Το ένα του χέρι ν’ αγγίζει απαλά, ανεπαίσθητα σχεδόν το μάγουλό της. Το κεφάλι της γερτό ελαφρά προς την δεξιά πλευρά.

Το άλλο του χέρι ακουμπισμένο τρυφερά στη μέση της. Τα δικά της χέρια απιθωμένα στο στήθος του.

Τα μάτια του βυθισμένα στους ουρανούς που είχε για μάτια εκείνη. Τα δικά της να παλεύουν στις φουρτουνιασμένες θάλασσες που είχε για μάτια εκείνος.

Δυο ζευγάρια χείλη, μια ανάσα μακριά το ένα από το άλλο…

Μέρες, μήνες, αιώνες μακριά απ’ αυτή τη μικρή, μαγική στιγμή. Μέρες, μήνες, αιώνες που την ζούσαν μόνο με τη φαντασία τους. Μέρες, μήνες, αιώνες που η εικόνα αυτή τους νανούριζε τα βράδια. Το ζούσαν αλήθεια ή ήταν από εκείνα τα τόσο ζωντανά όνειρα και θα ξυπνούσαν και θα ήταν ο καθένας στο κρεβάτι του, στο ίδιο μουντό δωμάτιο, στην ίδια θλιβερή καθημερινότητα;

12 χρόνια έκλεινε παντρεμένος εκείνος. 3 χρόνια σχέσης που προηγήθηκαν, σύνολο 15, απ’ τα 28 του. 2 παιδιά, δίδυμα κοριτσάκια που λίγες μέρες πριν έκλεισαν τα δέκα. Στην ίδια μίζερη δουλειά, για 14 συναπτά έτη. Στο ίδιο ανήλιαγο γραφείο να προσθέτει και ν’ αφαιρεί, να παραδίδει και να παραλαμβάνει. 14 χρόνια και η ίδια βαρετή κορνίζα με εκείνη την ξεθωριασμένη γκρι φρουτιέρα με τα σταφύλια και τα καρύδια απέναντί του. Η μισή του σχεδόν ζωή κυλούσε αργά, βασανιστικά αργά, στο ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Νεκρός – ζωντανός ένιωθε. Εγκλωβισμένος να τρέχει πάνω σε μια ρόδα που τον έβγαζε πάντα στο ίδιο σημείο, σαν χαμστεράκι σε κλουβί. Και έπρεπε να συνεχίζει ασταμάτητα, θαρρείς κι απ’ αυτό το τρέξιμό του εξαρτιόταν ο κόσμος όλος.

19 χρόνια γάμου εκείνη, 1 χρόνος σχέσης πριν τον γάμο, 3 παιδιά, κόντευαν στην ενηλικίωση. Δεν δούλεψε ποτέ της, την πρόλαβε η πρώτη της εγκυμοσύνη στα 17 και η ζωή την άρπαξε σαν χιονοστιβάδα και την “κατέβαζε” με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Τόσο ιλιγγιώδεις, που δεν είχε καταλάβει πως είχε φτάσει 37 χρονών και δεν είχε πραγματοποιήσει κανένα απ’ τα “θέλω” της. Η ζωγραφική που τόσο αγαπούσε, κλεισμένη στο πατάρι δίπλα στο παλιό θερμοσίφωνο. Το τραγούδι που τόσο λάτρευε, χαντακωμένο στην αποθήκη μέσα στο κουτί caraoke που της είχε πάρει δώρο η κολλητή της προ αμνημονεύτων ετών. Τα χρώματα που τόσο της ταίριαζαν, κρυμμένα στο πίσω μέρος της ντουλάπας, πίσω απ’ τα μαύρα, φαρδιά ρούχα που φορούσε τα τελευταία χρόνια, για να καλύψει τα περιττά κιλά που της είχε αφήσει αυτή η ανιαρή ζωή που ζούσε.

Δυο άνθρωποι γκρίζοι, που όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν λίγους μήνες πριν για πρώτη φορά, άρχισαν σιγά σιγά να αποκτούν χρώμα και ζωή και φως και ζεστασιά. Από εκείνη την μέρα που εκείνος μετακόμισε με την οικογένειά του, στην πολυκατοικία που εκείνη έμενε. Αντικριστά οι πόρτες τους. Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά…

Προσπάθησε πολύ να κρατηθεί μακριά της. Προσπάθησε πολύ να κρατηθεί μακριά του. Στάθηκε αδύνατον! Σαν μαγνήτης τους τραβούσε αυτό το πάθος. Θαρρείς κι ήταν προγραμματισμένο από κάποιο θεό ή κάποιο δαίμονα ν’ ανοίγουν τις πόρτες τους το πρωί την ίδια ακριβώς ώρα. Την ώρα που ο άντρας της και η γυναίκα του είχαν από ώρα φύγει για τη δουλειά. Εκείνος ξεκινούσε για το γραφείο κι εκείνη για να πάει στη μητέρα της που έμενε δυο στενά παρακάτω, να της δώσει τα φάρμακά της. Βιαστικές “καλημέρες” μέσα σε φλογερά βλέμματα που μα το Θεό, έλεγαν τόσα πολλά! Μέχρι εκείνη τη μέρα…

Λες και κάπου γύρω ήταν κρυμμένο το ξανθό, χοντρό, φτερωτό μωρό του έρωτα και το είχε στήσει όλο αυτό για να σπάσει πλάκα μαζί τους. Εκείνος είχε αργήσει να φύγει για το γραφείο, εκείνη είχε αργήσει να φύγει για τη μητέρα της και βγήκαν ταυτόχρονα βιαστικά απ’ τα διαμερίσματά τους, πέφτοντας ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλον. Κι ήρθαν τα βλέμματά τους και κόλλησαν και τα κορμιά θαρρείς τους διέταξαν να πλησιάσουν πιο κοντά… πιο κοντά… λίγο ακόμη πιο κοντά…

Δεν είχε “καλημέρα” εκείνη η μέρα. Είχε δυο πρόσωπα σχεδόν κολλημένο το ένα στο άλλο κι ένα πάθος ασίγαστο που απειλούσε να τους καταπιεί. Εκεί, μπροστά στις πόρτες τους, στη μέση του διαδρόμου της πολυκατοικίας.

Το ένα του χέρι ν’ αγγίζει απαλά, ανεπαίσθητα σχεδόν το μάγουλό της. Το κεφάλι της γερτό ελαφρά προς την δεξιά πλευρά.

Το άλλο του χέρι ακουμπισμένο τρυφερά στη μέση της. Τα δικά της χέρια απιθωμένα στο στήθος του.

Τα μάτια του βυθισμένα στους ουρανούς που είχε για μάτια εκείνη. Τα δικά της να παλεύουν στις φουρτουνιασμένες θάλασσες που είχε για μάτια εκείνος.

Δυο ζευγάρια χείλη, μια ανάσα μακριά το ένα από το άλλο…

Έκλεισε τα μάτια της, αποφασισμένη πια να χαθεί σ’ εκείνο το φιλί που φάνταζε στο μυαλό της Κόλαση και Παράδεισος. Μα θα το ζούσε.

Πλησίασε τα χείλη του στα δικά της, αποφασισμένος πια να υπογράψει την καταδίκη ή τη λύτρωσή του. Μα θα το ζούσε.

Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα…

-Κώσταααααααααα! ακούστηκε η στριγκλιά της γυναίκας του απ’ το ισόγειο της πολυκατοικίας

-Παναγιά μου! Η γυναίκα μου! τσίριξε αυτός κι έκανε απότομα πίσω, πατώντας τα άλυτα κορδόνια του και πέφτοντας φαρδύς πλατύς στο πάτωμα με την πλάτη

Θεούλη μου! φώναξε αυτή και της έπεσε απ’ το χέρι η σακούλα με το λάδι που κρατούσε και που θα το πήγαινε στη μητέρα της

Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να ανέβει η γυναίκα του Κώστα με τα πόδια απ’ το ισόγειο στον πρώτο όροφο. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα και το ξανθό, φτερωτό μωρό, είχε αφήσει στην άκρη το βέλος κι είχε πέσει κάτω απ’ τα γέλια, κρατώντας τη στρουμπουλή κοιλιά του. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα κι η λαχανιασμένη απ’ τα λίγα σκαλοπάτια γυναίκα, αντίκρισε ένα θέαμα που δεν περίμενε.

Τον άντρα της ξαπλωμένο στο πάτωμα του διαδρόμου της πολυκατοικίας, με άλυτα κορδόνια, φορώντας το καφέ σακάκι, το κρεμ πουκάμισο και το… καρό παντελόνι της πιτζάμας του. Την γειτόνισσα που στεκόταν και κοιτούσε αποσβολωμένη, με το μαλλί ανακατεμένο ακόμη από τον ύπνο, ένα πορτοκαλί κλάμερ στο κεφάλι, μία γκρι ξεθωριασμένη φόρμα και ένα παλιό T-Shirt με τύπωμα που έγραφε “Ρόδος – Πενταήμερη 2003”, με τα λευκά αθλητικά της να κολυμπούν στο ελαιόλαδο Μάνης, που κάποτε φιλοξενούσε ένα σπασμένο μπροστά στα πόδια της μπουκάλι.

Η γυναίκα απέμεινε με γουρλωμένα μάτια κι ανοιχτό στόμα να τους κοιτάζει και να προσπαθεί να φανταστεί τι στο καλό είχε συμβεί, την ώρα που το ελαιόλαδο, σαν εύφλεκτη ουσία κυλούσε προς τον ξαπλωμένο στο πάτωμα Κώστα, απειλώντας να τον… κάνει χάλια (ομολογουμένως το ελαιόλαδο είναι απ’ τους δυσκολότερους λεκέδες). Σαν εύφλεκτη ουσία, μιας κι αν δεν έβρισκαν άμεσα μια πειστική δικαιολογία, η Τούλα, η γυναίκα του Κώστα, ήταν ικανή να τους βάλει φωτιά την ίδια εκείνη στιγμή.

-Τι στο καλό συμβαίνει εδώ; Γιατί είσαι πεσμένος κάτω; Κι εσύ κυρία Μαρία, γιατί λάδωσες όλο τον όροφο; ρώτησε φανερά εκνευρισμένη, με την πάντα τσιριχτή φωνή της

Περισσότερο με ιαχές πολέμου έμοιαζαν αυτά που προσπαθούσαν να πουν, την ώρα που η Μαρία που έσκυβε ελαφρά, δίνοντας το χέρι της στον Κώστα για να τον βοηθήσει να σηκωθεί από κάτω, την ίδια ώρα που μόλις ελαφρώς ανασηκώθηκε εκείνος, ξαναγλίστρησε απ’ το παντού χυμένο λάδι και ξαναέπεσε κάτω με την πλάτη, κάνοντας και τη Μαρία να χάσει την ισορροπία της και να πέσει πάνω του, διαλύοντας την κοιλιά και την… χμ… λίγο πιο κάτω περιοχή του (γιατί όπως προείπαμε κι η Μαρία μας τα είχε τα κιλάκια της).

Μετά από αρκετά “αχ” πόνου και ακόμη περισσότερα βογγητά υπερπροσπάθειας, κατάφεραν να σηκωθούν απ’ το λαδωμένο πάτωμα, την ίδια ώρα που η Τούλα κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της για την αγαρμποσύνη του άντρα της και της γειτόνισσας. Την ίδια ώρα που το ξανθό, χοντρό, φτερωτό μωρό, κουνούσε το κεφάλι του απογοητευμένο και ψιθύριζε “μου θέλετε και παράνομους έρωτες! Βλήματα!”…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading