,

Θάλεια, η μούσα τους!

Κάθε βράδυ τον περίμενε να γυρίσει. Κρυμμένη πίσω από τις γρίλιες, αν δεν τον έβλεπε με τα μάτια της να επιστρέφει σπίτι σώος, δεν έπεφτε για ύπνο η Θάλεια. Από το σκοτεινό δρομάκι πέρναγαν ελάχιστοι εκείνες τις μικρές ώρες. Συνήθως οι ίδιοι. Ήξερε απ’ έξω το φως του κάθε στύλου, είχε μάθει την ώρα που οι γάτες εμφανίζονταν, τον σκύλο που έβγαζε ο ιδιοκτήτης του την τελευταία βόλτα της ημέρας. Ακόμα και το πέταγμα της μοναδικής νυχτερίδας είχε για αυτήν, την ίδια χορογραφία. Κανά δυο βράδια μόνο είχε αλλάξει η σειρά στα παρκαρισμένα αμάξια, κάποιο περίσσευε, αλλά όλες οι θέσεις ήταν μόνιμα πιασμένες. Έτσι μετρούσε τον χρόνο, δε χρειαζόταν να κοιτά το ρολόι της, ενώ παραφυλούσε κολλημένη στο κουφωτό παντζούρι. Μόλις έμπαινε στο πάρκινγκ της διπλανής πολυκατοικίας το κόκκινο φιατάκι, ήξερε πως σε λίγο θα επέστρεφε ο Θανάσης της. Σαββατοκύριακα άλλαζε η ρουτίνα, κυκλοφορούσε πιο πολύ ο κόσμος και αυτή μπορούσε να αφήσει περισσότερη ώρα ανοικτά τα παράθυρα, να χαιρετήσει και κάνα γείτονα πριν νυχτώσει για τα καλά.

Κάθε Παρασκευή και Πέμπτη, δυο απανωτά βραδινά, καθώς ήταν απολύτως σίγουρη πως εκείνες τις μέρες παρέδιδε τα γεύματα αποκλειστικά ο Θανάσης, έδινε παραγγελία στο μαγαζί που δούλευε. Ετοιμαζόταν ήδη με το που έκλεινε το τηλέφωνο. Και πάντα έδινε το κινητό της, ποτέ δεν έπαιρνε από το σταθερό, να μην χάσει την ελπίδα, να έχει το νούμερό της. Επιμελώς ατημέλητη, τον υποδεχόταν, γνωρίζονταν από παιδιά, πάντα κουβεντιάζανε λίγο. Του είχε προτείνει, αν ποτέ ήθελε τη βοήθειά της σαν νοσοκόμα που ήταν, μια πόρτα τους χώριζε, να την φώναζε. Ποτέ δεν το είχε κάνει. Αυτός παρέμενε στα τυπικά, με τη θάλασσα των ματιών του μόνιμα φουρτουνιασμένη.

Είχε μάθει μέχρι τον ήχο από το μηχανάκι του, τιναζόταν πάνω ό,τι και να έκανε και έτρεχε πίσω από το παντζούρι, όποτε έφερνε κάτι εκεί κοντά ή απλώς περνούσε απ’ το στενό. Στο εξάωρό του, όταν έκανε δρομολόγιο κοντά, πεταγόταν σπίτι να τσεκάρει τον αδελφό του. Είχε χάσει φοιτητής τους γονείς του στο τροχαίο που άφησε ανάπηρο τον δίδυμό του, τον Μάνο. Φύλακας άγγελος στάθηκε δίπλα του. Ενώ ήταν πανέξυπνος και πάντα είχε ψηλούς βαθμούς, δεν συνέχισε τις σπουδές του, ούτε άντεχε οικονομικά ούτε γινόταν ν’ αφήσει το πατρικό του. Γι’ αυτό φρόντιζε να δουλεύει συνήθως βράδυ σαν απλός ντελίβερι. Χρόνια τώρα, ευτυχώς καρδιακός φίλος του πατέρα του είχε το μαγαζί, οπότε απολάμβανε πλήρεις αποδοχές και σωστά ένσημα. Είχε βγάλει και μια κουτσοσύνταξη στον παραπληγικό Μάνο και πάλευε αξιοπρεπώς. Κάποια πρωινά Κυριακής, τον έβγαζε βόλτα με το καροτσάκι στο στενό. Τις μέρες που τους είχε συναντήσει, ούτε μιλούσε, ούτε κουνιόταν ο Μάνος. Σαν σπασμένη κούκλα, με πάλευκες πορσελάνινες παλάμες, οι μόνες που φαίνονταν το δέρμα του. Στο κεφάλι του μόνιμα κρεμόταν μπροστά, άχαρα η μαύρη κουκούλα του. Άξιος θαυμασμού ήταν ο Θανάσης.

Όμως απόψε, για πρώτη φορά είχε μια περίεργη αγωνία ενώ τον περίμενε να γυρίσει ασφαλής στο απέναντι σπίτι. Και όσο αργούσε, τόσο γιγαντωνόταν ο εφιάλτης της. Άνοιγε διάπλατα τα μάτια της, να διακρίνει  και την παραμικρή κίνηση μέσα στο σκοτάδι. Κατατρόμαξε όταν κάηκε και έσπασε η λάμπα του δρόμου. Κακό σημάδι, σκέφτηκε. Μια ώρα είχε περάσει και δεν είχε φανεί ο Θανάσης. Την έτρωγε η αγωνία μα και τι να κάνει, να τηλεφωνήσει στο μαγαζί, ούτε λόγος. Με νύχια και με δόντια κρατιόταν, σε λίγες ώρες θα ξεκίναγε και η δική της βάρδια, πριν φθάσει στον όροφό της, θα πέρναγε απ’ τα επείγοντα.

Τα ξημερώματα ο φόβος της βγήκε αληθινός. Ο Θανάσης είχε χτυπηθεί από αμάξι, άρον άρον τον βάλανε χειρουργείο για να του σώσουν το πόδι. Πού να φανταστεί ότι θα τον είχε ασθενή σε θάλαμό της! Μπορεί να είχε προσευχηθεί για κάτι τέτοιο αλλά δεν ήθελε να υποφέρει ο αγαπημένος της. Δεν υπήρχε άλλος να τον φροντίζει, το αφεντικό του μόνο πέρασε την πρώτη μέρα να δει πώς πάει. Ακόμα δεν είχε συνέλθει απ’ τα βαριά παυσίπονα. Δε θα τον άφηνε απ’ τα μάτια της. Το μεσημέρι που σχόλασε, έκατσε στο προσκεφάλι του. Μετά από καμιά ώρα, συνήλθε. Μόλις την αντίκρυσε, της χαμογέλασε στιγμιαία και ο κόσμος της άνθισε. Ας κατσούφιασε αμέσως, γνώριζε τι σκεφτόταν. Ο Μάνος ήταν μόνος του σπίτι. Πόσο θα άντεχε;

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, δεν τον ρώτησε καν. Μόλις ξανακοιμήθηκε, βούτηξε κρυφά το μπρελόκ απ’ το σκισμένο μπουφάν του.

Διστακτικά γύρισε την κλειδαριά, δεν ήξερε τι θα αντικρύσει, μπορεί να έβρισκε τον Μάνο, πεσμένο και κοκκαλωμένο στο μπάνιο. Διέσχισε κάθε δωμάτιο, φώναξε στην αρχή σιγά, μετά πιο δυνατά το όνομά του. Απόλυτη ησυχία. Η αναπηρική καρέκλα στεκόταν άδεια στο δωμάτιό του. Κανένα ίχνος του και το κρεβάτι του στρωμένο. Δεν πείραξε τίποτα, απλώς πήρε την ειδοποίηση με την δόση για την ασφάλεια σπιτιού απ’ το γραμματοκιβώτιο, μην βραχεί, κλείδωσε και βγήκε αθόρυβα όπως μπήκε. Διάφορες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό της αλλά θα έκανε υπομονή.

Μετά από δυο βδομάδες, πήρε εξιτήριο ο Θανάσης. Η ίδια με το αμάξι της κανόνισε να τον παραλάβει, ο ίδιος είχε στερέψει από ευχαριστώ πια. Οι νοσοκόμες απ’ τις άλλες βάρδιες της είχαν πει, πως δεν άφηνε καμιά τους να τον αγγίξει, πως περίμενε αυτήν και πως είχε πάρει τηλέφωνο το αφεντικό του για να της στείλει λουλούδια στο σπίτι της!

Κανά δυο φορές που τον είχε ρωτήσει τι να κάνει ο αδελφός του, της απαντούσε μ’ ένα «Θα δεις», της έκανε με το δάκτυλο σήμα να μην μιλά και άλλαζε κουβέντα. Ώσπου ήρθε η ώρα. Σχεδόν της παρέδωσε τα κλειδιά για να μπουν, υποβασταζόμενος από την Θάλεια. Την οδήγησε στην κουζίνα όπου έκατσαν για λίγο τελείως σιωπηλοί. Σα χείμαρρος άρχισε να διηγείται ο Θανάσης, κοιτώντας την κατάματα. Πως από παιδί στο δημοτικό του άρεσε η Θάλεια, πόσο λαχταρούσε να πειράζει στην τάξη την κοτσίδα της που πέταγε σκανταλιάρικα στο μπροστινό θρανίο ή πόσο χαιρόταν που περπατούσαν οι τρεις τους ως το σχολείο και πίσω. Μέχρι που στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, ο Μάνος τον πρόλαβε. Του εξομολογήθηκε τον έρωτά του για την συμμαθήτριά τους, ζητώντας του την συνδρομή του! Τρελάθηκε. Φρόντισε και άλλαξε Λύκειο στην πρώτη τάξη, πηγαίνοντας στην άλλη άκρη της επαρχιακής πόλης για να την βλέπει όσο τον δυνατό λιγότερο. Αμέσως έκανε πίσω, έριξε κάθε συναίσθημα στο απύθμενο πηγάδι βαθιά μέσα του. Κλείδωσε τις αισθήσεις του τελείως, ενώ συμβούλευε τον δίδυμό του πώς να την προσεγγίσει. Σε κάνα δυο απόπειρες του Μάνου η Θάλεια τον είχε αποφύγει διακριτικά, ποτέ δε δέχτηκε να βγούνε οι δυο τους.

Ο Θανάσης πέρασε Πάντειο Αθήνα, αυτή Θεσσαλονίκη νοσηλευτική, ο αδελφός του παρέμεινε στον τόπο του. Χαθήκαν για τρία έτη. Μέχρι το θανατηφόρο τροχαίο που σταμάτησε ο χρόνος. Παράτησε τις σπουδές του, γύρισε στον Βόλο και κατέρρευσε ό,τι όνειρο είχε φτιάξει. Σκόνη έγιναν όλα μέσα του, πνιγόταν στην στεριά για έξι ολόκληρους μήνες. Κατάφερε να βγει στην στεριά όμως, έπρεπε να φροντίσει τον αδελφό του, να ζει και για τους δυο, όσο και να σπάραζε μέσα του. Ειδικά μόλις τελείωσε την φοίτησή της η Θάλεια και επέστρεψε στο πατρικό. Μόνη της έμενε πια, οι γονείς της είχαν αποσυρθεί στο εξοχικό τους στις Μηλιές. Άρχισε να την αποφεύγει κιόλας μόλις συνειδητοποιώντας πως αυτή ήταν ο λόγος που ο αδελφός του καθηλωμένος στο καροτσάκι του, ξεροστάλιαζε πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα. Παρακολουθούσε κάθε έξοδό της, τον έλιωνε ο καημός της πιο πολύ από την ανημποριά του. Ο Θανάσης αποδέχτηκε οριστικά πια πως κανείς τους δε θα την είχε και κανείς τους δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Παρηγοριά του ήταν να κρυφοκοιτάζει και αυτός τις φωτογραφίες της μούσας τους, όσες τυχαίες πόζες της, ξέκλεβε στο κινητό του ο Μάνος πίσω απ’ τις γρίλιες.

Μέχρι πριν τρεις μήνες που πάλι ήρθαν όλα τούμπα στην ζωή του. Σχολώντας απ’ τη δουλειά, βρήκε τον αδελφό του χλωμό και ακίνητο στο κρεβάτι… ήταν ήδη αργά. Λίγες ώρες πριν μιλούσαν στο τηλέφωνο. Πανικοβλήθηκε. Όχι πως δεν ήταν προετοιμασμένος για το μοιραίο. Μετρούσε αντίστροφα καιρό τώρα ο Μάνος. Παραμένοντας ζωντανός είχε διαψεύσει και τους πιο αισιόδοξους θεράποντες γιατρούς του. Είχε περάσει απ’ το νου πως το κίνητρό του βρισκόταν ακριβώς απέναντι! Κατέβασε το κεφάλι ο Θανάσης, άσχημος σύμβουλος η απελπισία! Κλαίγοντας με αναφιλητά, παραδέχτηκε πως τον έκρυψε στον καταψύκτη, συνεχίζοντας να εισπράττει τα βοηθήματά του! Τον τρώγανε ταυτόχρονα οι τύψεις, διότι μέσα του ένιωθε μια περίεργη μικρούτσικη ελευθερία να παλεύει κάθε λεπτό με την ανείπωτη θλίψη του! Η τελευταία του κουβέντα ήταν πως της δίνει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, ήταν στα χέρια της πια, ο ίδιος, η ζωή του, το άψυχο σώμα του Μάνου και το σπίτι. Η ομολογία του ήταν και η άνευ όρων παράδοσή του. Ακόμα και η φυλακή ήταν μια κάποια διέξοδο.

Η Θάλεια σκέφτηκε αμέσως την μόνη λύση. Αυτός που ποθούσε μια ζωή, ήταν όλος δικός της και κυρίως την ήθελε εξίσου πολύ. Όλα κουμπώσανε και εξηγήθηκαν πια. Έχασαν τόσα χρόνια, αλλά μόλις της «έσκασαν» το εκρηκτικό τους χαμόγελο τα επόμενα!

Βούιξαν τα νέα του Βόλου μετά από δέκα μέρες: «‘Εκρηξη σημειώθηκε από διαρροή αερίου σε μονοκατοικία στην Ελλησπόντου όπου διέμεναν δυο αδέλφια. Δυστυχώς ο ένας τους με χρόνια κινητικά προβλήματα, εγκλωβίστηκε και κυριολεκτικά εξαϋλώθηκε από την υψηλή θερμοκρασία, καθώς το μισό σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο δεύτερος αδελφός καθώς βρισκόταν στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Η επέμβαση της πυροσβεστικής ήταν άμεση, αποτρέποντας περαιτέρω εξάπλωση της φωτιάς».

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading