,

Paint It Black

Το άκουγε διαπασών. Εδώ και μισή ώρα, η Τασσώ! Συνεχώς, ξανά και ξανά! Όλα είχαν μαυρίσει γύρω της, μα κυρίως μέσα της, την είχε ρουφήξει το πένθος. Η χαρά είναι πλουμιστή κουβέρτα που καλύπτει και ομορφαίνει τα πάντα. Η λύπη είναι συρματόπλεγμα και η απώλεια τα αγκάθια του. Τρυπάνε το σώμα κατάστηθα, χαρακώνουν την καρδιά, γυμνώνουν την ασχήμια. Οι πληγές του ξερνάνε στο στόμα μεταλλική γεύση από αόρατο αίμα και αμέτρητο πόνο.

Τριάντα λεπτά ακόμα της πήρε να σηκωθεί απ΄το πάτωμα και να κλείσει το τραγούδι. Πλύθηκε, σκουπίστηκε, δυο άδειες τρύπες τα μάτια της, το γαλάζιο τους είχε ξεπλυθεί, είχε πνιγεί στο κόκκινο. Έπρεπε όμως να συνεχίσει το «θέατρο», να παραστεί στην κηδεία, να αντέξει, είχε έρθει τόσος κόσμος! Η εξόδιος ακολουθία, τι τραγικό, θα ήταν λαμπρή, όπως άξιζε στον νεκρό, καθώς ο Σπήλιος της ήταν στρατιωτικός.

Τον είχε γνωρίσει στα δεκαεπτά της, στην στάση. Ο εφηβικός της έρωτας. Αυτός της έριχνε τρία χρόνια, είχε τις περιπετειούλες του πριν. Μόλις αντίκρισε την Τασσώ του, λαβώθηκε κατάστηθα, αίσθημα κεραυνοβόλο. Ευτυχώς και αμοιβαίο. Θες η στολή, θες το παράστημα, έλιωσε η Τασσώ στην αρχή στα πόδια της, στο λεωφορείο, κοντά του και πολύ σύντομα στα στιβαρά του χέρια. Στα εικοσιπέντε της παντρεύτηκαν. Ήθελαν και οι δυο τους άμεσα να αποκτήσουν παιδιά. Είχε υπογράψει και εκείνη την σύμβασή της για οχτάωρη και τα οικονομικά τους άρχισαν να ανθίζουν. Η μονοκατοικία που θα μένανε, προικώο της, ήταν σχεδόν έτοιμη να γίνει η φωλίτσα της οικογενειακής τους ευτυχίας.

Ακολούθησαν επτά χρόνια άκαρπων φυσικών προσπαθειών. Και άλλα δεκατρία σε διαφορετικούς γιατρούς, με δώδεκα εξωσωματικές. Ώσπου ένα βράδυ, είχαν βγει, γυρίσανε σπίτι έχοντας πιει λίγο παραπάνω και οι δυο. Βάλανε ραδιόφωνο, έπαιζε το Paint It Black, το τραγουδούσαν και οι δύο τέρμα παράφωνα και τέρμα αγκαλιασμένοι! Στο τέλος του κομματιού καταρρεύσανε στον καναπέ. Ξεχύθηκε από μέσα τους η αλήθεια, μανιασμένο κύμα, που αντί να τους πνίξει, τους απόθεσε απαλά στην αμμουδερή ακτή.

Ο Σπήλιος, ύστερα από τόση ταλαιπωρία, δεν ήθελε ούτε γιο, ούτε κόρη, ήθελε την λατρεμένη γυναίκα του πίσω, να μην υποφέρει άλλο. Είχε χάσει τον εαυτό της, το γέλιο της! Δεν τολμούσε να της το πει νηφάλιος, μην το πάρει στραβά. Με το αλκοόλ όμως να κάνει κουμάντο στην γλώσσα του, το ξεστόμισε. Και η Τασσώ λευτερώθηκε απ’τα δεσμά του φύλου της. Ούτε αυτή άντεχε άλλη απόπειρα, είχε αποδεχτεί τον τίτλο της «στείρας», αφού η μήτρα της δε δεχόταν έμβρυο, έπρεπε να το σεβαστεί. Απαίσιο ακουγόταν το “κάθε εμπόδιο για καλό”, παρόλο που στην περίπτωσή τους ήταν παρηγοριά και αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ένα βάρος έφυγε από πάνω της, ξαλάφρωσε και ο Σπήλιος και αποφάσισαν να ταΐσουν τον καρπό της αγάπης τους, να ανθίσει ξανά, γιατί ο καημός τους είχε μαράνει, ενώ είχαν τόσα όνειρα να κατακτήσουν!

Την επόμενη βδομάδα κιόλας κανόνισαν ταξίδι στα Λουτρά Πόζαρ για χαλάρωση και σύσφιξη της σχέσης τους. Ξανάνιωσαν σχολαριόπαιδα, οι απόγονοι μπορεί να φέρνουν την ευτυχία, σίγουρα στα λόγια. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να στο εξασφαλίσει, αλλιώς δε θα είχε γεμίσει ο κόσμος βασανισμένους γονείς και αδικοχαμένα τέκνα. Τα γλυτώσανε αυτά. Κυρίως όμως οφείλανε να ξαναβρούν τον κοινό όμορφο εαυτό τους. Περίπατοι, έξοδοι για δείπνα τις καθημερινές, μικρές εκπλήξεις από σιροπιαστά μηνύματα επιθυμίας, μπουκέτα με φρεσκοκομμένα μανουσάκια, χωρίς αφορμή, αφού κατανοήσανε πια πως κάθε αυγή μπορούσε να είναι γιορτή.

Στο εξάμηνο πάνω, Δευτέρα πρωί ήταν που η Τασσώ πήρε τον Σπήλιο στο γραφείο για τις τελευταίες λεπτομέρειες του επερχόμενου ταξιδιού στην Λισσαβόνα. Έπρεπε να διαλέξουν σήμερα ξενοδοχείο για να στείλει την προκαταβολή στο ταξιδιωτικό. Ο Σπήλιος της είπε να προτιμήσει εκεί που θα μένανε οι περισσότεροι του γκρουπ, ας αποφάσιζε η ίδια, δεν είχε πρόβλημα κανένα. Μόλις πήγε να τον ρωτήσει αν θα καθόταν παραπίσω ή θα τρώγανε μαζί το μεσημέρι, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο η Τασσώ και σιωπή. Σπήλιο! Σπήλιο! φώναζε, φασαρία πολύ, σουρσίματα, κραυγές και ποδοβολητά, φωνές που δεν καταλάβαινε ενώ συνέχιζε να φωνάζει με όλη της την δύναμη τον άνδρα της. Τελικά ένας συνάδελφός του, έπιασε το πεσμένο ακουστικό. Είχε χάσει τις αισθήσεις του, καλέσανε ασθενοφόρο…

Στο νοσοκομείο απλώς διαπιστώσανε τον θάνατό του. Από καρδιά. 49 ετών, ο Ταγματάρχης Σπήλιος Νικολαΐδης, έλαμπε μες το φέρετρο. Τιμητικό άγημα, πολύς κόσμος, δεν ήξερε ούτε τους μισούς η Τασσώ. Και όσους γνώριζε, δεν ήταν σε κατάσταση να τους καταλάβει.

Όταν έπιασε λίγο χώμα να ρίξει στον φρεσκοσκαμένο τάφο, αυτό κόλλησε στα ιδρωμένα χέρια της, δεν έλεγε να φύγει, ούτε αυτή ήθελε να το αποχωριστεί. Προτιμούσε να μείνει εκεί, μαζί του, δεν ήξερε πώς να υπάρχει μόνη, δεν ήθελε και να μάθει!

Η δουλειά της ήταν που την κράτησε όρθια. Ίσα που έλειψε δυο μέρες και μετά γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο. Σανίδα σωτηρίας η ρουτίνα της. Άλλη μια μέρα, άλλη μια Δευτέρα, άλλη μια Παρασκευή. Η καθημερινότητα της Τασσώς ήταν σαν βρύση που στάζει. Σταγόνα, σταγόνα ένιωθε πως θα γέμιζε ο κουβάς της και θα ερχόταν και το δικό της τέλος.

Δυο χρόνια φύγανε νερό και εμφανίστηκε στο τμήμα της, καινούργιος προϊστάμενος, υπομηχανικός. Ένας μικροκαμωμένος διαολάκος που τους έτρεχε όλους με την αυστηρότητά του. Η Τασσώ ήταν ρομποτάκι στις εργασίες που αναλάμβανε. Ίσως αυτό το αλάνθαστο σύστημά της, την έκανε να είναι η πρώτη που της χάρισε το χαμόγελό του, ο Πέτρος. Της είπε και μπράβο. Μπορεί να του έριχνε ένα κεφάλι, μπορεί να ήταν χωμένη μες τα μαύρα που παραδόξως δένανε με την πυρόξανθες μακριές της μπούκλες, λες και ήταν επιλογή της τα σκούρα ρούχα.

Σαν γυναίκα δεν περνούσε απαρατήρητη. Το βλέμμα της παρέμενε θρασύ, η κορμοστασιά της περήφανη και παρόλο που κόντευε τα πενήντα, δεν την έκανες πάνω από σαράντα. Εκείνα τα λίγα πρωινά που οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια της εμφανιζόταν απειλητικοί, τότε απότομα βάραινε και η Τασσώ. Αυτό όμως, αντί να αποθαρρύνει τον ερωτοχτυπημένο, μάλλον τον εξίταρε για να την φροντίσει, να την παρηγορήσει. Τρεις μήνες μετά, όλοι είχαν πάρει χαμπάρι πόσο την γούσταρε ο Πέτρος, εκτός απ’ αυτήν. Η καλύτερή της φίλη στον πάνω όροφο της εταιρείας, ανέλαβε να την ξυπνήσει:

-Τι πειράζει που είναι πέντε χρόνια μικρότερος; Αυτός δείχνει πενηνταπεντάρης, ενώ εσύ…

-Πας καλά, βρε Στέλλα; Εγώ έκλεισα με τον Σπήλιο.

-Και πολύ καλά έκανες, να σφραγίσεις εγκεφαλικά. Όμως το κορμί έχει ανάγκες, δεν ξεκλειδώνεις λίγο πιο χαμηλά, μην το μπαζώσεις και εκεί! Την πείραζε συνεχώς μα δεν τσίμπαγε η Τασσώ.

Μέχρι που ήρθε η κοπή της πίτας. Πώς γλίστρησε η Στέλλα και σε μια στροφή του χασαποσέρβικου, της προσγείωσε τον Πέτρο ξέπνοο, δίπλα της στο τραπέζι. Εκείνη του πρόσφερε νερό, πιάσανε κουβέντα πιο χαλαρά, μιλήσανε λες και γνωρίζονταν από παλιά. Βρήκαν παρόμοια ενδιαφέροντα, ανακαλύψανε πως μένανε κοντά, μέχρι που κανονίσανε να πάνε παρέα σε μια παράσταση που είχε κερδίσει διπλή πρόσκληση ο Πέτρος. Αυτό ήταν, κουμπώσανε.

Το μυαλό της Τασσώς όμως δεν ησύχαζε, γύρισε στα παλιά, το παρελθόν δεν ξεχνά και σε στοιχειώνει. Αυτή δεν μπορούσε να του κάνει απογόνους, αυτός μπορεί να ήθελε, οι άνδρες τεκνοποιούν και στα ογδόντα. Καταλάβαινε πως την έβλεπε σοβαρά, ήδη είχε κάνει κουβέντα να την γνωρίσει στην χήρα μάνα του. Πού να ήξερε πως δε θα έβλεπε ποτέ εγγόνια απ’ την φερόμενη νύφη! Έπρεπε να του ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε γάμους, για όσο τράβαγε η σχέση τους, δεν έπρεπε να δίνουν δικαιώματα και στους συναδέλφους τους.

Του μίλησε έξω απ’ τα δόντια. Αυτός κατέβασε το κεφάλι και σιώπησε. Θα σεβόταν την επιθυμία της. Η στεναχώρια του τις επόμενες μέρες ήταν τόσο εμφανής, που δεν μπορούσε να το χειριστεί η Τασσώ. Τότε συνειδητοποίησε πόσο βαθιά τον νοιαζόντανε, πόσο ήθελε να τον βλέπει ευτυχισμένο. Κάπως έτσι υποχώρησε και του είπε το ναι! Πολύ σύντομα παντρευτήκανε με κουμπάρα την Στέλλα, την προξενήτρα, σε στενό οικογενειακό κύκλο.

Η επόμενη χρονιά τους βρήκε μαζί, να χαμογελάνε στην ετήσια αναμνηστική φωτογραφία της εταιρείας χαρούμενοι. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, η Τασσώ δέχτηκε στο κινητό της μια κλήση απ’ τον γυναικολόγο της. Το περιθώριο για την κρυοσυντήρηση ωαρίων της που είχε κάνει, έληγε. Τι θα έκανε; Δεν του απάντησε, τον ευχαρίστησε για την ενημέρωση και έκλεισε. Το μεσημέρι, ευτυχώς έλειπε σε συνέδριο εκτός Αθηνών ο Πέτρος, παρέμεινε στο γραφείο της μετά το σχόλασμα. Θα έκλεινε αυτή, τους είπε, θα περίμενε το συνεργείο καθαρισμού να συνεννοηθεί για τις αλλαγμένες κλειδαριές. Αφού φύγανε όλοι και έσβησαν τα φώτα, έμπηξε τα κλάματα. Κατάλαβε πως μπορεί να είχε θάψει το όνειρο της μητρότητας καιρό πριν, αλλά το ένστικτό της δεν έλεγε να δεχτεί την αλήθεια. Τα κατεψυγμένα ωάριά της, ήταν μια παρηγοριά. Η αναπόφευκτη καταστροφή τους απαιτούσε να τα θρηνήσει όπως άξιζε στα αγέννητα μωρά της! Η πληγή ας είχε επουλωθεί, η ουλή της παλλόταν μαρτυρικά σπαρακτική!

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Βάσια η καθαρίστρια. Κοιταχτήκανε οι δυο γυναίκες και νιώσανε τον πόνο τους. Η ταλαίπωρη Ρουμάνα που τα έβγαζε πέρα με πολύ ζόρι, η Ελληνίδα που το σαράκι της ξύπνησε και την έτρωγε λίγο λίγο κάθε ώρα. Παρηγορώντας η μία την άλλη, η ευλογημένη με τα τέκνα, την θλιμμένη νιόπαντρη, αφού κλάψανε και οι δυο, βρήκανε την λύση. Θα γινόταν παρένθετη μητέρα η 26χρονη αδελφή της Βάσιας. Τα χρήματα που θα έπαιρνε ήταν κάτι παραπάνω από επιθυμητά. Κινήσανε γρήγορα τις νομικές διαδικασίες. Η Τασσώ και ο Πέτρος δεν πίστευαν την τύχη τους, τρέχανε να προλάβουν το ηλικιακό όριο.

Ένα χρόνο μετά, βγαίνανε απ’ το μαιευτήριο χαμογελαστοί με τα δίδυμά τους. Ένα ροζ και ένα γαλάζιο μπαλόνι κρατούσε στα χέρια της η Βάσια που τους περίμενε στην έξοδο. Δεν την ξαναείδανε, τα μάζεψε και επέστρεψε στον τόπο τους.

Η Τασσώ και ο Πέτρος, δεν πιστεύανε την ευτυχία που βιώνανε. Τελικά ποτέ δεν είναι αργά. Υπάρχουν συνθήκες που πρέπει να ωριμάσουν, σαν τα παραγινομένα σύκα, να πέσουν στο έδαφος για να φυτρώσουν τα νέα δένδρα. Στην περίπτωσή της Τασσώς, αν δεν γκρεμιζόταν ο κόσμος της, δε θα τον ξανάχτιζε απ’ την αρχή! Τα θαύματα θέλουν χρόνο, κόπο μα κυρίως τρόπο! Άλλωστε η ζωή γεννιέται κλαίγοντας! Και πολλές φορές στις βούρλες του χορού της, σηκώνει το μεσιανό το δάχτυλο στον θάνατο, νικώντας τον!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading