,

Πολύτιμη οινολάσπη!

Οι ρίζες της οικογένειας βαστάγανε απ’ την Τοσκάνη. Πλανόδιος οργανοπαίχτης ο προπάππους, μπάρκαρε σε βαπόρι, κρατώντας μελωδική συντροφιά στα ταξίδια και βγάζοντας έτσι τα έξοδά του. Αποβιβάστηκε στην Κεφαλονιά, μαγεμένος απ’ την μουσική του τόπου. Γρήγορα παντρεύτηκε νησιώτισσα και στέριωσε στο νησί. Μοναδική ανάμνηση της καταγωγής του, ένα πήλινο οινοπίθαρο, η οκτάχορδη μαντόλα του μετανάστη και το επίκτητο επίθετό τους: Τόσκος!

Στο πρώτο στηριχτήκαν, ξεκινώντας τρύγο σε νοικιασμένο αμπέλι για να βγάλουν το δικό τους κρασί. Μαγιά τους αποδείχτηκε, μοσχοπουλήθηκε, εξασφαλίζοντας την αγορά της αγροικίας στον Άβυθο. Μάλλον σταθήκανε τυχεροί στον χρόνο και τον χώρο. Προσαρμόσανε ταχύτατα την μικρή παραγωγή τους, στα ελληνικά δρύινα βαρέλια. Έτσι ξεκίνησε ο παππούς το ξενοδοχείο στον Άη-Χέλη. Σε μια πενταετία ο τουρισμός απέδωσε διπλά! Το κρασί το παρατήσανε σχεδόν, την εκλεκτή εμφιάλωση την καταναλώνανε οι ίδιοι ή στα καλέσματά τους. Έγινε περιζήτητος γαμπρός ο κανακάρης του, ο Ερρίκος! Τύλιξε την νεαρή κόρη γαιοκτήμονα, χωρίς κανένα ζόρι. Νέοι, ενθουσιασμένοι, με επιστέγασμα το σμίξιμο περιουσιών και την εκμετάλλευση της γης. Το ιδανικό επιμύθιο ήταν πως την αγάπησε αληθινά την Βέρα, σαν το όνομά της! Και αυτή εκείνον.

Πρώτος καρπός του έρωτά τους, ο γιος, ο Φίλιππας, που θα έμοιαζε στην αψάδα του πατέρα του. Σε δυο χρόνια κάνανε την κόρη. Την Πολυτίμη, που κληρονόμησε ήπιο αλμπινισμό απ’ την προγιαγιά της. Συνδυασμένο με την γλύκα και την αχαλίνωτη όρεξή της μητέρας της για φυγή. Η αρχόντισσα Βέρα, ήθελε να γυρίσει τον κόσμο, περιορίστηκε όμως στο χρυσό κλουβί της. Λάτρευε τον άνδρα της, κατανοούσε πόσο τον απορροφούσε η δουλειά του, δεν ήθελε να φεύγει λεπτό απ’ τις περιορισμένες ώρες που περνάγανε αγκαλιά. Κατέληξε κύκνος με οικειοθελώς ψαλιδισμένα φτερά! Της στοίχισε, καθώς τα μπαγιάτικα όνειρα ξερνάνε διψασμένους εφιάλτες! Τους πότιζε, στα κρυφά στην αρχή, μετά σχεδόν απ’ το πρωί, τον θεσπέσιο οίνο με το λογότυπό τους.

Της είχε οδηγό ο Ερρίκος, είχε καταλάβει πως δεν ήταν να κυκλοφορεί μόνη της, ειδικά τα βράδια. Τσακωνότανε για το πιοτό αρκετά, η κρεβατοκάμαρά τους βρωμοκοπούσε συχνά, τότε κοιμόταν χώρια. Με τα παιδιά της μόνο ξεχνιόταν. Σαν μεγαλώσανε και έφυγαν για σπουδές, ξαναβυθίστηκε στο αλκοόλ, εκεί μούλιαζε τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της. Ο Φίλιππας ευτυχώς, γύρισε οριστικά στα εικοσιπέντε του στην πατρογονική στέγη, να μαθητεύσει τα πιο σημαντικά, στη διαχείριση της εταιρείας. Σύντομα θα έπαιρνε τα ηνία, είχε έρθει ο καιρός να αποσυρθεί ο Ερρίκος. Η θυγατέρα του, η Πολυτίμη, ακάθεκτη. Κάθε εξάμηνο διαφορετικό κράτος, συνήθειες, ασχολίες! Αδέσμευτη, πανέμορφη, πλασμένη από ζάχαρη άχνη!

Χριστούγεννα ήταν, συγκεντρώθηκαν όλοι στο πατροπαράδοτο τραπέζι. Πρέπει να κόντευε να κλείσει δυο χρόνια νηφάλια η Βέρα. Άπαντες χαρούμενοι, λάμπανε, η μάζωξή τους για τις γιορτές ήταν σα δώρο. Μέχρι που ο πάτερ-φαμίλιας, άρχισε να τα χώνει στην κόρη του. Απ’ τα αστεία πειράγματα, πέρασε στα σοβαρά: Δε γίνεται να συνεχίσεις έτσι, σα ζάμπλουτη νομά, πόσο οξύμωρο και τέρμα γελοίο! Στόχο δεν έχεις κανέναν; Αλλάζεις χώρες, άνδρες και χούγια σαν τα πουκάμισα. Πέρσι μας είχες κουβαλήσει έναν κακομοίρη ζωγράφο. Δεν με νοιάζει αν θα κάνεις απογόνους ή αν θα παντρευτείς, μα οφείλεις να δημιουργήσεις κάτι, να τιμήσεις το όνομά μας! Η ζωή δε γεμίζει με ρηχές διασκεδάσεις, τρώγοντας τα έτοιμα! Ένα μήνα περιθώριο σου δίνω για να επαναπατριστείς! Επενδύω σε μια μονάδα στη Θεσσαλονίκη, θα γίνεις τα μάτια μου εκεί. Τι σπούδασες; Να προσφέρεις δε θες; Όποιος και να σε πάρει έτσι όπως είσαι, θα το κάνει για την αξιοσύνη σου, όχι για τα καπρίτσια σου! Ή για τα λεφτά μου! Η τελευταία του κουβέντα, μαχαίρι στην καρδιά της θυγατέρας του, που σήκωνε το βάρος της διαφορετικότητάς της. Η λευκοδερμία τής έδινε μια όψη αερικού, δεν είχε ποτέ επίγνωση πόσο απόκοσμα ελκυστική ήταν. Καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό της, ίσως ο πραγματικός λόγος που δεν έστεκε σε πόλη. Ενώ στην ουσία, κρυβόταν σ’ αυτές! Κατακτούσε την νύχτα, την μέρα μισοχωμένη στην κουκούλα της, απέφευγε το δυνατό φως του ήλιου και την αντανάκλασή της! Ο πατέρας της, την καταλάβαινε πιο πολύ απ’ ότι νόμιζε, αλλά δεν υπολόγισε σωστά. Θεωρούσε πως πληγώνοντάς την, θα μαζευόταν γρηγορότερα στην οικογενειακή φωλιά και με την εξυπνάδα της θα μεγαλουργούσε στην επιχείρηση. Μα παράμπηξε την αιχμηρή λάμα της αλήθειας στην μοναχοκόρη του. Αυτή βουρκωμένη σηκώθηκε και δρασκελώντας χώθηκε στο δωμάτιό της. Ξωπίσω της, ο παρηγορητής της απ’ την γέννα, ο αδελφός της! Ο Ερρίκος ήταν σίγουρος πως θα έφερνε εις πέρας ο γιος του την ειδική αποστολή, θα την τούμπαρε την Πολυτίμη!

Το επόμενο πρωί, τους έφτιαξε πρωινό με τα χεράκια της η Βέρα, θα το σέρβιρε πρώτα στο δωμάτιο της μικρής, να της πει μια παρηγορητική κουβέντα. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα, μην χαλάσει την έκπληξη. Με το δεξί της χέρι κρατούσε το δίσκο, με το αριστερό τράβηξε ως πέρα την βαριά κουρτίνα, είχε ξυπνήσει, διέκρινε κίνηση κάτω απ’ το πάπλωμα. Βρόντηξε το σερβίτσιο στο πάτωμα απ’ την τρομάρα της, πισωπάτησε, στηρίχτηκε στον τοίχο. Ο Φίλιππας και η Πολυτίμη, γυμνοί στο κρεβάτι! Ευτυχώς ο πατέρας τους έλειπε απ’ το πρωί, το γραφείο του δεν είχε αργίες και δεν άκουσε την απελπισμένη στριγκλιά της.

Μεσημέριασε όταν αποσφράγισε το μπουκάλι με το παλαιωμένο κονιάκ, η φαρμακωμένη μάνα. Αφού δεν γινόταν να αφαιρέσει το θέαμα απ’ το μυαλό της, θα το έβγαζε στην φόρα! Έπρεπε να δράσει. Παρά την αποφασιστικότητά της, μόλις την έπιασε το αλκοόλ, της κοπήκαν τα πόδια. Αύριο, ξενέρωτη, θα έπιανε τον άνδρα της και θα βρίσκανε λύση. Ο Φίλιππας προσπάθησε να την σηκώσει απ’ τον καναπέ, μη γυρίσει ο πατέρας και την βρει σε τέτοιο χάλι. Η Βέρα όσο μπόρεσε, ίσιωσε το κορμί της απέναντί του και τον απείλησε πως ήρθε η ώρα του. Μετά κατέρρευσε στις μαξιλάρες. Το ξημέρωμα δεν την βγήκε ζωντανή. Αναρρόφηση στον ύπνο της, μεθυσμένη, αποφάνθηκε ο γιατρός. Το πένθος πλάκωσε τους τοίχους, γερό χαστούκι στον «Ρίκο» της. Ποιος θα τον αποκαλούσε έτσι ξανά; Χήρος στα εξήντα του, ότι είχε μπει στα κόλπα ο Φίλιππας και σύντομα θα της έκανε τα χατίρια, να ταξιδέψουν με την λατρεία του, την Βέρα του. Πώς ξανακύλησε, έδειχνε ευτυχισμένη, διάλεγε ξενοδοχεία για το προγραμματισμένο τους ταξίδι στην Ρώμη σε τρεις βδομάδες…πόσο σατανικό χιούμορ διαθέτει η πλάση.

Η Πολυτίμη τσακίστηκε μέσα της διπλά, ένιωθε πως αυτή έφταιγε για την απώλεια της μάνας της. Κούρνιασε στο στρώμα της, τρομαγμένο γατί, με κλειδωμένη την πόρτα στο δωμάτιό της, στην κηδεία θα έλειπε, θα πετούσε πρωί πρωί για Μαδρίτη και δε θα κοιτούσε πίσω ποτέ. Η αμαρτία αυτή, θάνατο φορούσε, αόρατη κατάρα ήταν…

Επτά μήνες πέρασαν. Ο Ερρίκος στράφηκε στην θρησκεία, με ελεημοσύνες προσπαθούσε να σκορπίσει λίγη απ’ την χαρά που ο ίδιος έχασε απότομα. Η κόρη του, θέλοντας και μη, επέστρεψε στο νησί. Θα γεννούσε σε λίγο καιρό. Ο κύκλος της ποτέ δεν ήταν σταθερός, άργησε να καταλάβει την εγκυμοσύνη, δεν μπορούσε να το ρίξει. Ήταν και κόντρα στα πιστεύω της, δε θα εξελισσόταν σε φονικό τούτο το άπαξ, ανίερο σμίξιμο. Την έπνιγε όμως που αναπνέανε κοινό αέρα, αρνιότανε την επαφή μαζί του. Ούτε ο Φίλιππας την πλησίαζε, με το ζόρι μιλάγανε. Είχε κουβαλήσει και την επίσημη αρραβωνιαστικιά στην έπαυλη μέχρι να τελειώσει το δικό τους νέο διώροφο στο Αργοστόλι. Με το νεογέννητο που κλαίγοντας ξεχύθηκε στην πλάση, έτσι ούρλιαξε και η επιθυμία της λεχώνας να μαρτυρήσει τα γεγονότα. Αφού βεβαιώθηκε πως όλα πήγαν σωστά, έπιασε τον αδελφό της. Ο Φίλιππας την διαβεβαίωσε, θα φρόντιζε το μωρό, ακόμα και να ήθελε να συνεχίσει την ζωή της στο εξωτερικό, θ’ αναλάμβανε εκείνος τα πάντα. Ήταν ελεύθερη! Θα τον κουμαντάριζε αυτός τον πατέρα τους. Η Πολυτίμη, που δεν ήθελε ούτε τον γιο της να αντικρίσει, βάλσαμο στάζανε οι κουβέντες του. Μολονότι η ντροπή που ένιωθε δεν ξεπλυνόταν! Κλεισμένη στο δωμάτιό της, ανάλαβε παραμάνα αμέσως τον μπέμπη. Ένα φιλί αποχαιρετισμού του έδωσε στο κουτελάκι του και τον παρέδωσε στην μαία! Ούτε άκουσε το κλάμα του, μήτε είδε το χρώμα των ματιών του, την έτρωγε το σαράκι της ομολογίας της, πριν σαραντίσει κιόλας.

Βγήκε να περπατήσει αφότου λιγόστεψε το αίμα, την ανακούφιζε η όψη του φεγγαριού, ας είχε αρκετό κρύο! Τυλιγμένη στο πανωφόρι της, ξεμάκρυνε απ’ το σπίτι, η θάλασσα της έγνεφε. Οι μπότες της βυθιζόταν στην άμμο, ο παγωμένος αέρας την ράπιζε στο πρόσωπο, μα η βρωμιά που κουβάλαγε πάνω της, δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ο Φίλιππας πετάχτηκε μπροστά της ξαφνικά και άρχισε να της μιλά έντονα.
“Δε θα πεις τίποτα! Μ’ ακούς; Θα μας αποκληρώσει και τους δυο! Πώς θα τη βγάλεις μετά; Θα του φάνε την περιουσία στα ιδρύματα. Μην τολμήσεις, χαθήκαμε! Πώς θα μεγαλώσεις τον γιο μας; Τι νόημα έχει να μιλήσεις; Έληξε, τέλος! Φύγε, φτιάξε τη ζωή σου, κάνε ό,τι θες, δε θα σε σταματήσει κανείς! Να, προχθές γέννησες και σήμερα βολτάρεις νύχτα! Λεφτά και όνομα έχεις που ανοίγει πόρτες! Μην μιλήσεις μόνο! Δεν μπορεί αυτή η πρώτη και τελευταία φορά που ξεφύγαμε να καταστρέψει το παρόν και το μέλλον μας! Σαν την μάνα και εσύ, να τα χαλάσεις…”. Την βούτηξε απ’ τα μπράτσα, την τράνταξε τόσο δυνατά που έπεσε το κοκκαλάκι απ’ την κατάξανθη κόμη της. Τρομαγμένη, κούρνιασε κατάχαμα και έμπηξε τα κλάματα. Την σήκωσε απαλά και την πήρε στην αγκαλιά του. “Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ. Ξέρεις πως έχω δίκιο, το καλό μας θέλω…”, της είπε και κινήσανε για το πατρικό. Μπήκαν απ’ την μαντρόπορτα της υπηρεσίας, σκοτάδι, κοιμισμένοι μαγείρισσα και αφεντικά. Είχε γείρει πάνω του και λούφαζε η αδελφή του εξαντλημένη. Ο Φίλιππας όμως ήταν αποφασισμένος. Δε θα ρίσκαρε να μιλήσει. Της έκλεισε μύτη και στόμα με την παλάμη του, μέχρι που λιποθύμησε. Την πήγε στο κελάρι, με δυσκολία άνοιξε το σκουριασμένο λουκέτο στην βαριά θύρα που φυλούσανε κάποτε τα κρασιά. Το παλαιό πήλινο πιθάρι τον περίμενε, βυθισμένο στο έδαφος, είχε γλυτώσει το μένος του πατέρα του. Τα ξύλινα είχαν καταστραφεί με το θάνατο της μάνας τους. Σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεκοιλιαστεί μαζί τους και η ανάμνησή της. Είχαν ξορκίσει τον χώρο και δεν είχε κανείς διαβεί την ερμητικά κλειστή είσοδο της έσχατης σοδειάς. Μούχλα μύριζε, κοπιαστική η ανάσα, διαλυμένα ξύλα και στεφάνια βαρελιών χάσκανε ξεδοντιασμένα στο σκονισμένο πάτωμα. Αφαίρεσε με προσοχή το καπάκι απ’ το πιθάρι. Η βουτιά της μικροκαμωμένης Πολυτίμης ίσα που ακούστηκε στο αιώνιο πάντρεμά της, με το κόκκινο κρασί και τις οινολάσπες του. Σφράγισε το πώμα και το μυστικό στον πάτο, δεν είχε ξεχάσει την τέχνη. Έφυγε ελαφροπατώντας.

Απεγνωσμένοι ψάχνανε την μικρομάνα, πιθαμή-πιθαμή την ακροθαλασσιά, απ’ τα ξημερώματα που καταλάβανε ότι δεν κοιμήθηκε στην κάμαρή της. Βάλανε λυτούς κι δεμένους, ήρθε μέχρι και το ειδικό τμήμα ερευνών της πρωτεύουσας. Ανακαλύψανε την πόρπη των μαλλιών της σφηνωμένη στα βράχια. Την εικοσιτριάχρονη ποτέ.

Το ρίξανε στην επιλόχεια κατάθλιψη. Βαρύ το φορτίο για την κοπέλα, να μεγαλώνει αγνώστου πατρός μωρό, ας ήταν η κόρη του πλούσιου επιχειρηματία. Τι πέρασε απ’ το μυαλό της και την οδήγησε στα αγριεμένα κύματα, κανείς δεν ξέρει. Την παραείχαν λάσκα οι Τόσκηδες, έπρεπε να τα περιμένουν! Βούιξε ο τόπος!

Η αθώα ψυχούλα που άφησε πίσω της, σε τι έφταιγε! Στα ώπα-ώπα θα τον μεγαλώνανε, κληρονόμος βλέπεις. Ο παππού-Ρίκος είχε βέβαια την έννοια, μην εμφανιστεί ποτέ ο Ισπανός, το ρεμάλι που φύτεψε τον σπόρο του και παράτησε την κόρη του. Μα αν έχει αξιώσεις, θα τον φρόντιζε ο Φίλιππας, το έκανε από πάντα! Πού να γνώριζε! Το απαλό νιαούρισμα και το σιγανό γέλιο του εγγονού του, σαν ηλιαχτίδα τρύπωσε μες την βαριά και πνιγερή μαυρίλα της δεύτερης απώλειας. Του παιδιού του το παιδί… Στήριγμα είχε και τον γιο του, άξιο διάδοχό του, τον γέμιζε περηφάνια κάθε μέρα.
Άλλωστε ο Φίλιππας ήξερε ανέκαθεν πώς να κρατά τον πατέρα του ικανοποιημένο: Επιτέλους, γύρισε σπίτι της η Πολυτίμη… και δε θα ξανάφευγε ποτέ!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading