,

Ανυπότακτη

Ανυπότακτη! Αυτό ήταν, ανυπότακτη με περίσσιο θράσος! Αυτόν τον χαρακτηρισμό φώναξε ο εργοδότης της λίγα λεπτά πριν. Όχι, δεν είχε μετανιώσει που πήρε την τσάντα της και έφυγε, άλλωστε δεν είχε κανένα δικαίωμα να της επιτεθεί λεκτικά, σκεφτόταν περπατώντας στο ψιλόβροχο.

Πληκτικά, απέραντα πληκτικά περνούσαν οι ώρες στην δουλειά, ήταν διεκπεραιωτική και αρκετές φορές εξυπηρετούσε πελάτες αγενείς, χωρίς ίχνος λογικής. Έδινε όμως τον καλύτερο εαυτό της, προσπαθούσε να διαχειρίζεται το άγχος και την αγένεια, χωρίς να επιτρέπει να εισβάλει μέσα της η κακοτροπιά. Κάποιες φορές τα κατάφερνε καλά, άλλες φορές ήταν αδύνατο, την έπνιγε το δίκιο. Σήμερα, μετά από μεγάλη προσπάθεια να μην αφήσει καμία εκκρεμότητα φεύγοντας, επιπλήχτηκε από τον προϊστάμενο της για το λόγο πως δεν χαμογελάει αρκετά.
«Εννοείτε να χαμογελάω ακόμα και όταν με βρίζουν κύριε Σώτη;» ρώτησε χαμογελαστή πάντα, με ένα μικρό ίχνος ειρωνείας. Η συζήτηση δυστυχώς ξέφυγε από τον έλεγχο, μια μικρή έκρηξη θυμού πλημμύρισε το χώρο και ως μοναδική λύση, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

Άναψε ένα τσιγάρο να ηρεμήσει, κάπως να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της. Κατέληξε ακόμα μια φορά πώς δεν μπορούσε να καταλάβει τον κόσμο γύρω της, δεν μπορούσε να δεχτεί πως η ζωή της θα ήταν ένα καταραμένο καθημερινό μοτίβο, δουλειάς, σπιτιού και τούμπαλιν. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να σπάσει τον φαύλο κύκλο, ίσως γι’ αυτό αφέθηκε και δεν υπερασπίστηκε την δουλειά της. Ήθελε να φύγει, έψαχνε μια αφορμή που δεν άργησε να έρθει ή έλπιζε σε μια κατάληξη τέτοιου τύπου, θέλοντας με λαχτάρα να αναπνεύσει «άνεμο λευτεριάς», όπως συνήθιζε να λέει. Ήταν η τέταρτη δουλειά που άφηνε τα τελευταία δυο χρόνια και τώρα αναρωτιόταν πώς θα πλήρωνε το νοίκι, πώς θα πλήρωνε την δόση του αυτοκινήτου; Δεν ήθελε πάλι να απευθυνθεί στους γονείς της, οι οποίοι σαφώς και θα την κάλυπταν, αλλά ενδόμυχα θα απογοητεύονταν.

Της είχαν μάθει να ψάχνει πάντα το καλύτερο και αυτό έκανε! Άλλωστε προσπάθησε τόσο να τα καταφέρει, ή εκείνη ήταν λάθος ή κάτι έκανε λάθος. Από μικρή στο σχολείο, ήταν όλα δύσκολα και βαρετά. Δεν τα πήγαινε καλά, ήταν τα μαθησιακά που την δυσκόλευαν και η αυτοπεποίθησή της συνεχώς μειωνόταν. Ανυπομονούσε να βγει στον πραγματικό κόσμο και χάρηκε πολύ όταν βρήκε την πρώτη της δουλειά στην εστίαση. Δύσκολη δουλειά, με βάρδιες, αργίες και Σαββατοκύριακα, μισά ένσημα, λίγα tips και χρέωση αν έσπαγε κάτι. Ήθελε κάτι παραπάνω. Βρήκε δουλειά σε κατάστημα ρούχων, χειρότερες συνθήκες, ανύπαρκτο ρεπό. Πάλι θέλησε κάτι παραπάνω, έκανε κάποια ταχύρρυθμα σεμινάρια σαν γραμματειακή υποστήριξη και μέσα σε λίγους μήνες αναζήτησε εκ νέου εργασία. Δεν θα ησύχαζε αν δεν έβρισκε κάτι να της αρέσει, να έχει καλές συνθήκες εργασίες και σεβασμό στον ανθρώπινο χρόνο και ύπαρξη.

Όταν η κυρία Σούλα μίλησε με την κόρη της και έμαθε πως έφυγε και από αυτή την δουλειά, απογοητεύτηκε. «Μα τι λάθος έχω κάνει με αυτό το παιδί;» μονολόγησε. Η Χριστίνα της ήταν ένα καλό παιδί, αλλά ποτέ δεν υπήρξε καλή μαθήτρια, δεν είχε διαπρέψει πουθενά, δεν προσπαθούσε παραπάνω από τα τυπικά, ίσα να περάσει την τάξη ή το μάθημα, κουτσά στραβά να πάρει το Lower, με κόπο να περάσει τις εξετάσεις οδήγησης, να τελειώσει το σχολείο, να δουλέψει. Μα πώς να δουλέψει, που από κάθε δουλειά έφευγε; Στην τελευταία δουλειά είχε παρακαλέσει έναν γνωστό να την προσλάβει και μάθαινε από το παιδί πως δούλευε σκληρά, γιορτές, αργίες, έδινε τα πάντα. Μα γιατί πάλι έφυγε; Έβρισκε δουλειά τόσο δύσκολα και απλά αποχωρούσε;

«Μάλλον δεν έπρεπε να την βοηθάμε τόσο πολύ οικονομικά» συμπέρανε με τον σύζυγο της.
«Και τι να κάνουμε ρε Σούλα; Παιδί μας είναι, δεν θα το βοηθήσουμε; Τι θα της πούμε, κόψε τον λαιμό σου να πληρώσεις το νοίκι; Αφού δεν έχει» έλεγε ο κυρ Παναγιώτης.
«Και αν πεθάνουμε εμείς τι θα κάνει Παναγιώτη; Πότε θα μάθει να συμβιβάζεται και να πληρώνει τα έξοδά της;»
Εύλογες ερωτήσεις και ανησυχίες γονέων, μα πόσο διαφορετικές από τις σκέψεις του παιδιού τους… Το παιδί έκανε έναν αγώνα να ξεπεράσει τις δυσκολίες, δεν σταματούσε να ψάχνει το καλύτερο, μα οι γονείς θεωρούσαν πως κάτι λάθος συμβαίνει, πως δεν έδωσαν τα σωστά εφόδια στο παιδί τους. Το οικονομικό ήταν πάντα το κριτήριο, μα αλήθεια, αν δεν υπήρχαν εκείνοι, το παιδί τους δεν θα κατάφερνε να εξελιχθεί σε έναν καταπληκτικό άνθρωπο.

Ήταν το παιδί τους εκείνο που συμπαθούσαν πάντα στην πολυκατοικία τους, εκείνο που κατέβαζε τα σκουπίδια της κυρίας Μελπομένης, ηλικιωμένη ενενήντα χρόνων πλέον και φρόντιζε ο κοινόχρηστος κήπος να έχει πάντα λουλούδια, όπως η ψυχή της. Ήταν το παιδί τους εκείνο που τους φρόντιζε όταν ο πατέρας έσπασε το πόδι του. Ήταν το παιδί τους εκείνο, που εθελοντικά μαγείρευε για τους άστεγους. Ήταν το παιδί τους εκείνο που πήγε σε αποστολή στην Αφρική να γνωρίσει από κοντά τους πονεμένους ανθρώπους. Εκείνο το παιδί που δυσκολευόταν στα μαθήματα, μα δεν το έβαλε κάτω και έδωσε σε όλους το μεγαλύτερο μάθημα. Την παιδεία στην μαθαίνει η ζωή που θα επιλέξεις, δεν αρκεί το σχολείο και δεν αφορά μόνο τα μαθήματα. Οι βαθμοί είναι ένα ανθρώπινο σύστημα αξιολόγησης, αλλά δεν εξασφαλίζει την ψυχική ηρεμία και γαλήνη της ψυχής και η ψυχή δεν πληρώνει δυστυχώς κανένα νοίκι, μα σίγουρα έχει μεγαλείο! Και γι’ αυτό το παιδί οι γονείς ήταν περήφανοι!

Ελένη Ρέγγα

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading