,

Τα πάνω κάτω

Περπατούσα. Ήμουν κάπου στον έξω κόσμο. Αδυνατώ να πω πού. Όλα έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά που και σε γνωστά μέρη να ήμουν, πάλι δεν θα κατάφερνα να προσδιορίσω ποια ήταν αυτά. Ένιωθα σαν να μην ήμουν άνθρωπος, αλλά κάτι άλλο, κάποιο ον από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ή από ταινία τρόμου. Ένα από εκείνα τα πλάσματα που έχουν ανθρώπινη όψη, αλλά ικανότητες από χαρακτήρα παραμυθιού.

Περπατούσα. Χωρίς σχέδιο. Δίχως να ξέρω πού πηγαίνω. Απλά περπατούσα. Κάπου έξω. Κάπου μακριά από το σπίτι μου. Πάει καιρός που είχα να το κάνω. Δεν θυμάμαι πόσος καιρός, μα ήταν αρκετός για να τρελάνει τον οποιονδήποτε. Είχα μείνει μέσα στους τέσσερις τοίχους σαν φυλακισμένος. Σαν να ήμουν παιδί που του έχουν επιβάλει πολυετή τιμωρία.

Περπατούσα. Όλα ήταν διαφορετικά. Είχαν αλλάξει πολλά από την τελευταία φορά που είδα τον κόσμο. Όσο ήμουν κλεισμένος μέσα, δε χρησιμοποιούσα τηλεόραση ή υπολογιστή ή ραδιόφωνο, ούτε διάβαζα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από αυτά. Είχα δοκιμάσει να ανοίξω ένα βιβλίο, μα στην πρώτη κιόλας γραμμή τρόμαξα. Οι λέξεις ήταν αναποδογυρισμένες. Ήμουν σίγουρος πως το κρατούσα κανονικά, αλλά… δεν ήταν. Μου ήρθε λιποθυμία και το παράτησα.

Περπατούσα. Ήμουν στον ουρανό. Κάτω από τα πόδια μου ήταν ο γαλάζιος ουρανός. Ο ήλιος μια απομακρυνόταν και μια με πλησίαζε. Πάντα μου άρεσε ο ήλιος, να βγαίνω έξω και στρέφω το πρόσωπό μου προς αυτόν, όπως ίσως κάνανε στην αρχαία Αίγυπτο, που τον είχαν για θεό. Εγώ τώρα τον είχα δίπλα μου σαν φίλο που προσπαθεί να με προφτάσει.

Περπατούσα. Με τους άλλους ανθρώπους δεν είχα ποτέ προβλήματα. Ήμουν κοινωνικός άνθρωπος. Έμπαινα σε παρέες, έβγαινα μαζί με φίλους για ποτό. Έπαιζα μπάλα με τα παιδιά της τάξης μου, όταν πήγαινα σχολείο. Τώρα τους είχα από πάνω μου. Δεν τους κοιτούσα απευθείας, δεν σήκωνα το κεφάλι μου. Ήταν πολύ βαρύ για να το κάνω. Αλλά κοιτώντας μπροστά, τους έβλεπα να κινούνται. Ήταν ανάποδα. Τα κεφάλια τους ήταν προς τα κάτω, προς το μέρος μου. Τα οχήματα κυλούσαν κι αυτά με τις ρόδες τους ψηλά και τους ουρανούς τους προς εμένα. Ο δρόμος και το πεζοδρόμιο είχαν καλύψει τον πρότερο ουρανό μου.

Περπατούσα. Πού ήμουν; Πώς γινόταν να περπατώ σε αυτό το απέραντο γαλάζιο, έχοντας τους άλλους ανθρώπους πάνω από το κεφάλι μου; Τι συνέβαινε;

Περπατούσα. Άκουγα τους ήχους των βημάτων, των οχημάτων και της φύσης από πάνω μου. Εκτός από τα πουλιά και τον αέρα. Αυτά τα άκουγα γύρω μου. Κάποια περιστέρια περνούσαν δίπλα μου, σαν βιαστικά παιδιά που τρέχουν στην παιδική χαρά.

Περπατούσα. Οσμιζόμουν τα φαγητά από τα φαστφουντάδικα που προσπερνούσα. Οι μυρωδιές κατέβαιναν προς τη μύτη μου. Πόσο καιρό είχα να παραγγείλω; Πόσο καιρό είχα να φάω γενικά; Μόνο κάτι ψίχουλα έβαζα στο στόμα μου και λίγο νερό. Είχα αδυνατίσει υπερβολικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.

Περπατούσα. Πόσο μακριά θα έφτανα, άραγε; Η γη ήταν από πάνω μου. Εγώ πατούσα στον ουρανό. Ήμουν ο Θεός; Όχι, με τίποτα. Αλλά πώς γινόταν να συμβαίνουν όλα αυτά; Μήπως είχα πεθάνει;

Περπατούσα. Δεν ήξερα πόσο είχα απομακρυνθεί από το σπίτι μου, αλλά κάτι μου έλεγε πως ήταν μπόλικα μίλια. Ο ήλιος ανέβαινε. Ήταν κοντά στο κεφάλι μου τώρα. Δεν τον κοίταζα, αλλά ένιωθα τη ζέστη του και το δυνατό του φως να με χτυπάνε. Είχα το ένα μάτι μου κλειστό και το χέρι μου απέναντί του, για να μπορώ να βλέπω με το άλλο μάτι. Ο ουρανός από κάτω μου είχε αποκτήσει μια πορτοκαλί απόχρωση. Ο αέρας είχε δροσίσει. Σε λίγο θα νύχτωνε.

Περπατούσα. Μου έλειπε το αυτοκίνητό μου. Ήταν μικρό, αλλά καινούργιο –όταν το αγόρασα. Είχα τα λεφτά και τη διάθεση να οδηγήσω κάτι ωραίο. Να κάνω εντύπωση. Είχα κάνει την έρευνά μου στα υπάρχοντα μοντέλα εκείνης της εποχής. Ήταν πολλά τα αυτοκίνητα που άξιζαν για μένα, αλλά τελικά κατέληξα σε αυτό που είχε τη μεγαλύτερη ιπποδύναμη. Μέσα σε τρεις μήνες το είχα έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Το καμάρωσα. Το τράβηξα περί τις πενήντα φωτογραφίες –εκείνη την ημέρα. Βολτάρισα με αυτό. Το μοστράρισα σε μια παρέα γυναικών, όταν πήγα σε ένα κλαμπ. Τους άρεσε. Διασχίσαμε τη μισή πόλη, πριν καταλήξουμε στο σπίτι μου και κάνουμε σεξ μέχρι τα χαράματα.

Περπατούσα. Οι γυναίκες… Μου λείπανε κι αυτές. Είχα αρκετές εμπειρίες στο σεξ. Είχα ξεκινήσει σαν έφηβος, με κορίτσια που αρχικά δεν ήθελαν πολλά-πολλά, αλλά που εν τέλει ήθελαν και παρα-ήθελαν πολλά-πολλά και συχνά-συχνά. Στο σχολείο, στο εγκαταλελειμμένο σπίτι της γειτονιάς, στο δωμάτιό τους… Στο δικό μου, εννοείται. Αχόρταγα πλάσματα. Καθώς μεγάλωνα, συνειδητοποιούσα πως δεν είμαστε μόνο οι άντρες που σκεφτόμαστε το πήδημα τόσο πολύ στη ζωή μας. Είχα κοιμηθεί ακόμα και με γυναίκες μεγαλύτερες από μένα κατά δύο δεκαετίες –αλλά διόλου κακές στο σεξ. Τι τρελές νύχτες ήταν εκείνες… Θα ήθελα να τις ξαναζήσω.

Περπατούσα. Οι γονείς μου ζούσαν στο χωριό. Ηλικιωμένοι πλέον. Έκαναν τη βουκολική ζωή τους, έχοντας αποδεχτεί πως θα μας έβλεπαν πιο σπάνια απ’ όσο θα ήθελαν. Δεν είχαμε χρόνο γι’ αυτούς, ούτε εγώ ούτε τα δύο αδέρφια μου. Δουλεύαμε. Τα αδέρφια μου είχαν δική τους οικογένεια. Πού να βρεθεί χρόνος για το χωριό; Έτσι σκεφτόμασταν. Τώρα θα έδινα τα πάντα για να πάω στους γονείς μου. Αλλά δεν είχα ιδέα πού ήμουν.

Περπατούσα. Μου έλειπαν η τηλεόραση και ο υπολογιστής μου. Το κινητό μου. Ήθελα να δω σειρές και ταινίες. Ήθελα να παίξω videogames. Ήθελα να συνομιλήσω με κάποιον. Αλλά φευ, δεν μπορούσα. Δεν είχα κανένα από αυτά πάνω μου. Και να είχα, βέβαια, μου ήταν αδύνατο να τα χρησιμοποιήσω.

Περπατούσα. Τώρα περπατούσα στο σκοτάδι. Πάνω στα αστέρια, που έμοιαζαν με λευκές τελείες πάνω σε μαύρο χαρτόνι. Ήταν ωραίο θέαμα, εντυπωσιακό. Πρωτόγνωρο. Προσπάθησα να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου. Να δω τι συνέβαινε στη γη. Ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική κίνηση. Έσφιξα τα χείλη μου. Έπιασα το κεφάλι μου για να το βοηθήσω, να το σταθεροποιήσω. Τα χέρια μου ήταν παγωμένα, αλλά δεν με πείραξε. Είδα φώτα να πηγαινοέρχονται. Αναμμένες λάμπες σε ψηλές κολόνες. Πού και πού, μικρά στίγματα να αναβοσβήνουν –τα κινητά τηλέφωνα.

Περπατούσα. Ένιωσα χολή να ανεβαίνει στο στόμα μου. Κατέβασα σιγά-σιγά το κεφάλι μου. Έβηξα, χωρίς να κάνω εμετό και μόρφασα από την αηδιαστική γεύση. Συνέχισα.

Περπατούσα. Κάποτε το όνειρό μου ήταν να ταξιδεύω. Να έχω μια δουλειά που να απαιτεί συνεχόμενες μετακινήσεις. Ήθελα να δω τον κόσμο, τους πολιτισμούς. Να φάω σε τοπικά εστιατόρια, να γλεντήσω σε μπαράκια. Να δω τους ωκεανούς και τα αξιοθέατα. Να γνωρίσω ντόπιες ενδιαφερόμενες γυναίκες. Κάποτε. Τώρα απλά ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου.

Περπατούσα. Δεν σκεφτόμουν καθαρά και το ήξερα. Ο εγκέφαλός μου ήταν ταραγμένος. Εδώ και καιρό. Νοητά ήμουν οπουδήποτε αλλού, εκτός από την πραγματικότητα. Δεν γινόταν να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα. Απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια κάτι τέτοιο και εγώ δεν είχα δυνάμεις για να τα καταφέρω.

Περπατούσα. Έκανε κρύο. Έτριβα τα μπράτσα μου, αλλά το κορμί μου ανατρίχιαζε ολόκληρο. Φορούσα μονάχα τις πιτζάμες και τις παντόφλες μου. Απλά είχα φύγει από το σπίτι μου. Δεν είχα σκεφτεί μακροπρόθεσμα. Μάλλον είχα πιστέψει πως θα άνοιγα την εξώπορτα και θα έβγαινα στον κήπο. Και μετά πάλι μέσα. Αλλά δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Θα αρρώσταινα. Αν δεν έβρισκα σύντομα ένα ζεστό κατάλυμα, θα αρρώσταινα.

Περπατούσα.

Περπατούσα.

Περπατούσα.

Ώσπου έπαψα πια να περπατώ. Τα πόδια μου δεν με κράτησαν άλλο. Έπεσα κάτω, στα αστέρια και στον κατάμαυρο ουρανό. Ο εμετός τελικά βγήκε από το στόμα μου. Οι άνθρωποι περιφέρονταν από πάνω μου. Τα αμάξια έμοιαζαν με πολύχρωμα παιχνίδια. Τα φώτα με τύφλωναν. Οι ήχοι με περιτριγύριζαν. Τα φαγητά με ανακάτευαν.

Έκλεισα τα μάτια μου.

Ξύπνησα μες σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να δω πολλά και χαιρόμουν γι’ αυτό. Τον τελευταίο καιρό είχα συχνές ζαλάδες. Συχνές και δυνατές. Με το που άνοιγα τα μάτια μου, τα πάντα γύριζαν. Έρχονταν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Δεν ξέρω πώς είχαν ξεκινήσει, ούτε πότε ακριβώς. Με τυραννούσαν, όμως. Με…

Είδα μια γυναίκα ντυμένη με λευκή στολή να με πλησιάζει χαμογελαστή. Ήταν νοσοκόμα. Ήταν από πάνω μου, αλλά το κεφάλι της ήταν στραμμένο προς το ταβάνι. Όπως και το δικό μου. Άρα και οι δύο περπατούσαμε στη γη. Εκείνη, δηλαδή και εγώ όταν θα σηκωνόμουν από το κρεβάτι.

Πόσο χαιρόμουν που είχαν επιστρέψει τα πράγματα στην κανονική τους κατάσταση.

Αυτό το πάνω κάτω κόντεψε να με διαλύσει.

Μια ερώτηση μου ήρθε στο μυαλό. Καθώς περπατούσα και νόμιζα πως ήμουν στα ουράνια, σίγουρα βρισκόμουν ανάμεσα στον κόσμο. Απλά έβλεπα τα πάντα αντεστραμμένα. Όσο έβλεπα, δηλαδή, γιατί κατά βάση ήμουν σκυφτός. Οπότε… πώς γινόταν να μη χτυπήσω πουθενά; Ή να μη με πετύχει κανένα αμάξι; Πώς την είχα γλιτώσει;

Η νοσοκόμα έφτιαξε τα μαξιλάρια μου. Με ρώτησε πώς αισθάνομαι.

Της είπα πως είμαι εντάξει. Ήταν όμορφη. Κράτησα μια σημείωση να της ζητήσω να βγούμε.

Ήμουν ξανά ο εαυτός μου.

Η ζαλάδα είχε περάσει.

Προς το παρόν.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading