Προηγούμενο

Η Ανθή πήγε στην κρεβατοκάμαρα και έκλεισε την πόρτα. Ο Νίκος έμεινε μόνος στην κουζίνα και καθισμένος στην καρέκλα, έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια του. Για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια ήταν απόλυτα ειλικρινής με τη γυναίκα του. Για πρώτη φορά έβγαλε από μέσα του όσα του έτρωγαν τα σωθικά. Πονούσε για όλα αυτά, πονούσε που μετέφερε ένα μέρος του φορτίου που κουβαλούσε, στους δικούς της ώμους. Η Ανθή δεν έφταιγε σε τίποτα! Τόσα χρόνια ήταν στο πλάι του, να τον στηρίζει και να τον αγαπάει, να τον φροντίζει και να τον προσέχει. Εκείνος έφταιγε για όλα! Εκείνος διέλυσε τις δυο γυναίκες που λάτρεψε όσο τίποτα, την καθεμία με έναν διαφορετικό, μοναδικό τρόπο. Τις δυο γυναίκες που τον αγάπησαν όσο τίποτα και που κάθε μια με τον τρόπο της, του χάρισαν τις ζωές τους. Τις δυο γυναίκες που του χάρισαν από μία υπέροχη κόρη…

Ο Νίκος ένιωθε διαλυμένος! Άδειος και διαλυμένος! Μόλις είχε σκοτώσει και τη Ανθή, το δεύτερο έγκλημά του μετά τον θάνατο της Βασιλικής. Εκείνος ένιωθε από χρόνια πια νεκρός. Εδώ και 30 χρόνια είχε πάψει να ζει κι απλά επιβίωνε. Απ’ τη στιγμή που είδε τη Βασιλική νεκρή μπροστά του, ο χρόνος γι’ αυτόν σταμάτησε. Η Βασιλική, η γυναίκα της ζωής του έπαψε ν’ αναπνέει και φεύγοντας, έκλεψε και την δική του αναπνοή. Την Ανθή την αγαπούσε, την αγαπούσε και την νοιαζόταν, ήταν η σύντροφός του, με τη Βασιλική όμως ήταν διαφορετικά! Η Βασιλική ήταν το άλλο του μισό, εκείνη για την οποία γεννήθηκε, εκείνη με την οποία τον ένωνε η κόκκινη κλωστή της μοίρας… Οι κόρες του ήταν το κίνητρό του για να συνεχίσει να ζει. Εκείνες, μαζί με την απεριόριστη στήριξη και την δυνατή αγάπη της Ανθής, ήταν αυτά που τον κράτησαν όρθιο μετά το χαμό της Βασιλικής.

Το κυριακάτικο εκείνο απόγευμα, είχε πάρει με τα χέρια του ένα κοφτερό μαχαίρι και το κάρφωσε στην καρδιά της Ανθής. Την διέλυσε! Ένιωθε πια τόσο κουρασμένος και πιεσμένος μ’ όλα όσα είχαν συμβεί, που το μόνο που ήθελε ήταν να λάβει την τιμωρία του. Να τιμωρηθεί, με μια κρυφή ελπίδα να καταφέρει να εξιλεωθεί, να συγχωρήσει έστω και λίγο ο ίδιος τον εαυτό του για όλα όσα είχε κάνει!

Κάπνισε ένα ακόμη τσιγάρο και έσυρε τα πόδια του μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την πόρτα και την βρήκε να στέκεται όρθια κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο με σβηστά φώτα. Στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε. Παρότι κόντευε τα 60, η σιλουέτα της ήταν κομψή και όμορφη όπως τότε που ήταν μικρή. Όταν την είχε γνωρίσει, τον είχαν θαμπώσει τα έξυπνα γαλάζια μάτια της. Τόσα χρόνια μετά και δεν είχαν χάσει καθόλου απ’ τη λάμψη τους.

-Τα ήξερα όλα… του είπε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του

Ο Νίκος πάγωσε. Ένιωσε σαν να δέχτηκε μια απρόσμενη σφαίρα. Ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει αυτό που άκουσε.

-Τι; ψέλλισε χαμηλόφωνα

Η Ανθή γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια της ήταν κόκκινα απ’ το κλάμα και τα χείλη της έτρεμαν. Η Ανθή έκανε δυο βήματα και κάθισε στο κρεβάτι.

-Τα ήξερα όλα…

Ο Νίκος πήγε προς μέρος της και κάθισε δίπλα της. Είχαν κι οι δυο τα βλέμματά τους στραμμένα στον καθρέφτη, που ήταν ακριβώς μπροστά τους. Παρέμειναν σιωπηλοί για κάποια λεπτά. Τα πρόσωπά τους ήταν κλαμένα, κλαμένα κι ανέκφραστα.

-Σ’ ερωτεύτηκα απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα. Όταν το βλέμμα μου ενώθηκε με το δικό σου, το ήξερα, εσύ ήσουν για μένα, εσύ ήσουν το άλλο μου μισό! Όταν γίναμε ζευγάρι, ένιωθα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο! Ήξερα πως είχες πολλές κατακτήσεις και πως κάποιες φορές δεν μου ήσουν απόλυτα πιστός. Το ήξερα, αλλά δεν άντεχα να σε χάσω και συνέχισα να προσπαθώ για μας. Ήσουν ο άντρας της ζωής μου! Το ένιωθα! Κι ήμουν σίγουρη πως κάποια στιγμή θα το νιώσεις κι εσύ. Ήξερα πως απ’ την αρχή, ακόμη κι όσο σπουδάζαμε δεν μου ήσουν απόλυτα πιστός, αλλά το μυαλό μου δεν πήγε ποτέ στη Βασιλική! Ήταν φίλη μου! Μ’ αγαπούσε, την εμπιστευόμουν… Όταν φύγαμε απ’ τα Χανιά και παντρευτήκαμε, ένιωσα πως ολοκληρώθηκα! Όταν γεννήθηκε η Φανή, απλά ζούσα σε όνειρο! Κι ήρθε εκείνη η στιγμή που η αγαπημένη μου φίλη με χρειάστηκε. Ήταν έγκυος και μόνη! Την αγαπούσα τη Βασιλική, μου ήταν αδύνατον να μην της απλώσω το χέρι! Στην αρχή όλα κυλούσαν όμορφα κι όταν η Βασιλική νοίκιασε δικό της σπίτι και μείναμε και πάλι μόνοι, πίστευα πως όλα θα έμπαιναν σε μια σειρά, ίσως ήταν η κατάλληλη στιγμή για μας να κάνουμε ένα ακόμη παιδάκι, που τόσο το λαχταρούσα! Και κάπου εκεί, ήρθε εκείνο το απόγευμα! Εκείνο το καταραμένο απόγευμα που είδα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται…

Η Ανθή άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Νίκος προσπάθησε ν’ αγγίξει το πρόσωπό της, αλλά εκείνη του έδιωξε το χέρι με μια απότομη κίνηση.

-“Δεν υπάρχει περίπτωση να σ’ αφήσω να φύγεις! Σ’ αγαπάω! Θα μιλήσω σήμερα κιόλας στη Ανθή! Θα χωρίσω μαζί της και θα ζήσουμε μαζί!”… Περνούσα τυχαία απ’ τη δουλειά σου και μπήκα να σου πω ένα γεια. Η πόρτα του γραφείου σου ήταν ανοιχτή κι είχες την πλάτη σου γυρισμένη. Κρύφτηκα πίσω απ’ τον τοίχο και σ’ άκουσα να συνομιλείς μαζί της. Όταν κατάλαβα ότι μιλούσες με τη Βασιλική, μου ήρθε να λιποθυμήσω. Απ’ όσα έλεγες, κατάλαβα πως η Μαρίνα ήταν παιδί σου και πως ήθελες να μου ζητήσεις διαζύγιο και να μείνεις μαζί της! Έφυγα κρυφά από εκεί και γύρισα στο σπίτι. Είχα πάθει σοκ! Η προδοσία ήταν διπλή! Με εξαπατήσατε! Κι εσύ κι εκείνη! Με κοροϊδεύατε πίσω απ’ την πλάτη μου, ενώ εγώ σας αγαπούσα τόσο! Δεν ήξερα τι να κάνω! Σκέφτηκα να σου μιλήσω, αλλά αυτό θα σήμαινε πως θα χωρίζαμε κι εγώ δεν άντεχα να σε χάσω! Ένιωθα τόσο θυμωμένη! Τόσο απελπισμένη! Κι εκείνη; Πώς μου το έκανε αυτό; Πώς μπόρεσε; Της στάθηκα σαν αδερφή! Και μετά έγινε αυτό το τροχαίο… κι η Βασιλική πήρε την τιμωρία που της άξιζε. Κι εσύ ίσως χάνοντάς την…

Ο Νίκος γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της. Η Ανθή είχε πάψει να κλαίει και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο θυμό, θυμό και μίσος…

-Γιατί δεν με χώρισες τότε; την ρώτησε χαμηλόφωνα

-Γιατί παρά τα όσα έγιναν, σ’ αγαπούσα ακόμη!

-Και γιατί δέχτηκες να υιοθετήσουμε τη Μαρίνα;

-Η Μαρίνα ήταν κομμάτι σου! Ήξερα πως δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι ευτυχισμένος χωρίς εκείνη. Είχες ήδη τιμωρηθεί αρκετά. Η Μαρίνα δεν έφταιγε! Η μοίρα της είχε στερήσει τη μητέρα της. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να είμαι εγώ αυτή που θα της στερούσε και τον πατέρα της. Αυτό το κοριτσάκι με τα μεγάλα καστανά μάτια, ίδια με τα δικά σου, ανήκε στην οικογένειά μας. Ήταν δικό σου! Και με τα χρόνια έγινε και δικό μου και δεν μπορούσα πια να την ξεχωρίσω απ’ τη Φανή μας! Έγινε το δεύτερο παιδί που πάντα λαχταρούσα! Η Μαρίνα είναι και δικό μου παιδί κι ας μην την γέννησα εγώ. Ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που την πήρε αγκαλιά με το που γεννήθηκε! Την νοιαζόμουν πριν ακόμη γεννηθεί, πώς θα μπορούσα να την εγκαταλείψω; Ξέρω πως όλα όσα έγιναν σ’ έφεραν πιο κοντά μου, μας ένωσαν περισσότερο από ποτέ… Η Μαρίνα γέμισε κατά κάποιο τρόπο, το κενό που άφησε η Βασιλική μέσα σου. Σ’ αγαπούσα Νίκο, σ’ αγαπούσα και για σένα θα μπορούσα να κάνω τα πάντα! Σ’ αγαπάω. Ακόμη και τώρα σ’ αγαπάω. Μετά από όλα αυτά…

Ο Νίκος σήκωσε αργά το χέρι του και την αγκάλιασε. Η Ανθή δεν αντέδρασε. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και της φίλησε τα μαλλιά.

-Κι εγώ σ’ αγαπάω… της ψιθύρισε

*****

Η Μαρίνα κάθισε στο κρεβάτι και πήρε μπροστά της το κουτάκι με το βραχιόλι και το σημείωμα της μητέρας της. Ένιωθε τόσο μπερδεμένη! Αυτός ο σάκος φαινόταν πρόχειρα αφημένος πάνω στη ντουλάπα. Ποιος να τον είχε βάλει εκεί; Κι αυτό το σημείωμα… για ποιον το είχε γράψει η μητέρα της; Και το βραχιόλι; Ποιανού να ήταν; Α-Μ… Τι στο καλό συνέβαινε; Δεν μπορούσε να καταλάβει.

Άκουσε το θυροτηλέφωνο. “Ο Άρης θα είναι” σκέφτηκε και πήγε ν’ ανοίξει. Του είχε τηλεφωνήσει με το που μπήκε στο σπίτι της. Φτάνοντας στην πόρτα, την σήκωσε ψηλά στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα φιλί.

-Σου έφερα κάτι να φας απ’ τα χεράκια μου! Ήμουν σίγουρος πως όλη μέρα στους δρόμους δεν… Τι έχεις; την ρώτησε, βλέποντας το στεναχωρημένο ύφος της.

-Θα σου πω…

Κάθισαν μαζί στον καναπέ και του εξιστόρησε όλα όσα είχαν συμβεί. Του μίλησε με λίγα λόγια για το παρελθόν της, για την μητέρα της που έχασε σε τροχαίο, για την Ανθή και τον Νίκο και για τα τελευταία γεγονότα που την είχαν προβληματίσει τόσο. Του είπε πως εκείνη την ημέρα είχε πάει στο παλιό σπίτι στην Περαία. Σηκώθηκε και έφερε τον μπλε σάκο. Έβγαλε ότι υπήρχε μέσα και τα ακούμπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο Άρης τα πήρε στα χέρια του ένα ένα και τα κοιτούσε προβληματισμένος.

-Και για ποιον ήταν αυτό το σημείωμα;

-Δεν ξέρω…

-Βασιλική είπες ότι έλεγαν τη μητέρα σου. Α-Μ; Όπως λέμε Άρης – Μαρίνα; της χαμογέλασε σε μια προσπάθεια να της φτιάξει λίγο το κέφι

-Ναι! Κι αυτή η κόκκινη κορδέλα, είναι η κόκκινη κλωστή της μοίρας που μας κρατάει δεμένους! του είπε δείχνοντάς του την κορδελίτσα και του πέταξε χαμογελώντας ένα μαξιλάρι του καναπέ

-Η ποια;

-Η κόκκινη κλωστή της μοίρας!

-Τι είναι αυτό;

-Υπάρχει ένας ένας παλιός μύθος! Ο αγαπημένος της Ανθής… θυμάμαι μας το έλεγε σαν παραμύθι από μικρές. Πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, ταγμένοι απ’ τη μοίρα να είναι μαζί. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ενωμένοι με την κόκκινη κλωστή της μοίρας, μια κλωστή που όσο κι αν τεντωθεί ή μπερδευτεί, δεν σπάει ποτέ. Αυτοί που είναι δεμένοι με την κλωστή, ό,τι κι αν γίνει, όσα εμπόδια κι αν υπάρχουν, θα καταλήξουν μαζί. “Κι εσείς μεγαλώνοντας θα βρείτε το άλλο σας μισό, εκείνον με το οποίο σας ενώνει η κόκκινη κλωστή της μοίρας και θα βρείτε την απόλυτη ευτυχία” έλεγε στη Φανή και σε μένα όταν ήμασταν μικρές… μαμαδίστικες βλακείες!

-Γιατί; Αμφιβάλεις; Δεν μπορεί να είμαστε κι εμείς δεμένοι μ’ αυτή την κλωστή; Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ μ’ αυτά τα μάτια κόλλησα απ’ την πρώτη στιγμή! της είπε και την φίλησε

Την πήρε αγκαλιά και την πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έκαναν έρωτα και μετά έμειναν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι.

-Ποιοι είναι αυτοί; την ρώτησε, παίρνοντας στο χέρι του την φωτογραφία των παππούδων της, που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα του

-Οι γονείς της μητέρας μου. Μου την έστειλε η γυναίκα του αδερφού του παππού μου απ’ την Εύβοια.

-Μαρίνα…

Ο Άρης άναψε το φωτιστικό που ήταν δίπλα του πάνω στο κομοδίνο και κοίταξε καλύτερα τη φωτογραφία.

-Αυτό το βραχιόλι που φοράει η γιαγιά σου, δεν μοιάζει με το…

Η Μάρινα πήρε την φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταξε. Μα ναι! Ο Άρης είχε δίκιο! Αυτό ήταν! Α-Μ… Αντώνης – Μυρσίνη! Το βραχιόλι αυτό ήταν των παππούδων της! Το βραχιόλι αυτό το είχε η μητέρα της! Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Ποιος όμως το έκρυψε στο ερειπωμένο σπίτι της Περαίας; Γιατί δεν το έδωσαν σ’ εκείνη; Τίποτα δεν έβγαζε νόημα στο μυαλό της.

-Τι σκέφτεσαι; την ρώτησε ο Άρης

-Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τίποτα… του είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του

Λίγη ώρα αργότερα, ο Άρης έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να επιστρέψει στο μαγαζί. Την ώρα που σηκώθηκε να ντυθεί, η Μαρίνα παρέμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιτάζοντάς τον.

-Δεν θέλω να κοιμηθώ μόνη μου σήμερα… Μπορείς να έρθεις όταν τελειώσεις με τη δουλειά;

-Δεν θα κοιμάσαι ήδη εκείνη την ώρα;

-Δεν βλέπω να με παίρνει ο ύπνος εύκολα απόψε. Θα σε περιμένω.

Όταν ο Άρης έφυγε, η Μαρίνα ένιωσε μια απέραντη μοναξιά να την τυλίγει. Όλα αυτά που είχαν συμβεί, την είχαν ταράξει πολύ. Το κεφάλι της ήταν γεμάτο με μπερδεμένες σκέψεις, σκέψεις που δεν μπορούσε να βάλει σε μια σειρά. Για ποιον είχε γράψει η μαμά της αυτό το σημείωμα; Και γιατί κάποιος το είχε φυλάξει σ’ εκείνο το σάκο; Και το βραχιόλι της γιαγιάς της, γιατί δεν ήρθε ποτέ στα δικά της χέρια; Έσπαγε το κεφάλι της να καταλάβει… Ο Νίκος και η Ανθή ήταν αυτοί που κρατούσαν το κλειδί της αλήθειας. Εκείνοι σίγουρα γνώριζαν για την ύπαρξη αυτού του σάκου. Γιατί τον παράτησαν εκεί;

Την επομένη το απόγευμα κι ενώ η Μαρίνα βρισκόταν στη γκαλερί, έλαβε ένα μήνυμα απ’ τον Άρη

“Πρέπει να σε δω! Μόλις σχολάσεις πέρνα απ’ το μαγαζί”

Λίγο μετά της 9, η Μαρίνα έσπρωχνε την πόρτα του εστιατορίου. Καλησπέρισε την κοπέλα στην υποδοχή και ζήτησε να δει τον κύριο Άρη Ελευθερίου. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε μπροστά της ο Άρης, με σοβαρό ύφος.

-Τι έγινε; τον ρώτησε παραξενεμένη

-Θα σου πω… την πήρε απ’ το χέρι κι έφυγαν

Όταν μπήκαν στο σπίτι του, ο Άρης κάθισε σε μια πολυθρόνα με σοβαρό ύφος. Η Μαρίνα κάθισε απέναντί του και περίμενε να ακούσει τι είχε να της πει.

-Θα μου πεις τι συμβαίνει; τον ρώτησε η Μαρίνα

-Κοίτα… πώς να στο πω τώρα…

-Ποιο πράγμα Άρη;

-Χτες, όταν είδα τα χαρτιά που μου έδειξες, της μαμάς σου, είδα πως στη ληξιαρχική πράξη θανάτου, έγραφε 3 Μαϊου 1989. Το ’89 ήμουν 6 χρονών…

-Κι εγώ 2! Με περνάς 4 χρόνια! Πολύ παράξενο! είπε η Μαρίνα ενοχλημένη κι έβγαλε το παλτό της ακουμπώντας το στον καναπέ

-Μη βιάζεσαι! Όταν έγινε εκείνο το τροχαίο, στο οποίο δημιουργήθηκε κι αυτή η ουλή στο στήθος μου, ήμουν περίπου 6 χρονών…

-Και; τον ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια της

-Δεν σου είπα κάτι εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν ήμουν σίγουρος και δεν ήθελα να σε ταράξω άδικα αν έκανα λάθος. Όταν έφυγα απ’ το σπίτι σου σήμερα το πρωί, πήγα στο σπίτι της μητέρας μου. Την ρώτησα πότε έγινε το ατύχημα που είχαμε. Μου είπε ότι ήταν το 1989. 3 Μαϊου το 1989…

Η Μαρίνα έμεινε να τον κοιτάζει, χωρίς να πιστεύει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ο Άρης πήγε και κάθισε δίπλα της. Η Μαρίνα γύρισε και τον κοίταξε. “Τι άλλο σου είπε;” τον ρώτησε χαμηλόφωνα.

-Επιστρέφαμε στο σπίτι από μία βάφτιση. Η αδερφή μου ήταν λίγων μηνών τότε και δεν ήταν μαζί μας. Ο μπαμπάς μου δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο να πετάγεται απ’ το αντίθετο ρεύμα. Το άλλο αυτοκίνητο καρφώθηκε στην πίσω πόρτα του δικού μας. Οι γονείς μου τραυματίστηκαν ελαφρά, ενώ πάνω σε μένα πετάχτηκαν όλα τα θραύσματα του σπασμένου παραθύρου. Έτσι απέκτησα και την ουλή, από ένα μεγάλο κομμάτι τζαμιού που καρφώθηκε στο στήθος μου. Στο άλλο αυτοκίνητο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα που λεγόταν Βασιλική Ανδρέου. Μαζί της είχε κι ένα κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι περίπου δύο χρονών… εσένα Μαρίνα…

Η Μαρίνα άκουγε έκπληκτη όσα της έλεγε ο Άρης και δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Όσο της μιλούσε, του κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ο Άρης την αγκάλιασε και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Έβγαλε απ’ την τσέπη του μια διπλωμένη σελίδα εφημερίδας και της το έδωσε. Η Μαρίνα πήρε το χαρτί στα χέρια της και το κοίταξε. Η εφημερίδα είχε ημερομηνία 4 Μαΐου 1989. Στη μέση της σελίδας υπήρχε μια φωτογραφία του τρακαρίσματος κι από κάτω, με 3-4 γραμμές η περιγραφή του. “Νεκρή ανασύρθηκε η 26χρονη οδηγός, Βασιλική Ανδρέου” ήταν οι τελευταίες λέξεις.

-Η οδηγός του άλλου αυτοκινήτου, η μαμά σου, σκοτώθηκε ακαριαία. Δεν φορούσε ζώνη και χτύπησε το κεφάλι της στο τιμόνι. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, στο αίμα της βρέθηκαν υψηλές ποσότητες ηρεμιστικών. Εσύ όμως ήσουν σώα. Οδηγηθήκαμε όλοι στο νοσοκομείο. Οι γονείς μου κι εγώ είχαμε μόνο επιφανειακά τραύματα. Ακόμη και η μεγάλη πληγή που είχε δημιουργηθεί στο δικό μου στήθος, δεν είχε πειράξει κάτι εσωτερικά. Όταν η μαμά μου ρώτησε από ενδιαφέρον τι απέγινε το κοριτσάκι, την ενημέρωσαν ότι είχε ήδη πάρει εξιτήριο. Την είχε πάρει ο πατέρας της, της είπαν…

Κική Γιοβανοπούλου

Συνεχίζεται…

Μία απάντηση στο “Κόκκινη Κλωστή 11 & 12”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading