,

Η ταβέρνα

Βάδιζε γρήγορα, κρατώντας την τσάντα σφιχτά πάνω της, προσπαθώντας να μην δείχνει αγχωμένη. Η τσάντα είχε χρήματα, αρκετά χρήματα, τις οικονομίες μιας ζωής, μιας στερημένης ζωής, μιας ζωής μετρημένης, μιας ζωής με πολλή δουλειά και κόπο. Μιας ζωής φτερό στον άνεμο, χωρίς στόχο και όραμα. Πήγαινε στην τράπεζα να κάνει κατάθεση, όπως της είχε επιβάλλει ο άντρας της, σχεδόν σίγουρη πλέον πως δεν θα αγόραζαν ποτέ το σπιτάκι που ονειρευόταν τόσα χρόνια στην ξένη χώρα.

Με τον άντρα της, είχαν φύγει μετά τον γάμο στην Αμερική, να δουλέψουν στην ταβέρνα του κυρ Αποστόλη. Εκείνος σερβιτόρος, εκείνη στην λάντζα μέχρι να μάθει την γλώσσα. Ελληνική ταβέρνα, όπα, γεια σου, γκρικ μουζάκα, ούζο και όλα καλά, καλό μεροκάματο για τον άντρα της, τίποτα ιδιαίτερο για εκείνη, αλλά έμεναν με τον κυρ Αποστόλη και έτρωγαν στην ταβέρνα, οπότε δεν είχαν έξοδα και μπορούσαν να βάζουν στην άκρη χρήματα να αγοράσουν ένα μικρό σπιτάκι. Μονοκόμματη και μονότονη η ζωή τους, το πρωί συμμάζευε το σπίτι που έμεναν όλοι μαζί, από το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα, βοηθούσε στην κουζίνα και στη λάντζα, ενώ το βράδυ πήγαινε σχολείο να μάθει την γλώσσα. Ήταν δύσκολα για εκείνη, δεν μπορούσε να μάθει να μιλάει και να γράφει αγγλικά, δεν ήξερε να γράφει ελληνικά, πώς να μάθει αυτή την περίεργη γλώσσα; Και η αλήθεια είναι, πως τριάντα χρόνια, ποτέ δεν έμαθε να μιλάει και να γράφει σωστά. Κάποιες φορές που ξέμεναν από προμήθειες και την έστελνε ο κυρ Αποστόλης να ψωνίσει, μόνο τα βασικά ήξερε, να συνεννοείται με τον μανάβη και τον μπακάλη και να λέει δυο τρεις κουβέντες σκόρπιες. Είχε μάθει όμως να δίνει τα σωστά χρήματα, να μετράει σωστά τα ρέστα, να συναλλάσσεται, έστω και με χειρονομίες.

Όταν γεννήθηκε ο Μιχάλης της, έλαμψε η ζωή της, άνοιξε το βλέμμα της, ζέστανε η καρδιά της! Κοίταζε το μωρό με αγάπη και ήταν πεπεισμένη πως αυτός θα είχε καλύτερη ζωή από την δική της. Όλα για τον Μιχάλη της!

Μεγάλωνε όμορφα το παιδί και όσο μίζερος σε αισθήματα και χρήματα ήταν ο άντρας της, τόσο απλόχερα δινόταν εκείνη. Περίπου δέκα χρονών ο Μιχάλης γοητεύτηκε από το μάθημα μουσικής στο σχολείο και επιστρέφοντας στο σπίτι, ζήτησε να μάθει να παίζει κιθάρα. Ο πατέρας μίζερος όπως ήταν σε όλα του, του απάντησε πως δεν έχουν χρήματα και πως δεν έχει κανένα νόημα να μάθει να παίζει κιθάρα, αφού θα δουλέψει στην ταβέρνα, μαζί του. Η Ασπασία τότε πήρε παράταιρα τον Μιχαλάκη και του υποσχέθηκε πως θα πήγαιναν κρυφά από τον πατέρα να μάθει κιθάρα και όντως έτσι έγινε. Παρά την δυσκολία στην γλώσσα, κατάφερε να μάθει πως στο κέντρο ψυχαγωγίας της συνοικίας, με λίγα χρήματα έκαναν μαθήματα κιθάρας σε παιδιά, πήρε από τις κρυφές οικονομίες που είχαν για την αγορά του σπιτιού και έγραψε τον Μιχαλάκη να κάνει μαθήματα.

Ο Μιχαλάκης όλο και μεγάλωνε, μαζί του μεγάλωνε και η ανάγκη να μετακομίσουν σε ένα δικό τους σπίτι, μα ο άντρας της έβρισκε συνεχώς δικαιολογίες. Είχε βολευτεί με αυτή την κατάσταση και είχε από κοντά τον άκληρο κυρ Αποστόλη, με την επιθυμία να τον κληρονομήσει. Δεν το είχε σκοπό να κάνει κάτι διαφορετικό. Ο κυρ Αποστόλης δεν είχε πρόβλημα να συμβεί αυτό, αρκεί να τον γηροκομήσουν, η Ασπασία δηλαδή, διότι μόλις κατάπεσε ο κυρ Αποστόλης, ο άνδρας της ξημεροβραδιαζόταν στην ταβέρνα. «Δεν βγαίνει η δουλειά Ασπασία, δεν βγαίνει. Να έρθει ο Μιχάλης να βοηθήσει».
Ο Μιχάλης βοηθούσε στην ταβέρνα, γιατί ήταν ένα παιδί ψυχοπονιάρικο και φιλότιμο, αλλά ο πατέρας συνεχώς τον πρόσβαλε και άφηνε όλη την δουλειά πάνω του, εκείνος το έπαιζε μαγαζάτορας και εισέπραττε μόνο τα χρήματα. «Πώς θα μάθει την δουλειά;» έλεγε όταν η Ασπασία του παραπονιόταν πως ήταν τόσο κουρασμένος που έπεφτε κατευθείαν για ύπνο χωρίς να τελειώσει τα μαθήματά του. «Δεν πειράζει Ασπασία, ας το αφήσει το σχολείο, η ταβέρνα είναι η δουλειά μας».

Πατέρας και γιος τσακωνόντουσαν συνεχώς, ο Μιχάλης ήθελε χρόνο να κάνει τα μαθήματά του, του σχολείου της κιθάρας, μα και του χορού που είχε ξεκινήσει κρυφά από όλους. Η Ασπασία βοηθούσε όσο μπορούσε, μα δεν της έμενε και πολύς χρόνος από τις φροντίδες του κυρ Αποστόλη, που πλέον ήταν κατάκοιτος και δεν μπορούσε ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί. Στεναχωριόταν για την σκλαβιά της, στεναχωριόταν για την αδιαλλαξία του άνδρα της, μα περισσότερο στεναχωριόταν για τον Μιχάλη που ήταν τόσο ταλαντούχος και με σπάνια αντίληψη, εγκλωβισμένος στην ταβέρνα. Όταν ο Μιχάλης ανακοίνωσε πως τα απογεύματα δεν μπορούσε να πηγαίνει στη ταβέρνα, γιατί ήθελε να κάνει χορό, άκουσε τα πάντα από το πατέρα του, τόσα που αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Μάταια η Ασπασία προσπαθούσε να τον πείσει να μείνει, εκείνος ήταν ανένδοτος.
«Το έχουμε αποφασίσει μητέρα, εγώ και η σύντροφός μου, θα μείνουμε μαζί. Είναι καθηγήτρια μουσικής και με βοηθάει στις εξετάσεις μου. Πιστεύει σε εμένα! Μητέρα αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μας» ήταν τα λόγια του λίγο πριν φύγει και της αφήσει την διεύθυνσή του. Το χάρηκε το παιδί της, το καμάρωσε που ύψωσε το ανάστημα, που βρήκε το θάρρος να διεκδικήσει την ζωή του. Ένιωσε δικαιωμένη και για την δική της ζωή, ένα σύγκρυο παράξενο πέρασε το κορμί της και τα μάτια πλημμύρησαν με δάκρυα. Ο Μιχαλάκης της, άξιζε κάθε θυσία που είχε κάνει, κάθε νύχτα πικρής αδιαφορίας από τον άντρα της.

Όταν εκείνος επέστρεψε από την ταβέρνα και του είπε πως ο Μιχάλης έφυγε από το σπίτι, έξαλλος τα έβαλε μαζί της, της είπε πως έφταιγαν οι ιδέες που του έβαζε στο μυαλό, πως πάντα τον είχε παραχαϊδευμένο, μίλησε υποτιμητικά για τον ανδρισμό του γιού του και «έκλεισε» προσγειώνοντας ένα χαστούκι στην Ασπασία που προσπάθησε να τον υπερασπιστεί. Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή της Ασπασίας έγινε μια κόλαση. Ο άντρας της μέθαγε και την κακοποιούσε, τόσο λεκτικά, όσο και σωματικά. Εκείνη συνεχώς σκεφτόταν να φύγει, μάθαινε από τον Μιχάλη πως θα έδινε σύντομα εξετάσεις στο ωδείο και δεν ήθελε να τον «φορτώσει» με τα δικά της, γι’ αυτό έκανε υπομονή και πρόσεχε μην την δουν κάθε φορά που πήγαινε να δει το παιδί.

Μια από τις ημέρες της μεγάλης απελπισίας, ο κυρ Αποστολής την φώναξε.
«Ασπασία» της είπε αδύναμα στο κρεβάτι του, «Γκρέμισε και αυτή και εκείνον» και άφησε την τελευταία του πνοή, γέρνοντας στο μαξιλάρι.

Ήταν καλός άνθρωπος ο κυρ Αποστόλης, εκτίμησε την Ασπασία και τις φροντίδες της. Μπορεί να άφησε την δουλειά στον άντρα της, αλλά εκείνη την ένιωθε σαν κόρη του. Τον αγάπησε και εκείνη, τον νοιάστηκε, είδε στο πρόσωπό του, τον πατέρα της. Έτσι λοιπόν, τρεις ημέρες μετά την κηδεία, ο συμβολαιογράφος τους φώναξε να ανοίξουν την διαθήκη και κληρονόμος της ταβέρνας και του σπιτιού του, ήταν η Ασπασία!
«Πάρε τις οικονομίες από την τράπεζα και φύγε! Μην σε ξαναδώ!» είπε στον άντρα της που είχε γίνει πλέον ένας μέθυσος.
«Και η ταβέρνα; Τι θα απογίνει η ταβέρνα;»
«Θα την γκρεμίσω, το έχω υποσχεθεί στον κυρ Αποστόλη»
«Όχι! Όχι την ταβέρνα! Είναι η ζωή μας Ασπασία!» της είπε εκείνος απεγνωσμένος
«Η ζωή σου, θες να πεις. Η δική μου μόλις ξεκίνησε!»
Η ταβέρνα γκρεμίστηκε σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο του κυρ Αποστόλη. Στα γκρεμίσματα, σε μια κρύπτη, βρέθηκε ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσές λίρες και τότε η Ασπασία θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του γεράκου «Γκρέμισε και αυτή και εκείνον».

Ελένη Ρέγγα

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading