,

Dux Femina Facti

«Θα μείνεις για πάντα μόνη σου», της είπε. «Γιατί το κάνεις αυτό;»
Και τι δεν θα ‘δίνε να ‘χε μια δραχμή κάθε φορά που άκουγε αυτήν την φράση! Η μάνα της θα την είχε κάνει πλούσια!

Η Έλλη δεν σκόπευε να κάτσει να ακούσει ξανά το ίδιο κήρυγμα. «Γιατί τα πρωινά που ξυπνούσα και έβλεπα στο τραπέζι χυμό πορτοκάλι και μια πάστα σοκολατίνα, ήξερα ότι ήσουν αδιάθετη. Γι’ αυτό, μαμά!». Σηκώθηκε από το τραπέζι, φίλησε την μητέρα της στο μέτωπο και έκλεισε την πόρτα φεύγοντας από το πατρικό της. Αυτό ήταν το πρότυπό της. Ο τρόπος που ο συγχωρεμένος ο πατέρας της φρόντιζε την μάνα της. Αυτό ήθελε, αυτό έψαχνε. Προφανώς κι αν άκουγε όσους της έλεγαν να βιαστεί γιατί θα μείνει γεροντοκόρη από τα 36 της, θα ήταν ήδη 16 χρόνια σε έναν δυστυχισμένο γάμο.

Η παρέα άρχισε σιγά σιγά να μαζεύεται στο αγαπημένο τους μπαρ και η αναζήτηση ξεκίνησε για εκείνο το βράδυ.
«Ο Μάνος; Αυτός που ήθελε να κοιτάζει κάθε λίγο και λιγάκι το κινητό μου;» γέλασε η Έλλη και ήπιε μια γουλιά από το παγωμένο κρασί. Έβαλε πίσω από τους ώμους τα καστανά μαλλιά της και κοίταξε με τα μελιά μάτια της ερευνητικά τριγύρω. «Αδελφούλα, πρέπει να μπορώ να αφήνω το κινητό στο τραπέζι χωρίς να «ανησυχώ» αν το σκαλίσει. Χωρίς να σημαίνει ότι κρύβω κάτι. Μην μου φέρεσαι όμως ρε φίλε σαν να κρύβω κάτι!»
«Καλά σου λέει, ρε Στέλλα! Πού τον θυμήθηκες αυτόν τον αδιάκριτο; Δεν κοιτάμε πίσω ποτέ! Έλλη, για τσέκαρε αυτόν εκεί, με το γαλάζιο πουκάμισο», έδειξε με το βλέμμα της η Φωτεινή. Ήταν η νεότερη της παρέας και χάρις την αυτοπεποίθησή της ξεχώριζε πάντα μέσα στο πλήθος. Ήταν και εκείνη καστανή με μελιά μάτια.
«Όχι ρε συ, αυτός δεν είναι που έβαλε μια κοπέλα να πληρώσει τα μισά της σαλάτας του, επειδή του πήρε δύο πιρουνιές μαρούλι;» θυμήθηκε η Στεφανία. Η ξανθιά της παρέας ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία και λειτουργούσε συχνά ως δικαστής, μιας και τα κορίτσια την εμπιστεύονταν με κλειστά μάτια.
«Μη μου λες τέτοια! Μου θυμίζει εκείνον που βγήκες πριν κάτι χρόνια και σου ζήτησε να τσοντάρεις 50 λεπτά στον καφέ. Βρε, αν δεν μπορεί να με κεράσει σήμερα έναν καφέ, θα συντηρεί αύριο μεθαύριο την οικογένειά μας ή θα μου ζητάει τα μισά για τις πάνες;» γέλασε η Έλλη.
«Πού θα τον βρεις και εσύ τον χορηγό, κορίτσι μου;»
«Κουβαρντά και γενναιόδωρο τον λέγανε πάντα, αδερφούλα».
«Γιατί, εμείς με τον δικό μου που έχουμε δύο πορτοφόλια, είναι τσιγκούνης;»
«Μη με βάλεις να απαντήσω σε αυτό, σε παρακαλώ!», θυμήθηκε ότι φέτος δεν έκαναν γενέθλια στο παιδί, γιατί δεν έφταναν της Στέλλας να βάλει τα μισά για το πάρτι. «Αν είναι δική σου επιλογή και όχι δική του επιβολή, πάω πάσο», είπε με νόημα.
«Κορίτσια, ας αλλάξουμε θέμα. Για δείτε τον μελαχρινό που μας κοιτά από απέναντι», σήκωσε το ποτήρι της η Φωτεινή και χαιρέτισε τον νεαρό.
«Έρχεται, έρχεται!», σκούντηξε η μία την άλλη και έκαναν χώρο δίπλα στην Έλλη.

Ο νεαρός συστήθηκε ως Γιάννης και τους έπιασε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, μέχρι που τα κορίτσια είδαν να φωτίζεται η οθόνη του κινητού του και ένα γυναικείο χαϊδευτικό όνομα να ξεπροβάλει. Ο Γιάννης το έβαλε στο αθόρυβο και τα κορίτσια αμέσως γύρισαν η κάθε μία στο ποτό της, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος στην παρέα τους.

«Συγγνώμη που άργησα», έφτασε φουριόζα στο τραπέζι η Χριστίνα και ζήτησε ουίσκι. «Ωραίος ο τύπος που είδα να φεύγει. Γιατί τον διώξαμε και αυτόν είπαμε;» μπήκε κατευθείαν στο κλίμα.
«Έχει άλλη», εξήγησε η Στέλλα.
«Μικρό το κακό. Άντρας είναι, αργά ή γρήγορα θα σε απατήσει».
«Πώς τον έλεγαν, είπαμε;» την ρώτησε η Έλλη.
«Ποιον;» αναρωτήθηκε η Χριστίνα και άναψε τσιγάρο.
«Εκείνον που σε έκανε να το πιστέψεις αυτό», απάντησε η Έλλη.
«Εσύ κορίτσι μου, δεν έχω καταλάβει τί ψάχνεις. Εγώ τον άντρα τον θέλω αρσενικό», άφησε το τσιγάρο και έσφιξε και τις δύο της παλάμες. Η Χριστίνα είχε λεία μακριά μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά σκουροπράσινα μάτια.
«Το αρσενικό δεν είναι τοξικό. Η απουσία του είναι. Ο αδύναμος απατάει, ο δυνατός φροντίζει και προστατεύει», ύψωσε το ποτήρι της η Έλλη σαν να έκανε πρόποση σε όλους εκείνους που ξέρουν να φροντίζουν τα κορίτσια τους.

«Εμένα κορίτσια, ο πατέρας μου δεν σεβόταν την μάνα μου. Ο Θεός να τους συγχωρέσει. Ίσως οι γονείς να νομίζουν ότι τα παιδιά δεν δίνουν σημασία στο πώς φέρεται ο μπαμπάς στην μαμά. Ότι δεν μένουν μέσα μας ή δεν μας επηρεάζουν.…» ,ξεφύσηξε η Χριστίνα που καταβάθος ήξερε ότι το πρότυπο του πατέρα πάντα ριζώνεται βαθιά μέσα μας, γι’ αυτό άλλωστε έχει τόση σημασία.
«Αυτός εκεί πίσω αριστερά, δίπλα στην πόρτα; Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε η Στέλλα. Η αδερφή της Έλλης είχε πλούσιες καμπύλες, κοντό καστανό καρέ και έντονο βλέμμα που σε μαγνήτιζε.
«Αυτός έχει πιει ήδη την έβδομη μπύρα. Μεγάλο όχι», απάντησε η Έλλη. «Δεν λέω ότι υπάρχει κάποιος που δεν έχει τα πάθη του. Αλίμονο, έχω μειονεκτήματα και εγώ. Αλλά τα τιθασεύω, γιατί πρώτα από όλα σέβομαι εμένα. Απλά κάποιες φορές δεν βλέπουμε τα ολοφάνερα. Κάποιος που πίνει πολύ, βρίζει, φωνάζει, χειροδικεί και απατάει δεν σέβεται τον εαυτό του. Εμένα θα σεβαστεί;»

«Μην θυμηθώ τον πρώην μου, τον μαμάκια. Έπρεπε εγώ να βάζω τα όρια. Ενώ είναι καθαρά δικιά τους δουλειά», είπε η Φωτεινή και όλες κούνησαν το κεφάλι, γιατί λίγο πολύ αυτό το φαινόμενο είναι γνώριμο σε όλες.
«Αυτή η μάστιγα», συμφώνησε η Στέλλα. Ακόμα υποφέρω είτε με την πεθερά, είτε που κοιτάει άλλες. Όμως κάνω υπομονή».
«Η υπομονή είναι αρετή, αδερφή. Η υπερβολική ανοχή όμως είναι άδικη για εσένα», την συμβούλεψε η Έλλη.
«Θέλω την γνώμη σου σοφή γερόντισσα», γέλασαν όλες μαζί.
«Εντάξει, εντάξει! Δεν θα σου κάνω υποδείξεις, είναι η γνώμη μου. Το ζευγάρι είναι ένα. Και δεν χωράει κανείς άλλος εκεί μέσα. Είμαι εγώ η πιο σημαντική στη ζωή του. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα φροντίσει και την παλιά του οικογένεια. Αλλά για εκείνον εγώ είμαι η μοναδική, η καλύτερη από όλες. Να μην του κάνει κλικ να κοιτάξει άλλη. Ή αν κοιτάξει, να τις βρίσκει όλες λίγες μπροστά μου. Όχι επειδή εγώ θα είμαι τόσο καλή, επειδή εκείνος θα με βλέπει έτσι. Τόσο πολύ θέλω να με αγαπήσει. Μια ψυχή, μια σάρκα. Θα πείτε «όλοι το κάνουν», να κοιτάνε άλλες. Πιστεύω αυτήν την αντίληψη την ξεκίνησε άντρας για να παρηγορούνται οι γυναίκες. Εγώ θέλω να έχει μάτια μόνο για μένα, αυτό πιστεύω ότι μου αξίζει».
«Ώπα, κορίτσια. Δείτε παιδί που μόλις μπήκε! Μελαχρινός, αδύνατος, όχι πολύ ψηλός, όσο πρέπει γυμνασμένος, ωραίο περπάτημα, κλασικό ντύσιμο, ωραίο κούρεμα. Κράτησε την πόρτα στην κοπέλα που έβγαινε. Πώς σου φαίνεται; Λες να είναι ο πρίγκιπας σου;» σκούντησε με νόημα την Έλλη.

*****

Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Έλλη ετοίμαζε την μικρή Αναστασία για το σχολείο, όταν είδε τον μπαμπά της να βάζει στο τραπέζι χυμό βύσσινο και μια σοκολάτα φράουλα. Ήξερε ότι ήταν εκείνες οι δύσκολες μέρες της μαμάς και ότι ο μπαμπάς είχε προσπαθήσει να τις κάνει λίγο πιο όμορφες. Είδε την μαμά της να αγκαλιάζει τον μπαμπά της πριν φύγουν για το σχολείο και ένιωσε μια ζεστασιά στην ψυχή της, που τίποτα άλλο δεν μπορεί να αναπληρώσει την ασφάλεια της οικογενειακής αγάπης. Αυτές οι μικρές κινήσεις θα έμεναν για πάντα αποτυπωμένες στο μυαλό της.

«Η αγάπη τίποτε δεν παθαίνει. Αυτή θα βασιλεύει και θα επικρατεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η αγάπη θα γεμίζει τις καρδιές όλων των ανθρώπων, που την παραδέχτηκαν και την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έτσι η μακαριότητα και η χαρά θα είναι τα σημάδια των παιδιών του Θεού μέσα στους απέραντους αιώνες των αιώνων». Α. Π.

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading