωρίς περιουσία και θα βασίζονται εντελώς σε άλλους, σε αυτή την Μπούνεα κυρίως, για να ζήσουν». Κανείς δεν είχε ζητήσει την γνώμη του, ούτε τον ήξεραν -απλά, ο Ζαλάν είπε ότι αυτός ξέρει λίγα παραπάνω πράγματα από τους άλλους-, αλλά ο Φάμπιαν έκρινε ότι ο Μίκλος ήθελε να αποδείξει ότι είναι χρήσιμος και όχι μονάχα ένας φοβισμένος γραφειοκράτης με στολή. (Ο Σούκε, μάλιστα, όταν έφυγαν από το γραφείο του συνταγματάρχη, είχε πει τον Φάμπιαν «Κάποια βλακεία έχει κάνει, έτσι, κύριε; Μας έτρεμε, λες και είμαστε οι εκτελεστές του».) Ωστόσο, κάθε τι που μάθαιναν για τους ανθρώπους που θα συναντούσαν ήταν καλοδεχούμενο, για να ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν.

Οι δύο πολιτοφύλακες που ακολουθούσαν τους άντρες του αποσπάσματος περίμεναν παραπίσω, φυλάσσοντας τα άλογα, όπως έκαναν και χθες οι συνάδελφοί τους.

Το σπίτι, σε γενικές γραμμές, ήταν ίδιο με τα άλλα του Μπρασώφ. Μικρό, μόνο ισόγειο, φτιαγμένο με άσχημη γκρίζα πέτρα και κόκκινα κεραμίδια. Μια κουζίνα, δύο ή τρία δωμάτια, μια αποθήκη και μια εξωτερική τουαλέτα κάπου στην πίσω μεριά. Ο περιφραγμένος κήπος ήταν κάπως πιο μεγάλος, με περισσότερα ζαρζαβατικά να καλύπτουν το εσωτερικό του και ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από τη μικρό πόρτα του κήπου και οδηγούσε στην είσοδο της μονοκατοικίας. Καθώς περίμεναν να τους ανοίξουν, ο Φάμπιαν σκέφτηκε ότι το κτίσμα έδινε πιότερο την εντύπωση μιας οικογένειας που τα έβγαζε πέρα δύσκολα, παρά κάποιας που είχε εύπορους συγγενείς. Εκτός αν αυτός ο Τσομπάνου δεν μοιράζεται την περιουσία του. Αμέσως, έσπευσε να διορθώσει τον εαυτό του: Εκτός αν δεν μοιραζόταν την περιουσία του. Αν όντως είχε μείνει πίσω με τον γιο και την νύφη του, τότε πιθανότατα είχε καταλήξει νεκρός. Ή χειρότερα. Αλλά γιατί να μείνει; Αυτή ήταν μια καλή ερώτηση, αν και ο Φάμπιαν, κρίνοντας από τα όσα τους είχε πει ο Μίκλος, μπορούσε να μαντέψει την απάντηση ή έστω ένα μέρος της.

«Κύριε;»

Ο Φάμπιαν στράφηκε προς τον Σούκε. «Τι;»

«Μέσα είναι μικρά παιδιά, σωστά;»

«Αν δεν έκαναν κάνα λάθος όταν κατέγραψαν τα ονόματα και τις διευθύνσεις ή αν δεν είπε ψέματα αυτή η Ιούλια, ναι, θα βρούμε και δύο μικρά κορίτσια».

Ο Σούκε ένευσε προβληματισμένος. «Δεν θα ήθελα να μιλήσουμε σε αυτά, αν μπορούμε να το αποφύγουμε» είπε.

Ο Φάμπιαν πήγε να ρωτήσει, αλλά σταμάτησε. Θυμήθηκε που ο Σούκε είχε παραδεχτεί ότι έχει μικρές δύο κόρες. Όπως είχε ο Βέλκαν Τσομπάνου, δηλαδή. Κρίνοντας από το ύφος του Σούκε, που κάθε άλλο παρά σκληροτράχηλο φαινόταν τώρα, ο Φάμπιαν καταλάβαινε ότι ο λοχαγός είχε φανταστεί τις δικές του κόρες (και ίσως και τη δική του μητέρα, αν ζούσε) στην θέση των μικρών Τσομπάνου. Αν συναντούσαν άτομα που πιθανώς ήξεραν τι είχε απογίνει ο πατέρας τους (ή ο γιος της), δεν θα τους ρωτούσαν; Και πώς θα αντιδρούσαν αν μάθαιναν ότι είχε σκοτωθεί; Πόσο πολύ θα έκλαιγαν; Κι εδώ, στην περίπτωση των Τσομπάνου, έχουμε τρεις απώλειες, όχι μία, σκέφτηκε ο Φάμπιαν. Στο Μπραν, είχαν μείνει ο Ντράχοσλαβ, ο Βέλκαν και η Εμιλιάνα.

«Συμφωνώ μαζί σου, Σούκε» είπε ο Φάμπιαν. «Δε χρειάζεται να υποβάλλουμε τα παιδιά σε αυτό το μαρτύριο». Το ίδιο είχαν κάνει και σε τρεις άλλες περιπτώσεις, όπου, πέραν από ηλικιωμένους, είχαν βρει και παιδιά αρκετά μικρά για να μη νοιάζονται ακόμα για έρωτες. Δεν τα είχαν ενοχλήσει ούτε αυτά.

Τότε ακούστηκαν φωνές από το εσωτερικό και σύντομα η πόρτα άνοιξε και εμπρός τους εμφανίστηκε μια μικροκαμωμένη μαυροντυμένη γυναίκα μεγάλης ηλικίας. «Παρακαλώ;» ρώτησε με τη βραχνή φωνή της.

«Καλή σας ημέρα!» είπε ο Φάμπιαν. «Η κυρία Τάρα Μπούνεα;»

«Ναι».

«Κυρία Μπούνεα, ονομάζομαι Φάμπιαν Άσπελ. Είμαι ταγματάρχης του στρατού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Έχω έρθει στο Μπρασώφ από την Βουδαπέστη, για την υπόθεση του Μπραν». Έδειξε την ταυτότητά του και σύστησε και τον Σούκε και τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε με την κυρία Ιούλια Τσομπάνου. Βρίσκεται εδώ, σωστά;»

«Ναι, εδώ βρίσκεται. Περάστε, παρακαλώ». Η γυναίκα έκανε στην άκρη, ρουφώντας την μύτη της και σκύβοντας το κεφάλι, ίσως για να μην προσέξουν οι άντρες τους μαύρους κύκλους κάτω από τα δακρυσμένα μάτια της.

Αυτή τη φορά, δε χρειάστηκε να διασχίσουν κανένα διάδρομο, γιατί ακριβώς στο δεξί τους χέρι βρισκόταν το μικρό καθιστικό, με τους δύο καναπέδες, ένα τραπεζάκι και λίγα πορτραίτα στους τοίχους. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, για να μπαίνει φως, αλλά τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα βρισκόταν εκεί, η οποία κρατούσε τη μαγκούρα της μπροστά της. Κοίταξε τους νεοφερμένους σηκώνοντας το κεφάλι της.

Ο Φάμπιαν αντιλήφθηκε αμέσως το εξεταστικό και επικριτικό της βλέμμα. Ωστόσο, αποφάσισε ότι ο ίδιος όφειλε να συμπεριφερθεί όπως άρμοζε σε έναν αξιωματικό που συναντούσε ένα πολίτη της χώρας του, που μάλιστα πενθούσε. «Η κυρία Ιούλια Τσομπάνου;» ρώτησε.

«Η ίδια» απάντησε η Ιούλια, χωρίς να σηκωθεί ή να αλλάξει ύφος. «Κι εσείς είστε αυτός που ήρθε χθες με τους φαντάρους».

«Μάλιστα, κυρία μου». Ο Φάμπιαν επανέλαβε τις συστάσεις όλων των αντρών. «Ήρθαμε…»

«Ξέρω γιατί ήρθατε». Με το δεξί αδύναμο χέρι της έδειξε το δεξί αυτί της. «Σας άκουσα, κύριε ταγματάρχη Φάμπιαν Άσπελ από τη Βουδαπέστη. Επίσης, δεν είμαι χαζή. Τόσοι στρατιωτικοί εδώ; Τι άλλο μπορεί να θέλατε, εκτός από το να μου μιλήσετε για το Μπραν;»

Ο Φάμπιαν ένευσε. «Σωστή η σκέψη σας, κυρία Ιούλια» είπε.

Η Τάρα ήρθε και στάθηκε δίπλα από τον Σούκε, ο οποίος ήταν στα αριστερά του Φάμπιαν. Ρώτησε «Θα θέλατε να σας φέρω κάτι; Έχουμε καφέ και τσάι».

«Όχι, κυρία μου. Σας ευχαριστούμε!»

«Τάρα» είπε η Ιούλια «φρόντισε, σε παρακαλώ, ώστε να μην μας ενοχλήσουν η Λία και η Αντελίνα».

Η Τάρα κούνησε το κεφάλι και έφυγε προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Ο Φάμπιαν, βλέποντάς την να περπατάει αργά και με κατεβασμένους ώμους, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν υποπτευόταν τι είχε συμβεί στην κόρη της.

Η Ιούλια έδειξε τα άλλα καθίσματα. «Παρακαλώ, κύριοι. Μπορείτε να καθίσετε. Δυστυχώς, όμως, δεν έχουμε καρέκλες για όλους σας».

«Δεν πειράζει, κυρία μου». Ο Φάμπιαν κάθισε σε έναν όχι και τόσο αναπαυτικό καναπέ απέναντι από την Ιούλια και ο Σούκε σε μια κρύα ξύλινη καρέκλα. Οι στρατιώτες έμειναν όρθιοι πίσω από τους ανωτέρους τους.

«Φάμπιαν Άσπελ…» επανέλαβε η Ιούλια, με κενό ενός δευτερολέπτου ανάμεσα στις δύο λέξεις. «Δεν μου μοιάζει με ουγγρικό όνομα. Από πού είστε, κύριε ταγματάρχη Άσπελ;»

Ο Φάμπιαν χαμογέλασε. Κανείς μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να μην ήταν Ούγγρος. Ή, τουλάχιστον, δεν του το είχαν πει. «Είμαι από την Αυστρία, κυρία μου. Απλά, με μετέθεσαν ως επικεφαλής της υπόθεσης του Μπραν και του αποσπάσματος των ορειβατών τυφεκιοφόρων, με τους οποίους ήρθα εδώ».

«Ένας Αυστριακός που κάνει κουμάντο στους Ούγγρους που κάνουν κουμάντο σε εμάς; Μάλιστα. Έζησα να το ακούσω και αυτό. Και τι νεώτερα φέρνετε, λοιπόν;» ρώτησε η Ιούλια.

«Για την ακρίβεια, εμείς έχουμε έρθει να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις» απάντησε ο Φάμπιαν, που σκεφτόταν ότι η εν λόγω ηλικιωμένη δεν ήταν σαν οποιονδήποτε άλλο κάτοικο του Μπραν που είχαν συναντήσει ως τώρα –βασικά, έμοιαζε πολύ στην πεθερά του, την Αννίκα, αφού κι αυτή είχε δυναμικό χαρακτήρα. «Επισκεφτήκαμε άλλους συγχωριανούς σας πριν από εσάς. Στα πλαίσια της συγκέντρωσης στοιχείων…»

Η Ιούλια τον διέκοψε. «Προχωρήστε στο δια ταύτα, κύριε ταγματάρχη. Ας μη χάνουμε άλλο χρόνο, σας παρακαλώ». Δε φοβόταν τους νεοφερμένους. Ήταν νέοι κι εκείνη μια γερόντισσα που είχε ζήσει τα διπλά ή τα τριπλά τους χρόνια.

Ο Φάμπιαν σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν έτοιμος είτε να χαμογελάσει ξανά, είτε να εκνευριστεί. Όμως, επανέλαβε στον εαυτό του ότι το δίκιο το είχε η Ιούλια κι όχι αυτός. Αυτή, σαν πολίτις, είχε την αξίωση οι Αρχές να κάνουν σωστά τη δουλειά τους –σκέψη πέρα για πέρα σωστή. Οπότε εκείνος ένευσε. «Εντάξει. Στο δια ταύτα. Κυρία Ιούλια, θέλω να μου πείτε όσα περισσότερα μπορείτε για το τι συμβαίνει στο Μπραν. Κατά τη δική σας γνώμη». Είπε εν τάχει και όσα τους είχαν αναφέρει οι άλλοι συγχωριανοί της.

Η Ιούλια δεν απάντησε αμέσως, παρά έμεινε να παρατηρεί τους άντρες. Προσπαθούσε να βρει ίχνη από ψέματα και ανικανότητα. Έβλεπε φαινομενικά δυνατούς στρατιωτικούς, που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε πολυήμερους πολέμους. Ο ταγματάρχης, ειδικά, της έδινε την εντύπωση έξυπνου ανθρώπου και καλόβουλου. Δεν αμφέβαλλε ως προς αυτά. Αλλά την ανησυχούσε το ότι αυτοί ήταν εδώ και όχι στο Μπραν. «Τι συμβαίνει στο Μπραν, ε; Θα σας πω, ναι. Θα σας πω ό,τι είπα και στους άλλους, τους πολιτοφύλακες. Στο Μπραν υπάρχουν βρικόλακες» είπε. «Δεν ξέρω πόσοι. Αλλά υπάρχουν. Και σκοτώνουν. Και μεταδίδουν την καταραμένη τους φύση σε άτυχους ανθρώπους, σαν και εμάς». Σταμάτησε. Η φωνή της έγινε σχεδόν ψιθυριστή. «Σε ανθρώπους σαν και τον άντρα μου και τον γιο μου και την νύφη μου, ο Θεός να συγχωρέσει τις ψυχές τους. Έμειναν πίσω, να κάνουν τη δική σας δουλειά. Αυτή που υποσχεθήκατε ότι θα κάνετε σύντομα και που φυσικά δεν κάνατε σύντομα και δεν κάνετε».

«Κυρία Ιούλια, έχετε κάθε δικαίωμα να είστε εκνευρισμένη και να ανησυχείτε για τους δικούς σας ανθρώπους» της είπε ο Φάμπιαν, κοιτώντας την κατάματα. «Απ’ όταν έμαθα για αυτή την υπόθεση, δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι τι μπορούμε να κάνουμε σαν στρατός, για να λύσουμε το πρόβλημα. Γιατί δεν μου αρέσει ό,τι γίνεται στο Μπραν αυτές τις μέρες. Τόσοι άνθρωποι να ταλαιπωρούνται; Προφανώς και θέλω να σας βοηθήσω. Όλοι μας το θέλουμε. Αλλά πρέπει να καταλάβετε κάτι: χρειαζόμαστε πληροφορίες. Στοιχεία. Για να ξέρουμε τι γίνεται και γιατί και, το βασικότερο, από ποιους. Και, με όλο το σεβασμό, αυτό που επίσης ακούω από την πρώτη στιγμή είναι πως όλοι οι κάτοικοι του Μπραν που ήρθατε εδώ, στο Μπρασώφ, μιλάτε για…» Αναστέναξε. «Για βρικόλακες. Για μια Κόμισσα και την αγέλη της από βαμπίρ που πίνουν αίμα». Ανασήκωσε τους ώμους. Προσπαθούσε να μη προσβάλλει την ηλικιωμένη, όπως έκανε και με όλους τους υπόλοιπους χωριανούς. «Ελάτε στην θέση μου, για μια στιγμή. Πώς θα αντιδρούσατε σε μια τέτοια πληροφορία; Θα την πιστεύατε αμέσως;»

Ήταν έτοιμη να του πει πως ναι, θα πίστευε τα πάντα, αλλά η Ιούλια δεν μίλησε. Γιατί ήξερε μέσα της ότι κι εκείνη θα κρατούσε παρόμοια στάση με τη δική του, αν ήταν αξιωματικός της Αυστροουγγαρίας –ή οποιουδήποτε άλλου στρατού. Ειδικά, δε, αν δεν είχε μεγαλώσει στην Τρανσυλβανία, οπότε δεν θα είχε τις διδαχές των προγόνων της να την συντροφεύουν. Έσφιξε τα χείλη της και κοίταξε την μαγκούρα της και τα γεμάτα ζάρες και φλέβες χέρια της. Φταίνε, έλεγε μέσα της. Φταίνε. Δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα. Ο πατήρ Στεφάν είχε άδικο για αυτούς. Αυτός είχε άδικο και ο Ντράχοσλαβ είχε δίκιο. Ήταν, όμως, έτσι;

Ο Φάμπιαν, αντιλαμβανόμενος την εσωτερική διαμάχη της γυναίκας, είπε «Κυρία Ιούλια, δεν προσπαθώ να σας κάνω να νιώσετε άσχημα. Ούτε θεωρώ ότι δικαιολογώ εντελώς τις Αρχές. Απλά, προσπαθώ να δώσω και σε εσάς μα και σε εμάς μια πιο… σφαιρική εικόνα της κατάστασης. Υπάρχει η δική σας πλευρά, των κατοίκων του Μπραν, και η δική μας, του στρατού. Αν ενώσουμε τις γνώσεις μας και δείξουμε κατανόηση, τότε θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη σιγουριά. Καταλαβαίνετε;»

Η Ιούλια δεν απάντησε σε αυτό, αλλά είπε «Γιατί χασομεράτε με εμάς; Είπαμε ήδη όσα είχαμε να πούμε, όταν φτάσαμε στο Μπρασώφ. Δεν τα έχετε καταγράψει; Γιατί να τα επαναλαμβάνουμε;»

Ο Φάμπιαν απάντησε «Όπως σας είπα, ήρθα χθες από τη Βουδαπέστη. Όμως, δεν έμεινα ικανοποιημένος με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει η πολιτοφυλακή και ήθελα να μιλήσω ο ίδιος με τους κατοίκους του Μπραν. Είναι μια τυπική διαδικασία, που οφείλω να ακολουθήσω».

«Ό,τι πείτε. Πάντως, να σας πω ότι ούτε εγώ έμεινα ικανοποιημένη με την πολιτοφυλακή. Μας ζήτησαν να μην πούμε τίποτα σε κανέναν. Μας υποσχέθηκαν πως θα έπιαναν και θα τιμωρούσαν τους υπαίτιους. Έπειτα, όταν πήγα να μάθω τι νεώτερα είχαν, με έδιωξαν σαν να ήμουν καμιά κλέφτρα τσιγγάνα».

Ο Φάμπιαν και ο Σούκε αλληλοκοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Αναθεμάτισαν στο μυαλό τους τον Ζαλάν και τον Κέρσεν. Ο Φάμπιαν, δε, κράτησε σημείωση για να τα ψάλει στους άλλους δύο.

«Με ποιον μιλήσατε;» ρώτησε.

«Με κάποιον στην πύλη. Δεν ξέρω το όνομά του. Αλλά ήταν νέος».

Άρα, δεν μίλησε με τον Ζαλάν ή τον Κέρσεν ή έστω με αυτόν τον Μίκλος. «Και τι σας είπε;»

Η Ιούλια ανέμισε το χέρι της. «Πήγε και ρώτησε τον ανώτερό του και όταν ήρθε μου είπε ότι έχουν κινήσει τις διαδικασίες και πως περιμένουν ενημέρωση από τους στρατιώτες που έστειλαν στο Μπραν. Αλλά πού είναι η ενημέρωση; Έχουμε 5 Μαρτίου και εγώ πήγα σε αυτούς στις 2 Μαρτίου. Μάλλον, για ηλίθια με περνάνε».

«Δεν νομίζω, κυρία Ιούλια» είπε ο Φάμπιαν. «Ακόμα μαζεύουν στοιχεία, όπως κάνουμε και εμείς. Οι έρευνες συνεχίζονται». Διαφέρω πολύ από τον Κέρσεν και τον Ζαλάν; αναρωτήθηκε ο Φάμπιαν. Όπως αυτοί, έτσι και εγώ λέω ψέματα στους πολίτες. Σε τι είμαι καλύτερος από αυτούς; Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί επί τούτου ήταν πως αυτός, σε αντίθεση με εκείνους, ήταν πρόθυμος να μιλήσει ο ίδιος με τους κατοίκους του Μπραν και να τους συμπεριφερθεί ανθρώπινα. Αλλά δεν ήξερε αν αυτό ήταν αρκετό για να νιώθει καλά μέσα του.

Η Ιούλια, κάνοντας ένα μορφασμό περιφρόνησης, είπε «Συνεχίζονται. Μάλιστα. Και δεν μου λέτε, κύριε ταγματάρχη, μήπως τυχόν οι άντρες σας βρήκαν συγχωριανούς μου; Ίσως τον άντρα μου ή τον γιο μου ή την νύφη μου;»

Ο Φάμπιαν συλλογίστηκε ότι έπρεπε να είχε δεχτεί την προσφορά της Τάρα και να του φέρει λίγο καφέ. Η Ιούλια Τσομπάνου τον ζόριζε περισσότερο από κάθε άλλον. Αλλά, όντας μαθημένος σαν κατάσκοπος να φτιάχνει μια όσο το δυνατόν πιο πειστική ιστορία, έβγαλε την λίστα με τα ονόματα και τις διευθύνσεις που του είχαν δώσει από την πολιτοφυλακή και παράστησε ότι την εξετάζει. «Δεν υπάρχουν αναφορές για κάποιον κάτοικο του Μπραν» είπε. Κοίταξε ξανά την Ιούλια, μισώντας λίγο παραπάνω τον εαυτό του, ελπίζοντας πως θα γινόταν πιστευτός και ότι η γηραιά κυρία δεν θα του ζητούσε να δει τα χαρτιά –όπου θα ανακάλυπτε ότι δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που της παρουσίαζε. «Αλλά δεν θα σταματήσουν να ψάχνουν και, σε λίγες ώρες, θα πάω και εγώ με το απόσπασμα που ήρθα, για να συνδράμουμε στις έρευνες».

Η Ιούλια κατένευσε. «Θα έπρεπε να είχατε ήδη πάει» είπε μόνο.

Ο Φάμπιαν έκρυψε ξανά τα χαρτιά. «Έπρεπε να επαληθεύσω τις πληροφορίες που είχαμε».

«Και το κάνατε; Επαληθεύσατε τις πολύτιμες πληροφορίες σας; Μείνατε ευχαριστημένος;»

Τότε παρενέβη ο Σούκε, αλλά μίλησε ήρεμα. «Κυρία μου, σας προτείνω να μιλάτε καλύτερα. Απευθύνεστε σε αξιωματικό της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Όπως βλέπετε, ο κύριος ταγματάρχης σάς μιλάει με σεβασμό. Δεν πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είστε πιο ευγενική;»

Η Ιούλια στράφηκε προς το μέρος του. «Θες να σου πω τι πιστεύω;» ρώτησε και τα πρώτα δάκρυα εμφανίστηκαν στο πρόσωπό της. «Θα σου πω. Σε όλους σας θα το πω. Πιστεύω ότι ο άντρας μου, ο Ντράχοσλαβ Τσομπάνου, είχε δίκιο σε ένα πράγμα: όταν αναλαμβάνεις μια υποχρέωση, πρέπει να την κάνεις σωστά. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του, αλλά ήξερε τι έλεγε. Και σας προτείνω να το θυμάστε».

«Κυρία Ιούλια…»

Η Ιούλια συνέχισε, δείχνοντας με τη μαγκούρα της τον Φάμπιαν και τον Σούκε. «Και κάτι άλλο να θυμάστε: ο Ντράχοσλαβ εξ αρχής έλεγε ότι δεν πρέπει να απευθυνθούμε σε κανέναν ξένο. “Ο καθένας λύνει τα προβλήματά του μόνος του. Χωρίς ξένους, να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις του. Εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι για το πρόβλημά μας.” Έτσι έλεγε. Και είχε δίκιο και σ’ αυτό. Δεν έπρεπε ποτέ να βασιστούμε σε εσάς, τους ξένους. Αυτό είστε και αυτό θα είστε πάντα για εμάς, τους Τρανσυλβανούς. Ξένοι. Και τώρα, φύγετε, σας παρακαλώ. Δεν έχω να σας πω τίποτα άλλο».

Ο Σούκε κοίταξε τον Φάμπιαν, που ένευσε. Σηκώθηκαν.

«Σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας, κυρία Ιούλια» είπε ο Φάμπιαν.

Προχώρησαν προς την έξοδο. Οι στρατιώτες και ο Σούκε βγήκαν, αλλά ο Φάμπιαν σταμάτησε και γύρισε πίσω. Όταν αναλαμβάνεις μια υποχρέωση, πρέπει να την κάνεις σωστά. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες. Κοίταξε την ηλικιωμένη και της είπε «Δεν ξέρω αν έχει νόημα ο λόγος μου για εσάς, αλλά σας υπόσχομαι ότι οι υπαίτιοι θα τιμωρηθούν. Όποιοι κι αν είναι, όσοι κι αν είναι. Ό,τι κι αν είναι».

Η Ιούλια στράφηκε προς το μέρος του. «Τώρα είναι αργά, ταγματάρχη» είπε. «Είναι αργά για τις δύσμοιρες ψυχές που έμειναν να υπερασπιστούν το Μπραν μας».

Εκείνη τη στιγμή, από το εσωτερικό, εμφανίστηκαν οι μικρές Λία και Αντελίνα, με την Τάρα να τις οδηγεί σε κάποιον άλλο χώρο. Όμως, είδαν τον Φάμπιαν και τις είδε και αυτός και χαιρετίστηκαν με χαμόγελο και η εικόνα της Ορέλια επανήλθε για λίγο στην μνήμη του, όπως και η Έμιλυ. Του έλειπαν. Ήθελε να γυρίσει πίσω και να τις αγκαλιάσει και να ζήσει μαζί τους για πάντα. Να διαβάσει ιστορίες φαντασίας στην Ορέλια και να κάνει έρωτα με την Έμιλυ. Τι να έκαναν τώρα άραγε; Να είχαν φύγει από το νοσοκομείο; Να τον περίμεναν στο διαμέρισμα; Θεέ, πόσο ήθελε να τις δει.

Αλλά πρώτα έπρεπε να πέσει στη φωτιά και να τη σβήσει. Μόνο τότε θα μπορούσε να επιστρέψει σε αυτές.

Αναστέναξε και γύρισε πάλι προς την Ιούλια και προχώρησε προς το μέρος της και γονάτισε μπροστά της. «Όμως, ίσως δεν είναι αργά για εσάς και τις εγγονές σας» της είπε. Και για κάθε άλλο παιδί εκεί έξω, σκέφτηκε.

Η Ιούλια δεν το σχολίασε. Αντίθετα, είπε «Ο Θεός μαζί σας, κύριε ταγματάρχη. Θα Τον χρειαστείτε δίπλα σας. Αυτή η καταραμένη, η Κόμισσα, κρατάει μεγάλη κακία για την οικογένειά μου. Ο Ντράχοσλαβ πάντα έλεγε ότι ένας πρόγονός του έκανε ένα μοιραίο λάθος: μίλησε για τον παράνομο έρωτα αυτής και κάποιου στρατιώτη. Αυτόν τον ανασκολόπησαν. Εκείνη… Εκείνη έγινε τέρας και έκτοτε ταλανίζει την Τρανσυλβανία. Μην την υποτιμήσετε. Ούτε αυτή, ούτε όσους ομοίους της έχει μαζέψει».

Ο Φάμπιαν ένευσε. «Σας ευχαριστώ για τις συμβουλές και για την ευχή σας» είπε. Ρώτα, παρότρυνε τον εαυτό του. Ρώτα την. Πρέπει να ξέρεις. Για παν ενδεχόμενο. Μα δεν υπάρχουν. Κι αν υπάρχουν; Κι αν η «δαιμόνισσα» που ανέφερε ο Ούγγρος λοχαγός το 1604 ήταν και είναι αληθινή; Δεν θα ήταν καλύτερα να έχεις τις απαραίτητες γνώσεις; Ναι, αλλά… Αλλά όταν αναλαμβάνεις μια υποχρέωση, πρέπει να την κάνεις σωστά. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες. Πριν συνεχίσει αιωνίως αυτός ο εσωτερικός πόλεμος, ο Φάμπιαν ρώτησε «Κυρία Ιούλια, πώς είναι οι βρικόλακες και πώς σκοτώνονται; Έχουν όντως χλομό δέρμα και μάτια σαν σφαίρες; Ξέρετε;»

Ήξερε. Και του είπε. Και, παρότι ο ίδιος δεν θα το μάθαινε ποτέ, εκείνη άρχισε να έχει κάποιες ελπίδες, ότι μπορεί να τα κατάφερναν τελικά. Ότι ίσως δεν ήταν όλοι οι ξένοι άχρηστοι ή αδιάφοροι, αλλά ότι υπήρχαν και κάποιοι που νοιάζονταν, απλά ήταν μακριά όταν τους χρειάζονταν κάπου –στο Μπραν, εν προκειμένω. Ίσως, εν τέλει, ο μακαρίτης ο Ντράχοσλαβ να είχε βάλει κατά λάθος στο ίδιο τσουβάλι όλους τους ξένους, ενώ κάποιοι δεν άξιζαν τέτοια μεταχείριση.

Ο Φάμπιαν την ευχαρίστησε ξανά και σηκώθηκε. Έκανε να γυρίσει και να φύγει, αλλά εκείνη του έπιασε το χέρι και τον σταμάτησε. «Μια στιγμή, κύριε Άσπελ». Ξεκρέμασε από τον λαιμό της τον ξύλινο σταυρό της και τον τύλιξε στη χούφτα του Φάμπιαν. Κοιτώντας τον στα μάτια, του είπε «Όταν έρθεις αντιμέτωπος με τα τέρατα, πρόταξε το σύμβολο του Κυρίου μας εναντίον τους. Δεν μπορούν να το νικήσουν. Τους καίει και τους τρομάζει. Δεν αντέχουν το φως Του».

«Μάλιστα, κυρία μου». Ο Φάμπιαν σκέπασε το χέρι της με το αριστερό δικό του, της χαμογέλασε και έπειτα αποχώρισε, βάζοντας το σταυρό στην τσέπη του παντελονιού του. Έκλεισε την πόρτα και συνάντησε τους άλλους έξω από τον κήπο. Ανέβηκαν όλοι μαζί στα άλογα.

«Τι έγινε, κύριε;» ρώτησε ο Σούκε.

«Έπρεπε να την ρωτήσω κάτι, λοχαγέ. Και έπρεπε να της υποσχεθώ ότι μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο μέλλον. Πάμε τώρα στο σπίτι των Καρντέι. Εκεί μένουν ο Σάντου και η Στεφανία Βλαντιμιρέσκου. Είναι οι τελευταίοι με τους οποίους θα μιλήσουμε».

«Μάλιστα, κύριε».

Η ώρα ήταν έντεκα και τέταρτο.

 

*

 

Βουδαπέστη

Στις δώδεκα το μεσημέρι, ήρθε στο δωμάτιο της Ορέλια Άσπελ η νοσοκόμα με το υπογεγραμμένο εξιτήριο και τις οδηγίες του γιατρού Μολνάρ. Ήταν χαμογελαστή και, αφού ρώτησε δύο φορές την μικρή πώς νιώθει και εφόσον η Έμιλυ δεν είχε καμιά απορία ή ότι δε χρειάζονταν κάποια άλλη βοήθεια (όπως με το να τους βρουν μια άμαξα), ευχήθηκε καλή ανάρρωση και έφυγε.

Η Έμιλυ βοήθησε την Ορέλια να βγάλει το νυχτικό του νοσοκομείου και να φορέσει το φουστάνι, το καλσόν και τα παπούτσια της, για να ακολουθήσει το κόκκινο πανωφόρι και το καπέλο. «Έτοιμη και πανέμορφη» σχολίασε, όταν τέλειωσαν. Αχ, να ήταν εδώ ο μπαμπάς σου να σε δει, ψυχή μου, είπε μέσα της.

«Πάμε, μαμά;»

«Ναι. Πάμε».

Έφυγαν από το δωμάτιο, περπατώντας αργά, για να μην κουράζεται η Ορέλια, αλλά και γιατί είχε μείνει αρκετές μέρες στο κρεβάτι. Δεν έδειχνε να δυσκολεύεται ή να αναπνέει πιο δύσκολα όσο προχωρούσαν, ωστόσο η Έμιλυ ήθελε να είναι σίγουρη ότι η κόρη της δεν θα εξαντλούνταν –άλλωστε, ο γιατρός είχε συστήσει να ξεκουράζεται και να μην κάνουν βόλτες ή οτιδήποτε άλλο, άσχετα με το πώς φαινόταν να νιώθει η Ορέλια. Άκουγαν κάποιες φωνές ασθενών ή συγγενών που θρηνούσαν, όμως η Έμιλυ παρηγόρησε την κόρη της, ώστε να μην αποθαρρυνθεί και να μην καταπέσει –και να μην πάει ο νους της στο κακό που μπορούσε να συμβεί στον μπαμπά της. Όσες νοσοκόμες τις είδαν και είχαν φροντίσει την Ορέλια, έσπευσαν να τους ευχηθούν κι αυτές. Τις ευχαρίστησαν και συνέχισαν.

Βγήκαν από το νοσοκομείο. Η Ορέλια ένιωσε τα μαλλιά της να ανεμίζουν και τον δροσερό καιρό της πόλης να την υποδέχεται. Εισέπνευσαν και οι δύο τον καθαρό αέρα, με την Ορέλια να βήχει λίγο. «Καλά είμαι, μαμά» έσπευσε να διαβεβαιώσει την Έμιλυ.

«Το ξέρω, καλή μου. Πάμε να βρούμε μια άμαξα».

Πέρασαν δίπλα από έναν άντρα που κάπνιζε και που είχε δυσοίωνη όψη -χωρίς να προσέξουν πώς τις κοιτούσε και ότι δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω τους- και σταμάτησαν μια άμαξα. Επιβιβάστηκαν και κάθισαν δίπλα-δίπλα. Τότε η Έμιλυ θυμήθηκε τους συναδέλφους του Φάμπιαν, οι οποίοι μπορεί να πήγαιναν στο νοσοκομείο για να τις δουν, νομίζοντας ότι είναι ακόμα εκεί.

Έβγαλε από την τσέπη της μια σελίδα που είχε για να γράφει τις ιστορίες της και ένα μολύβι και ξεκίνησε.

 

Ο μπράβος του Τζούρτζου όρμησε στην άμαξα που ανήκε στο αφεντικό του και που στο μεταξύ είχε επιστρέψει. «Φεύγουν» είπε στον άλλο.

«Ωραία, ας τις ακολουθήσουμε, αν και ξέρουμε πού θα καταλήξουν».

Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή και έπειτα γέλασαν. Ω ναι, ήξεραν προς τα πού όδευε η ζωή των δύο Άσπελ.

 

*

 

Μπρασώφ

Ο Σάντου και η Στεφανία Βλαντιμιρέσκου κοιτούσαν απέναντί τους τον Φάμπιαν και τον Σούκε. Η ώρα ήταν δώδεκα και μισή. Κάθονταν και έπιναν τσάι στο σαλόνι των Καρντέι. Η Σορίνα και ο άντρας της έλειπαν στις δουλειές τους, ενώ τα δύο από τα τρία παιδιά ήταν στο σχολείο. Το τρίτο και μικρότερο παιδί, τον Ντορίν, το είχε η Στεφανία στην αγκαλιά της. Οι άντρες που συνόδευαν τον ταγματάρχη και τον λοχαγό είχαν φύγει με διαταγή του Φάμπιαν για το κτίριο της πολιτοφυλακής. Είχε καταλήξει ότι δεν τους χρειάζονταν. Δε φαινόταν να απειλούνται από κάποιον, ενώ, από τη φοβισμένη όψη του αγοριού και της αδερφής του, σκέφτηκε πως οι δύο Βλαντιμιρέσκου ίσως ένιωθαν πιο άνετα αν δεν είχαν να κάνουν με πολλούς ένστολους. Όταν ο Σάντου τους εξήγησε ότι ο συνταγματάρχης Μίκλος είχε πει στον ίδιο και την μητέρα του πως όλοι οι κάτοικοι του Μπραν θεωρούνταν ύποπτοι και όταν αργότερα ο Ζαλάν είχε συμπεριφερθεί με αντίστοιχη αυστηρότητα στα δύο αδέρφια, ο Φάμπιαν αναθεμάτισε μέσα του ξανά για το χειρισμό της υπόθεσης από τους ντόπιους κι έσπευσε να διαβεβαιώσει τους δύο Βλαντιμιρέσκου πως κανένας κάτοικος του Μπραν δεν θεωρείτο πλέον ύποπτος και ότι το μόνο που ζητούσαν ο ίδιος και ο λοχαγός ήταν μερικές διευκρινήσεις.

Υπήρχε μια αμήχανη σιωπή εδώ και λίγη ώρα, την οποία διέκοπτε ενίοτε ο Ντορίν ρωτώντας ή ζητώντας κάτι, μόνο και μόνο για να του πει η Στεφανία πως θα έπρεπε να κάνει ησυχία. Είχαν πει στους δύο εκπροσώπους των Αρχών όσα ήξεραν, τα οποία λίγο πολύ τα είχαν ακούσει από τις προηγούμενες επισκέψεις τους σε άλλους χωριανούς: το Μπραν τρομοκρατούνταν από βρικόλακες, έφταιγε κάποια Κόμισσα, οι γονείς τους, ο πατέρας Στεφάν και η σύζυγός του είχαν μείνει πίσω, όπως και πολλοί άλλοι ενήλικες… Είχαν εξαφανιστεί κάτοικοι. Η Στεφανία ανέφερε ότι είχε δει μέχρι και εφιάλτη με κάποιες μαυροντυμένες μορφές. Τίποτα το νεώτερο, ουσιαστικά.

«Η μητέρα μου ήλπιζε πως θα έρθετε» είχε πει κάποια στιγμή ο Σάντου. «Ότι αυτό που έχει σημασία δεν ήταν το ότι μας θεωρούσατε υπόπτους, αλλά η υπόσχεση ότι θα έρθει η πολιτοφυλακή και θα μάθει την αλήθεια και θα έχουμε ένα στρατό στο πλευρό μας». Όπως και η αδερφή του, είχε κλάψει, καθώς θυμόταν τους γονείς του και το ότι είχαν μείνει στο Μπραν και πως δεν είχαν κανένα νέο τους. Η φωνή του, ωστόσο, δεν ήταν σπασμένη, αλλά διατηρούσε μια ένταση, που δε διέφυγε από τον Φάμπιαν. «Όμως, δεν ήρθατε. Όχι έγκαιρα. Γιατί δεν μας πιστέψατε. Ακόμα και τα  γράμματα που σας δώσαμε δεν ήταν αρκετά, για να σας πείσουν».

«Μισό λεπτό» τον είχε διακόψει ο Φάμπιαν. «Για ποια γράμματα μιλάς;»

«Αυτά που παραδώσαμε στην πολιτοφυλακή και στο Δέκατο Πέμπτο» απάντησε ο Σάντου, παραξενεμένος. «Τα γράμματα του πατρός Στεφάν. Αυτά με τα οποία λέγαμε ότι χάθηκαν συγχωριανοί μας και πως ζητούσαμε βοήθεια».

Ο Φάμπιαν κοίταξε τον Σούκε. Είχε κι εκείνος το ίδιο απογοητευμένο ύφος. Για άλλη μια φορά, οι τοπικές Αρχές δεν είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους. Και μάλιστα, είχαν αποκρύψει δύο έγγραφα. Γιατί ο Φάμπιαν ήταν σίγουρος ότι ισχύει αυτό και όχι ότι του έλεγε ψέματα ο νεαρός Βλαντιμιρέσκου. Δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα, συν ότι ο Ζαλάν και ο Κέρσεν είχαν ήδη αποδείξει ότι έκαναν παρατυπίες. Κράτησε άλλη μια σημείωση, λοιπόν, για όταν θα γυρνούσε στην πολιτοφυλακή. Αυτή τη φορά, θα ήταν πολύ πιο αυστηρός μαζί τους.

«Τι, δεν ξέρετε για αυτά;» ρώτησε η Στεφανία.

«Φτάσαμε χθες και δεν έχουμε ενημερωθεί για όλα» είπε ο Φάμπιαν. «Μην ανησυχείτε, όμως, θα τα μάθουμε».

Εκεί είχε πέσει η σιωπή.

«Τα καθίκια…» ψέλλισε ο Σάντου, που τώρα κοιτούσε αλλού, βγάζοντας από τις σκέψεις τους όλους. «Θέλω τόσο πολύ να τους σκοτώσω».

«Για ποιους λες, νεαρέ;» ρώτησε ο Φάμπιαν.

«Για τους βρικόλακες. Ποιος ξέρει τι έκαναν στους γονείς μας, στον πατέρα Στεφάν, στην κυρία Ντανιέλα. Σε όλους τους άλλους». Κοίταξε τον Φάμπιαν. «Δεν άξιζαν τέτοιο κακό. Κανείς μας. Δεν λέω ότι είμαστε οι καλύτεροι άνθρωποι, αλλά αυτό δεν το αξίζουμε. Κανείς δεν το αξίζει».

«Καταλαβαίνω. Σας το υπόσχομαι και στους δύο, θα βρούμε τους ενόχους και θα τους τιμωρήσουμε. Δεν θα σταματήσουμε μέχρι να το πετύχουμε».

«Αχ, γιατί να μην είχαμε εσάς εδώ από την αρχή…» παραπονέθηκε η Στεφανία. «Μόνο εσείς μας μιλάτε έτσι. Εσείς και ο κύριος πολιτοφύλακας Χενρίκ».

«Ρε Στεφανία, δεν είναι ώρα τώρα για τον έρωτά σου» της είπε ο Σάντου. Στράφηκε προς τον έκπληκτο (και λίγο χαμογελαστό) Φάμπιαν -που δεν περίμενε ότι θα είχαν και τέτοιες εξομολογήσεις. Φούσκωσε το στήθος του και πήρε το πιο σοβαρό του ύφος. «Κύριε ταγματάρχη, θα ήθελα να έρθω μαζί σας».

«Τι;» ρώτησε ο Σούκε.

«Μα τι λες, Σάντου;» πετάχτηκε η Στεφανία. «Δεν είσαι στρατιώτης».

«Δεν γίνεται αυτό, νεαρέ» συμφώνησε μαζί της ο Φάμπιαν. Δεν μίλησε αυστηρά, μα ήπια και με σταθερότητα. «Είσαι πολίτης και εμείς στρατιωτικοί. Είναι δική μας δουλειά να αναλάβουμε αυτή την υπόθεση. Δεν μπορώ να βάλω σε κίνδυνο την ζωή ούτε τη δική σου, ούτε κανενός άλλου που δεν ανήκει στις Αρχές της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Σέβομαι το θάρρος σου και το ότι θες να μας βοηθήσεις ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τους δικούς σου, όμως πρέπει να αρνηθώ». Ένιωσε λίγο άσχημα, γιατί αυτόν τον κανόνα θα τον καταπατούσε όταν έφτανε ο αδερφός του. Και μπορεί ο Κάρτερ να μην ήταν στις τάξεις του στρατού της Αυτοκρατορίας, αλλά ήταν εκπαιδευμένος για τα πεδία των μαχών. Εκείνη η περίπτωση ήταν μια ενδιάμεση, γκρίζα κατάσταση, που ο καθένας μπορούσε να την ερμηνεύσει/εκμεταλλευτεί καταπώς φρονούσε. Στην περίπτωση του Σάντου, όμως, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα.

«Μα γιατί; Παίρνω εγώ την ευθύνη. Σας παρακαλώ».

«Όχι, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση».

«Μα δεν μπορώ να κάθομαι εδώ και να περιμένω, λες και είμαι κάνας άχρηστος!»

«Δεν είσαι άχρηστος, νεαρέ. Φροντίζεις την αδερφή σου και το ανιψάκι σου. Όπως και εκείνη εσένα. Στηρίζετε ο ένας τον άλλο. Μένετε ζωντανοί και ασφαλείς και, να είσαι σίγουρος, αυτό θέλουν οι γονείς σας». Επίτηδες, δεν χρησιμοποίησε παρελθοντικό χρόνο στην αναφορά στον πατέρα και την μητέρα των αδερφών Βλαντιμιρέσκου, για να μην τους πικράνει κι άλλο, υπενθυμίζοντάς τους ότι το πιο πιθανό ήταν να είναι νεκροί οι γονείς τους –ή χειρότερα.

«Έχει δίκιο ο κύριος ταγματάρχης, Σάντου» είπε η Στεφανία, χαϊδεύοντάς του το χέρι. «Άσε τους κυρίους να κάνουν τη δουλειά τους. Εμείς μπορούμε να ζήσουμε εδώ…»

«Δεν μου αρκεί, Στεφανία. Θέλω εκδίκηση. Θέλω να πολεμήσω, για την τιμή των γονιών μας και κάθε κατοίκου του Μπραν. Μπορώ και το θέλω».

Ο Φάμπιαν αναστέναξε. Θαύμαζε το κουράγιο του παιδιού και χαιρόταν που ακόμα υπήρχαν νέοι πρόθυμοι να ξεπεράσουν εαυτόν για το καλό των δικών τους. Αλλά οι κανόνες ήταν συγκεκριμένοι και δεν γινόταν να τους παραβούν, όχι όλους δηλαδή. Σίγουρα, δεν θα έπαιρναν μαζί τους στο Μπραν τον Σάντου Βλαντιμιρέσκου. Αυτή η απόφαση ήταν οριστική και αμετάκλητη. Δεν θα ρίσκαραν την ζωή κανενός πολίτη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ειδικά από την στιγμή που αγνοούνταν όχι απλά πολλοί άλλοι, μα και οι ίδιοι του οι γονείς. «Η εκδίκηση, ή η δικαιοσύνη» είπε στον Σάντου «θα επέλθει. Το Μπραν είναι η μοναδική υπόθεση που με την οποία ασχολούμαστε. Κάθε άνδρας και κάθε όπλο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας βρίσκονται ανά πάσα ώρα και στιγμή στη διάθεσή μας. Δεν θα μας ξεφύγουν οι ένοχοι, σας το εγγυώμαι. Θα τους βρούμε».

Ο Σάντου κοίταξε τον Φάμπιαν στα μάτια, αλλά βρήκε σθεναρή αντίσταση, κατάλαβε ότι δεν θα τον μετέπειθε και οι ελπίδες του σβήστηκαν. Αποκαρδιωμένος, έγειρε πίσω στην θέση του και δεν ξαναμίλησε.

Η Στεφανία προσπάθησε να τον παρηγορήσει και ο Φάμπιαν με τον Σούκε σηκώθηκαν, για να φύγουν.

«Εμάς θα μας συγχωρήσετε, αλλά θα πρέπει να αποχωρίσουμε. Σήμερα, θα πάμε στο Μπραν» ανακοίνωσε ο Φάμπιαν.

Η Στεφανία τον κοίταξε και είπε «Σας ευχαριστούμε, κύριε ταγματάρχη! Ο Θεός μαζί σας».

«Ευχαριστούμε» είπαν μαζί ο Φάμπιαν και ο Σούκε. Ο ταγματάρχης, βλέποντας το κατσούφικο ύφος του Σάντου, του είπε «Δεν ξέρω αν θα βοηθήσει, νεαρέ, αλλά έχω πολύ σοβαρούς λόγους για να φέρω εις πέρας την αποστολή. Έχω μια σύζυγο και μια κόρη που με περιμένουν στη Βουδαπέστη. Και ο λοχαγός Σούκε έχει την οικογένειά του να τον περιμένει. Και πολλοί άλλοι στρατιώτες. Δεν είναι μόνο θέμα δουλειάς, για εμάς. Σκεφτόμαστε και την ασφάλεια των δικών μας. Γιατί ξέρουμε πως, αν εκείνα τα καθάρματα πετύχουν το σκοπό τους εδώ, τότε θα εξαπλώσουν την κυριαρχίας τους και δεν θα είναι κανείς ασφαλής πια. Αλλά δεν θα συμβεί αυτό. Δεν θα το επιτρέψουμε. Θα καθαρίσουμε το Μπραν και την Τρανσυλβανία από οποιονδήποτε εχθρό, όποια κι αν είναι η φύση του».

Ο Σούκε είπε «Σας δίνω και εγώ τον λόγο της τιμής μου, παιδιά, πως δεν θα ησυχάσω αν δεν τους ξεπαστρέψουμε». Όσο κι αν δεν το περίμενε, είχε αρχίσει να πείθεται ότι θα κυνηγούσαν βρικόλακες. Του φαινόταν απίστευτο κι όμως το να βλέπει και να ακούει όλους αυτούς τους ανθρώπους να μιλάνε με τέτοιο τρόμο για τα τέρατα… Το ότι ο Ζαλάν, που είχε λερωμένη τη φωλιά του, είχε μιλήσει τόσο απαξιωτικά για τους χωρικούς… Αλλά, κυρίως, το ότι το πίστευε ο Φάμπιαν, αυτό ήταν που είχε παίξει το μεγαλύτερο ρόλο για τον λοχαγό. Η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του ταγματάρχη του ήταν ολοκληρωτική πλέον. Δεν είχε αμφιβολία για το ποιόν του. Ήταν από τους καλούς. Ο Ορμπάν και ο Τζούρτζου του είχαν πει μαλακίες, για τους δικούς τους μυστηριώδεις λόγους –τους οποίους, όμως, θα τους ανακάλυπτε, όταν επέστρεφαν. Έβριζε τον εαυτό του που είχε παρασυρθεί από αυτά τα καθίκια. Αλλά θα άλλαζε αυτό. Ο Σούκε θα ήταν στο πλευρό του Φάμπιαν και θα φρόντιζε κάθε ορειβάτης τυφεκιοφόρος να τον υποστηρίξει.

«Αντίο σας» είπε ο Φάμπιαν και κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα.

«Καλό κατευόδιο» άκουσαν να τους λέει ο Σάντου Βλαντιμιρέσκου, που είχε σηκωθεί και τους πλησίασε. «Σκοτώστε τους όλους. Όλα τα τέρατα. Μην συλλάβετε κανέναν, απλά καρφώστε τον καθένα στην καρδιά με μια λεπίδα. Απλά… σώστε το Μπραν».

Ο Φάμπιαν ένευσε. «Θα τους σκοτώσουμε» είπε και άπλωσε το χέρι του και ο Σάντου το έσφιξε με το δικό του. Το ίδιο έγινε και με τον Σούκε.

Βγήκαν από το σπίτι και ανέβηκαν στα άλογα.

«Πάμε να μιλήσουμε με τον αντιστράτηγο και τον αντισυνταγματάρχη;» ρώτησε ο λοχαγός.

«Ναι. Να μιλήσουμε» απάντησε ο Φάμπιαν. Είχε αλλάξει ύφος ξανά. Τώρα ήταν εκνευρισμένος.

 

*

 

Βουδαπέστη

Η άμαξα έφτασε στη συμβολή των οδών Ρόζα και Ντοχάνι, γύρω στη μία το μεσημέρι. Απήλαυσαν και οι δύο τη διαδρομή, η οποία είχε μια ολιγόλεπτη καθυστέρηση, αφού έκαναν μια στάση στο ταχυδρομείο, για να στείλει η Έμιλυ το γράμμα της στους συναδέλφους του Φάμπιαν. Η Ορέλια, που είχε ακούσει την μητέρα της να λέει στον αμαξά για αυτή την παράκαμψη, την ρώτησε γιατί να μην πήγαιναν κατευθείαν εκεί που δούλευε ο πατέρας της. Η Έμιλυ της είπε ότι βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι, γιατί έκανε κρύο και ο γιατρός είχε πει ότι έπρεπε να ξεκουράζεται. Αν η Ορέλια είχε δει σε ποιον απευθυνόταν το γράμμα («Παπ Μπαλάζ», το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Φάμπιαν), θα είχε απορήσει και πιθανώς να είχε κάνει κι άλλες ερωτήσεις, όμως ήταν απορροφημένη να κοιτάζει γύρω της την πόλη, τους κατοίκους, τα σκυλιά και τις γάτες. Ο αέρας ήταν πιο δυνατός τώρα, αλλά εκείνη απολάμβανε τα χάδια του. Επιτέλους, μπορούσε να μυρίζει και να ακούει και να παρατηρεί ξανά την πόλη και τις αρετές της, κι όχι να είναι κλεισμένη σε ένα μόνο χώρο που την έκανε δυστυχισμένη.

Η μητέρα της το είχε προσέξει, φυσικά, και χαιρόταν που η Ορέλια περνούσε καλά. Αλλά μετά θυμόταν τον Φάμπιαν και το ότι ήταν μακριά τους, σε έναν τόπο που έσφυζε από μύθους γεμάτους τέρατα, τα οποία όμως, όπως η ίδια πίστευε μετά και τις αποκαλύψεις του Φάμπιαν (ότι έχουν εξαφανιστεί και πεθάνει άνθρωποι), ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Κι εκείνη τι έκανε; Χαμογελούσε στην κόρη της, της διάβαζε παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, τη βοηθούσε να ντυθεί… Της συμπαραστεκόταν και προσπαθούσε να δείχνει αισιόδοξη, παρά το ότι ήταν τρομοκρατημένη. Βέβαια, το ότι ο Φάμπιαν απαντούσε σχετικά γρήγορα στα γράμματα που του έστελναν, ήταν ένα ενθαρρυντικό σημάδι και την έκανε να ελπίζει. Το ότι πήγαινε και ο Μαξ, για να συνδράμει στις προσπάθειες του στρατού, επίσης ήταν ένα σημαντικό στήριγμα για την Έμιλυ. Της φαινόταν άνθρωπος που μπορούσε να τον εμπιστευτεί με κλειστά μάτια, ειδικά για υποχρεώσεις όπως αυτή που είχε προκύψει.

Ο Φάμπιαν θα φρόντιζε για την ασφάλεια όλων των πολιτών, ο Μαξ για την ασφάλεια του Φάμπιαν και η Έμιλυ για την ασφάλεια (ψυχική και σωματική) της Ορέλια. Αυτό ήταν το δικό της καθήκον.

Κατέβηκαν από την άμαξα, η Έμιλυ πλήρωσε τον οδηγό και μπήκαν στην πολυκατοικία.

 

Η άμαξα του Τζούρτζου σταμάτησε επί της Ρόζα. Οι δύο άντρες το συζήτησαν μεταξύ τους και αποφάσισαν ο ένας να οδηγήσει ως την πρεσβεία, για να πει τα νεώτερα στο αφεντικό, ότι οι κυράτσες του Άσπελ είχαν επιστρέψει στο σπιτάκι τους. Ο άλλος θα έμενε εκεί κοντά, για να παρακολουθεί. Δεν θα έλεγαν τίποτα για την στάση στο ταχυδρομείο. Ο Άσπελ έλειπε και εκείνη του είχε στείλει ένα δακρύβρεχτο γράμμα, που θα τον παρακαλούσε να προσέχει και να έρθει πίσω το συντομότερο δυνατόν κλπ κλπ. Μαλακίες μιας πικραμένης και στερημένης γυναίκας, η οποία είχε και το επιπλέον βάρος να φροντίζει ένα αρρωστιάρικο παιδί. Δε χρειαζόταν να απασχολούν το αφεντικό με όλα αυτά. Άλλωστε, τα ήξερε. Θα του έλεγαν μόνο αυτό που σίγουρα θα τον ενδιέφερε: ότι το πεδίο ήταν ουσιαστικά ελεύθερο και πως μπορούσαν να τις περιλάβουν. Ίσως να μην τις σκότωναν με τη μία. Λίγο πριν φύγει ο άλλος, ο ένας από τους μπράβους σχολίασε «Θέλω ένα μισάωρο με την πουτάνα, την μάνα. Στο δωμάτιο που κοιμάται με τον Άσπελ. Αλλά να είναι και η κόρη παρούσα. Να τα δει και να τα ακούσει όλα, αυτό θέλω. Άσε που έχω βαρεθεί τις κανονικές πουτάνες. Όλο άρρωστες είναι. Θέλω και μία που να είναι καθαρή». Ο άλλος απλά γέλασε και αποχώρισε.

 

Ο Βολφ και ο Ράινχελ έλαβαν το γράμμα από τον επιλοχία που είχε ανοίξει την πόρτα στον ταχυδρόμο και το διάβασαν, όταν αυτός έφυγε –διαβεβαιώνοντάς τους ότι κανείς άλλος του σταθμού δεν ήξερε για αυτό. Χάρηκαν και οι δύο που είχε πάρει εξιτήριο η Ορέλια. Το ήξεραν ότι θα τα κατάφερνε. «Είναι κόρη του Φάμπιαν» είπε ο Βολφ. «Είναι πολεμίστρια».

«Σωστά, σωστά. Οπότε τώρα απλοποιείται λίγο η κατάσταση και για εμάς» σχολίασε ο Ράινχελ. «Θα μπορούμε να τις επισκεπτόμαστε πιο εύκολα απ’ ό,τι πριν. Για όσο χρειαστεί, δηλαδή».

«Όντως. Ας στείλουμε γράμμα στον Φάμπιαν. Θα χαρεί να μάθει τα νέα».

 

Αλλά ο Τζούρτζου τα έμαθε πρώτος. Κλεισμένος στο γραφείο του, με τον μπράβο να περιμένει όρθιος. Όπως τους τα είχε πει ο γιατρός, έτσι είχαν γίνει. Οι Άσπελ έφυγαν από την ασφάλεια του νοσοκομείου και πλέον ήταν μόνες στο διαμέρισμά τους. Ωστόσο, φαινόταν σκεπτικός, προβληματισμένος.

«Κύριε; Δεν σας ικανοποίησαν τα νέα;» ρώτησε ο μπράβος.

«Ναι, σίγουρα είναι καλά νέα» είπε ο Τζούρτζου. «Αν τα είχα μάθει χθες, θα είχαμε κάνει την κίνησή μας. Η οποία θα ήταν βιαστική και δίχως να την έχουμε σκεφτεί διεξοδικά. Αλλά από χθες μέχρι σήμερα, έγινε κάτι που δεν είχα υπολογίσει πρωτύτερα». Έδειξε την Wiener Zeitung, τη βιεννέζικη εφημερίδα που είχε πάνω στο τραπέζι. Ο κύριος τίτλος ήταν «Η ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ ΒΡΗΚΕ ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΥΣ!» Ο Τζούρτζου πήρε την πένα του και υπογράμμισε τις λέξεις. «Παρακάτω λέει ότι οι υποθέσεις ίσως να συνδέονται μεταξύ τους, καθότι οι νεκροί είναι πρώην ουσάροι, και πως αναζητούν τους ενόχους, τους οποίους θεωρούν “πολύ επικίνδυνους και πιθανώς οπλισμένους”. Οι Αρχές κινητοποιήθηκαν για δύο πεθαμένους, τιποτένιους πρώην στρατιώτες και ψάχνουν. Καταλαβαίνεις τι μπορεί να σημαίνει αυτό για εμάς;»

«Ότι μπορεί να μας υποπτευθούν;»

«Όχι. Όχι για αυτούς. Ούτε για τους άλλους δύο που σίγουρα θα βρουν».

«Αλλά για ποιους, κύριε;»

«Όχι για ποιους, αλλά για ποιες. Για τις Άσπελ. Για την γυναίκα και την κόρη ενός ταγματάρχη της Αυτοκρατορίας. Αν τις πειράξουμε, τα τσιράκια του Άσπελ θα με υποπτευθούν. Είμαι ο πρώτος που θα σκεφτούν. Το ξέρω αυτό. Όσο κι αν τον μισώ, ο Άσπελ έχει δύναμη εδώ. Κι ας λείπει ο ίδιος, έχει τους δικούς του να κάνουν τις δουλειές του. Και ποια είναι η σημαντικότερη δουλειά για έναν οικογενειάρχη; Η σύζυγος και τα παιδιά του. Για αυτό, άφησε πίσω τους άλλους κατασκόπους, ενώ θα μπορούσε να τους έχει μαζί του. Για να φυλάνε την γυναίκα και την κόρη του».

«Μπορεί, αλλά εσείς έχετε τον Ορμπάν του χεριού σας. Αυτός κάνει κουμάντο στον τοπικό σταθμό του Evidenzbureau κι εσείς διατάζετε αυτόν. Θα τους βάλει στην θέση που εσείς θα του πείτε».

Ο Τζούρτζου ένευσε. «Αυτό που με απασχολεί είναι ότι μπορεί ο Άσπελ να έχει δικούς του και στην πολιτοφυλακή. Και μπορεί ο Ορμπάν να μην ξέρει τίποτα για αυτούς. Δεν είναι και ο καλύτερος υπάλληλος της Αυστροουγγρικής Αντικατασκοπείας. Θα μπορούσε ο Άσπελ να κάνει διάφορα, χωρίς ο Ορμπάν να καταλάβει το παραμικρό. Κι εκεί είναι που μπορεί να την πατήσουμε. Αν βιαστούμε να ξεφορτωθούμε τις Άσπελ, ίσως βρούμε τον μπελά μας με τα τσιράκια του μαλάκα. Ίσως χρειαστεί να φύγουμε από τη Βουδαπέστη, κι αυτό δεν θα με ωφελούσε».

Ο μπράβος ανασήκωσε τους ώμους. «Οπότε τι θέλετε να κάνουμε;»

«Θα τις παρακολουθείτε. Κι όταν το κρίνω εγώ, θα τις σκοτώσουμε».

 

*

 

Μπρασώφ

Ο Φάμπιαν και ο Σούκε έφτασαν στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι σκοποί άνοιξαν την πύλη και δύο άλλοι πήραν τα άλογά τους. Εκείνοι κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό, όπου μπήκαν και ο Φάμπιαν πήγε στο γραφείο του Ζαλάν, ενώ ο Σούκε πήγαινε σε άλλη αποστολή που του είχε αναθέσει ο ανώτερός του.

«Ταγματάρχη» υποδέχτηκε ο Ζαλάν τον Φάμπιαν.

Ο Κέρσεν απλά ένευσε.

«Μήπως αποκομίσατε κάποια χρήσιμη πληροφορία που εμείς δε βρήκαμε;»

Ο Φάμπιαν δεν απάντησε, παρά έκλεισε την πόρτα, κοιτώντας τους. Έπειτα, προχώρησε και κάθισε δίπλα στον αντισυνταγματάρχη. Έβγαλε τσιγάρο και το άναψε, με το βλέμμα στραμμένο προς τους άλλους δύο.

Ο Ζαλάν και ο Κέρσεν αντάλλαξαν μια απορημένη ματιά.

«Έμαθα κάποια πράγματα, αντιστράτηγε» είπε ο Φάμπιαν μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Για αρχή, μου επιβεβαίωσαν όσα μου είπατε και εσείς. Υπάρχουν βρικόλακες, μια Κόμισσα που τους διοικεί κλπ. Κυνηγάνε ανθρώπους, πίνουν αίμα, τους μετατρέπουν σε ομοίους τους. Όντως, είπαν όσα υποθέσατε ότι θα πουν».

«Σας το είπα, δεν είχε νόημα να πάτε σε κανέναν τους».

«Κι όμως, είχε νόημα. Γιατί έμαθα κι άλλα ενδιαφέροντα πραγματάκια, που αμελήσατε να μου πείτε. Έμαθα ότι συμπεριφερθήκατε με αναίδεια και χωρίς σεβασμό σε μια ηλικιωμένη και μια μητέρα και τα δύο παιδιά της».

«Τι; Για ποιους λέτε;» ρώτησε ο Ζαλάν, που όντως δεν μπορούσε να θυμηθεί.

Ο Φάμπιαν έμεινε να παρατηρεί τον Ζαλάν με αυστηρότητα, ώσπου απάντησε «Για την κυρία Τσομπάνου και την κυρία Κορνέλια και τον Σάντου και τη Στεφανία Βλαντιμιρέσκου. Για αυτούς, λέω. Την μεν κυρία Τσομπάνου δεν την αφήσατε καν να μπει στον προαύλιο χώρο, παρά την έδιωξαν στην πύλη με μια αόριστη υπόσχεση. Τους δε Βλαντιμιρέσκου τους ανακοινώσατε -πρώτα ο Μίκλος και μετά και εσείς, αντιστράτηγε- ότι είναι όλοι οι κάτοικοι του Μπραν ύποπτοι και μετά που ήρθαν εδώ οι χωρικοί και γινόταν ο κακός χαμός συνεχίσατε στην ίδια γραμμή, αντί να συμπεριφερθείτε με κατανόηση. Και εγώ με τον λοχαγό αναγκαστήκαμε να ακούσουμε παράπονα και για την στάση των Αρχών, αντί να μείνουμε μονάχα στο τι στο διάολο συμβαίνει στο Μπραν». Ο Φάμπιαν εισέπνευσε καπνό και τον εξέπνευσε. Επίτηδες, χρησιμοποιούσε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, παρότι δεν έφταιγαν ακριβώς και ο Ζαλάν και ο Κέρσεν σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Ήθελε να καταλάβουν ότι θεωρούσε αυτούς, τους ανώτερους αξιωματικούς των ντόπιων στρατιωτικών υπηρεσιών, ως υπεύθυνους για όσα του ανέφεραν οι μάρτυρες. Επίσης, ήθελε να δει την αντίδρασή τους και κυρίως αν θα διέψευδαν τις κατηγόριες.

Ο Ζαλάν και ο Κέρσεν, που η πρότερη ανησυχία τους είχε επιστρέψει, αλληλοκοιτάχτηκαν και μετά ο πρώτος είπε «Κύριε ταγματάρχη, νομίζω ότι παρεξηγήσατε. Δεν ξέραμε τότε τι συνέβαινε. Κι ακόμα δεν ξέρουμε, όχι εντελώς δηλαδή. Οι Βλαντιμιρέσκου κατήγγειλαν ότι έχουν εξαφανιστεί συγχωριανοί τους. Από την ανάκριση, βγάλαμε το συμπέρασμα πως το πιο πιθανό ήταν να έχουν αναμειχθεί άλλοι κάτοικοι του Μπραν. Έτσι γίνεται συνήθως, γνωστοί κάνουν τη δουλειά».

«Και μετά, όταν είδατε ότι το πράγμα ήταν χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόσασταν; Γιατί συνεχίσατε να συμπεριφέρεστε άσχημα;»

«Δεν συμπεριφερθήκαμε άσχημα».

«Φάμπιαν» πετάχτηκε ο Κέρσεν «νομίζω ότι στα παρουσίασαν χειρότερα απ’ ό,τι έγινε στην πραγματικότητα».

«Αλήθεια, αντισυνταγματάρχη; Εγώ πάλι νομίζω ότι μου είπαν την αλήθεια. Δεν είχαν κανένα λόγο να πουν ψέματα ή να παραποιήσουν την πραγματικότητα. Αντίθετα, εσείς έχετε. Είχατε και έχετε».

«Πώς;» ρώτησε ο Κέρσεν, σμίγοντας τα φρύδια. Αλλά χωρίς ένταση. Γιατί, όπως και ο αμίλητος Ζαλάν, καταλάβαινε πού οδηγούνταν. Σε αποκαλύψεις που εύχονταν να μην γίνουν ποτέ, αλλά που τελικά δεν θα τις γλίτωναν.

«Δεν ενεργήσατε σωστά. Τα είπαμε και χθες. Όμως, σήμερα έμαθα ότι οι Βλαντιμιρέσκου σας έδωσαν δύο γράμματα, του ιερέα του Μπραν, ένα στην πολιτοφυλακή και ένα στο Δέκατο Πέμπτο Σύνταγμα». Ο Φάμπιαν κοίταξε εναλλάξ τους άλλους. «Πού είναι αυτά; Γιατί δεν ενημερώσατε το Evidenzbureau σχετικά;»

«Δεν έχουμε κανένα γράμμα» είπε ο Κέρσεν, αλλά αδύναμα και πάλι. «Τουλάχιστον, εμείς του Δέκατου Πέμπτου. Για την πολιτοφυλακή, δεν ξέρω. Όμως, πιστεύω ότι, αν τους είχε παραδοθεί κάποιο τέτοιο γράμμα, θα το είχαν πει. Έτσι δεν είναι, κύριε αντιστράτηγε;»

Ο Ζαλάν δεν απάντησε αμέσως. Κι όταν το έκανε, μίλησε με απολογητικό ύφος. «Σαφώς. Δεν έχουμε λόγο να το κρύψουμε».

Ο Φάμπιαν, που πλέον ήξερε ότι είχαν λερωμένη τη φωλιά τους με περισσότερα σκατά απ’ όσα έπρεπε -και θα έβγαιναν κι άλλα στη φόρα-, έσβησε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο, σηκώθηκε και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο. «Πείτε την αλήθεια, που να σας πάρει ο διάολος!» φώναξε «Αντιμετωπίζουμε μια γαμημένη κατάσταση, δεν το καταλαβαίνετε; Έχουν χαθεί άνθρωποι. Κάποιοι έχουν πεθάνει. Ακόμα και πολιτοφύλακες».

Ο Κέρσεν και ο Ζαλάν τον κοιτούσαν παγωμένοι στην θέση τους.

«Κάποιος ξεκίνησε ένα γαμημένο πόλεμο στα εδάφη μας» συνέχισε ο Φάμπιαν. «Κάποιος ή κάποια. Και νομίζει ότι θα μπορέσει να κάνει ό,τι θέλει, όσο καιρό θέλει. Νομίζει ότι θα νικήσει. Και ξέρετε κάτι; Αν εμείς συνεχίσουμε έτσι, αποκρύπτοντας σχετικές πληροφορίες, θα τα καταφέρει. Θα μας σκοτώσει όλους ή όσους θέλει. Θα κυριεύσει την Αυτοκρατορία μας. Αυτό θέλετε;»

Δεν μίλησαν.

«Πείτε μου, γαμώτο, αυτό θέλετε

«Όχι» του απάντησαν, σαν τιμωρημένα παιδιά.

«Τότε μιλήστε. Σας έφεραν τα γράμματα που μου είπαν;»

Δεν του απάντησαν. Όχι αμέσως, δηλαδή.

Ο Ζαλάν έψαξε στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε τα δύο γράμματα και τα έδωσε στον Φάμπιαν. «Συγνώμη, ταγματάρχη» είπε.

Ο Κέρσεν απολογήθηκε και αυτός.

Ο Φάμπιαν τα πήρε και τα διάβασε. «Μάλιστα» ψιθύρισε και τα έβαλε στην τσέπη του. Αναστέναξε, με κλειστά τα μάτια. Αντί να λύνουν τα προβλήματα, έβρισκαν κι άλλα μπροστά τους. Κοίταξε τους άλλους αξιωματικούς. «Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ξέρω;»

Ο Ζαλάν ένευσε. «Ναι, έτσι νομίζω, ταγματάρχη. Δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία για την υπόθεσή μας, όμως. Κι επίσης, πιθανώς να το ξέρετε, γιατί στο τηλεγράφημα που λάβαμε αναφερόταν ότι θα ενημερωνόταν και το Evidenzbureau».

«Λάβατε τηλεγράφημα; Από ποιον;»

«Από τα σύνορα μεταξύ Άρταντ και Μπορς. Στις 2 του μήνα. Μας είπαν ότι τέσσερις άντρες πέρασαν από το Μπορς προς το Άρταντ. Τέσσερις πρώην ουσάροι. Από τις πληροφορίες που συλλέξαμε από τους Βλαντιμιρέσκου, είμαστε σχεδόν σίγουροι πως πρόκειται για τους σωματοφύλακες που είχε στη δούλεψή του ο Ντράχοσλαβ Τσομπάνου». Ο Ζαλάν ανασήκωσε τους ώμους. Ήταν κάτι που και ο ίδιος το είχε λησμονήσει, ή καλύτερα το είχε παραμερίσει λόγω των εξελίξεων, αλλά υπέθετε πως ίσως χρειαζόταν να το πει τώρα.

Ο Κέρσεν τον κοίταξε με παραξενεμένο ύφος, καθότι δεν είχε ιδέα για τι μίλαγε ο αντιστράτηγος, αλλά δεν ρώτησε περαιτέρω. Δεν τον ένοιαζε. Επιπλέον, μετά το ξέσπασμα του Φάμπιαν (το οποίο του υπενθύμισε ότι αυτός είναι που κάνει κουμάντο πια), ένιωθε πολύ άβολα για να παρέμβει, χωρίς να του ζητηθεί η γνώμη του για κάτι.

Ο Φάμπιαν, στην αρχή, πήγε να πει ότι είχαν μάθει για αυτούς τους πρώην ουσάρους, αλλά, όταν άκουσε για το τηλεγράφημα, σταμάτησε, γιατί δυσκολευόταν να φέρει στον νου του κάτι σχετικό. Όμως, θυμήθηκε για ένα τηλεγράφημα που του είχε πει ο επιλοχίας που φυλούσε την είσοδο του σταθμού και το οποίο ο λοχαγός που χειρίζεται τον τηλέγραφο το είχε παραδώσει στον Ορμπάν. Ο Φάμπιαν είχε υποσχεθεί στον επιλοχία ότι θα μάθαινε για αυτό, δίχως να τον εμπλέξει, αλλά δεν το είχε κάνει, γιατί έμαθε για τους νεκρούς πολιτοφύλακες. Αλλά αν ήταν αυτό, ότι οι τέσσερις σωματοφύλακες του Τσομπάνου είχαν φύγει από το Μπραν, τι σχέση μπορεί να είχε με την υπόθεση;

Μπορεί να εμπλέκονται; σκέφτηκε. Μπορεί να συνεργάζονται με αυτούς που δρουν εκεί; Ίσως τελικά να μην έχουμε να κάνουμε με βρικόλακες, αλλά με προδότες και άλλους εχθρούς. Ή οι βρικόλακες μπορεί να χρησιμοποιούν ανθρώπους για κάποιες δουλειές τους;

  Ναι, αλλά οι κάτοικοι είπαν ότι και αυτοί, οι πρώην ουσάροι, είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με τους βρικόλακες και είχαν φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε να φύγουν από το Μπραν.

  Κι αν ήταν απλά μια δικαιολογία, για να πάνε αλλού, και να κάνουν ό,τι τους είπαν τα τέρατα –αυτή η περιβόητη Κόμισσα;

«Ταγματάρχη;» ρώτησε ο Ζαλάν. «Ξέρατε για αυτούς, σωστά;»

«Ναι» είπε ο Φάμπιαν. Δεν ήθελε να φανεί ότι στο Evidenzbureau της Βουδαπέστης είχαν ένα διοικητή (και έναν ακόμα αξιωματικό) που δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης. «Απλά, προσπαθώ να θυμηθώ αν έχουμε μάθει κάτι άλλο για αυτούς».

«Εμείς σίγουρα δεν μάθαμε» είπε ο Ζαλάν, ο οποίος είχε την αμυδρή υποψία πως ο ταγματάρχης δεν του έλεγε την αλήθεια, αλλά κράτησε την σκέψη του για τον εαυτό του.

«Μάλιστα». Έβρισε μέσα από τα δόντια του. «Τα έχουμε κάνει σκατά. Όλοι μας». Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε δύο το μεσημέρι. Χάνουμε χρόνο, σκέφτηκε. Και τι μας είπε η Τσομπάνου; Ότι έπρεπε να είχαμε πάει στο Μπραν κι όχι να κάνουμε ερωτήσεις εδώ, στο Μπρασώφ. Επίσης, όταν αναλαμβάνεις μια υποχρέωση, πρέπει να την κάνεις σωστά. Αλλιώς θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες.

«Η αλήθεια είναι πως έγιναν πολλά λάθη» σχολίασε ο Ζαλάν. «Δεν περιμέναμε να συμβεί κάτι τέτοιο στα χωράφια μας. Ήμασταν απροετοίμαστοι».

«Και περιμένουν οι συγγενείς των εξαφανισμένων και των νεκρών να λύσουμε το πρόβλημα. Γαμώτο». Ο Φάμπιαν χτύπησε ξανά το χέρι του στο γραφείο και γύρισε την πλάτη του στους άλλους. Έμεινε να κοιτάζει προς την πόρτα.

Ο Ζαλάν και ο Κέρσεν αντάλλαξαν μερικές ματιές. Τι θα κάνουμε; φάνηκε να ρωτάει κάποιος από τους δύο –ή και οι δύο. Δεν ξέρω. Αλλά δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα.

«Είναι και το θέμα με την Κόμισσα και τους βρικόλακες, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει» είπε ο Φάμπιαν, παραμένοντας στην ίδια θέση.

Τώρα οι άλλοι απόρησαν.

«Τι μ’ αυτούς;» ρώτησε ο Ζαλάν. «Είναι παραμύθια των χωριατών. Έχετε ακούσει τι ιστορίες κυκλοφορούν για τον κόμη Δράκουλα ή για την κόμισσα Μπάθορι; Θα φρίξετε με το τι μαλακίες έχουν γραφτεί για αυτούς. Δηλαδή, ναι, ήταν βασανιστές, αλλά όχι ότι έγιναν και δαίμονες σαν αυτούς που ξορκίζουν οι παπάδες κλπ, όπως πιστεύουν οι ανίδεοι χωριάτες».

«Εσύ, Πωλ, τι νομίζεις;»

Ο Κέρσεν είπε ότι συμφωνεί με τον Ζαλάν. Μαλακίες χωριατών, τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχουν βρικόλακες.

«Είστε σίγουροι; Γιατί οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα δεν μου φάνηκαν ούτε τρελοί, ούτε ανίδεοι. Τρομαγμένοι, σίγουρα, αλλά ότι ήξεραν τι λένε».

«Ελάτε τώρα, κύριε ταγματάρχη» απάντησε ο Ζαλάν. «Δεν γίνεται να πιστεύετε ότι ισχύει κάτι από όλα αυτά. Είναι ανήκουστο. Ανόητο. Δε βγάζει καν νόημα να λέμε ότι άνθρωποι πεθαίνουν και επιστρέφουν στην ζωή ως βρικόλακες. Άπαξ και σταματήσει η καρδιά, πάει, τελείωσε το παιχνίδι».

Ο Κέρσεν είπε ξανά πως συμφωνεί με τον Ζαλάν.

«Κατάλαβα». Ο Φάμπιαν έτριψε το κεφάλι του. Είχε βάλει μια μικρή δοκιμασία στους δύο αξιωματικούς και δεν τα είχαν καταφέρει –ξανά. Δεν θα πιστέψουν ποτέ ότι υπάρχουν υπερφυσικά τέρατα. Αλλά αυτό τι σήμαινε, ότι δεν θα μπορούσε να τους εμπιστευτεί γενικά; Γιατί ναι, είχαν αποκρύψει πληροφορίες και ναι, είχαν κάνει κι άλλα λάθη ως προς τη διαχείριση της υπόθεσης, αλλά είχαν κάνει και κάποια καλά. Είχαν οχυρώσει τις γύρω περιοχές με στρατιωτικές μονάδες. Και είχαν φιλοξενήσει τους χωρικούς που έφτασαν από το Μπραν, μέχρι να τακτοποιηθούν. Δεν ήταν λίγα και αυτά. Επίσης, η απάντησή τους όσον αφορά τους βρικόλακες δεν ήταν τελείως λάθος. Το αντίθετο, ήταν απολύτως λογική. Τα ίδια θα απαντούσε και ο Φάμπιαν, αν τον είχε ρωτήσει κάποιος την προηγούμενη εβδομάδα. Ότι δεν υπάρχουν βρικόλακες και άλλα παρεμφερή. (Συν ότι τέτοιες ιστορίες αρέσουν πολύ στην γυναίκα του.) Δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον Ζαλάν και τον Κέρσεν και για αυτό –όχι ότι το ήθελε κιόλας.

Και πρέπει να τους συλλάβω. Η απόκρυψη πληροφοριών από στρατιωτικό της Αυτοκρατορίας είναι σοβαρό αδίκημα. Συν η απαράδεκτη συμπεριφορά προς την Τσομπάνου και δη προς τους Βλαντιμιρέσκου, συν η καθυστερημένη απάντηση στην κλήση για βοήθεια προς το Μπραν (που ίσως θα μπορούσε να αποτρέψει όσα έγιναν), συν τα ντόπια προβλήματα με τους επαναστάτες, που ούτε αυτά είχαν αναφερθεί στο Evidenzbureau

Αλλά τι θα γίνει με τα μετόπισθεν; Αν τους βάλουμε φυλακή, τότε ποιος θα διοικεί εδώ όσο εμείς είμαστε στο Μπραν; Θα φέρουμε καινούριους αξιωματικούς; Ή θα βάλουμε κάποιον άλλο από όσους είναι εδώ; Και ποιος μου εγγυάται ότι οι πολιτοφύλακες και οι άντρες του Δέκατου Πέμπτου θα υπακούσουν τον νέο προσωρινό διοικητή, όποιος κι αν είναι αυτός; Δεν γίνεται να έχουμε κι άλλο ανοιχτό μέτωπο.

Τότε τον έβγαλε από τις σκέψεις του κάποιος που χτύπησε την πόρτα. Ο Φάμπιαν πήγε και την άνοιξε και, όπως το περίμενε, απέξω στέκονταν ο Σούκε και τρεις ορειβάτες τυφεκιοφόροι, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να μεταφέρουν τον Κέρσεν και τον Ζαλάν στα κρατητήρια.

Αλλά ο Φάμπιαν είχε αλλάξει γνώμη. Δεν ήταν ώρα ακόμα για αυτό και, κλείνοντας την πόρτα, το ψιθύρισε στον Σούκε, ο οποίος κατένευσε και είπε ότι ήταν σωστή απόφαση, δεδομένων των συνθηκών.

«Τους χρειαζόμαστε» σχολίασε ο Φάμπιαν. «Μέχρι να λύσουμε την υπόθεση».

«Το ξέρω, κύριε». Ο Σούκε πρότεινε το χέρι του στον Φάμπιαν. «Αυτό ήρθε για εσάς από τη Βουδαπέστη».

Ο Φάμπιαν διάβασε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε. Η κόρη του είχε πάρει εξιτήριο και ήταν στο σπίτι με την μητέρα της. Επιτέλους, ένα καλό νέο.

«Θα στείλουμε και εμείς μια απάντηση» είπε στον Σούκε. Έβγαλε χαρτί και μολύβι και, στηριζόμενος στον τοίχο, έγραψε μερικές αράδες, όπου έλεγε πόσο πολύ χαιρόταν για την Ορέλια, αλλά κωδικοποιημένα ανέφερε ότι ήθελε να ψάξουν ο Βολφ και ο Ράινχελ για τέσσερις πρώην ουσάρους που είχαν περάσει τα σύνορα και πιθανώς είχαν έρθει στη Βουδαπέστη και ότι μάλλον ο Ορμπάν ήξερε για αυτούς και δεν είχε πει τίποτα –τους είπε για εκείνο το τηλεγράφημα που του είχε αναφέρει ο επιλοχίας και το οποίο παραδόθηκε στον Ορμπάν. Ο Φάμπιαν αποδέσμευσε, όμως, τους συναδέλφους του από το να ανακρίνουν τον συνταγματάρχη ή να αναφέρουν οτιδήποτε σχετικό στη Βιέννη. Θα γινόταν κι αυτό, εν καιρώ. Ανέφερε και ότι είχε καλή συνεργασία με τις Αρχές του Μπρασώφ, παρότι ανακάλυψε ότι είχαν κάνει κι άλλα λάθη πέραν από αυτά που γνώριζαν (απαράδεκτη συμπεριφορά προς κατοίκους του Μπραν, συν το ότι δεν είχαν ενημερώσει το Evidenzbureau για τους επαναστάτες και για τα γράμματα από τον ιερέα…), αλλά έλεγε ότι θα ασχολιόντουσαν αργότερα και με αυτά.

Όταν ολοκλήρωσε τη συγγραφή (ζητώντας από τον Βολφ και τον Ράινχελ να ελέγχουν τι κάνουν η Έμιλυ και η Ορέλια και λέγοντάς τους ότι το πολύ σε μία ώρα θα έφευγε με το απόσπασμα για το Μπραν), έδωσε το χαρτί στον Σούκε και του είπε να το στείλει στη Βουδαπέστη. «Πήγαινε. Και προετοίμασε τους άντρες, τα άλογα και τα σκυλιά μας. Είναι καιρός να πάμε στο Μπραν».

«Μάλιστα, κύριε».

Ο Σούκε και οι τρεις άλλοι αποχώρισαν.

Ο Φάμπιαν επέστρεψε στο γραφείο. «Λοιπόν, κύριοι» είπε, παραμένοντας όρθιος, κοιτώντας τους. «Θα αποχωρίσω με το απόσπασμα σε μία ώρα περίπου. Για το Μπραν. Δεν υπάρχει λόγος να το αναβάλλουμε άλλο. Αυτό που θέλω από εσάς είναι να συνεχίσετε να διοικείτε τις τοπικές μονάδες. Οποιαδήποτε διαφωνία έχουμε την παραμερίζουμε. Πρέπει να είμαστε μαζί σε αυτή την υπόθεση. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία μας κινδυνεύει και εμείς οφείλουμε να την υπερασπιστούμε. Με οποιοδήποτε κόστος. Είναι κατανοητό;»

«Ναι» του απάντησαν.

«Ωραία. Επίσης, δεν πρέπει επ’ ουδενί να συμπεριφερθείτε ξανά με επιθετικό τρόπο ή απαξιωτικά προς οποιονδήποτε κάτοικο της Αυτοκρατορίας, άντρα, γυναίκα, παιδί, ηλικιωμένο. Ποτέ ξανά. Κατανοητό;»

«Ναι. Μια ερώτηση, κύριε ταγματάρχη» είπε ο Ζαλάν. «Θα χρειαστείτε άμαξα μεταφοράς κρατουμένων;»

«Όχι. Δεν θα υπάρξουν κρατούμενοι».

Ο Κέρσεν, όπως και ο Ζαλάν, κατάλαβαν τι τους έλεγε έμμεσα ο ταγματάρχης –δεν πάμε εκεί για να συλλάβουμε, αλλά για να σώσουμε δικούς μας και να σκοτώσουμε τους εχθρούς– και δεν ρώτησαν κάτι άλλο.

«Όσον αφορά την τοπική εφημερίδα» είπε ο Φάμπιαν, ο οποίος είχε μάθει ότι ένας δημοσιογράφος ήρθε και στάθηκε έξω από την πύλη και ρωτούσε για το απόσπασμα, χωρίς να λάβει κάποια απάντηση -γεγονός που δεν τον εμπόδισε να βγάλει τα συμπεράσματά του και να γράψει ένα άρθρο με τίτλο «ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΟ ΜΠΡΑΣΩΦ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΦΙΞΗΣ ΤΟΥΣ; ΑΡΑΓΕ, ΜΗΠΩΣ ΗΡΘΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΝ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΟ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΛΑΒΕ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Η ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗ;»- «θέλω να ανακοινώσετε ότι πάμε να διεξάγουμε έρευνα στο Μπραν. Αυτό μόνο, για την ώρα».

«Εντάξει, κύριε ταγματάρχη».

«Επιπλέον, και αυτό το λέω για παν ενδεχόμενο, θα σας δώσω μερικές πληροφορίες για τους βρικόλακες. Είναι πολύ χλομοί εμφανισιακά, με εντελώς μαύρα ή κόκκινα μάτια, και σκοτώνονται αν τους καρφώσεις στην καρδιά με ένα παλούκι ή σπαθί και αν τους αποκεφαλίσεις». Είδε πως παραξενεύτηκαν και συνέχισε «Για παν ενδεχόμενο, το τονίζω. Ενημερώστε, όμως, και τους στρατιώτες σας». Σκέφτηκε αν έπρεπε να τους μιλήσει για τον Κάρτερ. Θα περνούσε από το Μπρασώφ και θα τον σταματούσαν και θα τον έλεγχαν –αν όχι πριν μπει στην πόλη ή εντός της, τότε σίγουρα όταν θα έφτανε στο Πουάνα Μπρασώφ. Θα τον καθυστερούσαν. Μπορεί να τον συλλάμβαναν, γιατί ίσως κάποιος (ο Ζαλάν ή και ο Κέρσεν) να αναρωτιόταν γιατί να μην έστελνε τηλεγράφημα το Evidenzbureau (που θα έφτανε και πιο γρήγορα) αντί κάποιου ξένου. Μάλλον θα δέχονταν τελικά τα διαπιστευτήριά του (ίσως και με την επιβεβαίωση από τον Βολφ και τον Ράινχελ), αλλά θα χανόταν πολύτιμος χρόνος –πολύτιμος για τον Φάμπιαν και τον Κάρτερ, που ήθελαν να γνωριστούν από κοντά. Όχι, έπρεπε να τους το πει. Τώρα, που ήταν εδώ και θα έβλεπαν πως σοβαρολογούσε –το ότι τον φοβούνταν μην τυχόν διατάξει να τους συλλάβουν, καλώς ή κακώς, ήταν ένα πλεονέκτημα για τον Φάμπιαν. Ήξερε ότι οι συνάδελφοί του θα ήθελαν να μείνει κρυφή η παρουσία του Κάρτερ, αλλά δεν γινόταν να ρισκάρει να τον πιάσουν. Έτσι, είπε «Υπάρχει και κάτι άλλο που θέλω να κάνετε. Θα περάσει από εδώ ένας καβαλάρης, ο Τζον Χίθροου. Είναι Άγγλος καθηγητής, ειδικός για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Φίλος μου από παλιά. Έρχεται στο Μπραν, για να μας βοηθήσει. Μεταφέρει και ένα σημαντικό μήνυμα. Θέλω να φροντίσετε ώστε να ξέρουν οι στρατιωτικοί σας ότι θα τον αφήσουν να περάσει χωρίς ερωτήσεις κλπ. Κατανοητό;»

«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη» είπε ο Ζαλάν, χαμογελώντας και καπνίζοντας, όπως ακριβώς έκανε και ο Κέρσεν. «Όλα είναι κατανοητά».

Ο Φάμπιαν ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο αντιστράτηγος τον κορόιδευε –υπήρχε μια δηκτικότητα στη φωνή και το βλέμμα του. Ήταν αξιοθρήνητος έτσι που είχε βουλιάξει στην καρέκλα του. Είχε παραιτηθεί και απλά υπάκουγε κατώτερούς του. Ο άλλος, ο Κέρσεν, ήταν σε παρόμοια θέση –ή, μάλλον, σε χειρότερη, αν αναλογιζόταν κανείς ότι αντιπαθούσε τον Φάμπιαν και αναγκαζόταν να δέχεται ό,τι εκείνος έλεγε, συν ότι ο Φάμπιαν τον είχε ρεζιλέψει χθες, που τον κόλλησε στον τοίχο. Όμως, όλα αυτά δεν έκαναν τον ταγματάρχη να νιώθει υπεράνω των άλλων δύο. Δεν υπήρχε χώρος ή χρόνος για κουβέντες ή σκέψεις του ποιος ήταν καλύτερος από τον άλλο. Οι διαφωνίες έπρεπε να παραμεριστούν, τουλάχιστον για την ώρα. Ναι, ο αντιστράτηγος και ο αντισυνταγματάρχης έφταιγαν για σημαντικές παραβλέψεις και συμπεριφορές και για ανθρώπινες απώλειες, αλλά, επί του παρόντος, ο Φάμπιαν έκρινε ότι έπρεπε να τους έχει μαζί του και όχι απέναντί του, όπως επίσης και τους υπόλοιπους πολιτοφύλακες και άντρες του Δέκατου Πέμπτου. Γιατί η Αυτοκρατορία κινδύνευε. Γιατί εκείνοι έπρεπε να ηγηθούν της άμυνάς της. Για παν ενδεχόμενο.

Έτσι, άναψε τσιγάρο και αυτός και κάθισε στην καρέκλα, για να τους μιλήσει, για να τους πείσει να μην κρατάνε αυτή την παραιτημένη στάση, αλλά ότι άξιζε να πολεμήσουν και, το κυριότερο, πως μπορούσαν να πολεμήσουν.

Στο τέλος εκείνης της συνάντησης, ο Ζαλάν και ο Κέρσεν αποχαιρέτισαν τον Φάμπιαν με χειραψία (και έπειτα στρατιωτικά) και του ευχήθηκαν να γυρίσει ζωντανός. Του υποσχέθηκαν ξανά ότι θα εκτελούσαν τις εντολές του και πως οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν δεν είχε παρά να τους το ζητήσει και εκείνοι θα το φρόντιζαν.

«Ξέρουμε ότι το μέλλον μας προδιαγράφεται δυσοίωνο» είπε ο Ζαλάν, ο οποίος πλέον δεν νοιαζόταν για το τι θα του συνέβαινε μετά από όλα αυτά. Αναγνώριζε στο πρόσωπο του Φάμπιαν έναν εξαιρετικό άνθρωπο και στρατιωτικό, που άξιζε να τον υπακούσει. «Ειδικά το δικό μου. Αλλά μέχρι τότε, θα είμαι εδώ, έτοιμος να συμβάλλω στον αγώνα, ταγματάρχη Άσπελ».

«Κι εγώ, Φάμπιαν» συμφώνησε ο Κέρσεν, που ούτε θυμόταν πια τι μηχανορραφίες είχαν σκαρώσει με τον Ζαλάν ή τι αντιπαλότητα είχε με τον Φάμπιαν, «θα σου στείλω όσους άντρες και κανόνια χρειαστείς».

«Ευχαριστώ, κύριοι! Σας ευχαριστώ!»

Πριν βγει από το κτίριο της πολιτοφυλακής, ο Φάμπιαν είδε τον δεκανέα Σέκερες να τον πλησιάζει, να τον χαιρετά στρατιωτικά και, όντας σε προσοχή, να του ζητάει την άδεια να μιλήσει.

«Ναι, πες μου».

«Κύριε ταγματάρχη, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι επιθυμώ να συνδράμω στην αποστολή σας, στο Μπραν» είπε ο Σέκερες με σοβαρότητα, έχοντας πλήρη επίγνωση του τι ζητούσε.

Δεύτερη φορά που κάποιος μου ζητάει να έρθει μαζί μου, συλλογίστηκε ο Φάμπιαν, ενθυμούμενος την πρόταση του Σάντου Βλαντιμιρέσκου. Μόνο που ο άνθρωπος απέναντί του ήταν ένας πολιτοφύλακας τριάντα πέντε χρονών, ταγμένος στο καθήκον να υπηρετεί την πατρίδα του. Ήξερε από όπλα και μάχες. Και είχε πάρει την απόφαση πως η ζωή του θα κινδύνευε περισσότερο από των πολιτών σε καθημερινή βάση. Επίσης, τον κατέτρωγε που οι φίλοι και συνάδελφοί του είχαν σκοτωθεί (ή χειρότερα) και που οι ανώτεροί του δεν είχαν κάνει κάτι –έστω να ειδοποιήσουν τους συγγενείς. Και, στο κάτω-κάτω, τι κακό έχει να έρθει μαζί μας; Άσε που ξέρει και τη διαδρομή, είπε μέσα του.

Ο Φάμπιαν έλεγξε το ρολόι που κάποτε ανήκε στον πατέρα του: τρεις παρά είκοσι. Έπειτα, είπε στον Σέκερες «Αν σου δώσει την άδειά του ο αντιστράτηγος Ζαλάν, τότε θα έρθεις μαζί μας. Αλλά βιάσου. Σε είκοσι λεπτά, φεύγουμε».

«Μάλιστα, κύριε» είπε με χαμόγελο ο Σέκερες, χαιρέτισε και έσπευσε στο γραφείο του Ζαλάν.

Τότε εμφανίστηκε ο Σούκε, ο οποίος ενημέρωσε τον Φάμπιαν πως οι άντρες ήταν έτοιμοι προς αναχώρηση, το ίδιο και τα άλογα και τα σκυλιά.

«Ωραία. Θα περιμένουμε λίγο ακόμα. Μπορεί να έρθει κι άλλος μαζί μας» είπε ο Φάμπιαν.

«Ποιος, κύριε;» ρώτησε ο λοχαγός.

Αλλά δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να μάθει. Γιατί, δύο λεπτά πριν φύγουν, ο ένοπλος Σέκερες εμφανίστηκε και είπε ότι έχει την άδεια του αντιστράτηγου να συμμετέχει στην αποστολή. Το μόνο που παρέλειψε να πει ήταν πως αποχαιρέτισε την γυναίκα του και τα παιδιά του με ένα γράμμα, που θα τους το πήγαινε ο Χενρίκ –ο οποίος έμεινε άναυδος στην αρχή, όταν έμαθε τι θα έκανε ο Σέκερες, αλλά τελικά του ευχήθηκε καλό κατευόδιο.

Ο Ζαλάν και ο Κέρσεν, όπως και ο Μίκλος, είχαν έρθει και αυτοί έξω και έτσι όλοι οι ένστολοι της πολιτοφυλακής και του Δέκατου Πέμπτου στέκονταν ακίνητοι. Οι δύο αξιωματικοί είχαν έρθει να αποχαιρετίσουν επίσημα το απόσπασμα, όπως το είχαν υποδεχτεί.

Ο Φάμπιαν και ο Σούκε, όντας στην κορυφή του αποσπάσματος, γύρισαν προς αυτούς.

«Διμοιρία, προσοχή!» διέταξε ο Σούκε και οι άντρες υπάκουσαν.

«Κύριοι» είπε ο Ζαλάν «χθες σας υποδεχτήκαμε και σήμερα, δυστυχώς, θα πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Γιατί υπάρχει ένας εχθρός εκεί, στο Μπραν, τον οποίο πρέπει να εξουδετερώσουμε. Όλοι μαζί, ο καθένας στο πόστο του. Εσείς θα πάτε εκεί, εμείς θα μείνουμε εδώ, να φυλάμε τα μετόπισθεν. Αλλά θέλω να ξέρετε ότι, ως διοικητής, σας δίνω τον λόγο μου πως η πολιτοφυλακή του Μπρασώφ θα είναι στο πλευρό σας οποτεδήποτε μας χρειαστείτε. Μη δειλιάσετε. Έχετε έναν πολύ καλό διοικητή, τον ταγματάρχη Άσπελ. Υπακούστε τον και είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρετε».

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!» είπαν από το απόσπασμα.

Ο Κέρσεν είπε «Κι εγώ, όντας διοικητής του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, σας εγγυώμαι ότι θα σπεύσουμε δίπλα σας όποτε χρειαστείτε τη βοήθειά μας. Να έχετε εμπιστοσύνη στον ταγματάρχη Άσπελ, όπως έχω εγώ, που ξέρω ότι δεν έχει άλλο σκοπό, από το να σας οδηγήσει στην νίκη».

«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ!»

Ζαλάν και Κέρσεν πρώτα έδωσαν εντολή για να σταθούν οι άντρες τους σε στάση προσοχής και έπειτα το έπραξαν και οι ίδιοι.

Τότε ο Φάμπιαν ανέβηκε στο άλογό του και οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του. Ο Ζαλάν είπε στους σκοπούς να ανοίξουν την έξοδο και το απόσπασμα έφυγε, υπό το βλέμμα των πολιτοφυλάκων και των λοιπών στρατιωτών.

Οι κάτοικοι του Μπρασώφ είδαν τους ένστολους καβαλάρηδες και τα δύο σκυλιά τους να αποχωρούν, αλλά όχι από την πλευρά που είχαν έρθει, παρά από την αντίθετη, εκείνη που οδηγούσε στο Πουάνα Μπρασώφ και στο Μπραν. Και να μη διάβαζαν το φύλλο της επόμενης μέρας της Gazeta Transilvaniei, ήξεραν για ποιο λόγο είχαν έρθει.

 

*

 

Βουδαπέστη

Η Έμιλυ ετοίμαζε το φαγητό και συζητούσε με τον Ράινχελ, όσο η Ορέλια ήταν στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη. Είχαν ανοίξει για λίγο τα παράθυρα, για να αεριστεί το διαμέρισμα. Αν και ήταν όπως το είχαν αφήσει όταν η Ορέλια εισήχθη στο νοσοκομείο, ωστόσο για εκείνες ήταν λες και γυρνούσαν στην πατρίδα τους από την εξορία που τους είχαν επιβάλλει.

Κι όμως, δεν ήταν πολύ χαρούμενες. Γιατί έλειπε ο σύζυγος. Ο πατέρας. Ο ταγματάρχης. Ο Φάμπιαν. Και ήξεραν ότι δεν θα γυρνούσε σύντομα, γεγονός που επίσης δεν τις διευκόλυνε να είναι καλοδιάθετες. Είχε φύγει και μόνο ο Θεός ήξερε πότε θα του έδινε την άδειά Του να επιστρέψει κοντά τους. Και πώς θα επέστρεφε; Αυτή ήταν μια ερώτηση που απασχολούσε κυρίως την Έμιλυ, η οποία ήξερε ως ένα βαθμό σε τι είχε μπλέξει ο άντρας της. Φοβόταν μήπως… μήπως…

«Μη σκέφτεσαι έτσι» της είχε πει νωρίτερα ο Ράινχελ, ο οποίος καθόταν και έπινε έναν ακόμα καφέ –τον τρίτο κατά σειρά. «Ο Φάμπιαν είναι ικανός αξιωματικός και έχει μαζί του μια διμοιρία από τους ικανότερους στρατιωτικούς της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας». Την παρηγορούσε, γιατί, από την πρώτη στιγμή που του άνοιξε την πόρτα και είδε το περίλυπο ύφος της, κατάλαβε ότι κι εκείνη έκανε παρόμοιες σκέψεις με αυτόν και τον Βολφ. Όταν της είπε ότι είχαν νέα από τον Φάμπιαν, η Έμιλυ χάρηκε και ζήτησε αμέσως να μάθει –και χάρηκε ακόμα περισσότερο. Αλλά λυπήθηκε κιόλας, γιατί ήταν σίγουρη πως ο άντρας της θα ήθελε να είναι παρών και να τις συνοδέψει ως το διαμέρισμα.

«Δεν γίνεται να μην το σκέφτομαι, Τζόνας. Είναι εκατοντάδες μίλια μακριά μας, και πάει σε μια περιοχή που…» Σταμάτησε, γιατί θυμήθηκε ότι οι συνάδελφοι του Φάμπιαν δεν πίστευαν σε μύθους. Οπότε συνέχισε, λέγοντας «Σε μια περιοχή που συμβαίνει κάτι επικίνδυνο. Πώς μπορώ να μην ανησυχώ;»

«Δεν είπα να μην ανησυχείς, Έμιλυ. Είναι απόλυτα λογικό να ανησυχείς. Κι εγώ ανησυχώ. Ουσιαστικά, σου είπα να μην κάνεις μόνο δυσάρεστες σκέψεις. Μην πάει ο νους σου μόνο στο κακό. Ο Φάμπιαν δεν είναι μοναχός του εκεί. Μην ξεχνάς ότι, εκτός από τους ορειβάτες τυφεκιοφόρους, πλέον θα έχει και τον αδερφό του στο πλάι του. Κάτι είναι κι αυτό, σωστά;»

«Ναι, σωστά» απάντησε η Έμιλυ, δίχως όμως να ακούγεται πιο σίγουρη. «Κάτι είναι και αυτό».

Όσο αυτοί μιλούσαν, η Ορέλια σηκώθηκε, πήρε στην αγκαλιά της ένα από τα παιχνίδια της, την Λορίν, όταν ήρθαν -είχε παίξει για λίγη ώρα με όλα, γιατί της είχαν λείψει- και βγήκε από το δωμάτιό της. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τα ρούχα. Η ματιά της στάθηκε σε αυτά του πατέρα της. Είδε ότι κάποια δεν ήταν σαν αυτά που φορούσε πλέον, αλλά είχαν πάνω τους κάποια σύμβολα που δεν καταλάβαινε και κάποια μπιχλιμπίδια που δεν είχε ξαναδεί. Τα συγκεκριμένα σακάκια είχαν το ίδιο ανοιχτό χρώμα με τα συγκεκριμένα παντελόνια –η στολή του, υπέθετε. Βρήκε και ένα μαύρο καπέλο με μια μαύρη και χρυσή κλωστή, ένα άλλο που έμοιαζε πιο βαρύ και είχε ένα χρυσό σήμα. Κάποια άλλα πράγματα, όμως, μια καπαρντίνα και κάτι μεγάλες μπότες έλειπαν. Πιθανώς, τα φορούσε ο μπαμπάς, αν και η Ορέλια δεν τον είχε δει ποτέ με αυτά. Άραγε, γιατί δεν τα φορούσε πια ο μπαμπάς; Και τι είχε αλλάξει για να τα χρησιμοποιήσει τώρα, αν όντως τα είχε μαζί του;

Η Ορέλια θυμήθηκε τι είχαν πει με τον πατέρα της, το βράδυ που αποχαιρέτισε την ίδια και την μητέρα της.

Ορέλια, έχω να σου πω κάτι σημαντικό.

  Τι, μπαμπά;

  Θα… θα πρέπει να λείψω για μερικές μέρες. Μου έτυχε μια δουλειά, εκτός πόλης, και πρέπει να πάω.

  Για πόσες μέρες;

  Ε… δεν ξέρω. Πέντε. Έξι, ίσως.

  Δεν θέλω να φύγεις, μπαμπά.

  Δεν θα αργήσω, καρδιά μου. Το είπα και στην μαμά. Είναι κάτι που πρέπει να κάνω, αλλά θα το κάνω όσο πιο σύντομα μπορώ. Και μετά, θα είμαι ξανά πίσω, μαζί σας.

  Δεν θέλω να φύγεις! Δεν πρέπει να φύγεις, μπαμπά! Σε παρακαλώ, μείνε… Θα… θα γίνω καλά. Το υπόσχομαι. Δεν θα σας κουράσω άλλο.

  Τι; Δε φταις εσύ, Ορέλια. Εσύ εννοείται πως θα γίνεις καλά, γιατί είσαι δυνατή. Η δουλειά… είναι σημαντικό να πάω και να την κάνω. Εξαρτάται από εμένα. Πολλοί άνθρωποι περιμένουν να την αναλάβω εγώ ο ίδιος, κατάλαβες;

Δεν είχε καταλάβει τα πάντα, γιατί δεν της τα έλεγαν όλα, αλλά ήξερε πως ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός. Η μαμά είχε αναγκαστεί να της το πει όταν εκείνη βρήκε κατά λάθος τα όπλα που έκρυβε ο Φάμπιαν. Της είχε εξηγήσει ότι δούλευε κυρίως σε ένα γραφείο, αλλά πως έπρεπε να έχει όπλα για παν ενδεχόμενο. Σε περίπτωση που συντρέξει κάποιος λόγος. Αλλά και τότε ακόμα, δεν θα αρχίσει να πυροβολεί, παρεκτός αν είναι απόλυτη ανάγκη. Η Ορέλια είχε δει ένα πιστόλι που είχε ο πατέρας της σε μια θήκη πάνω από τα ρούχα του, όμως θυμόταν πως στην ντουλάπα υπήρχε ένα άλλο όπλο, πιο βαρύ και πιο μακρύ. Δηλαδή, είχε υποθέσει ότι ήταν όπλο όταν το είδε μια φορά που ο Φάμπιαν κάτι έψαχνε και είχε αφήσει την ντουλάπα ανοιχτή. Αλλά τώρα δεν ήταν εδώ.

Ο μπαμπάς έπρεπε να λείψει. Όχι, όμως, όπως έκανε κάθε πρωί. Όχι, αυτή τη φορά θα έλειπε για καιρό. Δεν θα ερχόταν σπίτι ούτε για λίγες ώρες. Γιατί εξαρτιόνταν από αυτόν πολλοί άνθρωποι, ό,τι και αν σήμαινε αυτό. Κι όπως έλεγε η μαμά, Έχει δύσκολο έργο. Πολλές ευθύνες. Αλλά του έχω εμπιστοσύνη. Τον ξέρω. Θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Για εσένα. Για τον δόκτωρ Μολνάρ. Για τους συναδέλφους του. Για τη χώρα του. Για εμένα. Για όλους μας. Ίσως χρειαστεί να πάρει κάποιες αποφάσεις που άλλοι δεν θα τις αναλάμβαναν ποτέ, αλλά πάντα θα έχει στο νου του το γενικό καλό.

Όταν πήγε στην κουζίνα, η Έμιλυ διέκοψε την συζήτησή της με τον Ράινχελ. «Πώς είσαι, αγάπη μου;» ρώτησε την κόρη της. «Τι κρατάς εκεί;»

Η Ορέλια πλησίασε και άφησε το βαρύ κράνος πάνω στο τραπέζι. Κοίταξε μια τον επιλοχία και μια την μητέρα της. «Θέλω να μου πείτε πού πάει ο μπαμπάς και τι θα κάνει εκεί» είπε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Χωρίς ψέματα ή λίγες κουβέντες. Θέλω την αλήθεια».

 

Ο Τζούρτζου, που επέστρεφε μαζί με τους δύο μπράβους του από την πρεσβεία, γύρω στις τέσσερις παρά τέταρτο, σταμάτησε την άμαξα κοντά στο διαμέρισμα των Άσπελ. Ο άλλος μπράβος του, αυτός που παρακολουθούσε το διαμέρισμα, πήγε και του είπε ότι το μόνο νεώτερο που υπήρχε ήταν το ότι πριν λίγο είχε φτάσει το ένα από τα καθίκια που δουλεύουν με τον Άσπελ, ο Ράινχελ, και πως δεν είχε βγει ακόμα. «Μάλλον, γαμάει την μάνα» κατέληξε.

«Όχι, ηλίθιε» του είπε ο Τζούρτζου. «Δεν τους έχεις δει; Είναι τελείως πιστά σκυλιά στον Άσπελ. Αυτός άφησε τον Ράινχελ και τον άλλο, τον Βολφ, για να τις προσέχουν. Έξυπνο κάθαρμα».

«Πάντως, άμα θέλετε, κύριε, τους περιλαβαίνουμε. Είμαστε περισσότεροι και όλοι άντρες».

«Μην λες μαλακίες. Θα σκοτώσουμε στρατιωτικό της Αντικατασκοπείας σε δικό του έδαφος; Μαζί με την γυναίκα και το παιδί ενός αξιωματικού; Θα ήταν ανόητο από την πλευρά μας. Δεν θα πειράξουμε κανέναν. Όχι ακόμα, δηλαδή. Μείνε εδώ και μην χάσεις από τα μάτια σου ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από την πολυκατοικία. Κι αν αυτές φύγουν, τότε ακολούθησέ τες».

Ο μπράβος ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, λέγοντας πως το αφεντικό του είχε ανέκαθεν μεγαλεπήβολα σχέδια και πως θεωρούσε τους πολιτικούς φοβητσιάρηδες, αλλά αποφάσισε ότι δεν θα ήταν καλή ιδέα να τον τσαντίσει. Οπότε είπε «Μάλιστα, κύριε» και είδε την άμαξα να απομακρύνεται.

 

*

 

Δρόμος ανάμεσα στο Μπραν και το Πουάνα Μπρασώφ

Δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν καθόλου, αλλά όλοι τους είδαν τις άμαξες και τα πεσμένα και ακίνητα άλογα στην άκρη του δάσους. Και όλοι άκουσαν το βουητό που προκαλούνταν από τις μύγες.

Ο Φάμπιαν και ο Σούκε αντάλλαξαν μια ματιά και έπειτα ο δεύτερος διέταξε τους στρατιώτες να έχουν τα όπλα ανά χείρας.

«Υπολοχαγέ, ελέγξτε την περίμετρο» είπε ο Φάμπιαν, κρατώντας το υπηρεσιακό του πιστόλι, καθώς κατευθυνόταν προς το σημείο, ακολουθούμενος από τον λοχαγό και μερικούς άλλους. Όταν έφτασαν, κατέβηκαν από τα άλογα και ερεύνησαν το χώρο.

Σταδιακά, και καθώς οι ορειβάτες τυφεκιοφόροι πρόσεξαν κι άλλα πράγματα που υπήρχαν εκεί: τα ξύλα που ακόμα κάπνιζαν, ένα βιολί, κομμάτια από ρούχα, πεταμένα καπέλα, ένα καζάνι με σούπα, υπολείμματα από ψωμί και κάποιο ψημένο κρέας, τρία μαχαίρια και ένα παιχνίδι, μια κούκλα χωρίς μαλλιά και με σκισμένο φόρεμα. Αλλά πουθενά άνθρωποι.

«Κάτι πολύ κακό συνέβη εδώ, κύριε» είπε ο Σούκε, ρίχνοντας και μια ματιά γύρω του, μην τυχόν πεταγόταν κανένας εχθρός.

«Ναι. Κάποιοι ήταν εδώ και είτε αναγκάστηκαν να φύγουν, είτε τους απήγαγαν» συμφώνησε ο Φάμπιαν. «Πάνε αρκετές ώρες που έγινε. Χθες, κάποια στιγμή. Γαμώτο». Αργήσαμε, σκέφτηκε εκνευρισμένος. Έπρεπε να είχαμε πάει κατευθείαν στο Μπραν. Ίσως να το αποτρέπαμε.

«Κύριε ταγματάρχη» είπε ένας στρατιώτης που έλεγχε το εσωτερικό μιας άμαξας «υπάρχουν ρούχα, μουσικά όργανα, κάνα δυο μπόγοι με νομίσματα και παλιά κυνηγετικά όπλα εδώ. Όλα άθικτα».

Το ίδιο είπε και ο άλλος που έλεγχε τη δεύτερη άμαξα.

«Για πόσα άτομα;»

«Για έξι ή εφτά άτομα, κύριε» απάντησε ο πρώτος.

«Μάλλον για εννιά, κύριε» απάντησε ο δεύτερος.

Και οι δύο ανέφεραν πως επρόκειτο για ρούχα ραμμένα στο χέρι, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκαν σε παιδιά, κάποια φορέματα και φούστες σε γυναίκες, ενώ υπήρχαν και αντρικά παντελόνια και πουκάμισα. «Πρέπει να ήταν τσιγγάνοι, κύριε» απεφάνθη ο πρώτος στρατιώτης.

«Κι εγώ σε αυτό καταλήγω, κύριε ταγματάρχη» είπε ο Σούκε.

Οι στρατιώτες που έλεγξαν την περίμετρο επέστρεψαν.

«Δε βρήκαμε κανένα ίχνος, κύριε» είπε ο υπολοχαγός στον Φάμπιαν. «Ό,τι έγινε μάλλον έγινε εδώ ή τους μετέφεραν από τον κεντρικό δρόμο».

«Αλλά όχι προς το Πουάνα Μπρασώφ» είπε ο Φάμπιαν, κοιτώντας δεξιά του, προς τα δέντρα που κάλυπταν τη διαδρομή προς το Μπραν. Προς τα τέρατα ή ό,τι άλλο υπήρχε εκεί.

Τότε ακούστηκαν γαβγίσματα και ένας στρατιώτης φώναξε «Κύριε ταγματάρχη! Κύριε λοχαγέ! Ελάτε γρήγορα!»

Ο Φάμπιαν και ο Σούκε πλησίασαν τον πεσμένο στα γόνατα ορειβάτη τυφεκιοφόρο, ο οποίος σημάδευε με το τουφέκι του κάτω από την μια άμαξα. Το ένα από τα σκυλιά γάβγιζε ακόμα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Φάμπιαν.

«Δείτε, κύριε».

Ο Φάμπιαν γονάτισε και κοίταξε. «Χριστέ μου!» είπε, απομακρύνοντας την κάννη προς το έδαφος. «Κατέβασε το όπλο σου, στρατιώτη. Και απομακρύνετε το σκυλί».

Ένα κοριτσάκι κρυβόταν εκεί. Είχε ανέβει στον άξονα των μπροστινών ροδών και είχε τυλίξει τα χέρια και τα πόδια του σε αυτόν. Τα ξανθά, ανάκατα μαλλιά του είχαν πέσει μπροστά από το πρόσωπό του. Το σώμα της έτρεμε, αλλά η μικρή δεν έβγαζε άχνα.

«Έχουμε μια επιζήσασα» φώναξε ο Σούκε, που είχε δει κι αυτός το κοριτσάκι, και έδωσε το λουρί του σκυλιού σε έναν ορειβάτη τυφεκιοφόρο.

«Σσσς!» έκανε ο Φάμπιαν. «Μη φωνάζεις. Θα την τρομάξουμε περισσότερο».

«Συγνώμη, κύριε» απολογήθηκε ο Σούκε.

Ο Φάμπιαν έβαλε το πιστόλι στη θήκη του, έβγαλε το καπέλο και πλησίασε κι άλλο, αλλά σιγά-σιγά, αδιαφορώντας για τα χώματα. Χαμογέλασε προς την μικρή. «Έι, δεσποινίς» της ψιθύρισε, όπως συνήθιζε να κάνει όταν καληνύχτιζε στην Ορέλια. «Δεν θα σε πειράξουμε. Είμαστε στρατιώτες. Μπορείς να μας εμπιστευτείς».

Εκείνη δεν αποκρίθηκε.

«Μπορείς να βγεις τώρα. Δεν θα σε πειράξει κανένας. Θα σε προστατεύσουμε» συνέχισε ο Φάμπιαν.

Το κοριτσάκι σύρθηκε, αλλά προς τα πίσω, ώσπου τα παπούτσια της ακούμπησαν στην άλλη ρόδα.

Ο Σούκε έκανε νόημα σε δύο στρατιώτες να πάνε από την άλλη πλευρά, για να μην τους φύγει.

Ο Φάμπιαν σκέφτηκε κάτι και είπε «Λοχαγέ, φέρε μου την κούκλα. Τώρα». Και όταν την κράτησε στα χέρια του, σύρθηκε ώσπου το κεφάλι του ακούμπησε την ρόδα και πρόταξε απαλά την κούκλα προς το κοριτσάκι. «Δική σου είναι, σωστά;» ρώτησε την μικρή.

Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της. Ο Φάμπιαν δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να δει τι της έδινε, λόγω των μαλλιών της, αλλά σιγουρεύτηκε όταν η μικρή άπλωσε το χέρι της και πήρε το παιχνίδι και το κράτησε στην αγκαλιά της. Αλλά δεν μπόρεσε να το έχει ανάμεσα στο σώμα της και τον άξονα και παράλληλα να κρατιέται από αυτόν, και έτσι γλίστρησε και έπεσε στα χώματα. Και κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση και έμεινε εκεί και άρχισε να κλαίει.

Όχι, ρε γαμώτο, είπε μέσα του ο Φάμπιαν.  Προσπάθησε να την μεταπείσει, ώστε να έρθει κοντά του, όμως η μικρή δεν κουνήθηκε από την θέση της.

«Κύριε ταγματάρχη, με όλο το σεβασμό, αλλά χάνουμε χρόνο» είπε ο Σούκε. «Μπορούμε να τη βγάλουμε από την κρυψώνα της και…»

«Με τη βία; Ξέχασέ το. Περισσότερο θα τη φοβίσουμε. Κάτι άλλο χρειάζεται, κάτι…» Τότε του ήρθε στο μυαλό του η συζήτηση που είχε κάνει με έναν ορειβάτη τυφεκιοφόρο. Ανασηκώθηκε και είπε «Δεκανέα Ίλις».

Ο νεαρός πλησίασε. «Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη. Διατάξτε».

«Πέρασε το όπλο στην πλάτη σου και κοίτα κάτω από την άμαξα».

Ο Ίλις το έκανε.

«Βλέπεις το κοριτσάκι;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Υποθέτουμε ότι η οικογένειά της είναι τσιγγάνοι».

«Μάλιστα, κύριε».

«Αν θυμάμαι καλά» είπε ο Φάμπιαν «κι εσύ κατάγεσαι από τσιγγάνους, σωστά, Ίλις;»

«Ναι, κύριε».

«Ωραία. Μπορείς να πεις σε ήπιο τόνο στο κοριτσάκι ότι είμαστε στρατιώτες που θέλουμε να τη βοηθήσουμε; Ή δεν μιλάτε απαραίτητα την ίδια γλώσσα;»

«Νομίζω πως υπάρχουν διαφορές, κύριε. Αλλά θα προσπαθήσω».

Ο Φάμπιαν ένευσε και μαζί με τον Ίλις κοίταξαν το κοριτσάκι και ο δεκανέας είπε στην γλώσσα που του είχαν μάθει οι γονείς του όσα τον είχε διατάξει ο ανώτερός του.

Η μικρή αντέδρασε σχεδόν ακαριαία. Σήκωσε το κεφάλι, φανερώνοντας τα καφετιά μάτια της και το λερωμένο πρόσωπό της.

Η καρδιά του Φάμπιαν σφίχτηκε, αλλά πίεσε τον εαυτό του να μην λυγίσει. «Πες της ότι μπορούμε να της προσφέρουμε λίγο νερό και κάτι να φάει. Πες της ότι θα είναι ασφαλής μαζί μας».

Ο Ίλις το είπε.

Η μικρή απάντησε.

«Κύριε, ρωτάει αν έφυγαν τα τέρατα».

«Πες της ότι έφυγαν».

Ο δεκανέας τής το είπε.

Το κοριτσάκι δεν κουνήθηκε από την θέση του, παρά φαινόταν να το σκέφτεται.

Ο Φάμπιαν είπε «Ίλις, πες της το όνομά σου και πως το μόνο που θέλεις είναι να τη βοηθήσεις. Και ότι δεν υπάρχει κανένα τέρας εδώ. Αλλά μίλα της όπως θα μιλούσες στις αδερφές σου όταν ήταν μικρές και έκλαιγαν και εσύ ήθελες να τις παρηγορήσεις».

Ο Ίλις ένευσε και μίλησε στο κοριτσάκι όπως του είχε υποδείξει ο Φάμπιαν.

Την επόμενη στιγμή, η μικρή σύρθηκε λιγάκι προς το μέρος των δύο αντρών, αλλά ακόμα είχε ενδοιασμούς.

Ο Φάμπιαν είπε «Άπλωσε τα χέρια σου, Ίλις. Σαν αδερφός που αποδεικνύει στην αδερφή του ότι με μια αγκαλιά θα διώξει κάθε κακό».

Ο Ίλις άνοιξε τα χέρια του, χαμογελώντας, και το κοριτσάκι έσπευσε κοντά του. Ο δεκανέας ένιωσε το πρόσωπό του να ακουμπάει στο πανωφόρι του, ενώ το αδύνατο κορμί του τρανταζόταν από λυγμούς.

Ο Φάμπιαν είπε σε έναν στρατιώτη να βρει ένα παιδικό πανωφόρι και να το φέρει γρήγορα, ενώ ο ίδιος έβγαζε το παγούρι με το νερό και στεκόταν ανάμεσα στην μικρή και τα νεκρά άλογα –αρκετά τα είχε δει. Όμως, δεν άφησε κανέναν να πλησιάσει τον δεκανέα και το κοριτσάκι, για να μην χαλάσουν την ανθρώπινη στιγμή που βίωνε κυρίως η μικρή. Έπρεπε να κλάψει και τελικά να νιώσει ασφαλής.

«Λοχαγέ, πες στους άντρες να απομακρυνθούν λίγο» διέταξε. «Κι ας ηρεμήσουν. Να φάνε ή και να πιουν».

«Μα, κύριε, μήπως πρέπει να έχουμε τον νου μας…»

«Δε χρειάζεται. Κάτι μου λέει ότι για λίγες ώρες ακόμα δεν θα έχουμε πρόβλημα».

Ο Σούκε κοίταξε τον Φάμπιαν. Είδε πως σοβαρολογεί και έδωσε την εντολή.

Όταν ο Φάμπιαν είδε τον Ίλις να κατανεύει, είπε στον στρατιώτη που κρατούσε το παιδικό πανωφόρι να πάει και να το περάσει γύρω από τους ώμους της μικρής. Μετά, ο ίδιος πλησίασε και γονάτισε στο ύψος του κοριτσιού και του έδωσε το παγούρι του. Αυτή τη φορά, ο Ίλις δε χρειάστηκε να εξηγήσει, γιατί το κοριτσάκι ήπιε σχεδόν το μισό νερό, δίνοντας το παγούρι ξανά πίσω στον Φάμπιαν. Αυτός πρότεινε να καθίσουν στα σκαλοπάτια της άμαξας και, καθώς ο Ίλις βοηθούσε το κοριτσάκι, ο Φάμπιαν βρήκε ένα πανί κοντά στο καζάνι, έριξε λίγο νερό πάνω του και πήγε κοντά στην μικρή και την ρώτησε να του επέτρεπε να καθαρίσει το πρόσωπό της. Ο Ίλις μετέφρασε και το κοριτσάκι, κοιτώντας τον Φάμπιαν, ένευσε.

Εκείνος άρχισε να σκουπίζει τις βρομιές, πάντα χαμογελαστός, αν και μέσα του πονούσε. Η μικρή δεν πρέπει να ήταν πάνω από οκτώ ετών. Φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένη –ένας θεός ήξερε πόσες ώρες είχε μείνει εκεί κάτω, μόνη.

Έπειτα, όταν τέλειωσε, χάιδεψε τα μαλλιά του κοριτσιού, λέγοντάς της πως είναι πολύ όμορφη –και κάνοντάς τη να χαμογελάσει και η ίδια λίγο, όταν έμαθε από τον Ίλις τι της είχε πει ο ταγματάρχης.

Ο Φάμπιαν είπε στον δεκανέα να την ρωτήσει αν πεινάει.

Ναι, πεινούσε.

Έτσι, ο Φάμπιαν πήγε στον μπόγο που κουβαλούσε, βρήκε ένα στρούντελ που είχε περισσέψει, επέστρεψε κοντά στην μικρή και της έδωσε το έδεσμα. Εκείνη αμέσως ξεκίνησε να τρώει.

«Πώς σε λένε;» την ρώτησε ο Φάμπιαν και ο Ίλις μετέφρασε.

«Καταλίνα Μπάνικα» απάντησε το κορίτσι.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Καταλίνα. Εμένα με λένε Φάμπιαν. Και η δεσποινίς;» την ρώτησε δείχνοντας την κούκλα.

«Δεν έχει όνομα» του μετέφρασε ο Ίλις.

«Α, μα πρέπει να έχει. Πώς θα τη χαιρετίσω τώρα; Τι λες, Καταλίνα; Να της δώσουμε ένα όνομα;»

Η Καταλίνα το σκέφτηκε, τρώγοντας.

«Λέει να της δώσετε εσείς ένα όνομα, κύριε» είπε ο Ίλις.

«Εγώ; Θα έχω αυτή την τιμή; Σε ευχαριστώ πολύ, Καταλίνα! Χμμ… Πώς να την πούμε;» Χάιδεψε το φόρεμα της κούκλας. Προσπάθησε να θυμηθεί πώς αποκαλούσε η κόρη του τις δικές της κούκλες. Αν δεν έκανε λάθος, η Ορέλια χρησιμοποιούσε κυρίως «αληθινά» ονόματα, όπως Γκρέτα, Λουίζα, Λορίν κλπ. Άρα, να έβρισκε ένα αντίστοιχο, αλλά ντόπιο. Δεν ήξερε πολλά, όμως σκέφτηκε ένα. «Τσετσίλια» είπε. «Θα την πούμε Τσετσίλια».

Η Καταλίνα δεν είχε πρόβλημα. Το πρόφερε μερικές φορές, χαμογέλασε κι άλλο και έπειτα ευχαρίστησε τον Φάμπιαν και του υποσχέθηκε ότι θα βρει και μαλλάκια για την Τσετσίλια.

Εκείνος ένευσε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Καταλίνα. Αλλά σκεφτόταν πώς θα συνέχιζαν την κουβέντα. Γιατί έπρεπε να συζητήσουν για το τι είχε συμβεί εδώ. Και από ποιους. Ή, μάλλον, από τι. Δεν ήθελε να την αναγκάσει να θυμηθεί, γιατί ήξερε πως επρόκειτο για εξαιρετικά δυσάρεστα γεγονότα, πολύ τραυματικά για ένα τόσο μικρό παιδί. Όμως, έπρεπε να ξέρει στα σίγουρα, αν ήταν οι ίδιοι ένοχοι με όσα συνέβησαν στο Μπραν ή αν ήταν κάποιοι άλλοι. Βέβαια, δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει ότι επρόκειτο για (βρικόλακες) τους ίδιους κακούς, ο τρόπος δράσης ήταν ουσιαστικά ίδιος με τις αναφορές για το χωριό, αλλά…

Τότε η Καταλίνα, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του, κάτι είπε, μετρώντας δύο φορές και τα δάχτυλά της, και ο Φάμπιαν κοίταξε τον Ίλις.

«Λέει ότι πρέπει να φύγουμε, κύριε. Τα τέρατα επιτέθηκαν στην οικογένειά της την νύχτα. Λέει ότι πήραν τους γονείς, τα αδέρφια της, τους θείους της και τα ξαδέρφια της. Δεκαπέντε άτομα, συνολικά».

Ο Φάμπιαν αναστέναξε και είπε στην μικρή «Καταλίνα, ξέρω ότι σου είναι δύσκολο, αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Για όσα έγιναν. Πώς ήταν τα τέρατα που σας επιτέθηκαν;»

Η Καταλίνα απάντησε, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του. Φορούσαν μαύρα, είχαν μαύρα μάτια, δόντια σαν σκύλου και μούγκριζαν σαν ζώα. «Δάγκωναν και χτυπούσαν με τα νύχια τους τον μπαμπά μου, την μαμά μου, τον θείο, την θεία μου…» Το κορίτσι δάκρυσε ξανά.

«Σσσς» έκανε ο Φάμπιαν και σηκώθηκε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Είσαι ασφαλής τώρα, καρδιά μου». Έκλεισε τα μάτια του και για μια στιγμή φαντάστηκε ότι ήταν κάποιος άλλος και πως δεν ήταν στην Τρανσυλβανία, αλλά στη Βουδαπέστη, στο διαμέρισμα, και ότι κρατούσε την Ορέλια, η οποία είχε μάθει πως ο πατέρας της πέθανε.

Θεέ μου, όποιοι κι αν ήταν θα τους βρω και θα τους σκοτώσω, υποσχέθηκε στον εαυτό του, με περισσότερη σιγουριά από κάθε άλλη φορά. Θα έπαιρνε εκδίκηση για όλους. Για αυτούς που χάθηκαν και για αυτούς που έμειναν ζωντανοί και έπρεπε να θρηνήσουν. Ό,τι κι αν ήταν αυτά τα τέρατα, δεν ήταν ανίκητα. Δεν ήταν θεοί, αλλά αποβράσματα της Κόλασης. Νεκροί που είχαν την ατυχία να κολλήσουν μια παράλογη ασθένεια, η οποία όμως μπορούσε να θεραπευτεί. Με έναν τρόπο. Μια λεπίδα στην καρδιά. Κι ο Φάμπιαν και οι στρατιώτες θα τους προσέφεραν αυτή την λύτρωση.

«Κύριε» είπε ο Σούκε. «Πρέπει να φύγουμε».

Ο Φάμπιαν τον κοίταξε και κατένευσε. «Ναι. Φυσικά». Απομάκρυνε λίγο την Καταλίνα και της είπε «Ο δεκανέας Ίλις θα σε πάει ως το Μπρασώφ, όπου θα μπορέσεις να κοιμηθείς και να δειπνήσεις, όντας ασφαλής. Εντάξει;»

Πριν μεταφράσει, ο Ίλις ρώτησε «Κύριε, θέλετε να φύγω;»

«Κάποιος πρέπει να πάει την μικρούλα στην πόλη. Εσένα ήδη σε εμπιστεύεται, οπότε θα πας εσύ».

«Μα, κύριε, δεν πρέπει να γινόμαστε λιγότεροι» διαμαρτυρήθηκε ο Σούκε.

«Λοχαγέ, θέλεις να πάμε στο Μπραν και να έχουμε μαζί μας ένα παιδί; Ή μήπως να το αφήσουμε εδώ, μόνο του, όπως είχε μείνει εδώ και πολλές ώρες;»

Ο Σούκε ξεφύσησε και είπε ότι μάλλον συμφωνεί να πάει ο Ίλις την Καταλίνα στο Μπρασώφ.

«Πες στους άντρες να ετοιμαστούν. Σε δέκα λεπτά, φεύγουμε».

«Μάλιστα, κύριε» είπε ο Σούκε και απομακρύνθηκε.

Ο δεκανέας μετέφερε στην μικρή τα λόγια του Φάμπιαν. Εκείνη δεν αποκρίθηκε, παρά αγκάλιασε την Τσετσίλια.

Ο Φάμπιαν έβγαλε τα χαρτιά του και το μολύβι του. «Ίλις, ρώτησέ την τα ονόματα των συγγενών της». Τα σημείωσε όλα, καθώς και μια εντολή να έρθουν από το Μπρασώφ και να περιμαζέψουν τις άμαξες, τα πράγματα των ανθρώπων και τα νεκρά άλογα, αλλά και να ενημερωθούν, πέραν της πολιτοφυλακής του Μπρασώφ και του Δέκατου Πέμπτου Συντάγματος, τα Επιτελεία, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ουγγαρίας, ο υπουργός των Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και τα κεντρικά του Evidenzbureau στη Βιέννη. Επιπλέον, έγραψε και πως τα μέτρα προστασίας του Μπρασώφ και του Πουάνα Μπρασώφ ήταν εξαιρετικά. Έπειτα, και χωρίς να το σκεφτεί πάνω από μία φορά, σε μια δεύτερη σελίδα έγραψε κάτι άλλο, κωδικοποιημένο. Ο καθένας λύνει τα προβλήματά του μόνος του. Χωρίς ξένους, να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις του. Εμείς πρέπει να κάνουμε κάτι για το πρόβλημά μας, του είχε πει η Ιούλια. Όμως, εκείνος δεν το πίστευε, όχι εντελώς δηλαδή. Μερικές φορές, χρειαζόσουν βοήθεια από άλλους, ξένους. Και ο Φάμπιαν έκρινε πως για αυτή την υπόθεση χρειάζονται.

Τα υπόγραψε και τα έδωσε στον δεκανέα τις σημειώσεις. Του τόνισε ότι τη δεύτερη σελίδα θα την έστελνε με τηλέγραφο μόνο στο Evidenzbureau της Βουδαπέστης, υπ’ όψιν του «Παπ Μπαλάζ».

Τέλος, και καθώς ο Ίλις έβαζε την Καταλίνα στη σέλα του αλόγου και έπειτα ανέβαινε και ο ίδιος, ο Φάμπιαν τους ευχήθηκε καλό κατευόδιο.

«Κύριε, εγώ θα επιστρέψω άμεσα;» ρώτησε ο δεκανέας.

Ο Φάμπιαν το σκέφτηκε. Κοίταξε και τα απομεινάρια που κάποτε ανήκαν σε δύο οικογένειες. «Όχι» απάντησε, γυρνώντας ξανά προς τον Ίλις. «Έλα αύριο. Ξεκουράσου σήμερα».

«Είστε σίγουρος; Μπορώ να έρθω στο Μπραν, δεν έχω πρόβλημα».

«Όχι, δεν πειράζει, Ίλις. Έλα αύριο. Είναι διαταγή».

«Μάλιστα, κύριε». Ρώτησε κάτι την Καταλίνα και εκείνη του απάντησε. Και, αποχαιρετώντας τον Φάμπιαν, έδωσε εντολή στο άλογο και αυτό ξεκίνησε για το Μπρασώφ.

Ο Φάμπιαν έμεινε να τους κοιτάζει, για λίγο, και να ακούει τις οπλές να χτυπάνε το έδαφος. «Αντίο» ψιθύρισε.

Έπειτα, φόρεσε το καπέλο του και ανέβηκε στο δικό του άλογο και, μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς, συνέχισαν το δρόμο τους για το Μπραν.

 

Συνεχίζεται…

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading