,

Η ζωή ένα σφύριγμα!

Ο Στέργιος έκλεινε τα δεκαοχτώ τον Αύγουστο του ‘55. Στερνοπούλι, με τα δυο αδέλφια του και τον πατέρα του ήδη εργάτες στην Γερμανία. Γι’ αυτό μισούσε την ξενιτιά και είχε φροντίσει να μάθει την τέχνη των παππούδων του. Κουρέας!

Το μαγαζί τους στην στοά στην Ρόμβης είχε κίνηση και θα το έκανε πιο ξακουστό σαν πέρναγαν σ’ αυτόν τα ηνία της έτοιμης επιχείρησης. Κατόπιν θα νοικοκυρευόταν. Είχε σταμπάρει την Ραλλού. Δυο χρονάκια τού έριχνε, μα ήξερε πως τον κοίταγε όποτε πέρναγε έξω απ’ την μισάνοικτη πόρτα του κουρείου. Λιώνανε τα βλέμματα σε δευτερόλεπτα και γλείφανε οι φλόγες τους στα κορμιά. Όποτε την έπαιρνε χαμπάρι απ’ την γωνία, άρχιζε το σφύριγμα ο Στέργιος. Δεν ήθελε να φανεί αγενής, τραγουδάκια σκάρωνε. Ήταν σίγουρος ότι τον είχε αντιληφθεί πως αποκλειστικά για τ’ αυτιά της ήταν αφιερωμένοι οι ήχοι απ’ τα σουφρωμένα χείλη του.

Ορφανή από μάνα η Ραλλού, έτρωγε τα χέρια της στις σκάφες. Προκομμένη και αεικίνητη. Μικροκαμωμένη και ξανθούλα, σαν μπιμπελό. Πανέξυπνη, σαΐτες πετάγαν τα καστανοπράσινα μάτια της. Το παλικάρι, της είχε γυαλίσει πριν την πάρει χαμπάρι εκείνος. Ήταν φορτωμένη το κοφίνι με τα άπλυτα σαν έκανε μια στάση να πάρει τα χρωστούμενα από πελάτη που φούμαρε στην είσοδο του κουρείου. Ο ψηλός, καστανός, με τα στιβαρά χέρια, της είχε γυρισμένα τα νώτα του. Της αρκούσε να δει την πλάτη του για να ξεκινήσει να χτίζει εκεί το όραμά της για το κοινό μέλλον τους.

Σκάρτη διετία μετά, κρατώντας στα χέρια της τα δίδυμα κορίτσια τους, ήξερε πως ο έρωτας στόχευσε κέντρο και γέννησε την ιδανική ευτυχία στο τριαράκι διαμέρισμα. Την φωλίτσα τους. Στο κουρείο δεν προλάβαινε ο Στέργιος, είχε προσλάβει και δύο βοηθούς! Χρυσές δουλειές, η Ραλλού δε χρειάστηκε να εργαστεί, όχι πως θα την άφηνε ποτέ ο άνδρας της. Ο καιρός κυλούσε νεράκι, στο σχόλασμα ακόμα σφυρίζοντας έμπαινε στο σαλόνι αντί για χαιρετούρες ο Στέργιος! Τους είχε μείνει αυτή η αγαπημένη συνήθεια!

Οι κοράκλες θεριεύανε. Μπορεί να είχαν σκάσει στον κόσμο με τέσσερα λεπτά διαφορά, αλλά δεν μοιάζανε στο ελάχιστο. Ούτε στην εμφάνιση, ούτε στον χαρακτήρα. Η «μεγάλη» σοβαρή, μετρημένη, η Δώρα τους. Η δεύτερη σκορποχώρι, όλα στον αυτόματο, η Μαντώ τους. Παραδόξως τα πηγαίνανε άψογα, αλληλοσυμπληρωνότανε. Ξεκινήσανε τις σπουδές τους το 1977, η μία στον τόπο της στην Αθήνα και η μικρή στην Πάτρα. Τρεις ωρίτσες απόσταση τις χωρίσανε. Τις ένωνε μία μήτρα και δεκαεπτά έτη σε ένα δωμάτιο, πάνω-κάτω στην κουκέτα!

Τότε ήταν που αρχίσανε οι στεναχώριες του Στέργιου. Το μαγαζί έκανε κοιλιά, ο κόσμος προτιμούσε τα κομμωτήρια, ειδικά οι άνδρες που ερχόταν για ξύρισμα ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι θυγατέρες του πάνω στα έξοδα και αυτός απ’ το κακό στο χειρότερο. Βάραγε μύγες ο Στέργιος στο κουρείο. Φλεβάρη του ’80, με βαριά βήματα έβαλε οριστικό λουκέτο και μια αγγελία για ενοικίαση του χώρου. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, μαράθηκε πριν την ώρα του. Τα χέρια του, που είχαν χορέψει δημιουργικά σε τόσα κεφάλια, ζαρώσανε, οι ώμοι του καμπούριασαν απ’ την απραγία. Το σφύριγμά του κόπηκε μαχαίρι! Τα λίγα χρήματα που είχε αποταμιεύσει, ίσα που φτάνανε για λίγους μήνες. Έπρεπε να βρει δουλειά. Η στεναχώρια είχε αρχίσει να τον δαγκώνει κατά πρόσωπο, χαράζοντας ρυτίδες στο κούτελό του. Ευτυχώς γρήγορα τον προσλάβανε ως πωλητή στο Μινιόν, κάπως βρήκε τα πατήματά του. Τον Δεκέμβρη πυρκαγιά κατάπιε το πολυκατάστημα και τον Στέργιο η θλίψη. Η καρδιά του θρυμματίστηκε, από έμφραγμα κατέληξε το ίδιο βράδυ.

Χήρεψε η Ραλλού, στα σαρανταπέντε της. Έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά τους, μούσκεψε τα διπλά σεντόνια απ’ τον οδυρμό της. Έκλαιγε, μαζεμένη κουβάρι για δυο μερόνυχτα. Ούτε έφαγε, ίσα νερό έπινε, μπαινοβγαίνοντας σαν άνεμος. Σαν άφησε ανοικτή την πόρτα το τρίτο ξημέρωμα, τα κορίτσια της, άγρυπνοι φρουροί απ’ έξω. Συνειδητοποίησε πόσο κούκλες ήταν, στα ντουζένια τους. Τελείως παράταιρα τις τύλιγε το πένθιμο χρώμα. Δε θα τους στερούσε την ομορφότερή τους εποχή η απώλεια. Δε θα το επέτρεπε. Τους ξεκαθάρισε, σχεδόν τους επέβαλε, για σαράντα μέρες μαύρα. Ούτε ένα 24ωρο παραπάνω! Ήξερε πως μέσα της δε θα έπαυε να κλαίει. Έξω της, η Δώρα και η Μαντώ, ήταν οι θησαυροί της, το μασκαρεμένο γέλιο της. Σφίχτηκε και πήρε δύναμη απ΄τα νιάτα τους. Μίσχος που τον πηγαινοέφερνε ο αέρας ένιωθε η Ραλλού. Κρατιόταν γερά απ’ την ρίζα της, τις χαρούμενες αναμνήσεις που μοιράστηκε με τον Στέργιο της. Δεν είχε τίποτα δυσάρεστο να θυμηθεί απ’ την συμβίωσή τους. Τα δυο μπουμπούκια τους, είχαν μόλις ανθίσει, μοσχοβολούσαν, προσελκύοντας επίδοξους «κηπουρούς». Να σκορπίσουν και αυτά με την σειρά τους την ευωδία τους στην πλάση.

Η Μαντώ κουβάλησε πρώτη τον γαμπρό. Αποδείχτηκε πως ήταν συμφοιτητές στην Πάτρα. Η κρυφομαϊμού η Δώρα, το γνώριζε και δεν μίλαγε. Άρον-άρον γνωρίσανε και την συμπεθέρα, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που έφθασε οδικώς απ’ το Σουφλί για τα λογοδοσίματα. Συμπονετικός, άξιος και φουλ ερωτευμένος φαινόταν ο νεαρός Θόδωρος. Σιγοσφύριξε στο αυτί της μικρής η Ραλλού, δίνοντάς έτσι την έγκρισή της στο σμίξιμό τους. Άλλωστε τα κορίτσια της χαράσσανε το δικό τους στρατί.

Πέντε καλοκαίρια κυλήσανε και συνέχιζε να συζεί το νεαρό ζευγάρι. Η Ραλλού μήτε κουβέντα για στεφάνι, κράταγε τις απορίες της, δε θα επιθυμούσαν παντρειές και πανηγύρια. Μέχρι τουλάχιστον να έρθει το παιδί. Μπορεί να μην ήθελαν ούτε διάδοχους. Περισσότερο αγχωνόταν για την σοβαρή Δώρα. Ο ένας της μύριζε ο άλλος της ξίνιζε, δεν στέριωνε σε σχέση. Πόσες φορές της είχε πει, να πιάσει το δικό της διαμέρισμα, αυτή εκεί, δεν άφηνε το πατρικό και την βολή-Ραλλού της. Το βασικό ήταν πως οι αδελφές ήταν μονιασμένες με κοινές παρέες και εξόδους.

Σάββατο, αχάραγα ήταν. Η «μεγαλύτερη» είχε βγει, δεν είχε μαζευτεί απ’ τα νυχτοπερπατήματά της. Η Ραλλού χάζευε επαναλήψεις στο χαζοκούτι, ξυπνούσε απ’ τις πεντέμιση, συνήθεια ετών. Βρόντηξε η εξώπορτα, σαν μανιασμένη όρμηξε στο καθιστικό η Δώρα. Άρπαξε δυο βαλίτσες, χώνοντας τα ρούχα της κουβάρια. Δεν αποκρίθηκε στην αγωνία της μάνας της, παρά με την σιωπή της. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε εξαφανιστεί, αλαφιασμένη. Πίσω της, τρέχοντας στο μπαλκόνι η Ραλλού, διέκρινε το αμάξι του Θόδωρου να γκαζώνει. Κατέρρευσε στην πολυθρόνα της. Άρπαξε το ακουστικό και κάλεσε την Μαντώ. Θα ήξερε, λέγανε τα πάντα αυτές. Έλειπε βέβαια σε σεμινάριο στη Θεσσαλονίκη, το απόγευμα θα γυρνούσε. Αμέσως της απάντησε μολονότι με το ζόρι τής έβγαινε η φωνή. Της είπε να πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοντά της, ήταν Αθήνα, στο σπίτι της ήδη. Αμπελόκηποι-Κηφισιά σε είκοσι λεπτά. Φτερά έβγαλε στα πόδια και πέταξε η Ραλλού.

Όπως πέταξε και η Μαντώ απ’ τον τέταρτο όροφο, την ώρα που η μάνα κατέβαινε απ’ το ταξί. Ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ψυχρό οδόστρωμα λίγα μέτρα απ’ τις μύτες των παπουτσιών της. Ουρλιαχτό λύκαινας και υπερπροσπάθεια να ξεκολλήσουν την διαλυμένη νεκρή απ’ την αποχαιρετιστήρια μητρική αγκάλη, που μάταια προσπαθούσε να αναστήσει. Η Μαντώ, όπως αποδείχτηκε, είχε επιστρέψει απ’ το εκπαιδευτικό ταξίδι της στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, νωρίτερα απ’ την προβλεπόμενη άφιξή της. Ο Θοδωρής, αφού μιλήσανε, την άφησε να ξεκουραστεί και ξεκίνησε για το γραφείο του κανονικά το πρωί. Με την ανατολή, άνοιξε την μπαλκονόπορτα η Μαντώ, πήδηξε στο κενό και την τελευταία της πνοή ρούφηξε αχόρταγα η βρώμικη άσφαλτος.

Η Δώρα παρέμεινε εξαφανισμένη, κάνα τηλέφωνο πού και πού έπαιρνε την μητέρα της. Στις συνομιλίες τους, δεν την ρώτησε τίποτα η Ραλλού, δεν ήθελε, δεν άντεχε. Ούτε καν τη διεύθυνση ή τον αριθμό της ζήτησε, δεν θα την καλούσε πίσω. Το ραγισμένο μυαλό της μάνας γνώριζε την αλήθεια, την είχε μυρίσει σαν σκυλί που οσμίζεται το γεύμα του. Η δηλωμένη αυτοκτονία, ήταν απόρροια της φονικής έκπληξης. Δεν την χωρούσε το κεφάλι της, δεν ήθελε να παραδεχτεί το γεγονός, ούτε στον εαυτό της. Μέχρι που έλαβε ταχυδρομικά το προσκλητήριο και επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι τοις. Ο γάμος της Δώρας με τον Θόδωρο θα γινόταν σε ένα παρεκκλήσι στα Λάβαρα. Δαγκώθηκε. Λάτρευε την κόρη που έχασε άδικα μπροστά στα έντρομα μάτια της. Όσο και να ήθελε να μισήσει ταυτόχρονα την υπαίτια δίδυμη, εξακολουθούσε να την αγαπά. Αδυνατούσε να ισορροπήσει τα δυο συναισθήματα που είχαν γίνει σαρκοβόρα μεταξύ τους. Της αρκούσε που ήταν υγιής μακριά της. Της ήταν αδύνατο να πάει να δώσει την ευχή της στο μυστήριο. Γνώριζε ο έρωτας δεν είναι επιζήμιος, οι άνθρωποι τον χρησιμοποιούν και τον μετατρέπουν σε λαίλαπα! Στο ποτάμι του βαπτίζονται τα φριχτότερα εγκλήματα ως αναπόφευκτα, χωρίς να εξαγνίζονται ποτέ! Και αυτή, δε θα γινόταν μάρτυρας στον γάμο που πάλευε ν’ ανθίσει πάνω σε τάφο…

Όπως το δρομολόγιο της Ραλλούς στο κοιμητήριο κάθε Σάββατο πρωί, μαυροφορεμένη οριστικά σε ψυχή και σώμα. Συνήθεια και ανάγκη απαράλλακτη. Εκεί άνηκε αυτή, μπερδεύτηκε το σύμπαν και δεν την πήρε αντί για την Μαντώ. Τόσες φορές το είχε ζητήσει! Στεκότανε πάνω απ’ το καντηλάκι του Στέργιου και του σφύριζε! Σίγουρα την καταλαβαίνανε και οι δυο, πατέρας και κόρη, όλη η ζωή τους ένα σφύριγμα, ένα μελωδικό φσσστ! Ας την είχαν για αλαφροΐσκιωτη οι περαστικοί. Παρακαλούσε να την πάρουν! Τι έκανε πάνω στη γη, άχρηστη ήταν. Μέχρι που της χτυπήσανε το κουδούνι…

Μοναδική κηδεμόνας, λέει. Ποια, αυτή; Πατημένα πενήντα, ειδοποιήθηκε να αναλάβει τον εγγονό της. Ο γαμπρός της, είπανε, πλακώθηκε απ’ το τρακτέρ, έμεινε δυο ώρες έτσι στο χωράφι, δεν το προλάβανε, ξεψύχησε. Η Δώρα, μετά την γέννα πάλευε με την επιλόχειο κατάθλιψη. Ή με τα στοιχειά της! Η αιφνίδια απώλεια του Θόδωρου, ήταν το τελειωτικό χτύπημα, για τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική! Θα της δίνανε εξιτήριο και πότε; Κανείς δεν είχε σίγουρη απάντηση να της δώσει. Βρέθηκε με ένα μπέμπη στο σπίτι, που δεν είχε ματαδεί, δεν ήξερε καν πως υπήρχε, ούτε αν μπορούσε να το αναθρέψει. Ανίερο σμίξιμο, ευλογημένος όμως ο καρπός της κοιλίας.

Το μωράκι λες και ένιωσε τα νεύρα της Ραλλούς, με το που τον έμπασε στο σπίτι, δεν σταμάτησε να κλαίει. Ίσως μύριζε την μάνα του και την έψαχνε! Σα γατί, με αυτό το συνεχές, σιγανό, ενοχλητικό νιαούρισμα! Το αδιέξοδο της Ραλλούς γιγαντωνότανε, γινόταν χαντάκι να την καταπιεί! Δεν ήταν φόρεμα να το επιστρέψει, δικό της αίμα ήταν, δυο φορές παιδί της!

Μονολόγησε… “Πού είσαι και ‘συ Στέργιο; Τώρα που σε θέλω, λείπεις!”. Φουρκισμένη, αγριεμένα σφύριξε στην κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του. Και ξαφνικά, σιωπή. Νόμιζε πως κουφάθηκε απ’ το ζόρι της. Ξανασφύριξε στον μακαρίτη. Απόλυτη ησυχία. Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το φασκιωμένο μπογαλάκι στην αγκαλιά της. Αυτό της αντιγύρισε τα ματάκια του με απορία, ενώ έστρεφε το κεφαλάκι του σαν κλωσσοπούλι να βρει από πού έρχεται ο ήχος. “Εμ, αυτό ήθελες για να ηρεμήσεις; Θα σε ταράξω στο σφύριγμα, μικρούλι… Στέργιο μου!” του γλυκομίλησε, η Ραλλού. Το στέρνο της τώρα παλλόταν από περηφάνια και αδημονία. Αυτή τη φορά, τη δεύτερη ευκαιρία της, θα την εφχαριστιόταν στο έπακρο, θα ήταν τέλεια στην λεπτομέρεια! Έσφιξε κατάστηθα τον εγγονό της, το δώρο της! Θα γινόταν άξιος κληρονόμος του ονόματος του παππού του, όφειλε να φυλάξει τον ηρωικό επιζώντα του καταστροφικού έρωτα που ξεκλήρισε την οικογένειά της. Αγάπη, ατόφια αγάπη θα τον γαλουχούσε! Όνειρα θα τον τάιζε, με παραμύθια θα τον έλουζε! Άλλωστε είχαν μείνει ολομόναχοί τους! Απόψε κιόλας θα βολτάρανε παρέα στην γειτονιά, σφυρίζοντας! Θα ξάνοιγε και το παντελόνι της, δεν κουμπώνανε τα μαύρα με την νεογέννητη ελπίδα! Η ζέστα βάσταγε, αποκαλόκαιρο, ίσως αράζανε και στην καφετέρια του πάρκου… τι μπορούσε να πάει στραβά;

Φρικτοί οι τίτλοι των ειδήσεων το επόμενο πρωί: «Αγοράκι τριών μηνών παρασύρθηκε μαζί με την γιαγιά του από διερχόμενο όχημα χθες το βράδυ. Η 53χρονη κηδεμόνας του νοσηλεύεται με σοβαρές κακώσεις. Δυστυχώς, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, το βρέφος υπέκυψε στα τραύματά του λίγο πριν τα μεσάνυχτα…».

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading