,

Για το όνομα και για τη χάρη

«Χωριάτα» την ανέβαζε, «χωριάτα» την κατέβαζε, από τότε που τον στεφανώθηκε, μαύρη η ώρα κι η στιγμή, το όνομά της δεν το ξανάκουσε! Λες κι αυτός καταγόταν από την Λόντρα ή τα Παρίσια! Μεσοτοιχία ήταν τα κατώγιά τους στο χωριό, γέννημα- θρέμμα κι οι δυο της ελληνικής επαρχίας, ζυμωμένοι με χώμα και λιθάρια.

Μα να, έτυχε που εκείνος ήταν μοναχογιός παινεμένος και το καμάρι της οικογένειας! Έτυχε να έχει κι έναν αέρα πρωτευουσιάνικο, μια παρουσία αρχοντική, παράταιρη για άνθρωπο του χωριού! Μα κυρίως είχε το “λέγειν”! Αυτό το “λέγειν” σε έναν τόπο που οι περισσότεροι επικοινωνούσαν με δυο τρία φωνήεντα, κοφτά ή πιο μακρόσυρτα, σαν τα βελάσματα των ζωντανών τους κάπως, που ανάλογα με τον χρωματισμό της φωνής σήμαιναν τα πάντα… χαιρετισμό, χαρά, απορία, λύπη, απελπισία, όλα με μουγκρητά και τραχιά επιφωνήματα ή κραυγές.

Εδώ που τα λέμε κιόλας, άνθρωποι του μόχθου και του σκληρού αγώνα για την επιβίωση ήταν, αγρότες αναντάμ παπαντάμ, με χέρια με ρόζους και σκαμμένα, ξεραμένα πρόσωπα από τον ήλιο και την πάλη με όλα τα φυσικά φαινόμενα, που τυραννούσαν, από τα άγρια ξημερώματα μέχρι τα βαθιά δειλινά, τη γη να δώσει τα “καλά” της. Άνθρωποι, που από παιδιά κιόλας, η αγωνία της επιβίωσης και η αφόρητη κούραση τους έκανε να περπατούν σκυφτά, ολοένα και πιο κοντά στο χώμα που καμία φορά έμοιαζε πως πάνε με τα τέσσερα, όμοια με τα ζωντανά του Θεού. Κι ήταν ένα από τα παράδοξα πως αυτή η ζωή δεν τους είχε λυγίσει. Σπούδαζαν την φύση από τα μικράτα τους και διδάσκονταν την σοφία της κι έτσι δωρικοί και λιγομίλητοι, πορεύονταν, ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, με μια βαθιά φιλοσοφία θρεμμένη στη σιωπή.

Αντιθέτως με τον Αθανάσιο – απαίτησε να σταματήσουν να τόνε φωνάζουν Θανάση πολύ νωρίς – που και τα γράμματα έπαιρνε και την διάθεση να ξεχωρίσει από το «σωρό» όπως έλεγε, είχε κι έτσι πείστηκαν κι οι γονείς και τον έστειλαν στο διπλανό κεφαλοχώρι να τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο!
«Ας έχουμε κι έναν γραμματιζούμενο στην οικογένεια» μουρμούριζε ο πατέρας φεύγοντας για το χωράφι και η μάνα καμάρωνε κρυφά.

Με του καημού τα χείλη και μετά κόπων και βασάνων, ο Αθανάσιος λοιπόν, τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, βρήκε θέση στα δημόσια έργα και μπόρεσε κι αγόρασε και μια μονοκατοικία με αυλή, σε μια φτωχική, αλλά ταχύτατα αναπτυσσόμενη γειτονιά της πρωτεύουσας, όπου μετακόμισε άμεσα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι της γενιάς του.

Κι η μοίρα τα έφερε έτσι, που ο Αθανάσιος λαβώθηκε από τα βέλη του έρωτα νωρίς νωρίς κι ήταν τα βέλη που τον βρήκαν τόσο φαρμακερά, που δεν υπολόγισε μήτε τις αδελφάδες τις ανύπαντρες, μήτε τα προξενιά που μάτσο κουβαλιόντουσαν στο πατρικό του για εκείνον. Τον Θανάση τους, τον “σκλάβωσε” μια αιθέρια κόρη, διάφανη, ένα αερικό! Μοναχοκόρη ενός πτωχευμένου πολιτικάντη της επαρχίας, γλιστρούσε ανάλαφρα, παρά περπατούσε, πάνω από τις πέτρες, τις σβουνιές και τα χώματα, εύθραυστη σαν κρύσταλλο, σαν τα νερά της πηγής του χωριού που κυλούσαν από τα αιώνια χιονισμένα βουνά!

Είχε υπνωτιστεί ο Θανάσης λοιπόν από την Θάλεια κι έβαλε σκοπό της ζωής του να την στέψει κυρά κ αρχόντισσα στο πλευρό του, όπως της έπρεπε. Μήτε προίκες λογάριασε – δεκάρα τσακιστή δεν υπήρχε άλλωστε – σε μεγάλες πείνες είχε οδηγήσει την οικογένειά του το «ψώνιο» του μέλλοντα πεθερού του που ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα μεγαλουργούσε και θα δόξαζε την Ελλάδα, αλλά στο μεταξύ είχε «φεσώσει» όλα τα εμπορικά του χωριού και των γύρω κωμοπόλεων, σε σημείο να έχει γίνει περίγελος και να του έχουν κολλήσει και το παρατσούκλι «ο πρωθυπουργός».

Ο Αθανάσιος ήταν μεγαλομανής αλλά άτιμος δεν ήταν κι έτσι όταν παντρεύτηκε την Θάλεια, την είχε στον αφρό, στο μέλι και στην ζάχαρη. Την καλομάθαινε την πορσελάνινη κούκλα του, όσο του επέτρεπε ο πενιχρός μισθός του, αλλά πάνω στα σιρόπια της πρώτης χρονιάς, πριν καλά, καλά ζεσταθεί η νυφική παστάδα, όπως έλεγαν, το παραμύθι του Αθανάσιου άρχισε να αποφαίνεται πως δεν θα έχει αίσιο τέλος. Στραβώνει η ρημάδα η τύχη, στραβώνει από το πουθενά και μέσα στην απόλυτη ευτυχία, ένας επίμονος βήχας της Θάλειας που δεν περνά, ένα δαντελένιο, ολόλευκο μαντηλάκι της βάφεται κόκκινο με μια σταγόνα αίμα από τα χείλη της τα κερασένια, ένας γιατρός, μετά ένας άλλος κι ένας άλλος, κουνάει απαισιόδοξα το κεφάλι και μπλέκει το Θεό στις γνωματεύσεις του. Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία δεν ήταν η όμορφη Θάλεια, η βαθιά κι αιώνια αγάπη του Θανάση που έφυγε από το χτικιό, που έλεγαν τότε την φυματίωση, αλλά όσο κοινότυπες κι αν είναι οι ανθρώπινες ιστορίες, τόσο κάθε μια απ’ αυτές είναι ξεχωριστή.
Κι έτσι το μέλλον του Αθανάσιου που προμηνύονταν λαμπρό, σκοτείνιασε απότομα, αφήνοντάς τον στην καρδιά με μια πληγή που θα κακοφόρμιζε κάθε χρόνο και περισσότερο και στο μυαλό με την ανάμνηση μιας κοπέλας που δεν θα γερνούσε ποτέ και θα έμενε πάντα ιδεατή κι υπέροχη. Ένα άφθαρτο, πανέμορφο πλάσμα της μνήμης και της φαντασίας που ποτέ, καμιά δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί.

*****

Η Χάιδω πάλι, η γειτονοπούλα του, δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε άσχημη! Και δεν θυμόταν σε καμία στιγμή της ζωής της να είχε αναρωτηθεί γι’ αυτό. Ούτε καν όταν ήταν κοπελούδα, όχι τώρα που είχε μεστώσει για τα καλά. Η πρώτη από μια φατρία επτά παιδιών, ήταν αυτή που αναγνώριζαν σαν μάνα τα πιο μικρά, η πρώτη της ανάμνηση ήταν να κρατάει το πατρικό, ανώι, κατώι, χαγιάτι, αυλή, στάνη, σαν έλειπαν οι γονείς στα χωράφια, είχε το γενικό πρόσταγμα. Δεν υπήρχε λεπτό που δεν είχε με κάτι να καταπιαστεί και δεν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Ήταν ο ορισμός αυτού που λέμε «χρυσοχέρα». Όλοι είχαν να πουν για την πάστρα και την νοικοκυροσύνη της, έργα τέχνης τα υφαντά και τα κεντίδια της στον αργαλειό, το φαγητό πάντα έτοιμο, βρέξει – χιονίσει, σκεπασμένο στο τραπέζι. Από κούραση δεν ήξερε κι ήταν από τις πρώτες που έτρεχε και στο χωράφι και στην φροντίδα των ζωντανών. Ο, τι άγγιζε πρόκοβε, όλα της τα έργα καλά καμωμένα. Μια κοπέλα του χωριού, μετρημένη, ικανή όσο δέκα άντρες κι αν πεις και για την ηθική της, οσία σκέτη.

Η Χάιδω «ανάστησε» τα μικρά της αδέλφια και συνέχιζε να εργάζεται ακάματα, στο «πόδι» των γονιών και στα νοικοκυριά που είχαν στο μεταξύ φτιάξει οι αδελφάδες της. Ξαφνικά, ένα απομεσήμερο, εκεί που ταχτάριζε το μωρουδάκι της τρίτης της αδελφής, έβαλε ξαφνικά με τον νου της – μη χειρότερα, «πετριά» που την βρήκε – πως είχε περάσει πολύς καιρός που δεν μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη της το «μεγαλοκοπέλα»! Πήγαινε τώρα όμως, πολύς καιρός που ακουγόταν καθαρά πια το «γεροντοκόρη» μαζί με το περίλυπο ύφος που το συνόδευε και τα συγχρονισμένα, θλιμμένα νεύματα της κεφαλής των συγχωριανών της.

Απίθωσε το βυζανιάρικο που κοιμόταν ήσυχα πια, στην ξύλινη κουνίτσα, φασκιωμένο και κουκουλωμένο, προστατευμένο από το τρομερό κρύο εκείνο του χειμώνα και περπατώντας απαλά, μην τρίξουν τα σανίδια του πατώματος, κοίταξε στο αχνισμένο τζαμάκι που έβλεπε στο χαγιάτι, την αντανάκλασή της. Η χοντρή ξανθιά πλεξούδα που στεφάνωνε σαν κορώνα το κεφάλι της, είχε αντικατασταθεί από ένα τσεμπέρι που άφηνε να ξεφεύγουν μερικές ατίθασες τούφες από κάτασπρα μαλλιά. Τα έντονα, μπλε μάτια της, τα γεμάτα ζωντάνια, τώρα είχαν πάρει ένα άτονο, ξεπλυμένο γαλάζιο χρώμα, σαν το γυάλινο των τυφλών. Το πρόσωπό της, στεγνωμένο από την δροσιά της νιότης. Χάιδεψε τις ρυτίδες που είχαν χαραχτεί παντού, στο μέτωπο, γύρω από το στόμα… Μαρτυρούσαν κάθε μία κι από μια στιγμή, ένα χαμόγελο – γιατί το γέλιο δεν το «τολμούσαν» συχνά για να μην «προκαλέσουν» τη μοίρα – μια στενοχώρια, μια αδικία που κατάπιε αλλά άφησε σημάδι, μια στιγμή τέλος πάντων, από την δική της ιστορία. Τα χέρια πρησμένα και σκασμένα από το τρίψιμο στην σκάφη, από το κουβάλημα, το μάζεμα του καπνού, γάμπες δυνατές, μυώδεις από ατελείωτα πήγαινε έλα σε κατσικόδρομους, χωματόδρομους, δημοσιές, μονοπάτια αδιάβατα που πάντως την έφεραν μέχρι εδώ. Κι όλο μελαγχολία ψιθύρισε με ειλικρινή απορία:
– Πού πήγαν τόσα χρόνια;
*****

Πολλά τα παράξενα της φύσης, αλλά οι κουτουράδες των ανθρώπων δεν συγκρίνονται με τίποτα και δυστυχώς δεν έχουν και τελειωμό! Κάποιος ή κάποιοι, συγχωριανοί σε μια αναλαμπή ανοησίας, καλής βέβαια πρόθεσης, άντρες ανάμεσα στον καφέ και στο τσίπουρο στον καφενέ κάτω από τα πλατάνια ή γυναίκες ανάμεσα στο πλέξιμο και στο μαντάρισμα μαζεμένες δίπλα στη παραστιά, σκέφτηκαν να ταιριάξουν αυτούς τους δύο ανθρώπους, να τους ταιριάξουν με το ζόρι, να τους «τακτοποιήσουν» σε ένα γάμο, να τους «βολέψουν»!

Ο ζωντοχήρος ο Αθανάσιος, που πια είχε παραδοθεί στο πιοτό για να μουδιάσει τον αφόρητο πόνο της ζωής χωρίς την Θάλεια και των χαμένων ονείρων του και η γεροντοκόρη Χάιδω που ήδη είχε αρχίζει να μαζεύει σκόνη στο πίσω πίσω ράφι της αποθήκης. Ντιπ για ντιπ για ξεγραμμένους της ζωής τους είχαν, ε, ας πορευόταν μαζί σε ένα μίζερο, αταίριαστο γάμο. Σάμπως, πρέπει να ταιριάζεις με τον άλλο για να τον στεφανωθείς; Μη χειρότερα!

Έτσι λοιπόν, αφού βιαστικά και κατόπιν πιέσεων του οικογενειακού περίγυρου και των δύο, τους ευλόγησε ο παπάς και βρέθηκαν στεφανωμένοι με τα ιερά δεσμά του γάμου, προσγειώθηκαν σε μια κοινή, παράλληλη ζωή, δίπλα ο ένας στον άλλο, αλλά στην πραγματικότητα, έτη φωτός, μακριά.

Η Χάιδω την ήθελε, την λαχταρούσε πολύ μια δική της οικογένεια και στα πρώτα χρόνια του γάμου πίστεψε πως θα μπορούσε να φτιάξει ένα σπιτικό ζεστό που θα ζέσταινε την καρδιά του Θανάση. Εκείνος όμως, ζούσε με τις παλιές φωτογραφίες και έθρεφε μέσα του με διεστραμμένη ηδονή, ένα πεισματάρικο θυμό για αυτά που του «χρωστούσε» η μοίρα και δεν του χάρισε! Κι όλον αυτό τον θυμό, τον ξέσπαγε χαιρέκακα πάνω στην Χάιδω. Μπορεί να ήταν και η νωθρότητα στην οποία είχε καταδικάσει τον εαυτό του, ζώντας μια κενή ζωή χωρίς σκοπό, θολωμένος μέσα στις αναθυμιάσεις του κρασιού και του ούζου.

Αν τα όρια που είχε χαράξει από την πρώτη στιγμή ο άντρας της ανάμεσά τους, ήταν μεταξύ της σιωπηλής αδιαφορίας και της κλιμακούμενης έντασης που κατέληγε σε ένα επαναλαμβανόμενο «Ξέρεις, μωρή ποιος είμαι εγώ;» και «Ξέρεις ποιόν παντρεύτηκες μωρέ ζαγάρι;», η Χάιδω θα είχε αντέξει, καθώς δεν είχε και ποτέ μεγάλες προσδοκίες. Ούτε καταδέχτηκε ποτέ, με μια μεγαλόπρεπη αρχοντιά – αν κι αυτό ακριβώς της καταλόγιζε ο Θανάσης, πως ήταν μια «χωριάτα και μισή» – να υπερασπιστεί μήτε τον εαυτό της, μήτε την οικογένειά της που την περνούσε ο Αθανάσιος γενιές δεκατέσσερις πως τον «ξεγέλασαν» με την προίκα και «του την φόρτωσαν»! Ούτε καν όταν άρχισε να σηκώνει χέρι, σκέφτηκε να αντιδράσει, γιατί αυτή ήταν η μοίρα της κι έτσι την όριζε τώρα ο κύρης της. Οι άντρες ήταν που έβαζαν τους κανόνες, από πού κι ως πού θα σηκωνόταν τώρα τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι; Πόσο μάλλον το ξεροκέφαλο του αντρός της, που είχε αρχίσει και να φυραίνει από την κλάψα και το πιοτί…

Ήταν όμως κάτι, που διαπερνούσε το στέρνο της και μάτωνε το φυλλοκάρδι της κάθε φορά, κάτι που την έκανε να σφίγγει τα χείλια να μην της ξεφύγουν λέξεις και να σφουγγίζει τα μάτια να μην της ξεφύγουν δάκρυα. Ήταν όταν ο Θανάσης την σύγκρινε με την αδικοχαμένη Θάλεια και την ομορφιά της, που είχε περάσει πια στην σφαίρα του μύθου. Μια σύγκριση που πάντα κατέληγε σε χλευασμό κι υστερικά, ειρωνικά γέλια εκ μέρους του:
– Αχ, βρε κακορίζικη, να μακαρίζεις το Θεό, στα γόνατα να πηγαίνεις, που μπήκες στο σπίτι αυτό, που ήταν εκείνη κυρά κι αρχόντισσα! Ήσουν άξια εσύ να πάρεις την θέση της, ζουλάπι…

Το μόνο που την παρηγορούσε, τις ώρες της μεγάλης της στεναχώριας, ήταν η ελπίδα για ένα παιδί. Ήθελε ένα παιδί, να το γεννήσει και μαζί του να ξαναγεννηθεί κι εκείνη. Ήταν όμως μεγάλη και για την εποχή εκείνη η εγκυμοσύνη σ’ αυτές τις ηλικίες ήταν πολύ επικίνδυνη. Ο γιατρός της το είχε δηλώσει απερίφραστα πως η υγεία της ήταν επισφαλής, ο οργανισμός της πολύ καταπονημένος και δεν θα έβγαζε εις πέρας ούτε την εγκυμοσύνη αλλά – κυρίως – ούτε τον τοκετό! Ο Αθανάσιος άλλους μπελάδες δεν ήθελε στο κεφάλι του κι ούτε περίμενε απογόνους, ειδικά αφού της επαναλάμβανε συνέχεια πως θα γινόταν «άχαρα και κακοφτιαγμένα παιδιά» σαν κι εκείνη. Ο κάθε άνθρωπος όμως, έχει την δική του, την προσωπική του αλήθεια κι αυτή υπηρετεί. Κι η Χάιδω, μαθημένη να ζει αδιαμαρτύρητα, με ένα χρέος για οδηγό, σε μονοπάτια που στην αρχή οι γονείς και μετά ο κύρης της είχαν χαράξει πάνω σε χάρακα, σύμφωνα με τις επιταγές τους και τις επιταγές της εποχής και της κοινωνίας, ποθούσε να κάνει μια ηρωική – για τα μικρά της μέτρα και σταθμά – πράξη κι ας ήταν για αυτό το όνειρο να τινάξει τα πάντα στον αέρα!

Όταν γέννησε το κοριτσάκι της και της το έφεραν στην αγκαλιά, ήταν σαν να αντιστάθμιζε εκείνη τη στιγμή, χιλιάδες άλλες στιγμές ανυπαρξίας και ανώφελης ζωής! Ήταν ένα μεγαλειώδες θέαμα, που έμεινε στα μάτια όλων που βρισκόταν εκεί και που θα το διηγιόταν ξανά και ξανά στα παιδιά και στα εγγόνια τους, σαν παραμύθι. Η Χάιδω που, καταπονημένη από τον τοκετό, μετρούσε πια ώρες, έλαμπε ολόκληρη με καμάρι, κοιτώντας την νεογέννητη μικρούλα κι ο Θανάσης, που σε μια σπάνια φάση νηφαλιότητας, δεν σταματούσε να κλαίει με λυγμούς, καθώς συνειδητοποιούσε το θαύμα που ζούσε! Το θαύμα που αξιώθηκε κι ας μην το άξιζε!

Γύρισε το κεφάλι της, τον κοίταξε απαλά και τον ρώτησε όλο αγωνία:
– Όμορφη δεν είναι, Θανάση;

– Όμορφη, Χάιδω, πολύ! Νεράιδα αληθινή έκαμες την κόρη μας, της είπε και το σώμα του συσπάστηκε από τους λυγμούς..

Χαμογέλασε πλατιά αυτή, με υπερηφάνεια, και παίρνοντας μια ανάσα, του ψιθύρισε γλυκά:
– Θάλεια, να τηνε πεις! Για να πάρει τις χάρες και την αρχοντιά εκείνης!

Ασπασία Κουρέπη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading