, ,

Κύκλοι και Ελλείψεις – 13

Προηγούμενο

Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, οι Γερμανοί επέταξαν το σπίτι τους. Μεγάλο το σπίτι, διώροφο. Ο Χέλμουτ Φον… κάτι, ανώτερος αξιωματικός και οι τρεις παρατρεχάμενοί του, έκαναν σπίτι τους το σπίτι των Αγγέλογλου και περιόρισαν την φαμίλια, έξι άτομα, στη σοφίτα. Στη σοφίτα των 35 τετραγωνικών. Οι Αγγέλογλου από νοικοκυραίοι έγιναν υπηρέτες και μάλιστα υπηρέτες στον εχθρό. Ο Κωνσταντής που είχε ήδη πολεμήσει έναν άλλο εχθρό σ’ έναν άλλο πόλεμο, μετά βίας ανεχόταν το οτιδήποτε. Μόνο ο φόβος για την ασφάλεια της οικογένειάς του τον συγκρατούσε. Με παιδιά πλέον στο τέλος της εφηβείας τους, ριψοκίνδυνα και ξεροκέφαλα όπως ήταν κι ο ίδιος κάποτε, έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και να τηρεί τις ισορροπίες.

Η συμβίωση με τους Γερμανούς έγινε συνήθεια. Ο Χέλμουτ Φον… πρέπει να ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, γνώριζε πολλά για την αρχαία Ελλάδα, ήξερε και κάποια σπαστά ελληνικά. Αν και ήταν ευγενής και τυπικός, δεν του έλειπε η υπεροψία και δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει την ανωτερότητα του ίδιου και του λαού του στις ελάχιστες συνομιλίες που είχε με την οικογένεια. Και πάντα σε συνδυασμό με την αρχαία κληρονομιά των Αγγέλογλου. Σαν να ζήλευε που οι υποτελείς του είχαν τόσο σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά, ενώ οι ίδιοι… μα να τώρα που η τέλεια γερμανική φυλή τελικά υπερίσχυσε. Και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ελληνικός, ήταν ευρωπαϊκός, άρα και γερμανικός. Κακώς ιδιοποιούνται οι Έλληνες την ευρωπαϊκή ιστορία.

Μια μέρα ο Χέλμουτ γύρισε νωρίτερα στο σπίτι και καθώς μπήκε, άκουσε την κόρη της οικογένειας, την Θάλεια, να παίζει στο πιάνο. Λάτρης της κλασσικής μουσικής, ενθουσιάστηκε από την ερμηνεία της Θάλειας και απαίτησε να παίζει το κορίτσι κάθε απόγευμα για την διασκέδασή τους. Η Θάλεια αγανάκτησε, αρνήθηκε κατηγορηματικά, μέχρι που έφτασε να πει ότι δεν θα ξανάγγιζε ποτέ το πιάνο και θα πήγαιναν στράφι τόσα χρόνια μελέτης. Έπεσαν πάνω της οι γονείς της προσπαθώντας να την λογικέψουν, να μην αντιδράει έντονα, να μην τους πηγαίνει κόντρα, δεν ήταν φρόνιμο. Με τα πολλά την έπεισαν. Γεγονός είναι ότι από ‘κείνη τη μέρα, οι Αγγέλογλου απολάμβαναν κάποια στοιχειώδη προνόμια. Λίγο φαγητό και μικρές ελευθερίες. Δεν ήταν υποχρεωμένοι τώρα να κλειδώνονται στη σοφίτα όταν έρχονταν οι Γερμανοί, κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους. Δεν είχαν βέβαια πολλές κουβέντες, μόνο διαταγές εκτελούσαν, αλλά τουλάχιστον μπορούσαν να ζουν στο σπίτι τους, όχι σαν φυλακισμένοι όπως πριν, αλλά ως κατοικίδια. Είχαν υποχρεώσει την Ναυσικά να τους μαγειρεύει κι έτσι εξοικονομούσε φαγητό και η οικογένεια. Λίγο βέβαια, γιατί ήταν πολλοί και θα τους έπαιρναν χαμπάρι.

Σιγά-σιγά οι Γερμανοί δεν έδιναν σημασία στην παρουσία τους κι έτσι πολλές φορές ο Κωνσταντής βρισκόταν κάπου κοντά όταν συζητούσαν και άκουγε μικρά και μεγάλα μυστικά, μικρά και μεγάλα σχέδια. Ό,τι μπορούσε να καταλάβει τέλος πάντων. Κάποιο απομεινάρι του παλιού Κωνσταντή βγήκε στην επιφάνεια και εύκολα βρήκε τον τρόπο να τα μεταφέρει στα κατάλληλα αυτιά. Με αυτό τον τρόπο έπαιρνε την εκδίκησή του απ’ αυτούς που του κατάκτησαν την χώρα και το σπίτι του. Έπαιρνε το αίμα του πίσω και για τους άλλους, που τον είχαν διώξει απ’ την άλλη του πατρίδα και το άλλο του σπίτι. Ήταν κι ένα ηχηρό χαστούκι και γι’ αυτούς που τον κακολογούσαν. Γιατί υπήρχαν κι οι καλοθελητές που του κολλούσαν “ρετσινιές”, συχνά αντιφατικές. Άλλοι τον έλεγαν προδότη και ότι συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, άλλοι κομμουνιστή για τα βενιζελικά του φρονήματα, άλλοι φασίστα γιατί με τους Γερμανούς μες στο σπίτι του αυτός και η οικογένειά του δεν λιμοκτονούσαν… Γιατί πείναγαν μεν, αλλά δεν λιμοκτονούσαν. Και ο Κωνσταντής κατάπινε αμάσητα και τα περιφρονητικά βλέμματα και τους ψιθύρους και συνέχιζε απτόητος τις συναντήσεις του με τους μυστικούς του φίλους. Η Ναυσικά τον παρακαλούσε πότε με το καλό πότε με το άγριο να φυλάγεται και να μην ανακατεύεται. «Πενηντάρισες» του έλεγε, «μην κάνεις το παλικαράκι. Δεν μας παίρνει πια». «Μην φοβάσαι» της απαντούσε «έχω ξεγελάσει κι άλλη φορά τον θάνατο».

Πέρασαν δύσκολα, αλλά επιβίωσαν. Μεγάλη η φαμίλια, πολλά τα στόματα. Η Ναυσικά ξεπέρασε τον εαυτό της προσπαθώντας να κρατήσει όρθια την οικογένειά της μέσα απ’ τον τρόμο για τις δραστηριότητες του Κωνσταντή. Έφτιαχνε γεύματα με τα αποφάγια των Γερμανών και με ό,τι της έδιναν ως ελεημοσύνη. Πολλές φορές καρπούς απ’ τα δέντρα του κτήματος ή αυγά απ’ τις κότες. Τα δικά της δέντρα και τις δικές της κότες. Θυμήθηκε ακόμη και τις χρυσές της λίρες απ’ τη Τουρκία, που ήταν ακόμα ραμμένες στις φόδρες των φουστανιών που δεν φορούσε πια. Κάθε τόσο, στα κρυφά, ξήλωνε και από μια για ν’ αγοράσει λίγο λάδι ή λίγα όσπρια στη μαύρη αγορά. Πολύ λίγες λίρες σώθηκαν από τότε και ήταν αυτές με τις οποίες χρύσωνε πολύ αργότερα τα εγγόνια της στα γεννητούρια τους.

Όμως κι αυτός ο εφιάλτης κάποια στιγμή πέρασε και τον Οκτώβρη του 1944 η Ελλάδα πανηγύριζε την απελευθέρωσή της. Η αλήθεια έλαμψε για την μικρή, αλλά σημαντική δράση του Κωνσταντή και τα κακόβουλα στόματα για άλλη μια φορά έκλεισαν. Όμως λίγο αργότερα, τον Δεκέμβριο, ο Κωνσταντής μπερδεύτηκε πάλι με το ρου της ιστορίας στα δεκεμβριανά, αυτή τη φορά άθελά του.

Είχε πάει στο μαγαζί του, στην Ομόνοια, το οποίο είχε κλείσει στη διάρκεια της Κατοχής, για να δει πώς μπορεί να ξαναξεκινήσει, όταν ξέσπασαν οι φασαρίες στο κέντρο της Αθήνας. Ο ίδιος και κάποιοι άλλοι βρήκαν καταφύγιο μες στο μαγαζί και κλειδαμπαρώθηκαν. Οι φασαρίες κράτησαν 33 μέρες και 33 μέρες θα ήταν χωρίς νερό και χωρίς φαί αν δεν θυμόταν κάποια στιγμή ο Κωνσταντής ότι το διπλανό κτίριο ήταν μπακάλικο. Έσκαψαν τότε και οι οκτώ τον ενδιάμεσο τοίχο με ό,τι έβρισκαν και κατάφεραν ν’ ανοίξουν μια τρύπα τόση, ώστε να περάσουν στο μπακάλικο και να τραφούν. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό, προσπαθώντας να στήσουν την Ελλάδα πάλι στα πόδια της. Και το αποτέλεσμα; Ο εμφύλιος που ξέσπασε αμέσως μετά. Νέες σελίδες αίματος, ελληνικού αίματος. Ο εμφύλιος δεν επηρέασε τους Αγγέλογλου ιδιαίτερα, μιας και ήταν πολύ μετριοπαθείς στις πολιτικές τους πεποιθήσεις και δεν προκαλούσαν κι έτσι βγήκαν αλώβητοι και απ’ αυτή την περίοδο.

Η Ναυσικά πια πίστευε ότι θα πρέπει να πέρασαν οι μεγάλες τραγωδίες πια. Δόξα τω Θεώ ήταν όλοι εκεί, στο σπίτι τους, που ήταν κι αυτό εκεί. Όρθιοι όλοι, ενωμένοι. Δεν μέτραγαν απώλειες σε ζωές, μόνο σε υλικά αγαθά. Δεν πειράζει, θα ξαναρχίσουν απ’ την αρχή. Πόσες αρχές υπάρχουν στη ζωή ενός ανθρώπου; Πόσα τέλη και πόσες αρχές αντέχει; Κύκλοι. Κύκλοι ή ελλείψεις;

Τα παιδιά μεγάλωσαν. Ο Μιλτιάδης σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, ο Αριστείδης έγινε καπετάνιος, η μονάκριβη Θάλεια έκανε ανώτερες σπουδές στο πιάνο και ο μικρός Αλκιβιάδης ακόμη ψαχνόταν. Μεγάλωσε κι ο Κωνσταντής και τα σημάδια της ηλικίας ήταν φανερά στο πρόσωπο και το σώμα. Τα μαλλιά του, τα ξανθά μαλλιά του άσπρισαν και το κορμί του έγειρε. Μεγάλωνε και η ίδια. Μεγάλωνε; Είχε περάσει πια τα 50 και αν και υπήρχαν μέρες που ένιωθε 100 χρονών, ο χρόνος της είχε φερθεί καλά και της είχε προσθέσει ελάχιστα σημάδια. Κάποιες μικρές ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια και το στόμα και κάποια παραπάνω κιλά. Όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα της ζωής της την ατσάλωσαν ακόμα παραπάνω, της έκλεισαν την καρδιά. Εξαφάνισε από μέσα της κάθε περιττό συναίσθημα, αυτό που θεωρούσε εκείνη περιττό. Δεν υπήρχαν πια ούτε εκπλήξεις, ούτε ενθουσιασμοί, ούτε συγκινήσεις. Μόνο τα «πρέπει» της υπήρχαν. Μόνο το καθήκον, όπως τουλάχιστον όριζε εκείνη την έννοια του καθήκοντος. Είχε μείνει πιστή σ’ εκείνο τον όρκο που είχε δώσει τότε, στο κατάστρωμα του πλοίου «Ελευθερία» και άρχισε λίγο-λίγο να κλείνεται στον εαυτό της και να απολαμβάνει την μοναχικότητά της. Ένιωθε πλήρης και ικανοποιημένη απ’ την πορεία της. Είχε φτιάξει με τα χέρια της ένα αξιοπρεπές σπιτικό κι είχε καταφέρει να το συντηρήσει μέσα από φουρτούνες και καταιγίδες. Κι είχε καταφέρει να επουλώσει όλες τις πληγές και τις δικές της και των άλλων. Τα κατάφερε τελικά, έτσι δεν είναι;

Κλειώ Μαυρουδή

Συνεχίζεται…

Μία απάντηση στο “Κύκλοι και Ελλείψεις – 13”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading